ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 726

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                  

 

                                                Αναφορά Αρ. 5/2010

 

7 Nοεμβρίου, 2011

 

[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑÏΔΗΣ,

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ,

Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/Δ]

 

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Προέδρου της Δημοκρατίας

                                                          Αιτητή

και

    Βουλής των Αντιπροσώπων

                                                                   Καθ΄ης η αίτηση

- - - - - - -

 

 

 

Π. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας μαζί με Α. Βασιλειάδη και Λ. Ουστά (κα) για τον Αιτητή

 

Α. Αιμιλιανίδης με Μ. Ιωαννίδου (κα), Α. Κουτσελίνη (κα) και

Θ. Αθανασίου, ασκούμενο δικηγόρο, για Θ. Ιωαννίδη,

για την Kαθ΄ης η αίτηση

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ (μειοψηφίας)

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:    Με την παρούσα Αναφορά ζητείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας «Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Δήμων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2010», βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 28, 41, 46, 58, 59, 70, 122, 125, 152 και 179 του Συντάγματος, το ασυμβίβαστο παράλληλης άσκησης πολιτικής εξουσίας και διοίκησης, την αρχή της χρηστής διοίκησης, καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.»

 

Το άρθρο 16 των περί Δήμων Νόμων του 1985 - 2010 προνοεί τα ακόλουθα:

«(2)     (α)       Υπουργός ή Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων ή

 

(β)       πρόσωπον το οποίον είναι δικαστής δικαστηρίου της Δημοκρατίας, έμμισθος, δημόσιος, εκπαιδευτικός ή δημοτικός υπάλληλος, υπάλληλος οργανισμού δημοσίου δικαίου, εν ενεργώ αστυνομική ή στρατιωτική υπηρεσία, πρόσωπον το οποίον κατέχει ιερατικόν αξίωμα ή έχει οποιαδήποτε συμβατική σύνδεση με το δήμο για την εκτέλεση εργασιών ή την παροχή υπηρεσιών με αμοιβή,

 

δύναται να υποβάλη υποψηφιότητα δια την εκλογήν του ως δημάρχου ή μέλους συμβουλίου αλλά δεν δύναται να αναλάβη το αξίωμα τούτο εκτός εάν προ της τοιαύτης αναλήψεως ούτος παραιτηθή του αξιώματος ή της θέσεώς του ή απαλλαγή των συμβατικών αυτού υποχρεώσεων ή οφειλών, αναλόγως της περιπτώσεως.»

 

Με τον περί Δήμων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2)  Νόμο του 2010, και συγκεκριμένα το άρθρο 2, το εδάφιο (2) του άρθρου 16 του βασικού Νόμου, αντικαταστάθηκε από το πιο κάτω νέο εδάφιο:

 

«(2)     (α) Υπουργός ή μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων ή πρόσωπο το οποίο είναι δικαστής δικαστηρίου της Δημοκρατίας ή κατέχει θέση στην αστυνομική δύναμη ή στο στρατό της Δημοκρατίας ή κατέχει οποιοδήποτε ιερατικό αξίωμα ή έχει οποιαδήποτε συμβατική σύνδεση με το δήμο για την εκτέλεση εργασιών ή την παροχή υπηρεσιών με αμοιβή, δύναται να υποβάλει υποψηφιότητα για την εκλογή του ως δημάρχου ή μέλους συμβουλίου αλλά δεν δύναται να αναλάβει το αξίωμα τούτο, εκτός εάν πριν την ανάληψη των καθηκόντων του παραιτηθεί του αξιώματος ή της θέσεώς του ή απαλλαγεί των συμβατικών του υποχρεώσεων ή οφειλών, ανάλογα με την περίπτωση.

 

            (β) Πρόσωπο το οποίο κατέχει θέση στη δημόσια ή εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή σε οργανισμό δημοσίου δικαίου δύναται να υποβάλει υποψηφιότητα για την εκλογή του ως δημάρχου αλλά δεν δύναται να αναλάβει το αξίωμα τούτο, εκτός εάν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του παραιτηθεί από τη θέση την οποία κατέχει.

 

            (γ)  (ι)   Πρόσωπο το οποίο κατέχει θέση στη δημόσια ή

                  εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή σε οργανισμό δημοσίου δικαίου δύναται να υποβάλει υποψηφιότητα για την εκλογή του ως μέλους συμβουλίου και να αναλάβει το αξίωμα τούτο χωρίς προηγουμένως να παραιτηθεί από τη θέση την οποία κατέχει εφόσον τα καθήκοντα της θέσης που κατέχει δε συγκρούονται με τα καθήκοντα και τις ευθύνες του aξιώματος αυτού.

 

                  (ιι)Για τη σύγκρουση των καθηκόντων της θέσης που κατέχει στη δημόσια ή εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή σε οργανισμό δημοσίου δικαίου με το αξίωμα μέλους συμβουλίου που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ι) της παρούσας παραγράφου, αποφασίζει ο Γενικός Έφορος Εκλογών, έπειτα από σχετική γνωμοδότηση τριμελούς επιτροπής αποτελούμενης από  εκπρόσωπο του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας και το διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού:

 

                  Νοείται ότι ο Γενικός Έφορος Εκλογών δύναται να αποφασίζει για το κατά πόσο υφίσταται η πιο πάνω αναφερόμενη σύγκρουση, έπειτα από αίτημα που του υποβάλλεται από πρόσωπο που επιθυμεί να υποβάλει υποψηφιότητα με βάση την υποπαράγραφο (ι) της παραγράφου (γ).

 

                  ........................»

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο  Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με την Αναφορά του, προφανώς θεωρεί τις πιο πάνω πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου  ως αντισυνταγματικές, αφού, κατά την εισήγησή του, όπως τέθηκε ενώπιόν μας από τον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα, συνιστούν ασυμβίβαστο παράλληλης άσκησης πολιτικής εξουσίας και διοίκησης και παραβιάζουν την αρχή της χρηστής διοίκησης όπως και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. 

 

 

Το βάρος της επιχειρηματολογίας που τέθηκε ενώπιόν μας με εκτενείς αναφορές στην νομολογία, ήταν κυρίως η παραβίαση της κατ΄ισχυρισμόν διάκρισης πολιτικής εξουσίας και διοίκησης, καταλήγουσα και στην παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

 

Περαιτέρω, ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε πως, σε περίπτωση απόρριψης της πιο πάνω θέσης, τότε εγείρεται θέμα ανισότητος, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, αφού γίνεται δυσμενής διάκριση σε βάρος των Δημάρχων, αφού αυτοί εξαιρούνται της πρόνοιας.  Επίσης εγείρει θέμα ανάθεσης στον Γενικό Έφορο Εκλογών «δικανικής κρίσης», κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

Αντίθετα, είναι η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της Βουλής πως η χρηστή διοίκηση ποτέ δεν έχει αναχθεί σε συνταγματική αρχή για σκοπούς δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων.  Επίσης, αμφισβητεί την ύπαρξη συνταγματικής αρχής αναφορικά με διάκριση της πολιτικής εξουσίας από την διοίκηση, και εισηγείται περαιτέρω πως δεν τίθεται ούτε θέμα παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

Ξεκινώντας από αυτήν την τελευταία εισήγηση, παρατηρούμε πως η διάκριση των εξουσιών, η οποία προκύπτει σαφώς από συγκεκριμένα Άρθρα του Συντάγματος που καθορίζουν το πεδίο δράσης κάθε εξουσίας, δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, αφού δεν υπάρχει εδώ επέμβαση μιας από τις τρεις εξουσίες (Εκτελεστικής, Νομοθετικής και Δικαστικής) στο πεδίο δράσης άλλης εξουσίας.  Οι πολιτικές εξουσίες, όσο και η διοίκηση, εμπίπτουν στα καθήκοντα της ίδιας εξουσίας, ήτοι της εκτελεστικής.

 

Παραμένει, ως εκ τούτου, ως βασικό ερώτημα, το κατά πόσο υφίσταται συνταγματική αρχή διάκρισης πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας και παραβίασή της. 

 

Αρχίζοντας από την γενική αρχή της κήρυξης νομοθετήματος ως αντισυνταγματικού, σημειώνουμε πως έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η συνταγματικότητα ενός νόμου κρίνεται με βάση το περιεχόμενό του, σε συνάρτηση με το Άρθρο του Συντάγματος, σε σχέση με το οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι βρίσκεται σε αντίθεση (βλ., μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 ΑΑΔ 611 και Κυπριακής Δημοκρατία v Κωνσταντινίδη (Αρ. 1) (1996) 3 ΑΑΔ 206).  Είναι και με βάση αυτήν τη θέση που αναγνωρίζεται η διάκριση των εξουσιών, η οποία, παρόλον ότι δεν είναι ρητά διατυπωμένη στο κείμενο του Συντάγματος, συνάγεται σαφώς από τις επί μέρους διατάξεις του, που προνοούν για το πεδίο δράσης και τη δικαιοδοσία της κάθε εξουσίας.  Έτσι, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών προσλαμβάνει την διάσταση συνταγματικής επιταγής, μόνο σε συνάρτηση προς τις συγκεκριμένες διατάξεις από τις οποίες αναδύεται.   Όπως λέχθηκε και στην Κυπριακή Δημοκρατία v Κωνσταντινίδη (πιο πάνω), «το πνεύμα και το υπόβαθρο του Συντάγματος δεν προσλαμβάνουν εννοιολογικό περιεχόμενο ασύνδετο προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος».  (Βλέπε και Πρόεδρος της Δημοκρατίας v Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2009) 3 ΑΑΔ 648).

 

Φυσιολογικά, η θέση αυτή μας οδηγεί τώρα στην εξέταση του ερωτήματος κατά πόσον γεννάται θέμα διάκρισης πολιτικής εξουσίας και διοίκησης ως συνταγματικής επιταγής, την οποία νόμος δεν μπορεί να παραβιάσει.

 

Η εισήγηση περί ύπαρξης τέτοιας επιταγής τονίστηκε από τον τότε Δικαστή και μετέπειτα Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Πική Δ., στις υποθέσεις Pavlou v Returning Officer and Others (1987) 1 CLR 252 και στην Κυπριακή Δημοκρατία v Κωνσταντινίδη (πιο πάνω), όπου αναφέρθηκε πως η αρχή της διάκρισης μεταξύ του πεδίου της πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας καθιερώνεται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας με τρόπο καθοριστικό.  Σημειώνεται ότι και στις δύο πιο πάνω αποφάσεις, η άποψη αυτή ήταν άποψη που εκφράστηκε σε απόφαση μειοψηφίας. 

 

Το θέμα που εξετάζουμε αναλύθηκε διεξοδικά στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v Κωνσταντινίδη, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε.   

 

Σημειώνουμε πως, στην υπόθεση εκείνη, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε πως αναγνωρίστηκε από τη νομολογία ότι στο Σύνταγμα ενυπάρχει γενική διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοίκησης.  

 

Ο Κωνσταντινίδης, Δ., εκδίδοντας την απόφαση της πλειοψηφίας, ανέφερε πως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από το Σύνταγμα προέκυπτε διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, που απέκλειε την νομοθετική ανάθεση στον Υπουργό εξουσίας, δυνάμει της οποίας έλαβε την επίδικη διοικητική απόφαση, χωρίς προσδιορισμό και συνταγματική διάταξη που την καθιερώνουν ή από τις οποίες προκύπτει, είναι ατελής.   Γίνεται βεβαίως, στην παρούσα περίπτωση, αναφορά σε Άρθρα του Συντάγματος, αλλά, όπως διαπιστώνεται, τα άρθρα αυτά αφορούν κυρίως το πεδίο δράσης των τριών εξουσιών του κράτους και την διάκριση μεταξύ τους.

 

Αφού αναλύεται η νομολογία, στην Κωνσταντινίδης (πιο πάνω), καταλήγει η απόφαση πως η νομολογία δεν έχει αναγνωρίσει συνταγματικό διαχωρισμό γενικής εμβέλειας αναφορικά με την ύπαρξη διάκρισης πολιτικής εξουσίας και διοίκησης.  Επεξηγώντας την θέση που εκφράστηκε στην ΡΙΚ κ.ά. v Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 ΑΑΔ 159, το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν κρίθηκε στην υπόθεση εκείνη ότι το Σύνταγμα απαγορεύει να ασκεί το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο Υπουργός οποιαδήποτε διοικητική λειτουργία.  Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε, «το βαθύτερο νόημά της είναι πως αποκλείονται από του να ασκούν εξουσία όπου εκ του Συντάγματος αυτή ανήκει σε άλλο όργανο άσκησης διοικητικής λειτουργίας· και είναι εξ αυτού του λόγου που η ανάθεση ή ανάληψη ρόλου σε σχέση με διοικητική λειτουργία από όργανο άσκησης πολιτικής εξουσίας, χρωματίζεται ως πολιτική, και, επομένως, είναι ανεπίτρεπτη. Στην απουσία τέτοιου συνταγματικού περιορισμού, εναπόκειται στον Νομοθέτη να κατανείμει διοικητικές αρμοδιότητες, τηρουμένης βέβαια της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.»

 

Στην ίδια απόφαση έγινε και αναφορά στην Frangoulides (No.2) v The Republic of Cyprus (1966) 3 CLR 676, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι δεν είναι επιτρεπτή η ανάληψη από Υπουργό, καθηκόντων προϊσταμένου τμήματος στη δημόσια υπηρεσία.  Τούτο κρίθηκε ενόψει των προνοιών του Άρθρου 59.2 του Συντάγματος, που καθιστά το αξίωμα του Υπουργού ασυμβίβαστο, μεταξύ άλλων, προς κάθε «έτερο δημόσιο αξίωμα ή θέση».  Όπως σχολιάζει στην απόφασή του ο Κωνσταντινίδης, Δ., το Ανώτατο Δικαστήριο κάνει σαφές στην απόφασή του, ότι ασχολήθηκε μόνο με την προσυπογραφή από τον Υπουργό της εμπιστευτικής έκθεσης που έπρεπε να είχε υπογραφεί από τον προϊστάμενο του τμήματος, και όχι με άλλα καθήκοντα του προϊσταμένου του τμήματος ή του Υπουργού.  Κατά συνέπεια, η εν λόγω απόφαση, κατά την κρίση μας, δεν υποστηρίζει τη γενική θέση ότι το Σύνταγμα κάνει διαχωρισμό μεταξύ των πολιτικών εξουσιών και της διοίκησης. 

 

Όσον αφορά την Pavlou (πιο πάνω), εκεί κρίθηκε ότι η διαφοροποίηση στην οποία είχε προβεί η νομοθετική εξουσία, παρεμποδίζοντας την ανάληψη αξιώματος δημοτικού συμβούλου από δημόσιους υπάλληλους, εκπαιδευτικούς ή υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ήταν εύλογα επιτρεπτή, έχοντας υπόψη την φύση των θέσεων που κατείχαν οι αιτούντες και εκείνη του αξιώματος του δημοτικού συμβούλου.  Η δε απόφαση του Πική, Δ. περί διαχωρισμού της πολιτικής εξουσίας από την διοικητική, πέραν του ότι δόθηκε σε μειοψηφούσα απόφαση, λέχθηκε και obiter.   

 

Στην υπόθεση Κακουρή v Επάρχου Αμμοχώστου κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 8, στην οποία έγινε αναφορά ενώπιόν μας, δεν εγείρονταν θέματα που αφορούν την περίπτωσή μας, αφού εκεί δεν αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα του άρθρου 16(2)(β) του περί Δήμων Νόμου (Ν. 111(Ι)/85), όπως τροποποιήθηκε, αλλά απλώς κρίθηκε ότι η απόφαση του Εφόρου, με βάση τις πρόνοιες αυτές, ήταν αναπόφευκτη, αφού όφειλε να συμμορφωθεί με νομοθετικές πρόνοιες που εκδόθηκαν με βάση νόμο που τεκμαιρόταν ως συνταγματικός.   Τις παρατηρήσεις, obiter δε, σε μια από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στο θέμα της διάκρισης μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, δεν τις περιέλαβε η πλειοψηφία στη δική της απόφαση.

 

Στην υπόθεση Σωκράτους v Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 204, έγινε αναφορά στην διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, αλλά με παραπομπή ακριβώς στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v Κωνσταντινίδη (πιο πάνω), σε συνάρτηση προς το ιδιαίτερο ζήτημα που προέκυψε σε εκείνη την υπόθεση.   Εκεί θεωρήθηκε ως απαράδεκτη παρέμβαση εκ μέρους του Προέδρου της Βουλής, το ότι τέθηκε επιστολή ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η οποία την πληροφορούσε για την ύπαρξη και εκδήλωση ενδιαφέροντός του για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  

 

Σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις, το θέμα είχε εξεταστεί και κριθεί εν όψει των ιδιαίτερων θεμάτων και συνθηκών μιας εκάστης, και με αυτό το πνεύμα θα πρέπει να ερμηνευτούν οι σχετικές αποφάσεις.

 

Περαιτέρω, σημειώνουμε πως, ενώ στις πρόνοιες του Συντάγματος που αφορούν τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και τα μέλη της Βουλής, προνοείται και το ασυμβίβαστο κατοχής άλλης θέσης, στα Άρθρα του Συντάγματος (173 - 178), όπου γίνεται πρόνοια για τους Δήμους, ο συνταγματικός νομοθέτης δεν θεώρησε αναγκαίο να κάμει οποιαδήποτε πρόνοια περί ασυμβίβαστου.

 

Τέλος, επαναλαμβάνουμε και επισημαίνουμε πως η συνταγματικότητα νόμου κρίνεται με βάση το περιεχόμενό του σε συνάρτηση με το Άρθρο του Συντάγματος με το οποίο, κατ΄ ισχυρισμό, βρίσκεται σε αντίθεση, «η δε δυνατόν συμπεριφορά ενός ατόμου κατά τρόπο αντίθετο προς την πιστή και νόμιμη εκπλήρωση των καθηκόντων του και η δυνατόν μεροληπτική άσκηση των καθηκόντων του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη σαν στοιχείο που οδηγεί στην κήρυξη ενός νόμου ως αντισυνταγματικού, .»  (Πρόεδρος της Δημοκρατίας v Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 631, στη σελ. 638).

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως δεν υφίσταται γενική συνταγματική επιταγή περί σαφούς διαχωρισμού πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, που να προκύπτει μέσα από πρόνοιες Άρθρων του Συντάγματος, όπως τούτο σαφώς προκύπτει σχετικά με την συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Τις περαιτέρω θέσεις του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα για αντισυνταγματικότητα, σε δεύτερο επίπεδο, όπως τις συνοψίζουμε, δεν χρειάζεται να τις εξετάσουμε, αφού με την απόφαση της πλειοψηφίας καθορίζεται το αποτέλεσμα.

 

Καταλήγοντας, παραπέμπουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από την Tyson & Bro v Banton 273 US 418, 445-447 (1927, Holmes J.) (σε μετάφραση):

 

«Θεωρώ ότι η ορθή θέση είναι η αναγνώριση ότι η κρατική νομοθετική εξουσία μπορεί να κάμει ότι θεωρεί πρέπον, εκτός εάν εμποδίζεται από κάποια ρητή απαγόρευση στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Πολιτείας και ότι τα δικαστήρια θα πρέπει να είναι προσεκτικά να μην επεκτείνουν τέτοιες απαγορεύσεις πέρα από την σαφή έννοιά τους με το να διακρίνουν σε αυτές αντιλήψεις δημόσιας πολιτικής που το συγκεκριμένο δικαστήριο δυνατόν να έχει ..    Απέχω πολύ από του να πω ότι θεωρώ αυτόν τον συγκεκριμένο νόμο ως μια σώφρονα και λογική πρόνοια.    Αυτό δεν είναι δική μου δουλειά.  Αλλά, εάν ο λαός της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, μιλώντας με την εξουσιοδοτημένη φωνή του, λέγει ότι την θέλει, δεν βλέπω οτιδήποτε στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών που να τους εμποδίζει να ικανοποιήσουν την θέλησή τους.»[1]

 

H πιο πάνω θέση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, τόσο αναφορικά με την σοφία και την λογική του υπό κρίση νομοθετήματος, όσο και με το ότι το θέμα δεν εμπίπτει στην  κρίση μας.

 

Γνωματεύουμε πως ο περί Δήμων (Τροποποιητικός) (αρ. 2) Νόμος του 2010 δεν είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Π. Αρτέμης, Π.                      ...............

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.          ...............

 

 

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.         ...............

 

 

Μ. Φωτίου, Δ.                        ...............

 

/ΜΣ



[1] «I think the proper course is to recognise that a State legislature can do whatever it sees fit to do unless it is restrained by some express prohibition in the Constitution of the United States or of the State, and that courts should be careful not to extend such prohibitions beyond their obvious meaning by reading into them conceptions of public policy that the particular court may happen  to entertain .......... I am far from saying that I think this particular law a wise and rational provision.   That is not my affair.   But if the people of the State of New York speaking by their authorized voice say that they want it, I see nothing in the Constitution of the United States to prevent their having their will».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο