ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 115/1985 - Ο περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου (Τροποποιητικός) Νόμος του 1985
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2011) 3 ΑΑΔ 620
12 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 157/2008)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― «Φθίνουσα σύνθεση» ― Η συναφής νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η υιοθέτησή της στην κριθείσα περίπτωση.
Δήμοι ― Ο περί Δήμων Νόμος του 1985 ― Άρθρο 57(1) και (4)(α) ― Ερμηνεία και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Η παραβίασή του οδήγησε στην ακύρωση πειθαρχικής καταδίκης ― Περιστάσεις.
Ο εφεσείων αξίωσε με την έφεσή του, την ακύρωση της απόλυσής του, (μετά από πειθαρχική καταδίκη), η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Πρόσφατα η Ολομέλεια, στην υπόθεση Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρ. Νίκου Παυλίδη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 251, ασχολήθηκε με το ζήτημα της «φθίνουσας σύνθεσης» συλλογικού πειθαρχικού οργάνου. Με αναφορά συναφώς στο Άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και στη σχετική νομολογία την αποδοκίμασε και ακύρωσε την καταδίκη και την ποινή. Έκρινε πως, «δεν είναι νοητό υπό αυτές τις συνθήκες και με διαδικασίες ανάλογες προς ποινικές τοιαύτες, να παρατηρείται το φαινόμενο της σταδιακής αποχώρησης μελών, ώστε από την αρχική σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αποτελούμενης από πρόεδρο και εννέα μέλη, η καταδικαστική απόφαση και η ποινή να λαμβάνονται μόνο από τον πρόεδρο και τέσσερα μέλη». Όπως περίπου και εν προκειμένω.
2. Το Άρθρο 57(1) και (4)(α) του περί Δήμων Νόμου του 1985 είναι σαφές. Την πειθαρχική εξουσία την ασκεί το Συμβούλιο που εδώ είναι εννεαμελές και για να επιβληθεί η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης ή της απόλυσης «απαιτείται απόφασις του συμβουλίου λαμβανομένη διά πλειοψηφίας των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του συμβουλίου.». Ο Νόμος αναφέρεται στο συνολικό αριθμό των μελών του Συμβουλίου και οι πέντε, που εν τέλει εξέδωσαν την απόφαση και επέβαλαν την ποινή, ασφαλώς δεν ήταν τα δυο τρίτα των εννέα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρ. Νίκου Παυλίδη κ.ά., (2010) 3 Α.Α.Δ. 251.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2390/06), ημερ. 22/8/08.
Α. Γιωρκάτζης με Ν. Θρασυβούλου, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Στιβαρού για Ιωαννίδη και Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν υπάλληλος των εφεσιβλήτων, ως Τροχονόμος/Ειδικός Αστυνομικός. Μετά από μακρά διαδικασία βρέθηκε ένοχος για έξι πειθαρχικά παραπτώματα και, στις 4.10.06, του επιβλήθηκε η αυστηρότερη από τις προβλεπόμενες ποινές, εκείνη της απόλυσης.
Πρωτοδίκως, μεταξύ των ισχυρισμών του, βασικός ήταν πως έπασχε η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου εξ αιτίας των συνεχών διαφοροποιήσεων στους παρόντες, κατά συνεδρία, με αποτέλεσμα, στο τέλος, να είχαν συμμετάσχει στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης πέντε μόνο από τα εννέα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οπότε, όπως περαιτέρω υποστηρίζει, ήταν και κατά νόμο αδύνατο να επιβληθεί η ποινή της απόλυσης αφού, σύμφωνα με το Άρθρο 57(4)(α) του περί Δήμων Νόμου του 1985, Ν. 115/85 (όπως τροποποιήθηκε) για την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης χρειάζεται πλειοψηφία «δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του συμβουλίου».
Δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως οι πιο πάνω ισχυρισμοί, επειδή, όπως εξηγήθηκε, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Υπήρχε αναφορά στο θέμα στα νομικά σημεία, γενική όμως, χωρίς την απαραίτητη αιτιολογία. Οι λόγοι για τους οποίους ο εφεσείων θεωρούσε παράνομη τη σύνθεση, χωρίς τέτοιο δικαίωμα δόθηκαν με την αγόρευση.
Εν τούτοις, εξετάστηκε άλλη πτυχή των ισχυρισμών του εφεσείοντα που αφορούσαν στις επιπτώσεις πάνω στη σύνθεση από τους χειρισμούς στο ζήτημα του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ήταν εννεαμελές με Πρόεδρο το Δήμαρχο Π. Λουρουτζιάτη. Ο Δήμαρχος, από νωρίς, πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, αποχώρησε επειδή εκτίμησε ότι θα έπρεπε να καταθέσει ως μάρτυρας, νομικά ορθώς, όπως έκρινε ο συνάδελφός μας. Ανέλαβε να προεδρεύσει του Πειθαρχικού Συμβουλίου ο Αντιδήμαρχος Ν. Σίννος και αφού, μετά από κάποιες συνεδρίες, απορρίφθηκε ορισμένη προδικαστική ένσταση και αντεξεταζόταν ο πρώτος μάρτυρας, αποχώρησε και ο Αντιδήμαρχος, μάλιστα, εκστομίζοντας τη μομφή πως η πλειοψηφία των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν προκατειλημμένη εναντίον του εφεσείοντα. Συνήλθε τότε το Δημοτικό Συμβούλιο, μάλιστα υπό την προεδρία του Δημάρχου και όρισε ως προεδρεύοντα του Πειθαρχικού Συμβουλίου τον εκ των μελών του Α. Ηρακλέους. Ο αιτητής και ο δικηγόρος του διαμαρτυρήθηκαν, θεώρησαν παράνομη ολόκληρη τη διαδικασία και αποχώρησαν. Η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε στην απουσία τους, αφού κλήθηκαν και άλλοι μάρτυρες και αφού δόθηκε στον εφεσείοντα η ευκαιρία να ακουστεί και ειδικά ως προς την ποινή. Ο συνάδελφός μας πρωτοδίκως έκρινε πως «δεν υπάρχει παρανομία στην όλη διαδικασία» αφού «η ενέργεια του κ. Σίννου να παραιτηθεί στο μέσο της διαδικασίας, εξ ανάγκης επέβαλλε το διορισμό κάποιου από τους μέχρι τότε συμμετέχοντες, να εκτελεί καθήκοντα Προέδρου».
Διατυπώθηκαν λόγοι έφεσης και αναφορικά με τα πιο πάνω αλλά, περαιτέρω, και σε σχέση με όσα ο συνάδελφός μας δεν εξέτασε. Πρώτο από αυτά είναι το ζήτημα της παράνομης σύνθεσης εξ αιτίας της μεταβολής, κατά συνεδρία, των συμμετεχόντων. Δεύτερο είναι το ζήτημα του Άρθρου 57(4)(α) του Νόμου. Έχουμε ελέγξει τα δεδομένα. Και τα δυο θέματα εγείρονται και αιτιολογούνται επαρκώς από το συνδυασμό των νομικών σημείων και των γεγονότων της προσφυγής και επικροτούμε και την ενώπιόν μας αναγνώριση από την ευπαίδευτη συνήγορο για τους εφεσίβλητους πως αυτά, όπως και τα άλλα δημόσιας τάξης ζητήματα που εγέρθηκαν με τους λόγους έφεσης, κάτω από τα δεδομένα πρέπει να εξεταστούν στην ουσία τους. Σημειώνουμε πως όσα καταγράφονται στα γεγονότα της προσφυγής δεν ήταν διαφορετικά από όσα παρατέθηκαν, στη συνέχεια, στην αγόρευση του αιτητή. Παρατίθενται οι συνεδρίες με αναφορά στους παρόντες στην κάθε μια και με την εισήγηση πως «η διαδικασία δεν διεξήχθη από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου.». Επίσης, προβάλλεται η θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι «πρόδηλα παράνομη καθώς λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 57(4)(α) του περί Δήμων Νόμου 1985, ήτοι, χωρίς την απαιτούμενη από το Νόμο πλειοψηφία.».
Πρόσφατα η Ολομέλεια, στην υπόθεση Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρ. Νίκου Παυλίδη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 251 ασχολήθηκε με το ζήτημα της «φθίνουσας σύνθεσης» συλλογικού πειθαρχικού οργάνου. Με αναφορά συναφώς στο Άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) και στη σχετική νομολογία την αποδοκίμασε και ακύρωσε την καταδίκη και την ποινή. Έκρινε πως, «δεν είναι νοητό υπό αυτές τις συνθήκες και με διαδικασίες ανάλογες προς ποινικές τοιαύτες, να παρατηρείται το φαινόμενο της σταδιακής αποχώρησης μελών ώστε από την αρχική σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αποτελούμενης από πρόεδρο και εννέα μέλη, η καταδικαστική απόφαση και η ποινή να λαμβάνονται μόνο από τον πρόεδρο και τέσσερα μέλη». Όπως περίπου και εν προκειμένω. Και να μη συνυπολογίζαμε τις ειδικές περιπτώσεις του Δημάρχου και Αντιδημάρχου που αποχώρησαν κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε, θα είχαμε τέτοια φθίνουσα σύνθεση αφού το μέλος Α. Γαβριηλίδης που ήταν παρών κατά την εξέταση και μέρος της αντεξέτασης του πρώτου μάρτυρα, στη συνέχεια δεν συμμετέσχε.
Το Άρθρο 57(1) και (4)(α) του Νόμου είναι σαφές. Την πειθαρχική εξουσία την ασκεί το Συμβούλιο που εδώ είναι εννεαμελές και για να επιβληθεί η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης ή της απόλυσης «απαιτείται απόφασις του συμβουλίου λαμβανομένη διά πλειοψηφίας των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του συμβουλίου.». Όχι των παρισταμένων, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσίβλητοι, με αναφορά στις περιστάσεις αποχώρησης του Δημάρχου και του Αντιδημάρχου, οπότε οι πέντε θα ήταν τα δυο τρίτα των επτά. Ο Νόμος αναφέρεται στο συνολικό αριθμό των μελών του Συμβουλίου και οι πέντε, που εν τέλει εξέδωσαν την απόφαση και επέβαλαν την ποινή, ασφαλώς δεν ήταν τα δυο τρίτα των εννέα.
Στοιχειοθετούνται κατά τα ανωτέρω λόγοι ακυρότητας που αφορούν στη ρίζα της διαδικασίας και δεν θα επεκταθούμε σε άλλα θέματα.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της. Τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.