ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2011) 3 ΑΑΔ 143
18 Φεβρουαρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 117/2007)
Επίτροπος Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων ― Άρθρα 20 και 34 του Ν.112(Ι)/04 ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες οι ενέργειες του Επιτρόπου επικυρώθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καν.7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Η απαίτηση εξειδίκευσης και αιτιολόγησης των νομικών σημείων της προσφυγής ― Δεν εκπληρώθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Η Α.ΤΗ.Κ. αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή της, κατ' αποφάσεως του εφεσίβλητου Επιτρόπου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Κρίνεται ότι με βάση τις πρόνοιες τόσο του Άρθρου 20(ιζ) του Ν.112(Ι)/04, όσο και του Άρθρου 34, η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το Άρθρο 20 προβλέπει γενικά για τις αρμοδιότητες, εξουσίες και καθήκοντα του Επιτρόπου. Μεταξύ αυτών είναι τόσο η παροχή των υπηρεσιών του για επίλυση διαφορών μεταξύ παροχέων δικτύων [Άρθρο 20(ιγ)], όσο και ο καθορισμός και η ρύθμιση με απόφαση του πλαισίου χρεώσεων, για διασφάλιση θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού και των αρχών της διαφάνειας και κοστοστρέφειας οποιωνδήποτε παροχέων δικτύων [Άρθρο 20(ιζ)]. Πρόκειται για δύο διαφορετικές αρμοδιότητες και εξουσίες. Στην πρώτη περίπτωση η εξουσία που παρέχει το Άρθρο 20(ιγ) του Νόμου για επίλυση διαφορών, ασκείται σύμφωνα με τις Γενικές Εξουσίες που του παρέχονται από το Μέρος 7 του Νόμου και τα Άρθρα 33-36. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η απόφαση του Επιτρόπου είναι αναγκαία για επίλυση της διαφοράς, που προκύπτει μεταξύ υπόχρεων οργανισμών για την παροχή δικτύων. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, η διαδικασία της επίλυσης διαφοράς, σύμφωνα με το Άρθρο 34, είναι τέτοια που ο Επίτροπος θα πρέπει να καταλήξει σε συγκεκριμένες λύσεις. Δεν είναι δυνατό να περιορίζεται η εξουσία του στον καθορισμό πλαισίου τιμών, όπως προβλέπεται στην περίπτωση του Άρθρου 20(ιγ), αφού κάτι τέτοιο ενδεχομένως να μην επίλυε τη διαφορά, αλλά θα την διαιώνιζε.
Πέραν τούτου, θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι στην προκειμένη περίπτωση, η διαφορά δεν αφορούσε στην κοστολόγηση υπηρεσίας μεταξύ υπόχρεου οργανισμού και καταναλωτή, π.χ. τέλη διασύνδεσης, αλλά τα τέλη μεταξύ δύο υπόχρεων οργανισμών (για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων συνδρομητών), τα οποία θα έπρεπε να καθοριστούν από τον Επίτροπο δυνάμει των αρχών που περιλαμβάνονται στα Άρθρα 18 και 75 του Νόμου, ώστε να μην είναι αποτρεπτικά στον καταναλωτή για τη χρήση της υπηρεσίας και γενικά να προάγει τον υγιή ανταγωνισμό και γενικότερα τους στόχους του Νόμου, όπως αυτοί παρατίθενται στο Άρθρο 2.
2. Η εξουσία του Επιτρόπου για επίλυση διαφοράς, η οποία παρέχεται από το Άρθρο 20(ιγ) και το Άρθρο 34, δεν περιορίζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο. Ο μόνος περιορισμός που θέτει ο Νόμος, είναι ότι όλες οι ενέργειες του Επιτρόπου όπως και τυχόν απόφαση για επίλυση διαφοράς, θα πρέπει να στοχεύουν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης των μερών, με τις προϋποθέσεις του Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει του Νόμου διαταγμάτων και ιδιαίτερα τους στόχους που αναφέρονται στο Άρθρο 2 του Νόμου.
Το ότι η συμφωνία τέθηκε εν προκειμένω ενώπιον του Επιτρόπου, μετά από αδυναμία των μερών να συμφωνήσουν, δεν επηρεάζει τις ευρύτερες εξουσίες του Επιτρόπου, πέραν της επίλυσης της συγκεκριμένης και προσδιορισμένης διαφοράς, να προσθέσει, δυνάμει των προνοιών του Διατάγματος, όρους και προϋποθέσεις στα όσα τα μέρη συμφώνησαν. Γι' αυτό εξάλλου και η συμφωνία υποβάλλεται στον Επίτροπο για έγκριση, προτού τεθεί σε ισχύ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Επίτροπος με την αιτιολογημένη απόφασή του, έκρινε εύλογα ότι η παροχή εγγυήσεων για το περιεχόμενο των αιτήσεων, λειτουργεί ως εμπόδιο στην ανάπτυξη του θεσμού. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του σημείου, είναι ορθή.
3. Περαιτέρω, είναι ο ίδιος ο Νόμος που δίδει εξουσία στον Επίτροπο, όχι μόνο να επιλαμβάνεται των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των υπόχρεων οργανισμών, αλλά και να εγκρίνει τις συμφωνίες φορητότητας που συνάπτουν τα μέρη. Καμιά από τις γενόμενες τροποποιήσεις δεν παραβιάζουν το δικαίωμα των μερών, να προσφύγουν σε αρμόδιο δικαστήριο κατά της όποιας απόφασης του Επιτρόπου.
4. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση όχι μόνο να εκθέτει τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται, αλλά συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι γεγονός ότι οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων πρωτοδίκως σε σχέση με την έρευνα, την πλάνη και την αιτιολογία, διατυπώθηκαν και αναπτύχθηκαν με γενικότητες και αοριστολογίες, χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία ή προσδιορισμός των σημείων για τα οποία θα έπρεπε να γίνει η έρευνα, ή των σημείων επί των οποίων πλανήθηκε το δικαστήριο ή των συγκεκριμένων ελλείψεων στην αιτιολογία της απόφασης του Επιτρόπου. Ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό λόγο ακύρωσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 984/04), ημερ. 25/6/07.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Κλεάνθους (κα), για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Ρ. Νικολαΐδης για Γεωργιάδη & Πελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την έφεση εκκαλείται η απόφαση αδελφού δικαστή με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των Εφεσειόντων κατά της απόφασης του Εφεσίβλητου, Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, στο εξής «ο Επίτροπος».
Το νομικό πλαίσιο
Ο Επίτροπος δυνάμει των Άρθρων 19 και 72(3) του προηγούμενου περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 (Ν. 19(Ι)/2002), εξέδωσε το περί Φορητότητας Αριθμών (Τηλεπικοινωνιών) Διάταγμα του 2003, ΚΔΠ 565/03, στο εξής «το Διάταγμα» σύμφωνα με το οποίο οι υπόχρεοι οργανισμοί έχουν υποχρέωση να παρέχουν στους συνδρομητές τους υπηρεσίες «φορητότητας αριθμών». Η «φορητότητα κινητών αριθμών» σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Διατάγματος, σημαίνει τη «διευκόλυνση που παρέχεται σε συνδρομητή δημοσίου κινητού τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή/και υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ώστε ο τελευταίος να δύναται να διατηρήσει τον κινητό αριθμό του, σε περίπτωση που μεταφέρει τη συνδρομή του σε άλλο παροχέα δημόσιου κινητού τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή/και υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας.». Το πιο πάνω διάταγμα στη συνέχεια τροποποιήθηκε από την ΚΔΠ 206/04. Μεταξύ άλλων, το Διάταγμα καθορίζει το πλαίσιο λειτουργίας του Θεσμού της φορητότητας αριθμών, τις διαδικασίες διεκπεραίωσης αιτήσεων, την ίδρυση βάσης δεδομένων για φορητότητα αριθμών, καθώς επίσης και τη διαδικασία επίλυσης διαφορών, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας μέσα στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει ο Νόμος.
Σύμφωνα με το Άρθρο 4(2) του Διατάγματος, οι υπόχρεοι οργανισμοί είχαν υποχρέωση να διασφαλίσουν την παροχή στους συνδρομητές τους, υπηρεσία για τη φορητότητα αριθμών, σε συγκεκριμένη ημερομηνία, η οποία όμως παρατάθηκε μέχρι τις 21.7.2004. Σύμφωνα με το Άρθρο 12(1) του Διατάγματος, το αργότερο μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία, οι υπόχρεοι οργανισμοί όφειλαν να συνάψουν συμφωνία για την μεταξύ τους συνεργασία σε θέματα φορητότητας, την οποία όφειλαν να υποβάλουν στον Επίτροπο, 10 μέρες πριν την θέσουν σε ισχύ (Άρθρο 12(3) του Διατάγματος). Ο Επίτροπος, εκτός από το να εγκρίνει τη συμφωνία, μπορεί να προβεί σε παρατηρήσεις και να διατυπώσει ενστάσεις επί της συμφωνίας (Άρθρο 12(4) Διατάγματος). Τα μέρη έχουν δικαίωμα να υποβάλουν παραστάσεις στον Επίτροπο. Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία με τον Επίτροπο, ο τελευταίος επιλαμβάνεται των σχετικών ζητημάτων, με απόφασή του. Ο άλλος τρόπος εμπλοκής του Επιτρόπου, είναι δυνάμει του Άρθρου 12(7). Σε περίπτωση που δύο υπόχρεοι οργανισμοί:- (α) δεν έχουν συνάψει συμφωνία φορητότητας το αργότερο 10 μέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της παροχής της υπηρεσίας ή (β) απευθύνουν σχετικό αίτημα στον Επίτροπο, αυτός δύναται να επιβάλει με απόφασή του, διατάξεις που ρυθμίζουν προσωρινά τα θέματα φορητότητας ανάμεσα στους δύο υπόχρεους οργανισμούς, μέχρι τη σύναψη συμφωνίας φορητότητας ανάμεσά τους. Μεταξύ των θεμάτων που πρέπει να ρυθμίζουν τη συμφωνία, είναι και τα τέλη που χρεώνουν τις μεταξύ τους υπηρεσίες σχετικά με τη φορητότητα. Σύμφωνα με το Άρθρο 15(2) του Διατάγματος, ο υπόχρεος παροχέας-δότης οργανισμός, δικαιούται να χρεώνει τον αντίστοιχο παροχέα-δέχτη:- (α) τέλη που αντιστοιχούν στο «εύλογο μέσο κόστος» που προκαλεί η επεξεργασία και διεκπεραίωση μιας αίτησης μεταφοράς αριθμού και (β) το ποσοστό των διοικητικών περιοδικών τελών, που ο παροχέας-δότης έχει ήδη ή πρόκειται να χρεωθεί ή καταβάλει για την πρωτογενή εκχώρηση και χρέωση των μεταφερόμενων αριθμών για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στη χρήση του αριθμού, με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
Στις 30.4.2004 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με άμεση ισχύ, ο περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004 (Ν.112(Ι)/04), στο εξής «ο Νόμος» ο οποίος αντικατέστησε το Νόμο 19(Ι)/2002. Ο νέος Νόμος είχε σκοπό να εναρμονίσει τη νομοθεσία για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Με το Άρθρο 75, ο νέος Νόμος επιβάλλει υποχρέωση σε πρόσωπο που παρέχει στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης κινητής τηλεφωνίας, να διασφαλίζει ότι ο συνδρομητής δύναται μετά την υποβολή αίτησης, να διατηρεί τον αριθμό του, ανεξαρτήτως του προσώπου που παρέχει την υπηρεσία. Τα εδάφια (2) και (3) του Άρθρου 75, προβλέπουν ότι:-
«75.(2) Ο Επίτροπος θα καθορίζει ειδικές υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούνται από μια επιχείρηση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η τιμολόγηση της διασύνδεσης για την παροχή φορητού αριθμού είναι κοστοστρεφής και ότι οι τυχόν άμεσες επιβαρύνσεις των συνδρομητών, δεν δρουν αποτρεπτικά για τη χρήση των ευκολιών αυτών.
(3) Κατά τη διακριτική ευχέρεια του Επιτρόπου, οι υποχρεώσεις του εδαφίου (2) του παρόντος Άρθρου, δύνανται να περιλαμβάνουν όρο περί μη επιβολής άμεσων επιβαρύνσεων των συνδρομητών για την φορητότητα αριθμού.»
Περαιτέρω, ο νέος Νόμος με το Άρθρο 161(1) προβλέπει ότι το Διάταγμα Φορητότητας Αριθμών του 2003 εξακολουθεί να ισχύει και από τις σχετικές πρόνοιες του, σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Άρθρου 75 του Νόμου, απορρέουν οι υποχρεώσεις των υπόχρεων οργανισμών για παροχή υπηρεσιών φορητότητας αριθμών προς τους συνδρομητές τους.
Τα γεγονότα
Τόσο οι Εφεσείοντες όσο και η εταιρεία Scancom (Cyprus) Ltd, η οποία σε κατοπινό στάδιο μετονομάστηκε σε Areeba Ltd, είναι αδειούχοι παροχής κινητών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και υπόχρεοι σύμφωνα με την ΚΔΠ 565/03, να παρέχουν στους συνδρομητές τους, υπηρεσίες φορητότητας αριθμών. Οι δύο εταιρείες προσπάθησαν να διαπραγματευτούν συμφωνία φορητότητας αριθμών, στη βάση των διατάξεων του Νόμου και του Διατάγματος. Παρά τις προσπάθειές τους, δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Ως εκ τούτου η εταιρεία Areeba Ltd, η οποία είχε υποχρέωση να παράσχει τη συγκεκριμένη υπηρεσία από 12.7.2004, κήρυξε αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις και στις 21.7.2004 ζήτησε τη διαμεσολάβηση του Επιτρόπου, ώστε να επιλυθεί η διαφορά που εξακολουθούσε να υπάρχει με τους Εφεσείοντες.
Οι Εφεσείοντες κοινοποίησαν στον Επίτροπο όλα τα σχετικά έγγραφα, πληροφορώντας τον ότι θα προσπαθούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία μέχρι 2.8.2004. Αν μέχρι τότε οι δύο εταιρείες δεν κατάφερναν να καταλήξουν σε συμφωνία, ο Επίτροπος τους ενημέρωσε ότι θα αναλάμβανε ο ίδιος την έκδοση προσωρινής απόφασης, η οποία θα περιλάμβανε ολοκληρωμένη συμφωνία φορητότητας αριθμών. Για διευκόλυνση του έργου του, κάλεσε τα δύο μέρη να του υποβάλουν το κοινό καταληκτικό κείμενο συμφωνίας, επισημαίνοντας τα σημεία διαφωνίας μεταξύ τους.
Ο Επίτροπος αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, στις 6.8.2004 εξέδωσε την υπ' αριθμό 4/2004 απόφαση την οποία και κοινοποίησε στα δύο μέρη. Οι Εφεσείοντες την προσέβαλαν, υποστηρίζοντας πρωτοδίκως ότι:-
(α) ο Επίτροπος υπερέβη τις εξουσίες του, αφού δεν είχε εξουσία δυνάμει του Άρθρου 75(2)-(5), να καθορίσει τα τέλη που καταβάλλονται μεταξύ των Εφεσειόντων και της Areeba για την παροχή της σχετικής υπηρεσίας φορητότητας αριθμών, επειδή:- (i) δεν πρόκειται ούτε για τέλη διασύνδεσης, που αφορούν την κίνηση, αλλά περί τελών που πληρώνονται μεταξύ παροχέων για διεκπεραίωση αιτήσεων και ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση φορητότητας ή ακύρωσης αίτησης και (ii) ούτε για τέλη με τα οποία βαρύνεται ο συνδρομητής ή ο χρήστης τηλεπικοινωνίας (λιανικά τέλη).
(β) Το Άρθρο 75 του Νόμου 112(Ι)/04 δεν παρέχει στον Επίτροπο εξουσία να επεμβαίνει σε συμβατικούς όρους, όπως η παροχή εγγύησης ορθότητας των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αίτηση ή για τους τρόπους επίλυσης διαφορών που ανακύπτουν από τη συμβατική σχέση των μερών και
(γ) ο Επίτροπος υπερέβη τις εξουσίες του που απορρέουν τόσο από το Άρθρο 20(ιζ) όσο και από το Άρθρο 34(1) του Νόμου.
Οι Εφεσείοντες κατέστησαν διαδίκους τόσο τον Επίτροπο όσο και τη Δημοκρατία. Σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, η προσφυγή αποσύρθηκε εναντίον της Δημοκρατίας, ενόψει της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20. Ως αποτέλεσμα, η πρωτόδικη διαδικασία συνέχισε μόνο εναντίον του Επιτρόπου, χωρίς ωστόσο να λάβει μέρος η Areeba Ltd ως ενδιαφερόμενο μέρος, προφανώς επειδή δεν τους επιδόθηκε η προσφυγή.
Ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, αφού εξέτασε τα νομικά θέματα που ηγέρθηκαν ενώπιον του, απέρριψε την προσφυγή.
Οι Εφεσείοντες, προσβάλλοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλουν τέσσερις λόγους έφεσης, ότι εσφαλμένα ο αδελφός μας Δικαστής:- (1) έκρινε ότι ο Επίτροπος έχει εξουσία να καθορίζει συγκεκριμένη τιμή, (2) να επεμβαίνει στο καθαρά συμβατικό μέρος της συμφωνίας φορητότητας αριθμών, (3) να επιβάλλει πρόνοιες επίλυσης διαφόρων με διαιτησία και τον εαυτό του ως Διαιτητή, για όλες τις διαφορές που μπορεί να προκύψουν από τη συμφωνία και (4) δεν εξέτασε το λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Στο στάδιο της προδικασίας της έφεσης, το Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, έθεσε θέμα κατά πόσο θα έπρεπε να λάβει μέρος στη διαδικασία της έφεσης και η εταιρεία Areeba Ltd, ως ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον τα συμφέροντα της ενδεχομένως να επηρεάζονταν εάν η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπετο. Μετά από σχετική επίδοση, η Areeba Ltd εμφανίστηκε στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος και ζήτησε χρόνο για να καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης. Τελικά όμως δεν καταχώρησε, με αποτέλεσμα να μην είχε δικαίωμα να προσθέσει οτιδήποτε στο στάδιο των διευκρινίσεων.
Η εξουσία του Επιτρόπου για καθορισμό συγκεκριμένης τιμής - Λόγος έφεσης 1
Σύμφωνα με το Άρθρο 20(ιζ) του Νόμου 112(Ι)/04:
«20. Αποτελεί αρμοδιότητα και εξουσία του Επιτρόπου, μεταξύ άλλων,
......................................
(ιζ) να καθορίζει και ρυθμίζει με Απόφαση το πλαίσιο χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων του κατώτατου και/ή ανώτατου ορίου τιμών, προς διασφάλιση θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού, και των αρχών της διαφάνειας και κοστοστρέφειας οποιωνδήποτε παροχέων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και/ή δημόσιων παροχέων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίοι έχουν ορισθεί από τον Επίτροπο ως παροχείς καθολικής υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων παροχέων υπηρεσιών σταθερής φωνητικής τηλεφωνίας, ή αυτών που έχουν καθορισθεί από αυτόν ως έχοντες σημαντική ισχύ στη σχετική αγορά, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του που περιγράφεται στο Μέρος 9 του παρόντος Νόμου.»
Όπως υποστήριξε τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Εφεσείοντες, οι πιο πάνω πρόνοιες του Άρθρου 20(ιζ) του Νόμου είναι σχεδόν ταυτόσημες με τις πρόνοιες που υπήρχαν στο Άρθρο 19(1)(ρ) του προηγούμενου Νόμου 19(Ι)/02 και οι οποίες έτυχαν ερμηνείας από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά., ανωτέρω. Όπως εισηγήθηκε ο κ. Χατζηϊωάννου, η Πλήρης Ολομέλεια έκρινε ότι η παρεχόμενη στον Επίτροπο εξουσία, περιορίζεται στον καθορισμό πλαισίου (δηλαδή αρχών) χρεώσεων συμπεριλαμβανομένης και ανώτατης και/ή κατώτατης τιμής, ενώ είναι οι Εφεσείοντες που έχουν την εξουσία καθορισμού της τιμής. Κατά την άποψή του, το ίδιο έπρεπε να ισχύσει και στην παρούσα περίπτωση.
Ο αδελφός μας Δικαστής, πρωτοδίκως, έκρινε ότι.-
«Στην παρούσα όμως υπόθεση δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 20(ιζ) αλλά το Άρθρο 34 το οποίο προβλέπει την επίλυση διαφορών μεταξύ οργανισμών αναφορικά με υποχρεώσεις που απορρέουν από το Νόμο. Η λύση της διαφοράς γίνεται από τον Επίτροπο, ύστερα από γραπτό αίτημα οιουδήποτε των μερών, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση. Ο Επίτροπος πριν από την απόφασή του διενεργεί σχετική έρευνα προς το σκοπό της επίλυσης της διαφοράς.
Η διαδικασία της επίλυσης διαφοράς σύμφωνα με το Άρθρο 34 είναι τέτοια που ο Επίτροπος θα πρέπει να καταλήξει σε συγκεκριμένες λύσεις και συνεπώς δεν περιορίζεται από τον καθορισμό πλαισίου τιμών που προβλέπεται από το Άρθρο 20. Γι' αυτό το λόγο η παρούσα υπόθεση είναι διαφορετική από την υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ανωτέρω. Καταλήγω ότι ο Επίτροπος ενήργησε μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με το Άρθρο 34 και συνεπώς η ληφθείσα απόφαση είναι νόμιμη.
Διαφορετική αντιμετώπιση θα κατέληγε σε παράλογο αποτέλεσμα, αφού αν καθοριζόταν πλαίσιο τιμών το οποίο οι δύο εταιρείες θα έπρεπε να εφαρμόσουν για τη φορητότητα αριθμών θα καταλήγαμε σε ανεφάρμοστη λύση.»
Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων θεωρεί εσφαλμένη την πιο πάνω κατάληξη, αφού, κατά την άποψή του, αν επικρατήσει η ερμηνεία του Άρθρου 34 που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, «θα ανέτρεπε την όλη φιλοσοφία και ερμηνεία της αρμοδιότητας του Επιτρόπου δυνάμει του Άρθρου 20(ιζ), αφού όλες οι τιμές, χονδρικές ή λιανικές που ευρίσκονταν εντός του καθορισθέντος πλαισίου και/ή ορίου τιμών, θα αμφισβητούνταν και θα ήγοντο ενώπιον του Επιτρόπου ο οποίος με την ευκαιρία αυτή θα καθόριζε την τιμή.»
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, θεωρώντας ότι οι πρόνοιες τόσο του Άρθρου 34 του Νόμου όσο και του Άρθρου 12(7) του Διατάγματος του 2003, παρέχουν εξουσία στον Επίτροπο, εφόσον του ζητηθεί, να επιλύσει διαφορά η οποία προκύπτει μεταξύ παροχέων. Περαιτέρω ο Επίτροπος, είπε, έχει την εξουσία δυνάμει του Άρθρου 33(4)(α) του Νόμου να παρεμβαίνει, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε των μερών και να επιλύει μία διαφορά με δεσμευτική απόφαση, προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις του Νόμου και των Διαταγμάτων.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Έχουμε εξετάσει τις πρόνοιες τόσο του Άρθρου 20(ιζ) όσο και τις πρόνοιες του Άρθρου 34 και συμφωνούμε με την κατάληξη του αδελφού Δικαστή. Το Άρθρο 20 προβλέπει γενικά για τις αρμοδιότητες, εξουσίες και καθήκοντα του Επιτρόπου. Μεταξύ αυτών είναι τόσο η παροχή των υπηρεσιών του για επίλυση διαφορών μεταξύ παροχέων δικτύων [Άρθρο 20(ιγ)] όσο και ο καθορισμός και η ρύθμιση με απόφαση του πλαισίου χρεώσεων για διασφάλιση θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού και των αρχών της διαφάνειας και κοστοστρέφειας οποιωνδήποτε παροχέων δικτύων [Άρθρο 20(ιζ)]. Κατά την άποψή μας, πρόκειται για δύο διαφορετικές αρμοδιότητες και εξουσίες. Στην πρώτη περίπτωση η εξουσία που παρέχει το Άρθρο 20(ιγ) του Νόμου για επίλυση διαφορών, ασκείται σύμφωνα με τις Γενικές Εξουσίες που του παρέχονται από το Μέρος 7 του Νόμου και τα Άρθρα 33-36. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η απόφαση του Επιτρόπου είναι αναγκαία για επίλυση της διαφοράς, που προκύπτει μεταξύ υπόχρεων οργανισμών για την παροχή δικτύων. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, η διαδικασία της επίλυσης διαφοράς, σύμφωνα με το Άρθρο 34, είναι τέτοια που ο Επίτροπος θα πρέπει να καταλήξει σε συγκεκριμένες λύσεις. Δεν είναι δυνατό να περιορίζεται η εξουσία του στον καθορισμό πλαισίου τιμών, όπως προβλέπεται στην περίπτωση του Άρθρου 20(ιγ), αφού κάτι τέτοιο ενδεχομένως να μην επίλυε τη διαφορά αλλά θα την διαιώνιζε. Επομένως, ορθά ο αδελφός Δικαστής διέκρινε την παρούσα περίπτωση από τα αποφασισθέντα στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ανωτέρω.
Η εξουσία του Επιτρόπου δυνάμει του Άρθρου 20(ιζ) είναι εντελώς διαφορετική. Σ' εκείνη την περίπτωση το ίδιο το άρθρο προβλέπει ρητά για τον καθορισμό «πλαισίου χρεώσεων» για τους σκοπούς που προσδιορίζει το άρθρο. Στην περίπτωση επίλυσης διαφοράς δυνάμει του Άρθρου 34, επείγει η εξεύρεση λύσης αφού, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η συμφωνία θα έπρεπε να είχε ήδη τεθεί σε ισχύ από τις 12.7.2004 και εν πάση περιπτώσει, πριν την έναρξη της παροχής της υπηρεσίας φορητότητας. Το θέμα φαίνεται να ήταν επείγον. Υπό αυτές τις συνθήκες ο καθορισμός «πλαισίου χρεώσεων», όπως εισηγείται η πλευρά των Εφεσειόντων, δεν θα επέλυε τη διαφορά. Η υποχρέωση του Επιτρόπου ήταν, στην περίπτωση που αποδεχόταν να επιλύσει τη διαφορά, να καταλήξει σε δεσμευτική προσωρινή απόφαση μέσα στα πλαίσια του Νόμου, ώστε να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις του Νόμου και ιδιαίτερα την παροχή της σχετικής υπηρεσίας, για την οποία είχε καθοριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία για την έναρξη της και η οποία, απ' ότι φαίνεται, είχε ήδη παρέλθει. Ειδικά το Άρθρο 15(7) του Διατάγματος, προβλέπει ότι ο Επίτροπος δύναται να «επιβάλει» διατάξεις που ρυθμίζουν προσωρινά τα θέματα φορητότητας ανάμεσα στους δύο υπόχρεους οργανισμούς, μέχρι τη σύναψη οριστικής ή προσωρινής συμφωνίας ανάμεσά τους.
Πέραν τούτου, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, η διαφορά δεν αφορούσε στην κοστολόγηση υπηρεσίας μεταξύ υπόχρεου οργανισμού και καταναλωτή, π.χ. τέλη διασύνδεσης, αλλά τα τέλη μεταξύ δύο υπόχρεων οργανισμών (για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων συνδρομητών) τα οποία θα έπρεπε να καθοριστούν από τον Επίτροπο δυνάμει των αρχών που περιλαμβάνονται στα Άρθρα 18 και 75 του Νόμου, ώστε να μην είναι αποτρεπτικά στον καταναλωτή για τη χρήση της υπηρεσίας και γενικά να προάγει τον υγιή ανταγωνισμό και γενικότερα τους στόχους του Νόμου, όπως αυτοί παρατίθενται στο Άρθρο 2.
Κατά την άποψή μας, η ερμηνεία που έδωσε ο αδελφός Δικαστής στο Άρθρο 34, είναι καθ' όλα ορθή και συνάδει με τις πρόνοιες του Νόμου και του Διατάγματος.
Εξουσία Επιτρόπου να επεμβαίνει στο καθαρά συμβατικό μέρος Συμφωνίας φορητότητας αριθμών - Λόγος έφεσης 2
Κατά τη μεταξύ των διαδίκων διαπραγμάτευση, φαίνεται ότι προτάθηκε από τους Εφεσείοντες, ο πιο κάτω όρος στον οποίο το ΕΜ θέλησε να εισάξει την πρόνοια η οποία είναι σκιασμένη και σε εισαγωγικά:-
«6.2 Κάθε Μέρος εγγυάται ότι οι αιτήσεις που θα υποβάλλει στο άλλο μέρος θα είναι αληθείς, θα περιέχουν όλες τις ορθές πληροφορίες «που δύναται να επιβεβαιωθούν με βάση τα έγγραφα που προσκομίζονται» και θα υπογράφονται από τους αιτητές φορητότητας και λειτουργούς σε κάθε περίπτωση. Νοείται ότι σε περίπτωση που αίτηση υποβλήθηκε στο άλλο Μέρος με βάση πλαστογραφημένα έγγραφα (πλαστή ταυτότητα ή διαβατήριο) από τον αιτητή φορητότητας αριθμού, το Μέρος που την υποβάλλει δε θα φέρει καμία ευθύνη προς το άλλο Μέρος.»
Ο Επίτροπος διαμόρφωσε τον όρο ως εξής:-
«Όρος 6.2 Κάθε Μέρος λαμβάνει υπ' όψη και συμπληρώνει την αίτηση με βάση τα στοιχεία και τα έγγραφα που ο αιτητής / συνδρομητής υποβάλλει. Νοείται ότι σε περίπτωση που αίτηση υποβλήθηκε στο άλλο Μέρος με βάση πλαστογραφημένα έγγραφα (πλαστή ταυτότητα ή διαβατήριο) από τον αιτητή φορητότητας αριθμού, το Μέρος που την υποβάλλει δεν θα φέρει καμία ευθύνη προς το άλλο μέρος.»
Ο αδελφός Δικαστής ο οποίος κλήθηκε όπως και εμείς να θεωρήσουμε παράνομη την επέμβαση του Επιτρόπου στο συμβατικό μέρος της Συμφωνίας, έκρινε ότι:-
«Τα επιχειρήματα των αιτητών θα πρέπει να απορριφθούν. Ο Επίτροπος κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση ενεργώντας, όπως είδαμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 34. Δεν βλέπω πως επηρεάζεται δυσμενώς ο συνδρομητής, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, από την τροποποίηση. Πριν ο Επίτροπος καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση συζητήθηκαν και τα θέματα διεκπεραίωσης αιτήσεων συνδρομητών, το ελάχιστο περιεχόμενο των αιτήσεων και οι λόγοι απόρριψης σχετικής αίτησης.
Κατά τη διαδικασία υποβολής αίτησης ο παροχέας δέκτης ελέγχει την ορθότητα και πληρότητα των στοιχείων του συνδρομητή και στη συνέχεια αποστέλλει την αίτηση στον παροχέα δότη. Ο Επίτροπος, κατά τη γνώμη μου, νόμιμα έκρινε ότι η αξίωση για παροχή εγγυήσεως στο θέμα αυτό θα λειτουργούσε ως εμπόδιο στην ανάπτυξη του θεσμού. Τα στοιχεία που ο ίδιος ο συνδρομητής υποβάλλει μπορούν να αποτελέσουν τη μόνη αληθινή πηγή στοιχείων σχετικών με το πρόσωπό του και στα οποία νόμιμα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να συμπληρωθεί η φορητότητα του αριθμού.»
Ο δικηγόρος των Αιτητών επανέλαβε και ενώπιόν μας, τα ίδια επιχειρήματα που έθεσε και πρωτοδίκως. Όπως εξήγησε, ο Επίτροπος δεν είχε τέτοια εξουσία δυνάμει του Νόμου να επεμβαίνει σε καθαρά συμβατικούς όρους, εκτός και αν κάποια πρόνοια αντιβαίνει ή καταστρατηγεί το Νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση ο όρος 6.2, όπως τον διατύπωσαν οι Εφεσείοντες, δεν καταστρατηγούσε οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου. Αντίθετα, ο όρος όπως διαμορφώθηκε από τον Επίτροπο, διασφάλιζε τον συνδρομητή και τα δικαιώματά του, χωρίς να τον εκθέτει σε οποιουσδήποτε κινδύνους.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Κατ' αρχάς η εξουσία του Επιτρόπου για επίλυση διαφοράς, η οποία παρέχεται από το Άρθρο 20(ιγ) και το Άρθρο 34, δεν περιορίζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο. Ο μόνος περιορισμός που θέτει ο Νόμος, είναι ότι όλες οι ενέργειες του Επιτρόπου όπως και τυχόν απόφαση για επίλυση διαφοράς, θα πρέπει να στοχεύουν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης των μερών, με τις προϋποθέσεις του Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει του Νόμου διαταγμάτων και ιδιαίτερα τους στόχους που αναφέρονται στο Άρθρο 2 του Νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα μέρη προσέφυγαν στον Επίτροπο για ένα συγκεκριμένο μέρος του όρου 6.2 (βλέπε υπογραμμισμένο μέρος πιο πάνω). Όμως ο Επίτροπος έκρινε ότι θα έπρεπε να απαλείψει και άλλο μέρος του όρου, το οποίο αφορούσε στην παροχή εγγυήσεων. Δεν βλέπουμε οποιοδήποτε κώλυμα στην ενέργεια του Επιτρόπου, να παρέμβει σε μέρος της συμφωνίας για το οποίο δεν υπήρχε διαφωνία και να διαμορφώσει τον όρο 6.2. Όπως προβλέπεται στο Άρθρο 12(3) του Διατάγματος, κάθε συμφωνία φορητότητας, υποβάλλεται στον Επίτροπο το αργότερο 10 εργάσιμες μέρες πριν τεθεί σε ισχύ. Ο Επίτροπος με βάση το εδάφιο (4) του Άρθρου 12 του Διατάγματος, εξετάζει το περιεχόμενο της συμφωνίας και υποβάλλει στα μέρη παρατηρήσεις ή ενστάσεις. Τα μέρη δύνανται να υποβάλουν παραστάσεις, επί των παρατηρήσεων του Επιτρόπου. Αν δεν επέλθει συμφωνία, ο Επίτροπος έχει εξουσία να επιληφθεί των σχετικών ζητημάτων. Δυνάμει του Άρθρου 12(6) του Διατάγματος, ο Επίτροπος έχει εξουσία όχι μόνο να εγείρει ενστάσεις κατά της συμφωνίας φορητότητας, αλλά αν κρίνει αναγκαίο να προσθέσει όρους και προϋποθέσεις στη συμφωνία φορητότητας με σκοπό την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη συμμόρφωση των συμβαλλομένων οργανισμών με τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται από το Νόμο. Κατά συνέπεια, τα μέρη μπορούν σύμφωνα με το Άρθρο 13 του Διατάγματος, να είναι ελεύθερα να διαπραγματευτούν την μεταξύ τους συμφωνία, με την επιφύλαξη όμως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους δυνάμει του Νόμου και Διατάγματος και βέβαια της επιφύλαξης του Άρθρου 12(6) του Διατάγματος για τις εξουσίες του Επιτρόπου όχι μόνο να προβάλει ενστάσεις, αλλά και να προσθέτει όρους για πληρέστερη συμμόρφωση των υπόχρεων οργανισμών.
Το ότι η συμφωνία τέθηκε ενώπιον του Επιτρόπου, μετά από αδυναμία των μερών να συμφωνήσουν, δεν επηρεάζει κατά την άποψή μας τις ευρύτερες εξουσίες του Επιτρόπου, πέραν της επίλυσης της συγκεκριμένης και προσδιορισμένης διαφοράς, να προσθέσει, δυνάμει των προνοιών του Διατάγματος, όρους και προϋποθέσεις στα όσα τα μέρη συμφώνησαν. Γι' αυτό εξάλλου και η συμφωνία υποβάλλεται στον Επίτροπο για έγκριση, προτού τεθεί σε ισχύ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Επίτροπος με την αιτιολογημένη απόφασή του, έκρινε εύλογα ότι η παροχή εγγυήσεων για το περιεχόμενο των αιτήσεων, λειτουργεί ως εμπόδιο στην ανάπτυξη του θεσμού. Η κρίση του αδελφού Δικαστή επί του σημείου, είναι κατά την άποψή μας ορθή.
Η εξουσία του Επιτρόπου να επιβάλει τον εαυτό του ως διαιτητή - Λόγος έφεσης 3
Ο Επίτροπος διέγραψε τα μέρη που είναι σε εισαγωγικά και φαίνονται σκιασμένα στους πιο κάτω όρους 17.1 και 17.4:-
«17.1 Η παρούσα Συμφωνία Φορητότητας Αριθμών θα διέπεται από και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο «και με επιφύλαξη των εξουσιών του Επιτρόπου οποιαδήποτε διαφορά θα επιλύεται και διευθετείται από τα Κυπριακά Δικαστήρια.»
17.4 Εάν, παρά τις προσπάθειες των Μερών για επίλυση της διαφοράς / διαφωνίας, δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός δύο (2) εβδομάδων από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, τότε οποιοδήποτε Μέρος μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά / διαφωνία στον Επίτροπο για επίλυση «αν η διαφορά είναι της φύσης που με βάση το Νόμο ο Επίτροπος έχει εξουσία να παρέμβει».»
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:-
«..θεωρείται δεδομένο οι διαφορές που θα καλείται ο Επίτροπος να επιλύσει είναι αυτές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του με βάση το κυπριακό δίκαιο και το συγκεκριμένο μόνο. Εξ άλλου, στην παράγραφο 5 της επίδικης απόφασης, αναφέρεται σαφώς ότι η επίλυση διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο. Καμιά από τις γενόμενες τροποποιήσεις δεν παραβιάζουν κατά τη γνώμη μου, το δικαίωμα των μερών να προσφύγουν για επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς σε αρμόδιο δικαστήριο της Δημοκρατίας. Παρέχει απλώς τη δυνατότητα, αν το επιθυμούν, να ζητήσουν τη συμβολή του Επιτρόπου για επίλυση της διαφοράς τους. Το συνταγματικό τους δικαίωμα να καταφύγουν σε αρμόδιο δικαστήριο, είτε απευθείας, είτε μετά την επέμβαση του Επιτρόπου, διατηρείται.
Η εθελοντική καταφυγή των μερών στον Επίτροπο για επίλυση διαφορών τους, προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του όρου 17.4.»
Ο δικηγόρος του Αιτητή υποστήριξε ότι:-
(α) είναι εσφαλμένη η κρίση του αδελφού Δικαστή και ότι η εξουσία του Επιτρόπου να επιλύει διαφορές περιορίζεται στις περιπτώσεις που προβλέπει ο Νόμος και ο Επίτροπος δεν έχει εξουσία να τις διευρύνει μονομερώς.
(β) Η παραπομπή θέματος σε διαιτησία προϋποθέτει τη συμφωνία των μερών.
(γ) Η επιβολή διαιτησίας παραβιάζει τα δικαιώματα των Εφεσειόντων που απορρέουν από τα Άρθρα 30 και 26 του Συντάγματος.
Δεν συμφωνούμε. Είναι ο ίδιος ο Νόμος που δίδει εξουσία στον Επίτροπο, όχι μόνο να επιλαμβάνεται των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των υπόχρεων οργανισμών, αλλά και να εγκρίνει τις συμφωνίες φορητότητας που συνάπτουν τα μέρη. Όπως παρατηρεί και ο αδελφός Δικαστής στην απόφασή του, καμιά από τις γενόμενες τροποποιήσεις δεν παραβιάζουν το δικαίωμα των μερών, να προσφύγουν σε αρμόδιο δικαστήριο κατά της όποιας απόφασης του Επιτρόπου. Ο όρος 17.4 απλά δίνει τη δυνατότητα στα μέρη εάν το επιθυμούν να ζητήσουν τη βοήθεια του Επιτρόπου, χωρίς όμως να παραβιάζει το δικαίωμά τους για ελεύθερη πρόσβαση σε αρμόδιο δικαστήριο της Δημοκρατίας. Κατά την άποψή μας, η απόφαση του αδελφού Δικαστή είναι όχι μόνο επαρκώς αιτιολογημένη, αλλά και ορθή.
Η μη εξέταση πρωτοδίκως ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας - Λόγος έφεσης 4
Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων στη γραπτή αγόρευση του πρωτοδίκως ανέπτυξε τα νομικά σημεία που αναφέρονται στην έρευνα, πλάνη και αιτιολογία ως εξής.-
«7. Η επίδικη απόφαση είναι προφανώς αναιτιολόγητη, εξεδόθη χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε έρευνα και είναι αυθαίρετη και όπως εξηγώ πιο πάνω ελήφθη εν πλάνει περί το Νόμο και/ή τα πράγματα. Κοινοποιήθηκε χωρίς αιτιολογία στους αιτητές και την Areeba.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι θα πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί, τους οποίους θεώρησε γενικόλογους και γενικώς διατυπωθέντες.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση όχι μόνο να εκθέτει τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται, αλλά συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι γεγονός ότι οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων πρωτοδίκως διατυπώθηκαν και αναπτύχθηκαν με γενικότητες και αοριστολογίες, χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία ή προσδιορισμός των σημείων για τα οποία θα έπρεπε να γίνει η έρευνα, ή των σημείων επί των οποίων πλανήθηκε το δικαστήριο ή των συγκεκριμένων ελλείψεων στην αιτιολογία της απόφασης του Επιτρόπου. Ορθά, κατά την άποψή μας, ο αδελφός Δικαστής απέρριψε το σχετικό λόγο ακύρωσης.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.