ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 316
15 Απριλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
IOANNIS GEORGIOU PIGGERY LTD,
Eφεσείοντες - Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 170/2007)
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχές επί της συνθέσεως των συλλογικών διοικητικών οργάνων ― Άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε, ότι δεν παραβιάστηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.
Πολεοδομική Άδεια ― Αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση ― Άρθρο 26(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72 ― Ερμηνεία από τη νομολογία και εφαρμογή των πορισμάτων της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Η επίδικη απόρριψη της κατά παρέκκλιση αδειοδότησης επικυρώθηκε.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεσή τους, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της άρνησης χορήγησης σε αυτούς πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση της εφαρμοζόμενης Δήλωσης Πολιτικής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με τη χρήση από τον πρωτόδικο Δικαστή της φράσης «συνολική άποψη», δεν συνάγεται οποιαδήποτε ασάφεια. Αντίθετα, προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τόσο την εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, όσο και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν ευσταθεί το παράπονο, ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Καν. 6(4) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, (Κ.Δ.Π. 309/1999).
2. Ορθά επίσης αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999 ως έχει τροποποιηθεί).
3. Η προτεινόμενη ανάπτυξη, αντικείμενο της προσβαλλόμενης με την παρούσα έφεση απόφασης, αφορούσε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 26(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/1972 όπως τροποποιήθηκε), αφού αναγνωρίζεται και από τους εφεσείοντες ότι η ανάπτυξη δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής.
Σύμφωνα με νομολογία που ερμήνευσε το Άρθρο 26(2) του Ν.90/72, η άρνηση έγκρισης κατά παρέκκλιση δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά. Δεν είναι στους εφεσίβλητους/καθ' ων η αίτηση το βάρος να αποδείξουν ότι η έγκριση της αίτησης δεν ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, αλλά στο πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξή του, εδώ τους εφεσείοντες/αιτητές, οι οποίοι θα έπρεπε να αποδείξουν ότι η περίπτωσή τους δικαιολογείτο προς το δημόσιο συμφέρον ή από άλλες ειδικές περιπτώσεις που καθορίστηκαν με Κανονισμούς. Επομένως ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η περίπτωση δεν είναι έκτακτη και δικαιολογημένη προς το δημόσιο συμφέρον, και ότι δεν χρειαζόταν να αιτιολογείται ειδικά με αναφορά στο κάθε κριτήριο που έλαβε υπόψη το Υπουργικό Συμβούλιο.
Πρόσβαση στο Υπουργικό Συμβούλιο για παρέκκλιση έχει, βάσει του Άρθρου 26, μόνο η Πολεοδομική Αρχή και όχι ο αιτούμενος την πολεοδομική άδεια.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hawaii Hotels Ltd. v. Δημοκρατίας (1995) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2835,
Συμιλλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 43,
Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 164/1998, ημερ. 26.2.1999,
Χαραλάμπους (Τσαγγαρίδη) ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 516/2001, ημερ. 15.10.2002,
Νεοφύτου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 2) (2006) 3 Α.Α.Δ. 768.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1589/05), ημερ. 18.9.07.
Αλ. Κουντουρή (κα), για τους Eφεσείοντες.
Αρ. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου Θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης ημερ. 18/9/2007 αδελφού Δικαστή με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή με αρ. 1589/2005 που οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει κατά της άρνησης των εφεσιβλήτων να τους παραχωρήσουν πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση των προνοιών του σχετικού νόμου.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Οι εφεσείοντες που είναι ιδιοκτήτες των τεμαχίων γης με αρ. 1018, 1284, 1293, 68, 69 και 88 του Φ/Σχ ΧΧΙΧ/36 και ΧΧΙΧ/44 στην Κάτω Μονή Επαρχία Λευκωσίας, στις 18/9/2000 υπέβαλαν την αίτηση με αρ. ΛΕΥ/1520/2000 για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής. Η αιτούμενη ανάπτυξη ήταν η επέκταση υφιστάμενου χοιροστασίου και η ανέγερση διαχωριστήρα χοιρολυμάτων στα τεμάχια 1018, 1284 και 1293 καθώς και η δημιουργία δεξαμενών φύλαξης χοιρολυμάτων στα τεμ. 68, 69 και 88. Σε μεταγενέστερο στάδιο, το 2003, υπέβαλαν και την αίτηση αρ. ΛΕΥ/1598/2003 η οποία αφορούσε μόνο διαχωριστήρα χοιρολυμάτων και τις δεξαμενές φύλαξης τους η οποία εγκρίθηκε στις 31/12/2003 και έτσι έμεινε για εξέταση η αίτηση ΛΕΥ/1520/2000 που αφορούσε την ανέγερση/επέκταση των χοιροτροφικών υποστατικών.
Αφού διεξήχθηκε η προβλεπόμενη από τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/1999) Δημόσια Ακρόαση, στις 28/2/2005 το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων (πιο κάτω ΣΥΜΕΠΑ), εισηγήθηκε προς το Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης. Πράγματι στις 1/8/2005 το Υπουργικό Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων και τους ενημέρωσε συναφώς με επιστολή ημερ. 29/9/2005 με αποτέλεσμα την καταχώρηση της προσφυγής αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Οι εφεσείοντες προώθησαν πρωτόδικα ως λόγους ακύρωσης (α) ότι έπασχε η σύνθεση του ΣΥΜΕΠΑ κατά την ημερομηνία που διαμόρφωσε την εισήγηση του, λόγω συμμετοχής μέλους που δεν είχε συμμετάσχει και στη Δημόσια Ακρόαση (β) ότι παραβιάστηκε ο Καν. 6(4) της Κ.Δ.Π 309/1999 που επιβάλλει «να καταγράφονται στα πρακτικά οι απόψεις ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου». Σχετικά με την ουσία της υπόθεσης οι εφεσείοντες προέβαλαν διάφορα επιχειρήματα ο πυρήνας των οποίων περιστρεφόταν γύρω από το γεγονός ότι οι εφεσείοντες έχουν ήδη εν λειτουργία κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις που ανεγέρθηκαν νόμιμα. Από πλευράς των εφεσιβλήτων ηγέρθηκε προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη, ένσταση που απορρίφθηκε και έτσι ο αδελφός Δικαστής εξέτασε τους λόγους ακύρωσης τους οποίους έκρινε ότι δεν ευσταθούσαν με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής.
Η έφεση
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω 3 λόγους έφεσης.
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα και/ή αναιτιολόγητα έκρινε και κατέγραψε στη σελ. 10 της απόφασής του ότι «...... η αρνητικού περιεχομένου διαπίστωση, δεν αναμένεται να αιτιολογείται με ειδική αναφορά στην κάθε αρχή και στο κάθε κριτήριο ξεχωριστά, όταν είναι η συνολική άποψη πως τίποτε από αυτά δεν συνηγορεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης».
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή κατά πρωτογενή κρίση του κατέγραψε στη σελ. 10 της απόφασής του ότι «........ είναι θέμα του αιτητή να τεκμηριώσει σφάλμα σ' αυτή την εκτίμηση και εδώ δεν υπάρχει τέτοια τεκμηρίωση. Όσα επισήμανε ο αιτητής ήταν γνωστά και ασφαλώς συνυπολογίσθηκαν. Οι αδυναμίες και οι υπερβάσεις που συγκεκριμενοποιήθηκαν ήταν αναμφισβήτως υπαρκτές και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η τελική απόφαση δεν μπορούσε να συνδεθεί και προς τη φύση τους και τη σοβαρότητα των επιπτώσεών τους».
3. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή αναιτιολόγητα έκρινε και κατέγραψε στη σελ. 8 της απόφασής του ότι «στα πρακτικά περιλαμβάνονται οι απόψεις του καθενός από τα μέλη» και στη σελ. 11 ότι «...... δεν συμμερίζομαι την εισήγηση των αιτητών πως λείπει εν προκειμένω η αιτιολογία. Η σχετική εκτίμηση ακολουθεί όσα προηγουμένως συγκεκριμενοποιήθηκαν και, όπως την κατανοώ, είναι στη βάση τους που διαμορφώθηκε.»
Αναπτύσσοντας τον πιο πάνω πρώτο λόγο, η πλευρά των εφεσειόντων διατείνεται ότι το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε αν αναφερόταν στην εισήγηση του ΣΥΜΕΠΑ ή του Υπουργικού Συμβουλίου. Επίσης δεν αναφέρονται στα πρακτικά οι απόψεις του καθενός από τα 5 μέλη του Συμβουλίου, όπως απαιτεί ο Καν. 6(4) των Κανονισμών του 1999.
Εξετάσαμε τους πιο πάνω ισχυρισμούς αλλά κρίνουμε ότι δεν ευσταθούν. Αναφορικά με τη χρήση από τον πρωτόδικο Δικαστή της φράσης «συνολική άποψη» δεν βλέπουμε οποιαδήποτε ασάφεια. Αντίθετα προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τόσο την εισήγηση του ΣΥΜΕΠΑ όσο και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το ίδιο δεν ευσταθεί το παράπονο ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Καν. 6(4) των Κανονισμών του 1999. Ο Κανονισμός αυτός έχει ως ακολούθως:
«6(4) Οι εισηγήσεις του Συμβουλίου προς το Υπουργικό Συμβούλιο, σε σχέση με τα θέματα που τίθενται ενώπιόν του, διαμορφώνονται με πλειοψηφία των μελών που είναι παρόντα. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή ο Αντιπρόεδρος, όταν τον αντικαθιστά, έχει τη νικώσα ψήφο:
Νοείται ότι η εισήγηση του Συμβουλίου προς το Υπουργικό Συμβούλιο συνοδεύεται από τα πρακτικά της συνεδρίας του κατά την οποία λήφθηκε η τελική απόφαση. Στα πρακτικά αυτά πρέπει να καταγράφονται οι απόψεις ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου.»
Όπως ορθά παραπέμπει η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων στα πρακτικά της συνεδρίας του ΣΥΜΕΠΑ ημερ. 28/2/2005 (παράρτημα 13 της Ένστασης), προκύπτει ότι καταγράφονται εκεί οι απόψεις εκάστου μέλους. Από τα ίδια πρακτικά προκύπτει επίσης ότι ο κ. Τάκης Πεττεμερίδης αντιπρόεδρος, ο οποίος απουσίαζε κατά τη Δημόσια Ακρόαση που έλαβε χώρα στις 16/9/2004, παρακάθησε στη συνεδρία του ΣΥΜΕΠΑ στις 28/2/2005 αφού, όπως ο ίδιος δήλωσε στο Συμβούλιο, έχει «μελετήσει «τα πρακτικά της Δημόσιας Ακρόασης, την αίτηση και όλα τα σχετικά έγγραφα και είναι πλήρως ενημερωμένος για το θέμα και σε θέση να συμμετάσχει στη λήψη απόφασης». Επομένως ορθά αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999 ως έχει τροποποιηθεί).
Ενόψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή αναιτιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο είπε τα ακόλουθα:
«Οπότε, είναι θέμα του αιτητή να τεκμηριώσει σφάλμα σ' αυτή την εκτίμηση και εδώ δεν υπάρχει τέτοια τεκμηρίωση. Όσα επισήμανε ο αιτητής ήταν γνωστά και ασφαλώς συνυπολογίσθηκαν. Οι αδυναμίες και οι υπερβάσεις που συγκεκριμενοποιήθηκαν ήταν αναμφισβήτως υπαρκτές και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η τελική απόφαση δεν μπορούσε να συνδεθεί και προς τη φύση τους και τη σοβαρότητα των επιπτώσεών τους.»
Προς υποστήριξη του λόγου αυτού οι εφεσείοντες επαναλαμβάνουν όσα ουσιαστικά ανάπτυξαν και στον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή στα πρακτικά του ΣΥΜΕΠΑ δεν αναφέρονται οι απόψεις του καθενός από τα πέντε μέλη του και ότι οι λόγοι απόρριψης της αίτησης κατά παρέκκλιση ουσιαστικά είναι η επανάληψη των προνοιών των κανονισμών και της Δήλωσης Πολιτικής και όχι οι προσωπικές απόψεις των μελών του ΣΥΜΕΠΑ. Έτσι και η τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι επίσης αναιτιολόγητη. Η απόφαση αυτή έχει ως ακολούθως:
«Το Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σ' αυτό από το Άρθρο 26 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων του 1972 έως 2002 και σύμφωνα με τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999, αποφάσισε να απορρίψει, σύμφωνα με την αιτιολογημένη εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην Πρόταση, την αίτηση της εταιρείας Ioannis Georgiou Piggery Ltd. για χορήγηση πολεοδομικής άδειας (ΛΕΥ/1520/2000), κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, για προσθήκες σε υφιστάμενη χοιροτροφική μονάδα, στα τεμάχια με αρ. 1018, 1284, 1293 Φ/Σχ. ΧΧΙΧ/36 και ΧΧΙΧ/44 στο χωριό Κάτω Μονή.»
Στην έκταση που οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι οι ίδιοι με αυτούς που προωθήθηκαν με τον πρώτο λόγο έφεσης, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε εκ νέου. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δυο μέλη του ΣΥΜΕΠΑ και κατ' επέκταση το Συμβούλιο, ενήργησαν υπό ουσιώδη πλάνη γιατί θεώρησαν ότι η αιτούμενη ανάπτυξη απέχει μόνο 260 μέτρα από την Οικιστική Ζώνη, κατ' αρχή σημειώνουμε ότι αυτός ήταν μόνο ένας από τους λόγους που το ΣΥΜΕΠΑ δεν σύστησε την έγκριση της αίτησης. Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι σε απόσταση 260 μέτρων από την οικιστική ζώνη είναι το υποστατικό τους που είναι ήδη αδειούχο και δεν ήταν αντικείμενο αίτησης κατά παρέκκλιση. Επομένως, εισηγούνται, το ΣΥΜΕΠΑ ενήργησε με πλάνη περί τα πράγματα κατά παράβαση του Άρθρου 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99, ως έχει τροποποιηθεί) και επομένως εσφαλμένα ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι δεν υπήρχε πλάνη. Γενικά αγνοήθηκαν γεγονότα, όπως η αντικατάσταση διαχωριστήρα και δεξαμενής για την επεξεργασία λυμάτων, η κατάθεση περιβαλλοντικής μελέτης και η ανάληψη υποχρέωσης για την κατασκευή βιολογικού σταθμού μέχρι το 2006 για τον οποίο εξασφάλισαν και άδεια οικοδομής στις 29/4/2005. Περαιτέρω δεν έλαβαν υπόψη το ότι εκτέλεσαν έργα για την ευημερία των ζώων (χοίρων).
Εξετάσαμε τους πιο πάνω ισχυρισμούς και έχουμε καταλήξει ότι ούτε αυτοί ευσταθούν. Από την ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ (Παράρτημα 14 στην Ένσταση) προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη ότι κατά καιρούς δόθηκαν άδειες για το χοιροστάσιο και διαδοχικές επεκτάσεις του σε διάφορες φάσεις αλλά τούτο ήταν πριν τον καθορισμό των πολεοδομικών ζωνών με την Κ.Δ.Π. 309/1999. Η προτεινόμενη ανάπτυξη, αντικείμενο της προσβαλλόμενης με την παρούσα έφεση απόφασης, αφορούσε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 26(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/1972 όπως τροποποιήθηκε) αφού αναγνωρίζεται και από τους εφεσείοντες ότι η ανάπτυξη δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής. Οι πρόνοιες αυτές απαριθμούνται στην παράγραφο 1.3 του εν λόγω Παραρτήματος αλλά και στην πρωτόδικη απόφαση.
Το Άρθρο 26(2) του Νόμου (πρώην 26(3)) όπως έχει τροποποιηθεί διαλαμβάνει ως εξής:
« (2) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με απόφαση του να χορηγεί πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης, ανεξάρτητα αν η ανάπτυξη έχει συντελεστεί ή όχι, σε έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις ή άλλες ειδικές περιπτώσεις, που θα καθοριστούν με κανονισμούς τους οποίους εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων»
Οι πρόνοιες προς τις οποίες δεν ήταν σύμφωνη η προτεινόμενη ανάπτυξη αναφέρονται με λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση (σελ. 4 έως 7) όπου είναι φανερό ότι προκύπτει και η αιτιολογία.
Σύμφωνα με νομολογία που ερμήνευσε το σχετικό άρθρο, η άρνηση έγκρισης κατά παρέκκλιση δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά (βλ. μεταξύ άλλων Hawaii Hotels Ltd. v. Δημοκρατίας (1995) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2835, Ανδρέας Σ. Συμιλλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 43, Βέρα Κωνσταντίνου Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 164/1998, ημερ. 26/2/1999 και Γιωργούλα Νικόλα Χαραλάμπους (Τσαγγαρίδη) ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 516/2001, ημερ. 15/10/2002). Προκύπτει από τις ίδιες αποφάσεις ότι δεν είναι στους εφεσίβλητους/καθ' ων η αίτηση το βάρος να αποδείξουν ότι η έγκριση της αίτησης δεν ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, αλλά στο πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξη του, εδώ τους εφεσείοντες/αιτητές οι οποίοι θα έπρεπε να αποδείξουν ότι η περίπτωση τους δικαιολογείτο προς το δημόσιο συμφέρον ή από άλλες ειδικές περιπτώσεις που καθορίστηκαν με Κανονισμούς. Επομένως ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η περίπτωση δεν είναι έκτακτη και δικαιολογημένη προς το δημόσιο συμφέρον, και ότι δεν χρειαζόταν να αιτιολογείται ειδικά με αναφορά στο κάθε κριτήριο που έλαβε υπόψη το Υπουργικό Συμβούλιο. Βέβαια εδώ το Υπουργικό Συμβούλιο ανάφερε στην απόφαση του με λεπτομέρεια τους λόγους απόρριψης της αίτησης χορήγησης άδειας κατά παρέκκλιση και οι λόγοι αυτοί απαριθμούνται και στην πρωτόδικη απόφαση. Το γεγονός ότι υπήρχαν αδειούχα υποστατικά, δεν σημαίνει ότι έπρεπε να δοθεί και η αιτούμενη άδεια για επέκτασή τους γιατί με την επέκταση η υφιστάμενη, έστω και περιορισμένου βαθμού οχληρία, θα επαυξάνετο.
Παρόλο που ενώπιον μας δεν έχει εγερθεί τέτοιο θέμα προσέχουμε ότι, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 2) (2006) 3 Α.Α.Δ. 768 πρόσβαση στο Υπουργικό Συμβούλιο για παρέκκλιση έχει, βάσει του Άρθρου 26, μόνο η Πολεοδομική Αρχή και όχι ο αιτούμενος την πολεοδομική άδεια. Στη σελ. 774 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Δεν δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία για την απόφαση αλλά αυτή δεν είναι η μόνη πλημμέλεια. Η Υπουργική Επιτροπή δεν είχε εκ του Νόμου δικαίωμα να εξετάσει θέμα παρέκκλισης όταν αυτό δεν προερχόταν από την ίδια την Πολεοδομική Αρχή και, όπως εδώ, δεν εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον αλλά μόνο το ιδιωτικό συμφέρον του ενδιαφερομένου προσώπου.»
Με τον τρίτο λόγο έφεσης επαναλαμβάνεται το παράπονο ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή αναιτιολόγητα ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάνθηκε ότι «στα πρακτικά περιλαμβάνονται οι απόψεις του καθενός από τα μέλη» του ΣΥΜΕΠΑ και ότι υπήρξε αιτιολογία από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Τα όσα αναφέραμε κατά την εξέταση των δυο πρώτων λόγων έφεσης είναι τέτοια που οδηγούν και στην απόρριψη αυτού του λόγου.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.