ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 3 ΑΑΔ 236

18 Μαρτίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

IRYNA DMYTRIYEVA,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

   ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 62/2008)

 

Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκαν έγκυρα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αλλοδαπού στην εξετασθείσα υπόθεση.

Η εφεσείουσα ενέμεινε με την έφεσή της στην αξίωσή της για ακύρωση των επιδίκων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της, τα οποία είχαν επικυρωθεί πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Όλα τα υποβληθέντα αιτήματα της εφεσείουσας και εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν και της κοινοποιήθηκε το αποτέλεσμα, η δε εφεσείουσα δεν προσέβαλε την εγκυρότητα των αποφάσεων εκείνων.

Όπως ορθά παρατήρησε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά τις 15.6.2005, η εφεσείουσα παρέμενε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και, παρά την εξέταση και άλλου αιτήματός της το οποίο απορρίφθηκε, και, παρά την παρατηρηθείσα καθυστέρηση των Αρχών να προβούν νωρίτερα σε διαβήματα εναντίον της, το διάταγμα απέλασης ήταν το φυσιολογικό και αναπόφευκτο μέτρο που θα λαμβανόταν. Το δε ταυτόχρονα εκδοθέν διάταγμα κράτησης ήταν το αναγκαίο επικουρικό μέτρο της διοίκησης, που θα καθιστούσε αποτελεσματικό το διάταγμα απέλασης.

Όπως είχε τονιστεί και στην υπόθεση Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, η μη προσβολή των απορριπτικών απαντήσεων στα αιτήματα αιτητή, για παραμονή ή για παραχώρηση καθεστώτος στη Δημοκρατία, καθιστά την όποια προσβολή διατάγματος κράτησης και απέλασης χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2153/06), ημερ. 18/4/08.

Σ. Δράκος, για την Εφεσείουσα.

Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που είχε εκδικάσει την προσφυγή αρ. 2153/2006, η εφεσείουσα η οποία είναι Ουκρανή υπήκοος, πρωτοαφίχθηκε στην Κύπρο κατά το 1998, για να εργαστεί ως τουριστική αντιπρόσωπος, και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής. Η άδεια παραμονής της ανανεωνόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, με τελευταία την παράταση η οποία της είχε δοθεί μέχρι την 15.6.2005, η οποία και είχε χαρακτηρισθεί ως "Final - Not renewable", δηλαδή "Τελική - Μη ανανεώσιμη", δεδομένου ότι η εφεσείουσα συμπλήρωσε έξι χρόνια παραμονής στη Δημοκρατία και παρά το ότι είχε προηγηθεί απορριπτική απάντηση στο αίτημά της για ανανέωση από τους καθ΄ων η αίτηση.

Με τη λήξη και της τελευταίας παράτασης η οποία δόθηκε στην εφεσείουσα, αυτή δεν εγκατέλειψε τη Δημοκρατία και συνέχισε να παραμένει στο έδαφός της παράνομα για ένα σχεδόν χρόνο, χωρίς να προβεί σε οποιοδήποτε άλλο διάβημα. Στις 5.6.2006 ο δικηγόρος της εφεσείουσας, με επιστολή του προς την αρμόδια Αρχή, ζητούσε όπως χορηγηθεί στην πελάτιδά του το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, με βάση την Οδηγία 2003/109/ΕΚ. Το αίτημα απορρίφθηκε στις 5.7.2006, για το λόγο ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε έγκυρη άδεια παραμονής στις 23.1.2006 που ήταν η προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο Κυπριακό Δίκαιο. Η εφεσείουσα κλήθηκε ξανά να αναχωρήσει από την Κύπρο, καθότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 16.6.2005. Και πάλι όμως δε συμμορφώθηκε, οπότε εκδόθηκαν εναντίον της κατά την 1.11.2006 διατάγματα κράτησης και απέλασης. Με την προαναφερθείσα προσφυγή της αρ. 2153/2006, η εφεσείουσα επεδίωξε την ακύρωση των διαταγμάτων εκείνων και, κατόπιν εκδίκασης, η προσφυγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Με την παρούσα έφεσή της, η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εγείροντας προς τούτο τρεις συνολικά λόγους έφεσης.

1ος Λόγος Έφεσης - Η κατ' ισχυρισμό αποστέρηση από την εφεσείουσα του δικαιώματος όπως ακουσθεί.

Σύμφωνα με την αγόρευση της εφεσείουσας, την επόμενη της σύλληψης και κράτησής της, δηλαδή στις 2.11.2006, η εφεσείουσα απέστειλε επιστολή προς τους εφεσίβλητους, με την οποία ζητούσε να ασκήσει το δικαίωμά της σε ακρόαση, ενώ την ίδια ημέρα απέστειλε και άλλη επιστολή στην οποία ανέφερε ότι εδώ και 7 χρόνια ζούσε και εργαζόταν νόμιμα στην Κύπρο, ήταν ιδιοκτήτρια ακίνητης ιδιοκτησίας και παρακάλεσε να της δοθεί δικαίωμα ακρόασης και να της παραχωρηθεί χρόνος για να κάνει διευθετήσεις για την περιουσία και τους λογαριασμούς της. Όμως, χωρίς άλλο, οι καθ' ων η αίτηση προχώρησαν στην απέλασή της κατά την 11.11.2006.

Προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης, ο συνήγορος της εφεσείουσας επικαλείται τις πρόνοιες του Άρθρου 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, καθώς και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο κυρώθηκε με το Νόμο αρ. 18(ΙΙΙ)/2000.

Το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 7 προνοεί ότι:

"1. Αλλοδαπός ο οποίος είναι νόμιμος κάτοικος στην επικράτεια ενός Κράτους δεν απελαύνεται από αυτό εκτός προς εφαρμογή απόφασης η οποία λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και επιτρέπεται σε αυτόν,

α. να υποβάλει λόγους εναντίον της απέλασής του,

β. όπως η υπόθεση του τύχει αναθεώρησης..."

Προφανώς όμως, διέλαθε της προσοχής του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι το πιο πάνω Άρθρο ρητά αναφέρει ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος είναι "νόμιμος κάτοικος" στην επικράτεια Κράτους. Υπενθυμίζεται ότι η εφεσείουσα τόσο για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν όσο και κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος απέλασής της, παράνομα ήταν που παρέμενε στη  Δημοκρατία.

Ως προς το γενικότερο δικαίωμα της εφεσείουσας να ακουστεί, ο συνήγορός της ισχυρίστηκε ότι δεν της παρασχέθηκε δικαίωμα ακρόασης, αν και η εφεσείουσα εξέφρασε γραπτώς δύο φορές την επιθυμία της προς τους εφεσίβλητους. Επίσης, ότι οι εφεσίβλητοι δεν έδωσαν την ευκαιρία στην εφεσείουσα να τακτοποιήσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις και να προστατεύσει την ακίνητή της περιουσία.

Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός της εφεσείουσας, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τυγχάνει επιεικώς απαράδεκτος. Υπενθυμίζεται ότι, παρά την απόρριψη αιτήματός της για ανανέωση άδειας παραμονής, εν τούτοις είχε παραχωρηθεί στην εφεσείουσα περαιτέρω χρόνος, ώστε να προβεί σε αναγκαίες διευθετήσεις αναχώρησής της, που έληγε στις 15.6.2005. Η εφεσείουσα, όχι μόνο δεν αναχώρησε με τη λήξη της τελευταίας προθεσμίας, αλλά πήρε από μόνη της και παράνομα, χρόνο ενός σχεδόν έτους, χωρίς καν να προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα και χωρίς να ενοχληθεί καθόλου από τις Αρχές. Ακόμα και μετά την απόρριψη του νέου διαβήματος της για παραχώρηση καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος που έγινε στις 5.7.2006, οπότε η εφεσείουσα υποχρεούτο να εγκαταλείψει άμεσα τη Δημοκρατία, δεν το έπραξε, αλλά παρέμεινε στη χώρα παράνομα και ανενόχλητα για μήνες μέχρι το Νοέμβριο που συνελήφθηκε. Αν μπορούσε να καταλογισθεί μομφή στους εφεσίβλητους για το θέμα τούτο, θα έπρεπε να ήταν σε σχέση με την ανοχή και απραξία που επέδειξαν ως προς την παράνομη παραμονή της εφεσείουσας και όχι για τη μη παραχώρηση σ' αυτήν χρόνου ώστε να διευθετήσει τις υποθέσεις της προτού απελαθεί.

Ως προς το γενικότερο δικαίωμά της όπως ακουστεί και την κατ' ισχυρισμό παραβίασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα τούτο στην εκκαλούμενη απόφαση, ως ακολούθως:

"Είναι γεγονός ότι δεν φαίνεται να δόθηκε απάντηση στο αίτημα της αιτήτριας να ακουστεί, όπως περιέχεται στην επιστολή της ημερ. 2.11.06 (Παράρτημα Ε και Στ της αίτησης), και όπως παροτρύνθηκε από τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στην επιστολή της ημερ. 1.11.06 και δεν φαίνεται να δίνεται απάντηση σ' αυτό στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας. Παρατηρείται, όμως, ότι η αιτήτρια άσκησε το δικαίωμα της παρούσας προσφυγής, αλλά και αιτήθηκε απαγορευτικού του διατάγματος απέλασης της μέτρο, το οποίο όπως λέχθηκε πριν, απορρίφθηκε. Σ' αυτό το αίτημα περιλήφθηκαν και οι ως άνω ισχυρισμοί, ότι δηλαδή δεν είχε κληθεί από τους καθ' ων η αίτηση σε ακρόαση για να εκθέσει τις απόψεις της (παρ. 12 και 13 της σχετικής ένορκης δήλωσης). Επομένως οι ισχυρισμοί της ακούσθηκαν, αλλά δεν δικαιώθηκαν. Μετέπειτα, ως προς τον ισχυρισμό της ότι έπεσε θύμα κάποιου Γιάννου από τη Λεμεσό που παρίστανε το δικηγόρο και ο οποίος θα τη βοηθούσε ως προς την ανανέωση της άδειας παραμονής της, εμφανίζεται από το διοικητικό φάκελο ότι ο ισχυρισμός αυτός εξετάστηκε από την Αστυνομία, αλλά θεωρήθηκε ότι δεν μπορούσε να προωθηθεί ελλείψει μαρτυρίας (σημείωση ερυθρό 20 ημερ. 7.5.07).

Άλλωστε, με δεδομένη την παράνομη από τις 15.6.05 εδώ διαμονή της, δεν υπήρχε οτιδήποτε ουσιώδες να προβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας. Αυτά, ως πρόσθετα της νομικά αναγνωρισμένης θέσης,  ότι η απέλαση δεν αποτελεί ούτε τιμωρία, ούτε πειθαρχική κύρωση, ώστε να προκύπτει άμεσα η ανάγκη να ακουσθεί η αιτήτρια (Khatataev v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 735/04, ημερ. 22.11.05 και Islam v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1226/04, ημερ. 19.5.05). Περαιτέρω διερεύνηση υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης θα ήταν άσκοπη."

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προσθέτουμε δε ότι, όπως εντοπίζεται και αλλού στην εκκαλούμενη απόφαση, τις παραστάσεις τις οποίες είχε να προβάλει η εφεσείουσα, που συνηγορούσαν κατά την άποψή της υπέρ της συνέχισης παραμονής της και εναντίον της απέλασής της, τις είχε προβάλει και προηγουμένως και λήφθηκαν υπόψη, τόσο μέσω της επιστολής της (Παράρτημα 9), όσο και με την επιστολή του συνηγόρου της ημερομηνίας 5.6.2006 (Παράρτημα 12).

Επομένως, ο λόγος τούτος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

2ος Λόγος Έφεσης - Η κατ' ισχυρισμό μη διεξαγωγή δέουσας και επαρκούς έρευνας, και έλλειψη καλής πίστης και επαρκούς αιτιολογίας.

Τον ισχυρισμό του περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας από πλευράς των εφεσίβλητων τον στηρίζει ο συνήγορος της εφεσείουσας σε κάποιο ισχυρισμό τον οποίο είχε προβάλει η εφεσείουσα προς τις αρμόδιες Αρχές, σύμφωνα με τον οποίο είχε πέσει θύμα απάτης από κάποιο πρόσωπο ονόματι Γιάννος. Όπως είχε ισχυριστεί η εφεσείουσα, κατά το Νοέμβριο του 2004, είχε δώσει οδηγίες στο πρόσωπο εκείνο, ο οποίος παρίστανε το δικηγόρο, όπως διευθετήσει τα της ανανέωσης της παραμονής της, χωρίς όμως αποτέλεσμα, οπότε τον κατάγγειλε στην Αστυνομία με επιστολή της ημερομηνίας 27.7.2006, την οποία κοινοποίησε και προς τους εφεσίβλητους. Σε σχέση με αυτό το θέμα, όπως αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση (και εμφαίνεται στο απόσπασμα που παραθέσαμε προηγουμένως), προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης ότι πράγματι αυτός ο ισχυρισμός ήρθε σε γνώση των εφεσίβλητων, όπως όμως επίσης και το γεγονός ότι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας εξετάστηκε από την Αστυνομία, αλλά θεωρήθηκε ότι δεν μπορούσε να προωθηθεί ελλείψει μαρτυρίας.

Είναι η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι αυτό δεν συνιστούσε ικανοποιητικό χειρισμό από την πλευρά των εφεσίβλητων, εφόσον οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε από μόνοι τους να ενδιαφερθούν για την προώθηση και κατάληξη εκείνης της καταγγελίας, την οποία αγνόησαν με την αναιτιολόγητη εξήγηση της Αστυνομίας ότι δεν υπήρχε μαρτυρία.

Η θέση αυτή είναι έκδηλα εσφαλμένη, αφού τυχόν αποδοχή της ορθότητάς της, θα έθετε στους ώμους των εφεσίβλητων μια ανεπίτρεπτη ευθύνη άσκησης καθηκόντων που ανήκουν σε άλλο όργανο της Δημοκρατίας, δηλαδή την Αστυνομική Δύναμη.

Διαφωνώντας, περαιτέρω, ο συνήγορος της εφεσείουσας με συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διοίκηση "έδωσε τις απορριπτικές απαντήσεις σε όλα τα αιτήματα της μετά από καλόπιστη εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και της καλής πίστης και εξέδωσε πλήρως αιτιολογημένες αποφάσεις", υπέβαλε ότι η κακοπιστία της διοίκησης καταδεικνύεται και από το γεγονός της μη εξέτασης της καταγγελίας της προς την Αστυνομία και τη μη απάντηση σε αίτημά της προς τους καθ΄ων η αίτηση με επιστολή της ημερομηνίας 16.11.2005.

Ως προς το πρώτο, το θέμα τούτο έχει ήδη καλυφθεί προηγουμένως. Ως προς το δεύτερο, όπως υποδεικνύει και η συνήγορος των εφεσίβλητων στην αγόρευσή της, η επιστολή εκείνη της εφεσείουσας απαντήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 9.12.2005 (ερυθρό 192 διοικητικού φακέλου). Συγκεκριμένα, οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 9.12.2005 προς το δικηγόρο της εφεσείουσας, αναφέρθηκαν στην επιστολή του ημερομηνίας 16.11.2005 για την ανανέωση της άδειας της εφεσείουσας, την οποία και επέστρεψαν μετά των συνημμένων της, προτρέποντας το δικηγόρο της όπως γι' εκείνο το θέμα αποταθεί στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στον Άγιο Δομέτιο, καθότι αυτός είχε αποταθεί στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού.

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της εφεσείουσας, καθώς επίσης και άλλος, σύμφωνα με τον οποίο η απέλαση της εφεσείουσας έγινε "με συνοπτικές διαδικασίες για να κουκουλωθεί η υπόθεση καταγγελίας εναντίον κάποιου Γιάννου", είναι παντελώς αστήρικτοι.

3ος Λόγος Έφεσης - Η κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ως γνωστόν, το Άρθρο 5 της Σύμβασης διασφαλίζει το δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια. Όπως υποστηρίζει η εφεσείουσα, συνελήφθηκε, κρατήθηκε και απελάθηκε από τη Δημοκρατία, ενώ είχε κάνει διαβήματα για την ανανέωση της άδειας της τόσο μέσω του προαναφερθέντος προσώπου ο οποίος την εξαπάτησε, όσο και μέσω του νέου δικηγόρου που διόρισε. Ενώ δε εκκρεμούσε η απάντηση των εφεσίβλητων, οπότε θεωρείται ότι παρέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία, συνελήφθη και απελάθηκε.

Η πιο πάνω εισήγηση δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, τα οποία παρουσιάστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και του Εφετείου. Όπως διαπιστώνεται, όλα τα υποβληθέντα αιτήματα της εφεσείουσας και εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν και της κοινοποιήθηκε το αποτέλεσμα, η δε εφεσείουσα δεν προσέβαλε την εγκυρότητα των αποφάσεων εκείνων.

Όπως ορθά παρατήρησε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά τις 15.6.2005, η εφεσείουσα παρέμενε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και, παρά την εξέταση και άλλου αιτήματός της το οποίο απορρίφθηκε, και, παρά την παρατηρηθείσα καθυστέρηση των Αρχών να προβούν νωρίτερα σε διαβήματα εναντίον της, το διάταγμα απέλασης ήταν το φυσιολογικό και αναπόφευκτο μέτρο που θα λαμβανόταν. Το δε ταυτόχρονα εκδοθέν διάταγμα κράτησης ήταν το αναγκαίο επικουρικό μέτρο της διοίκησης που θα καθιστούσε αποτελεσματικό το διάταγμα απέλασης.

Όπως είχε τονιστεί και στην υπόθεση Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, η μη προσβολή των απορριπτικών απαντήσεων στα αιτήματα αιτητή για παραμονή ή για παραχώρηση καθεστώτος στη Δημοκρατία, καθιστά την όποια προσβολή διατάγματος κράτησης και απέλασης χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο