ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
SOTERIADOU AND OTHERS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 921
Iακωβίδης Mιχαήλ ν. Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 28
Πετρίδου Φλωρεντία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 636
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 797/2006, 19 Δεκεμβρίου 2007
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2011) 3 ΑΑΔ 535
11 Ιουλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 64/2008)
Διοικητικό Δίκαιο ― Επανεξέταση ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Η λύση που δόθηκε από τα διορίζοντα όργανα, κατά την επανεξέταση προαγωγών μελών της Αστυνομικής Δύναμης, βρισκόταν στα πλαίσια της νομιμότητας και ήταν εύλογα επιτρεπτή ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αμεροληψίας και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως ― Κατά πόσο η στολή με την οποία καλούνται οι υποψήφιοι να εμφανιστούν ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως στις συνεντεύξεις, μπορεί να απολήξει σε στοιχειοθέτηση έλλειψης αμεροληψίας και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου σε διαδικασία επανεξέτασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η λύση που δόθηκε, εν προκειμένω, δηλαδή να αντικατασταθούν τα κωλυόμενα μέρη του Συμβουλίου Κρίσεως, βρίσκεται στα πλαίσια της νομιμότητας και συνάδει με τις πρόνοιες των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 καθώς και με τους προϊσχύσαντες του 1989. Η λύση αυτή κρίνεται ως ευλόγως επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις και ως η πλέον κατάλληλη για την επίλυση του επουσιώδους θέματος που προέκυψε. Νομίμως διορίστηκε ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Κρίσεως ο Βοηθός Αρχηγός Ν. Στέλικος σε αντικατάσταση του Υπαρχηγού Χ. Κουλέντη για σκοπούς επανεξέτασης των προαγωγών. Η διαδικασία επανεξέτασης ορθά άρχισε από το στάδιο του Συμβουλίου Κρίσεως, εφόσον ήταν σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας που εντοπίστηκε το σφάλμα.
2. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογραμμίζεται η αποδοκιμασία σχετικά με τον καθορισμό διαφορετικής ενδυμασίας των υποψηφίων που προσήλθαν ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Δεν αποκλείεται η διάκριση να οφειλόταν σε όντως απαράδεκτη νοοτροπία των εφεσιβλήτων, όπως περίπου την περιέγραψε ο εφεσείων. Από την άλλη όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι προθέσεις ήταν αγαθές και χωρίς καμιά σκοπιμότητα. Πέρα από την επισήμανση του μεμπτού αυτού σημείου της διαδικασίας, δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν με βεβαιότητα και στο βαθμό που απαιτείται σε ανάλογες περιπτώσεις να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας και της ίσης μεταχείρισης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 797/2006, ημερ. 19.12.2007.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 463/06), ημερ. 27/3/08.
Α. Γιωρκάτζης, για τον Εφεσείοντα.
Φ. Κωμοδρόμος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια προσφυγής που άσκησε ο εφεσείων, εξέδωσε στις 20.10.2005 ακυρωτική απόφαση των προαγωγών των ενδ. μερών στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου που ίσχυαν από 22.9.2003 και 1.11.2003. Οι προαγωγές ακυρώθηκαν λόγω κακής σύνθεσης του Συμβουλίου Κρίσεως στο οποίο συμμετείχε ο Ανώτερος Αστυνόμος Θ. Θεοδωρίδης, πρώτος εξάδελφος αξιολογούμενου υποψήφιου και ενδ. μέρους κατά τη διαδικασία προαγωγής.
O Αρχηγός Αστυνομίας όρισε για σκοπούς επανεξέτασης το υφιστάμενο Συμβούλιο Κρίσεως για την αξιολόγηση των υποψηφίων. Πρόεδρος του εν λόγω Συμβουλίου Κρίσεως ήταν συμφώνως του Κανονισμού 8 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών ο Υπαρχηγός της δύναμης κ. Χ. Κουλέντης. Όπως διαφάνηκε, ο κ. Κουλέντης είχε κώλυμα συμμετοχής στο Συμβούλιο Κρίσεως που επρόκειτο να συγκληθεί για τους σκοπούς της επανεξέτασης επειδή συμμετέσχε ως Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης κατά τη διαδικασία των προαγωγών που ακυρώθηκαν. Ενόψει τούτου ο Αρχηγός της Αστυνομίας κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 7 των περί Αστυνομίας Κανονισμών διόρισε ως Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως, μόνο για τους σκοπούς της επενεξέτασης, τον Βοηθό Αρχηγό κ. Ν. Στέλικο. Τόσο ο Πρόεδρος όσο και τα Μέλη του νέου Συμβουλίου Κρίσεως δήλωσαν ότι δεν είχαν κώλυμα να συμμετάσχουν στη διαδικασία. Προτού κληθούν οι υποψήφιοι σε συνέντευξη, το Συμβούλιο Κρίσεως καθόρισε τη διαδικασία που θα ακολουθείτο κατά την προφορική εξέταση και αξιολόγηση των υποψηφίων και τηρήθηκε σχετικό πρακτικό. Ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως κλήθηκαν ο εφεσείων και τα ενδ. μέρη. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφηκε σε πρακτικό. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας αφού έκρινε ότι τα ενδ. μέρη υπερείχαν των άλλων υποψηφίων σε αξία και προσόντα, ενασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, αποφάσισε την προαγωγή τους αναδρομικά. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι ο εφεσείων προάχθηκε σε Ανώτερο Υπαστυνόμο στις 31.12.2005. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ενέκρινε τις προαγωγές.
Ο εφεσείων άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης. Η προσφυγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη και με την παρούσα έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της.
Ο εφεσείων εισηγείται ότι κατά την επανεξέταση οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και να αντικαταστήσουν στο Συμβούλιο Κρίσεως τον Υπαστυνόμο Θεοδωρίδη με άλλο πρόσωπο και με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο που έγιναν οι ακυρωθείσες προαγωγές, να προχωρήσουν στην επανεξέταση εκκινώντας από το στάδιο της Επιτροπής Αξιολόγησης.
Το σφάλμα με βάση την ακυρωτική απόφαση, διαπράχθηκε στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και συνεπώς ήταν από εκείνο το στάδιο που έπρεπε να αρχίσει η επανεξέταση. Στο νέο Συμβούλιο Κρίσεως σαφώς δεν έπρεπε να συμμετέχει ο Ανώτερος Αστυνόμος Θεοδωρίδης ούτε και ο νέος Υπαρχηγός της Δύναμης κ. Χ. Κουλέντης ο οποίος συμμετέσχε ως Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης κατά τη διαδικασία των προαγωγών που ακυρώθηκαν. Προδήλως υπήρχε κώλυμα συμμετοχής του κ. Κουλέντη καθότι η τυχόν συμμετοχή του στο Συμβούλιο Κρίσεως θα συνεπαγόταν συμμετοχή στη διαδικασία υπό διπλή ιδιότητα, πράγμα που ρητά απαγορεύουν οι Κανονισμοί. Υπό τις περιστάσεις, έπρεπε να δοθεί λύση στο πρόβλημα που ανέκυψε. Σε συμφωνία με το συνάδελφό μας που εκδίκασε την προσφυγή, κρίνουμε ότι η λύση που δόθηκε, βρίσκεται στα πλαίσια της νομιμότητας και συνάδει με τις πρόνοιες των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 καθώς και με τους προϊσχύσαντες του 1989. Η λύση αυτή κρίνεται ως ευλόγως επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις και ως η πλέον κατάλληλη για την επίλυση του επουσιώδους θέματος που προέκυψε.
Με βάση τα πιο πάνω, θεωρούμε ορθή τη διαπίστωση ότι νομίμως διορίστηκε ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Κρίσεως ο Βοηθός Αρχηγός Ν. Στέλικος σε αντικατάσταση του Υπαρχηγού Χ. Κουλέντη για σκοπούς επανεξέτασης των προαγωγών. Ως έχει ειπωθεί, η διαδικασία επανεξέτασης ορθά άρχισε από το στάδιο του Συμβουλίου Κρίσεως εφόσον ήταν σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας που εντοπίστηκε το σφάλμα.
Ο εφεσείων πρόβαλε πρωτοδίκως ότι κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης παραβιάστηκαν οι αρχές της αμεροληψίας και της ίσης μεταχείρισης επειδή, όπως ισχυρίστηκε, τα μέλη της δύναμης των οποίων ακυρώθηκε η προαγωγή, κλήθηκαν να παρουσιαστούν ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως με πολιτική περιβολή ενώ ο ίδιος και άλλοι υποψήφιοι κλήθηκαν να παρουσιαστούν με την αστυνομική τους στολή. Ο συνάδελφος μας που εκδίκασε την προσφυγή συμφώνησε με τη θέση του εφεσείοντα ότι η διατύπωση των προσκλήσεων για τις συνεντεύξεις συνεπαγόταν διάκριση στην εμφάνιση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις και δεν εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις. Ωστόσο αυτό που έκρινε πως έπρεπε να εξεταστεί ήταν το κατά πόσο αυτό το γεγονός συνιστά υπό τις περιστάσεις παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων. Για το θέμα έγινε αναφορά στην Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Yπόθ. Αρ. 797/2006, ημερ. 19.12.2007 το σκεπτικό της οποίας υιοθετήθηκε εφόσον, καθώς αναφέρθηκε, αυτό μπορούσε να τύχει ανάλογης εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση όπου κρίθηκε τελικά πως δεν στοιχειοθετήθηκαν λόγοι παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας και της ίσης μεταχείρισης.
Ο εφεσείων θεωρεί ως λανθασμένη την επί του προκειμένου απόφαση. Εισηγείται ότι τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης είναι διαφορετικά από τα γεγονότα της Ανδρέας Ανδριανού (ανωτέρω). Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ενώ κατά τη συνήθη εκτέλεση της εργασίας του τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι που είχαν κληθεί έφεραν πολιτική περιβολή, στο Συμβούλιο Κρίσεως, κλήθηκε να προσέλθει με αστυνομική στολή τα δε ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να προσέλθουν με πολιτική ενδυμασία γεγονός το οποίο δημιούργησε διαφορετικότητα στην εμφάνιση και εξ αυτού εύλογη υποψία ότι η επιδιωχθείσα διάκριση ήταν σκόπιμη για αλλότριους σκοπούς. Αυτή «η νοοτροπία» των εφεσιβλήτων ερμηνεύθηκε από τον εφεσείοντα ως ενδεικτική της αδυναμίας τους να επιβάλουν στους επηρεαζόμενους συμμόρφωση με τις αποφάσεις των Δικαστηρίων όταν αυτοί (οι εφεσίβλητοι) αμφισβητούν την ορθότητα των εν λόγω αποφάσεων. Ουσιαστικά δεν επιτρέπουν τον προσωρινό υποβιβασμό των ενδιαφερομένων μερών στα μάτια των συναδέλφων τους και του κοινού για λόγους γοήτρου. Αυτή ακριβώς η συμπεριφορά αποδεικνύει μεροληψία και παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Σε συμφωνία με το συνάδελφό μας σημειώνουμε και τη δική μας αποδοκιμασία σχετικά με τον καθορισμό διαφορετικής ενδυμασίας των υποψηφίων που προσήλθαν ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Δεν αποκλείεται η διάκριση να οφειλόταν σε όντως απαράδεκτη νοοτροπία των εφεσιβλήτων όπως περίπου την περιέγραψε ο εφεσείων. Από την άλλη όμως, δεν μπορούμε και να αποκλείσουμε ότι οι προθέσεις ήταν αγαθές και χωρίς καμιά σκοπιμότητα. Πέρα από την επισήμανση του μεμπτού αυτού σημείου της διαδικασίας, θεωρούμε πως δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν με βεβαιότητα και στο βαθμό που απαιτείται σε ανάλογες περιπτώσεις να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας και της ίσης μεταχείρισης. Θα επαναλάβουμε ό,τι έχει ειπωθεί σχετικά με το θέμα στην Ανδρέας Ανδριανού (ανωτέρω):
«Η εκδοχή των αιτητών αποτελεί ερμηνεία της συγκεκριμένης ενέργειας του Συμβουλίου που δίνει η πλευρά τους. Σύμφωνα με τη νομολογία όμως, η έλλειψη αντικειμενικότητας και η μεροληψία πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα και όχι με απλούς ισχυρισμούς. Το θέμα της αμεροληψίας και προκατάληψης εξετάστηκε στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176 όπου ο Δικαστής Νικολαΐδης αναφέρει,
'Βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου είναι ότι τα όργανα που συμμετέχουν σε συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία θα πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν με αμεροληψία. Έχει επίσης λεχθεί ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. Η προκατάληψη από ένα ή περισσότερα των προσώπων που συμμετέχουν στη λήψη απόφασης, ή που επηρεάζουν το αποτέλεσμα επί του οποίου βασίζεται η απόφαση, καθιστά την απόφαση τρωτή λόγω άδικης μεταχείρισης. Αν αποδειχθεί ότι ο αξιολογών λειτουργός είχε προσωπική έχθρα ή ότι κινήθηκε από εξωγενείς παράγοντες, τότε αναλόγως των περιστάσεων, εξετάζεται κατά πόσο έχει αποδειχθεί προκατάληψη (Soteriadou and Others v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 921, 944, 945)'
Δέστε επίσης (Φλωρεντία Πετρίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28). Στην παρούσα υπόθεση οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν στοιχειοθετούν λόγους παραβίασης των αρχών της αμεροληψίας και της ισότητας.»
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.