ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 116
4 Φεβρουαρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 43/2008)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Ισχυρισμός περί παραβίασης από τον Διευθυντή του δεδικασμένου προηγηθέντων ακυρωτικών αποφάσεων, απορρίφθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Αιτιολογία της σύστασης ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε έγκυρη στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της αναδρομικής προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ταχυδρομικού Επιθεωρητή.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η τελευταία σύσταση του Διευθυντή, εν προκειμένω, δεν παραβίαζε το δεδικασμένο σε καμιά από τις προηγηθείσες δικαστικές διαδικασίες και προσήγγιζε ορθά και με επάρκεια το θέμα της ύπαρξης πρόσθετων προσόντων από τον εφεσείοντα και της σημασίας τους σε συσχετισμό με το στοιχείο της αρχαιότητας στο οποίο ο εφεσείων υστερούσε.
Η σύσταση του Διευθυντή επί του θέματος ήταν αρκούντως αιτιολογημένη και δικαιολογημένη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1550/06), ημερ. 19/2/08.
Π. Μακρίδης με Στ. Μαξούτη, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Χρονική αναδρομή στα προηγηθέντα της παρούσας υπόθεσης καταδεικνύει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της Προσφυγής αρ. 158/2004 είχε ακυρώσει την απόφαση της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 21.11.2003 αναφορικά με την αναδρομική προαγωγή των τριών ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Ταχυδρομικού Επιθεωρητή, Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. Κατά την κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, η σύσταση του Διευθυντή έπασχε, καθότι παραβίαζε το δεδικασμένο και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί. Ας σημειωθεί ότι σε σχέση με το ίδιο θέμα είχαν προηγηθεί δύο άλλες ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Μετά την τελευταία ακύρωση της απόφασης στην Προσφυγή αρ. 158/2004, η καθ' ης η αίτηση προχώρησε στην επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης των κενωθεισών, λόγω της ακύρωσης, θέσεων. Και αυτή η επανεξέταση οδήγησε στην επαναπροαγωγή των ίδιων τριών ενδιαφερομένων μερών, κατόπιν και πάλιν σύστασης του Διευθυντή του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο εφεσείων στην παρούσα έφεση καταχώρησε την υπ' αριθμό 1550/2006 Προσφυγή ως αιτητής, προσβάλλοντας τη νέα απόφαση της εφεσίβλητης για επαναπροαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στις επίδικες θέσεις.
Ο αδελφός Δικαστής ο οποίος εξεδίκασε την τελευταία αυτή στη σειρά προσφυγή, αφού προέβηκε σε μια ανασκόπηση του δεδικασμένου στις προηγηθείσες προσφυγές, εξέτασε τον προβληθέντα λόγο ακύρωσης που αφορούσε και πάλι μεμπτότητα της σύστασης του Διευθυντή, έκρινε ότι η δοθείσα σύσταση δεν παραβίαζε το δεδικασμένο, ούτε και έπασχε από έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας και, συνακόλουθα, απέρριψε την προσφυγή.
Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων προβάλλει τρεις λόγους έφεσης, επιζητώντας τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.
1ος Λόγος Έφεσης - Η κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν παραβίαζε το δεδικασμένο.
Το Δικαστήριο, το οποίο είχε επιληφθεί της Προσφυγής αρ. 158/2004 και με την ακυρωτική του απόφαση δημιούργησε το δεδικασμένο, είχε κρίνει ότι η σύσταση του Διευθυντή έπασχε ουσιαστικά λόγω υπερτονισμού κάποιων χαρακτηριστικών ή προσόντων των ενδιαφερομένων μερών και παράλειψης αναφοράς στον αιτητή, παρά τη διακήρυξη περί ουσιαστικής ισοδυναμίας και των τεσσάρων εκείνων υποψηφίων. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στην προσφυγή εκείνη ανέφερε τα ακόλουθα:
"Στη νέα σύσταση ο Διευθυντής αναφέρει ότι οι συστηθέντες Χ. Καραμανής, Χ. Δημητριάδου και Φ. Κωνσταντίνου "διαθέτουν τις οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες που απαιτούνται για να εκτελέσουν με επιτυχία τα καθήκοντα της θέσης Ταχυδρομικού Επιθεωρητή". Όμως, και ο αιτητής, για τον οποίον ο Διευθυντής παρέλειψε να αναφέρει αν και σε ποιο βαθμό διέθετε τις πιο πάνω ιδιότητες, έχει κριθεί στις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι οποίες και αντικατοπτρίζουν την επαγγελματική αξία των υποψηφίων, ότι διαχρονικά διέθετε σε εξαίρετο βαθμό "τις απαιτούμενες ικανότητες για αποτελεσματικό προγραμματισμό, οργάνωση, διεύθυνση, συντονισμό, εποπτεία και έλεγχο της εργασίας του και του προσωπικού που έχει ή που μπορεί να έχει στη διάθεσή του". Η μελέτη των υπηρεσιακών εκθέσεων και των όσων ο Διευθυντής εξειδίκευσε για το κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως ιδιότητες και ικανότητες, που τα καθιστούσαν συγκριτικά με τον αιτητή καταλληλότερα, αποκαλύπτει ότι οι πιο πάνω ικανότητες ήταν στοιχεία που βαθμολογήθηκαν διαχρονικά στο υπ' αριθμόν 8 κριτήριο των εμπιστευτικών εκθέσεων ("Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα") και δεν δικαιολογούν τη μονόπλευρη επίκλησή τους υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών αφού και ο αιτητής ήταν, ως προς τις πιο πάνω ιδιότητες, ισοδύναμος.
Στην προηγούμενη ακυρωτική απόφαση είχε τονιστεί ότι ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη βαθμολογούνται σε όλα τα στοιχεία ως εξαίρετοι και ότι υπάρχει μια "πλήρης και ισοπεδωτική ισότητα όλων ως προς την αξία". Τονίστηκε επίσης η παράλειψη αναφοράς στον αιτητή και ο παράλληλος υπερτονισμός των ικανοτήτων των ενδιαφερόμενων μερών. Εξυπακούεται έτσι ότι ούτε η νέα σύσταση συνάδει με την ακυρωτική απόφαση. Οι αναφορές του Διευθυντή στις οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες των συστηθέντων συγκρούονται με το περιεχόμενο των φακέλων και γι' αυτό το λόγο παραβιάζεται το δεδικασμένο."
Με την επόμενη σύσταση στην οποία προέβηκε, ο Διευθυντής στην επανεξέταση που ακολούθησε, αναφέρθηκε στους υποψηφίους και προέβηκε σε κάποιες συγκρίσεις ως αποτέλεσμα των οποίων έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν ίσοι σε αξία με τον εφεσείοντα - αιτητή, προηγούντο όμως τούτου κατά δύο χρόνια σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση. Αφού δε συνέστησε και πάλι τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατέληξε ο Διευθυντής ως εξής:
"Προβαίνοντας στις πιο πάνω συστάσεις, έλαβα υπόψη την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, μελέτησα εξ υπαρχής όλα τα δεδομένα που είχα υπόψη μου και σημείωσα ότι ο υποψήφιος με α/α 23, Δημητριάδης Δημήτριος, ο οποίος είναι και ο τελευταίος στον κατάλογο αρχαιότητας, έχει πρόσθετα προσόντα, τα οποία είναι σχετικά, με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, δεν προβλέπονται όμως στο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Συνεκτίμησα τα προσόντα αυτά με τα υπόλοιπα κριτήρια στο σύνολό τους και κατάληξα στο συμπέρασμα ότι η κατοχή των προσόντων αυτών από μόνη της δεν δικαιολογεί τη διαφοροποίηση της σύστασης μου, όπως αυτή αναφέρθηκε πιο πάνω. ."
Με την επόμενη Προσφυγή του, υπ' αριθμό 1550/2006, ο αιτητής ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι και η νέα αυτή σύσταση του Διευθυντή έπασχε αφού παραβίαζε το δεδικασμένο.
Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής εκείνης διαφώνησε με τη θέση του αιτητή. Αφού διαπίστωσε ότι επρόκειτο στην ουσία για υπαλλήλους οι οποίοι είναι σχεδόν ισάξιοι σε όλα ισοβαθμώντας σε αξία, ενώ ο αιτητής υστερούσε σε αρχαιότητα κατά δύο χρόνια, έκρινε ότι η σύσταση ήταν επιτρεπτή εφόσον ο αιτητής διέθετε επιπρόσθετο προσόν το οποίο ήταν μεν σχετικό με τη θέση, αλλά δεν θεωρείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως επιπρόσθετο προσόν. Όπως δε πρόσθεσε:
"Στη σύσταση του Διευθυντή κατά την τελευταία επανεξέταση, γίνεται μνεία της ισοδυναμίας της αξίας των ενδιαφερομένων μερών με τον αιτητή, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, ενώ προσδίδεται η σχετική σημασία στα επιπλέον προσόντα του αιτητή. Τέλος, δίδεται έμφαση στην αρχαιότητα των ενδιαφερόμενων μερών έναντι του αιτητή κατά δύο χρόνια και στην καθοριστική της σημασία για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.
Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν παραβιάζει το δεδικασμένο και συνεπώς το σχετικό επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί."
Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο Διευθυντής και κατ΄ επέκταση η καθ΄ης η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τα κριθέντα στις προηγηθείσες προσφυγές ως προς τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα, καθόσον με τις γενικές και αόριστες αναφορές τους για πρόσθετα προσόντα του, δεν προσέγγισαν με ακρίβεια, ιδιαίτερη προσοχή και δέουσα αξιολόγηση ένα έκαστο των πρόσθετων προσόντων και δεν αξιολόγησαν και προσδιόρισαν τη βαρύτητά τους, σύμφωνα με τη δυναμική και προσανατολισμό των ακυρωτικών αποφάσεων του Δικαστηρίου.
Δεν συμμεριζόμαστε αυτή τη θέση. Όπως ορθά διέγνωσε και ο αδελφός Δικαστής πρωτόδικα, στην πρώτη Προσφυγή με αριθμό 725/1998, το Δικαστήριο είχε τονίσει την παράλειψη του Διευθυντή να αξιολογήσει τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα σε συσχετισμό με τα καθήκοντα της θέσης. Στη δεύτερη Προσφυγή με αριθμό 243/2002 κρίθηκε ότι, παρά το γεγονός ότι τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα θεωρήθηκαν συναφή και σχετικά με τα καθήκοντα που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, εν τούτοις δεν δόθηκε σ' αυτά καμιά ιδιαίτερη σημασία, ούτε και έγινε από το Διευθυντή οποιαδήποτε αναφορά στην αρχαιότητα, ως το αποφασιστικό στοιχείο που οδήγησε στη σύσταση υπέρ των ενδιαφερομένων μερών.
Στην τρίτη Προσφυγή με αριθμό 158/2004 με την εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση είχε κριθεί ότι η νέα σύσταση παραβίαζε το δεδικασμένο, καθότι ο Διευθυντής μονόπλευρα επικαλέστηκε υπέρ των ενδιαφερομένων μερών ότι αυτοί διέθεταν οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, χωρίς να γίνεται αναφορά και στον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ίσος σε αξία.
Όσον δε αφορούσε στα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα, η σύσταση της οποίας το σχετικό απόσπασμα παραθέσαμε προηγουμένως, φανερά ήταν που:
α. Αναφερόταν στην κατοχή πρόσθετων προσόντων από τον εφεσείοντα.
β. Αναφερόταν στο ότι τα προσόντα αυτά, αν και ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα των επίδικων θέσεων, δεν προβλέπονταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε συνιστούσαν πλεονέκτημα ή αναγνωρισμένο πρόσθετο προσόν.
γ. Αναφερόταν στο ότι η αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών ήταν τέτοια ώστε να υπερίσχυε του γεγονότος της κατοχής των άλλων προσόντων από τον εφεσείοντα, συνσταθμίζοντας αυτά τα στοιχεία.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι η τελευταία αυτή σύσταση του Διευθυντή δεν παραβίαζε το δεδικασμένο σε καμιά από τις προηγηθείσες δικαστικές διαδικασίες και προσήγγιζε ορθά και με επάρκεια το θέμα της ύπαρξης πρόσθετων προσόντων από τον εφεσείοντα και της σημασίας τους σε συσχετισμό με το στοιχείο της αρχαιότητας στο οποίο ο εφεσείων υστερούσε.
Εκείνο το οποίο θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είναι αξιόμεμπτο και αποφευκτέο, ήταν το γεγονός ότι εάν από την αρχή επιδεικνυόταν περισσότερη προσοχή στο επίμαχο θέμα της σύστασης, θα επιτυγχάνετο το επιθυμητό αποτέλεσμα και δεν θα παρίστατο ανάγκη προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο για τέσσερις συναπτές φορές κατασπαταλώντας έτσι δημόσιο χρόνο και χρήμα.
Ο λόγος αυτός έφεσης επομένως απορρίπτεται.
2ος Λόγος Έφεσης - Η κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την επάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης του Διευθυντή.
Σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε ως εξής:
"Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει γιατί είναι αναιτιολόγητη, αφού δεν φανερώνει τους λόγους προτίμησης των συστηθέντων έναντί του. Υποστηρίζει ακόμα ότι παράνομα γίνεται αναφορά στο στοιχείο της αρχαιότητας για να στηριχτεί η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών αφού, σύμφωνα με τη νομολογία, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία δεν πρέπει να δίδεται έμφαση στην αρχαιότητα εφ' όσον μάλιστα στα άλλα κριτήρια οι υποψήφιοι δεν είναι ίσοι. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι υπάρχει δεδικασμένο ότι ο αιτητής υπερέχει στην αξία και στα προσόντα έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Έχει καθιερωθεί ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα, αλλά μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενός υποψηφίου, όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56 και Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, 415). Από την άλλη η αρχαιότητα αποδυναμώνεται όταν πρόκειται να πληρωθούν διευθυντικές θέσεις ή θέσεις ψηλά στην ιεραρχία (Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47).
Στα προσόντα που είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης δεν θα πρέπει να δίδεται εντελώς οριακή σημασία, αλλά η αρμόδια αρχή θα πρέπει να τα αξιολογεί και σταθμίζει τη σημασία τους, αποφεύγοντας τα δύο άκρα. Αφ' ενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και αφ' ετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 395).
Έχω εξετάσει με τη μεγαλύτερη προσοχή τη σύσταση του διευθυντή και βρίσκω ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Ο διευθυντής εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να μεταβάλει την προηγούμενή του τοποθέτηση. Οι λόγοι αυτοί είναι η σύγκριση από τη μια της αρχαιότητας των ενδιαφερομένων μερών και των πρόσθετων προσόντων του αιτητή από την άλλη, λαμβανομένου πάντοτε υπ' όψιν ότι η αξία των ενδιαφερομένων μερών και του αιτητή είναι ίση."
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η πλημμέλεια την οποία είχε επιδείξει ο Διευθυντής, ο οποίος δεν ασχολήθηκε δεόντως με τον παράγοντα των προσόντων του εφεσείοντα, δημιουργούσε ένα κενό, το οποίο δεν μπορούσε να καλυφθεί με πρωτογενείς κρίσεις και/ή προσεγγίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι συσχετισμοί στοιχείων που έγιναν από το Διευθυντή στη σύστασή του, έπασχαν λόγω των πλημμελειών στον τρόπο προσέγγισης των προσόντων του εφεσείοντα. Και, επίσης, έπασχαν επειδή δόθηκε σημασία στο κριτήριο της αρχαιότητας, απομονωμένα και χωρίς ουσιαστική συσχέτιση με την μη δοθείσα βαρύτητα των πρόσθετων προσόντων του εφεσείοντα, ενώ η αρχαιότητα θα μπορούσε μόνο να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ των ενδιαφερομένων μερών εάν υπήρχε ισοδυναμία στα δύο άλλα κριτήρια, που δεν υπήρχε, λόγω του εύρους των προσόντων του εφεσείοντα.
Δεν συμμεριζόμαστε αυτή την εισήγηση. Κρίνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του οποίου έχουμε παραθέσει, είναι ορθή, και η σύσταση του Διευθυντή επί του θέματος ήταν αρκούντως αιτιολογημένη και δικαιολογημένη.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
3ος Λόγος Έφεσης - Η κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση δεν έπασχε επειδή ήταν επιτρεπτή η σύσταση του Διευθυντή.
Όπως είναι αυτονόητο, η απόρριψη των πρώτων δύο λόγων έφεσης συμπαρασύρει και τον παρόντα λόγο έφεσης, ο οποίος αυτοτελώς δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.