ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 691
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 166/2007)
1 Νοεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δικαστές]
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.
_________
Γ. Βαλιαντής, για την Εφεσείουσα.
Γ. Σεραφείμ, για την Εφεσίβλητη.
_________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της ζωντανής εκπομπής "Επ΄ Αυτοφόρω" που μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό της εφεσείουσας το βράδυ της 17.8.2004, είχε προβληθεί μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη του παρουσιαστή, με γυναίκα η οποία υπήρξε θύμα διαδοχικών βιασμών από Τούρκους κατά την Τουρκική εισβολή το 1974. Το γεγονός εκείνο προκάλεσε την αυτεπάγγελτη διερεύνηση από την εφεσίβλητη Αρχή Ραδιοτηλεόρασης του ενδεχομένου παραβάσεων από την εφεσείουσα διαφόρων άρθρων του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου αρ. 7(Ι)/1998 και Κανονισμών, καθώς επίσης και προνοιών του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Περαιτέρω αδιαμφισβήτητα στοιχεία τα οποία σχετίζονται με την επίμαχη εκπομπή, είναι και τα ακόλουθα:
Η εκπομπή μεταδόθηκε μεταξύ των ωρών 22.30-24.00 από το σταθμό της εφεσείουσας, με παρουσιαστή το δημοσιογράφο Δημήτρη Μάμα, και ασχολήθηκε με το θέμα βιασμού δεκαεφτάχρονης Ελληνοκυπρίας από Τούρκους κατά τη διάρκεια της εισβολής το 1974. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ζωντανής εκείνης εκπομπής, προβλήθηκε μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη του παρουσιαστή με το θύμα του βιασμού που είχε γίνει στις 15 Αυγούστου 1974. Η συνέντευξη είχε λάβει χώρα στο σπίτι της γυναίκας, παρουσία του συζύγου της και συγγενικού της προσώπου. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια απόκρυψης του προσώπου ή της ταυτότητας του θύματος με τεχνικά ή άλλα μέσα, όπως μωσαϊκό, κινηματογράφηση από πίσω, αλλοίωση φωνής κλπ. Επίσης, κατά τη διάρκεια της μετάδοσης, προβλήθηκε στην οθόνη φωτογραφία του θύματος κατά την εποχή της εισβολής με τη λέξη "τότε" και, παράλληλα, κάτω από την εικόνα της συνεντευξιαζομένης με τη λέξη "σήμερα". Η συνολική διάρκεια της συνέντευξης ήταν 39΄31" και κατά τη διάρκειά της υποβλήθηκαν από τον παρουσιαστή και οι ακόλουθες ερωτήσεις:
"● «Πόσοι ήταν, θυμάσαι;»
ΑΠ. «30»
● «Μόλις μπήκαν μέσα τι είπαν;»
ΑΠ. «Με έδειραν, μου έσκισαν το φόρεμα»
● «Πώς σου συμπεριφέρονταν;»
ΑΠ. «Με κλείδωσαν στην τουαλέτα. Παρολίγο να βγει η ψυχή μου».
● «Πόση ώρα διήρκησε το βάσανο σου;»
ΑΠ. «Όλη νύχτα. Μέχρι τις 6 το πρωί»
● «Σε είχαν μεταχειριστεί σαν ένα αντικείμενο;»
ΑΠ. «Ναι, πάρα πολλοί ναι.»
● «Πάρα πολλoí. Ούτε ένας ούτε δυο ούτε δέκα. Παραπάνω, πιο πολλοί»
● «Τι σου έκαναν με το πιστόλι;»
ΑΠ. «Μου το έβαλαν πάνω μου να με σκοτώσουν. Εγώ έκανα τα χέρια μου έτσι και τους έλεγα σκοτώστε με. Αλλά με βασάνιζαν, δεν με σκότωναν.»
● «Σε βασάνιζαν βιάζοντας σε.»
ΑΠ. «Όχι μόνο βιάζοντας με, και ξύλο έφαγα και τα δόντια μου τα έσπασαν.»"
Η διερεύνηση διεκπεραιώθηκε από Λειτουργό της εφεσίβλητης η οποία, σε σχετικό σημείωμά της προς αυτή, διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις των άρθρων 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου, των Κανονισμών 21(5) και 22(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000) και της παρα. 8(2) του μέρους Ι και της παραγράφου 11 του μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Το κείμενο των προαναφερθεισών προνοιών έχει ως εξής:
"Νόμος 7(Ι)/1998:
Άρθρο 26(Ι) Οι εκπομπές κάθε αδειούχου σταθμού πρέπει να διέπονται από τις αρχές -
.....................
(β) της ψηλής ποιότητας
.....................
(ε) του σεβασμού της προσωπικότητας της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του ατόμου."
"«Κανονισμός 21(5) Οι σταθμοί έχουν την ευθύνη να διασφαλίζουν ότι οι τηλεθεατές ή ακροατές είναι πάντοτε ενήμεροι σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος που παρακολουθούν.»
«Κανονισμός 22(1) Με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στους παρόντες Κανονισμούς δίνονται προειδοποιήσεις σχετικά με τη φύση της εκπομπής, είτε αυτή βρίσκεται χρονικά εντός της οικογενειακής ζώνης είτε εκτός. Η προειδοποίηση αυτή έχει τρεις μορφές -
(α) Γραπτή προειδοποίηση στον ημερήσιο τύπο και στα ραδιοτηλεοπτικά περιοδικά·
(β) ακουστική (λεκτική) πριν από την έναρξη της εκπομπής
(γ) οπτική, με οπτική ένδειξη κάθε δέκα λεπτά στο κάτω αριστερό μέρος της οθόνης ως εξής:
(i) (K) σε παρένθεση χρώματος πράσινου για προγράμματα κατάλληλα για γενική παρακολούθηση·
(ii) (12) σε παρένθεση χρώματος κίτρινου για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δώδεκα ετών·
(iii) (15) σε παρένθεση χρώματος μπλε για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δεκαπέντε ετών·
(iv) (18) σε παρένθεση χρώματος κόκκινου για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δεκαοκτώ ετών·
(v) (Α) σε παρένθεση για προγράμματα έντονου ερωτικού περιεχομένου.»
Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ
«Μέρος Ι
8. Οι δημοσιογράφοι κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους -
(2) επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία σε θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος, καθώς και πληροφοριών ή εικόνων που μπορούν να προκαλέσουν πανικό ή φρίκη ή αποτροπιασμό.»
«Μέρος ΙΙ
11. ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Τα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. δεν αποκαλύπτουν άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα θυμάτων βιασμού και άλλων σεξουαλικών αδικημάτων. Ειδικότερα στην περίπτωση παιδιών ισχύουν τα πιο κάτω:
(α) Ουδέποτε αποκαλύπτεται η ταυτότητα ανηλίκων που είναι παραπονούμενοι, μάρτυρες ή κατηγορούμενοι σε υποθέσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων.
(β) Δε γίνεται οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αναφορά σε συγγένεια ή άλλη σχέση του κατηγορουμένου και του παιδιού.
(γ) Ο όρος «αιμομιξία» δε χρησιμοποιείται και η κατηγορία περιγράφεται ως σοβαρό αδίκημα εναντίον παιδιών ή με άλλη κατάλληλη παρόμοια περιγραφή.»
Μετά την υποβολή του Σημειώματος της Λειτουργού, ακολούθησε ακροαματική διαδικασία ενώπιον της εφεσίβλητης Αρχής στην οποία παρέστησαν εκπρόσωποι και ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Κύρια θέση της εφεσείουσας ήταν ότι έλαβε χώρα μόνο ιστορική καταγραφή των γεγονότων της υπόθεσης εκείνης, ενώ καμιά προσβολή της προσωπικότητας ή υπόληψης του θύματος δεν προκλήθηκε, αφού η συνέντευξη διενεργήθηκε με τη δική της συγκατάθεση και πρωτοβουλία.
Με την απόφαση την οποία εξέδωσε, η εφεσίβλητη Αρχή κατέληξε ότι υπήρξε πράγματι παράβαση των άρθρων 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου και των Κανονισμών 21(5) και 22(1). Επέβαλε δε στην εφεσείουσα την κύρωση της προειδοποίησης για κάθε μια από τις παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών. Διαπίστωσε επίσης η εφεσίβλητη παράβαση της παρα. 8(2) του Μέρους Ι και της παρα. 11 του Μέρους ΙΙ, του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, πλην όμως δεν επέβαλε οποιαδήποτε κύρωση για τις παραβάσεις αυτές.
Στην απόφασή της, η εφεσίβλητη Αρχή έκρινε ότι η συγκεκριμένη εκπομπή δεν διέπετο από τις αρχές της υψηλής ποιότητας, κατά παράβαση του άρθρου 26(1)(β) του Νόμου. Όπως έκρινε, η εκπομπή θα μπορούσε να επικεντρωθεί στο ιστορικό υπόβαθρο των γεγονότων, χωρίς να αναλώνεται σε σοκαριστικές και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του βιασμού της γυναίκας. Αναφορικά με τη θέση της εφεσείουσας, σύμφωνα με την οποία δεν έλαβε χώρα προσβολή κανενός, παρά μόνο ιστορική καταγραφή των γεγονότων, η εφεσίβλητη επισήμανε ότι η επίμαχη συνέντευξη, με τον τρόπο που διεξήχθη από το δημοσιογράφο, αποτελούσε εισβολή στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της συγκεκριμένης γυναίκας η οποία υπέστη το βιασμό. Ιστορική καταγραφή δεν σημαίνει ενσάρκωση του τραγικού συμβάντος στο πρόσωπο του θύματος.
Περαιτέρω, η εφεσίβλητη έκρινε ότι η εκπομπή δεν διέπετο από τις αρχές του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του θύματος, κατά παράβαση του άρθρου 26(1)(ε) του Νόμου. Πέραν των ίδιων στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για την προηγούμενη παράβαση, η εφεσίβλητη επισήμανε σε σχέση με αυτή την παράβαση το ότι, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του δημοσιογράφου με τη γυναίκα, υπήρξε αναμόχλευση του δράματος που βίωσε εκείνη την περίοδο, με αποτέλεσμα την όξυνση του πόνου και την επαναφορά του εφιάλτη του βιασμού. Σύμφωνα πάντα με την απόφαση της εφεσίβλητης, το γεγονός ότι η συνέντευξη έγινε με τη συγκατάθεση ή/και παρότρυνση του θύματος, όπως ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη, "ισχύει εν μέρει". "Η εκπομπή", τόνισε "ήταν ζωντανή και η συγκατάθεση αφορούσε στο να γίνει η εκπομπή. Το πώς εξελίχθηκε με βάση τα γεγονότα των υποστοιχείων δεν ήταν υπό τον έλεγχο της συνεντευξιαζομένης. Εν πάση περιπτώσει, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκε παράπονο εκ μέρους του θύματος."
Αναφορικά με την παραβίαση της παρα. 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όπως εκτίθεται στο Παράρτημα VIII των Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), η εφεσίβλητη έκρινε ότι, μέσω της συνέντευξης, ο δημοσιογράφος δεν επέδειξε την αρμόζουσα ευαισθησία στο ανθρώπινο δράμα της συνεντευξιαζομένης και ζητούσε πληροφορίες που μπορούσαν να προκαλέσουν φρίκη ή αποτροπιασμό. Όπως πρόσθεσε, η άποψη του δημοσιογράφου ότι η γυναίκα με τη δημόσια εκ βάθους εξομολόγησή της λυτρώθηκε από τους εφιάλτες της, ήταν εσφαλμένη. Τα τηλεοπτικά μέσα δεν αποτελούν μέσο κάθαρσης που μπορούν να υποκαταστήσουν τη βοήθεια που χρειάζονται από ειδικούς συγκεκριμένα άτομα. Με τις ερωτήσεις δε τις οποίες υπέβαλλε ο δημοσιογράφος, δεν επέδειξε την αρμόζουσα ευαισθησία στο ανθρώπινο δράμα της γυναίκας και οι ερωτήσεις του ήταν προσωπικού χαρακτήρα, επαναφέροντας στη μνήμη της γυναίκας και δημοσιοποιώντας το δράμα της.
Σε σχέση με την παραβίαση της Παραγράφου ΙΙ του Μέρους ΙΙ του ίδιου Κώδικα Δεοντολογίας, η εφεσίβλητη επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια απόκρυψης της ταυτότητας του θύματος με τεχνικά ή άλλα μέσα, αλλ΄ αντίθετα με φωτογραφία γινόταν συσχέτιση του πώς έμοιαζε τότε με σήμερα. Η δικαιολογία της εφεσείουσας ότι ζήτησε το θύμα να δημοσιοποιηθεί το όνομά της και το δράμα της, δεν συνιστά ελαφρυντικό, καθότι το σχετικό άρθρο δεν θέτει περιορισμούς. Ούτε και συνιστούσε η συνέντευξη ιστορική καταγραφή.
Αναφορικά με την παράβαση του Κανονισμού 22(1) των Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000), η εφεσίβλητη βασίστηκε στο γεγονός ότι, ενώ η εκπομπή επρόκειτο να ασχοληθεί με το θέμα βιασμού ανήλικης, πριν από την έναρξή της, η εφεσείουσα έδωσε την οπτική ένδειξη "Κ". Αυτή η προειδοποίηση που δόθηκε, δεν ανταποκρινόταν όμως στο περιεχόμενο της εκπομπής.
Τούτο δε, κατά την εφεσίβλητη, επιβεβαιώνεται και από το ότι ο ίδιος ο σταθμός, παρά τη σήμανση "Κ", πριν από την έναρξη της εκπομπής, προέβαλε προειδοποίηση η οποία ανέφερε ότι "Η αποψινή συνέντευξη είναι ένα ντοκουμέντο φρίκης και βιασμού. Σας συνιστούμε να απομακρύνετε τα παιδιά σας." Στη συνέχεια δε, ο παρουσιαστής έδωσε την ακόλουθη περαιτέρω προειδοποίηση:
"Η προειδοποίηση αυτή δίδεται με αυτό τον τρόπο για να επιστήσουμε την προσοχή σε σας που μας παρακολουθείτε και ιδιαίτερα στους γονείς, να προσέξουν ν΄ απομακρύνουν τα παιδιά τους των τρυφερών ηλικιών, των ευαίσθητων ηλικιών από αυτή την εκπομπή που είναι ειδική εκπομπή."
Σημειώνεται εδώ ότι τα πιο πάνω στοιχεία οδήγησαν την εφεσίβλητη Αρχή και στην διαπίστωση παράβασης και του Κανονισμού 21(5) των Κανονισμών του 2000, με την αιτιολογία ότι η σήμανση "Κ" που δόθηκε στην εκπομπή, δεν συνάδει με το περιεχόμενό της.
Με προσφυγή την οποία καταχώρησε, η εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης της εφεσίβλητης Αρχής προβάλλοντας προς ακύρωσή της ευάριθμους λόγους.
Αδελφός Δικαστής που εξεδίκασε την προσφυγή, έκρινε ότι δικαιολογημένο ήταν το παράπονο της εφεσείουσας, μόνο αναφορικά με τη διαπιστωθείσα παράβαση της παρα. 8(2) του Μέρους Ι και της παρα. 11 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και ακύρωσε την απόφαση της εφεσίβλητης αρχής ως προς την παράβαση εκείνη. Επεκύρωσε όμως την απόφαση της Αρχής ως προς τη διαγνωσθείσα παράβαση του άρθρου 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου, καθώς και των Κανονισμών 21(5) και 22(1), όπως επίσης και την επιβληθείσα κύρωση της προειδοποίησης σε σχέση με αυτές.
Με την παρούσα έφεσή της, η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έντεκα συνολικά λόγους έφεσης. Κατά το στάδιο όμως της ακρόασης ενώπιον της Ολομέλειας, ο συνήγορος της εφεσείουσας απέσυρε τους λόγους έφεσης αρ. 2, 3, 4, 5 και 6, επειδή, όπως ορθά δήλωσε, τα θέματα που θίγονται στους λόγους εκείνους, έχουν τελεσίδικα αποφασισθεί με αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αριθμό άλλων υποθέσεων. Οι λόγοι εκείνοι αφορούσαν σε αμφισβητήσεις της ορθότητας της ακολουθηθείσας από την καθ΄ης η αίτηση διαδικασίας, της σύνθεσης του συμβουλίου της κλπ.
Παρέμειναν έτσι προς εκδίκαση κατ΄ έφεση, οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης με αρ. 1, 7, 8, 9, 10 και 11, οι οποίοι αφορούν σε θέματα ουσίας της προσβληθείσας απόφασης της εφεσίβλητης.
Κατά την άποψή μας οι λόγοι έφεσης αρ. 1, 7, 8 και 9 προσφέρονται όπως συνεξετασθούν, εφόσον όλοι μαζί σωρευτικά κινούνται γύρω από τον ίδιο κεντρικό άξονα, που είναι το κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία η προσβληθείσα απόφαση της εφεσίβλητης ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ότι ήταν πλήρως αιτιολογημένη και ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 7, 8 και 9.
Τα κύρια σημεία τα οποία η εφεσείουσα έχει προβάλει ενώπιόν μας προς υποστήριξη αυτών των λόγων έφεσης μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:
● Κρίνοντας η εφεσίβλητη Αρχή ότι η εκπομπή δεν διείπετο από τις αρχές της "υψηλής ποιότητας" και του "σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου" του θύματος, παρέλειψε να προσδιορίσει το εννοιολογικό περιεχόμενο των αορίστων αυτών αξιολογικών εννοιών και κατέστησε το δικαστικό έλεγχο αδύνατο.
● Η εφεσίβλητη Αρχή δεν διεξήγαγε οποιουδήποτε είδους έρευνα επί των γεγονότων, είτε επί των εμπλεκομένων προσώπων, ή επί του κοινωνικού συνόλου προς ερμηνεία των αορίστων εννοιών, ενώ έκρινε την εφεσείουσα ένοχη, χωρίς να καταδείξει προηγουμένως πού ακριβώς εστιάζετο η προσβολή της προσωπικότητας της βιασθείσας και χωρίς να υποδείξει τη ζημιά ή ηθική βλάβη την οποία πιστεύει ότι υπέστη το θύμα εξαιτίας της εκπομπής.
● Η εφεσίβλητη Αρχή παρέλειψε να υπαγάγει τα πραγματικά γεγονότα που θεώρησε αποδεδειγμένα στο νομικό κανόνα.
● Στην απόφαση της εφεσίβλητης παραγνωρίστηκε πλήρως η μαρτυρία των μαρτύρων που προσκόμισε η εφεσείουσα στην ενώπιον της Αρχής διαδικασία, μαρτυρία η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη.
Στο σημείο τούτο παρεμβάλλουμε το γεγονός ότι πράγματι, κατά τη διαδικασία ενώπιον της εφεσίβλητης Αρχής, εκ μέρους της εφεσείουσας είχαν δώσει μαρτυρία πέραν του εμπλεκομένου δημοσιογράφου-παρουσιαστή κ. Δ. Μάμα και ο Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Καρπασίας κ. Νίκος Φαλάς και ο Αντιπρόεδρος του κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ κ. Σοφοκλής Σοφοκλέους.
Στην πρωτόδικη απόφαση η οποία προσβάλλεται με την παρούσα έφεση, το Δικαστήριο περιορίστηκε σε κρίση ότι η διάγνωση των παραβάσεων από την Αρχή ήταν πλήρως αιτιολογημένη και ότι στη βάση της δοθείσας αιτιολογίας, προέκυπτε ότι η επίδικη απόφαση της Αρχής περί της παραβίασης των άρθρων 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου και των προαναφερθέντων Κανονισμών, ήταν μέσα στα επιτρεπτά όρια της διακριτικής της εξουσίας, παραπέμποντας προς τούτο στο κείμενο της απόφασης της Αρχής.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης ήταν όντως ιδιάζοντα. Κανένα παράπονο από τη συνεντευξιαζόμενη δεν είχε υποβληθεί. Σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του δημοσιογράφου-παρουσιαστή της εκπομπής, η γυναίκα εκείνη ήταν που του τηλεφωνούσε και ζητούσε όπως προβληθεί η ιστορία της, επειδή ήθελε να μοιραστεί σε κάποιο βαθμό με τον κόσμο όλα αυτά που "την έπνιγαν" και "για να λυτρωθεί".
Ο Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Καρπασίας, συγχωριανός και γείτονας της βιασθείσας, όπως κατάθεσε, γνώριζε πως πράγματι η γυναίκα αυτή επιθυμούσε να δημοσιοποιήσει το δράμα της για να λυτρωθεί και να δικαιωθεί στα μάτια της κοινής γνώμης.
Είναι βέβαια γεγονός ότι όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το κατά πόσο ένα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα παραβιάζει το Νόμο ή τους Κανονισμούς, συνιστά θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στην κρίση της Αρχής, η ορθότητα της οποίας όμως υπόκειται στον έλεγχο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εφόσον βέβαια αυτό κληθεί να αποφανθεί σχετικά. Κατά συνέπεια, η κρίση ως προς την υπαγωγή γεγονότων στο Νόμο και τους Κανονισμούς, εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της εφεσίβλητης Αρχής και ο ρόλος του Δικαστηρίου, περιορίζεται στον έλεγχο του τρόπου άσκησης της κρίσης αυτής. ("Ο ΛΟΓΟΣ" Πολιτιστική και Πληροφορική Εταιρεία ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 91, ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ΑΕ 76/2007, ημερομηνίας 8.2.2010).
Η καταδίκη της εφεσείουσας για τη διαγνωσθείσα παράβαση του άρθρου 26(1)(β) του Νόμου (περί υψηλής ποιότητας προγράμματος) βασίστηκε στη διαπίστωση της Αρχής ότι η συνέντευξη δεν περιορίστηκε στο ιστορικό υπόβαθρο των γεγονότων, αλλά αναλώθηκε "σε σοκαριστικές και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του βιασμού της γυναίκας". Έχουμε παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από τις ερωταπαντήσεις κατά τη συνέντευξη στις οποίες βασίστηκε η εφεσίβλητη. Στη απόφαση δεν αιτιολογείται ποιες ήσαν οι λεπτομέρειες που ήσαν "σοκαριστικές" και "ανατριχιαστικές".
Εξετάζοντας, όμως, το θέμα της απόδειξης κατηγορίας παράβασης του άρθρου 26(1)(β) του Νόμου που αφορά στη διασφάλιση υψηλής ποιότητας εκπομπής, η εφεσίβλητη ασχολήθηκε με το θέμα της προσβολής της προσωπικότητας του θύματος, που ήταν συστατικό στοιχείο της άλλης κατηγορίας για παράβαση του άρθρου 26(1)(ε) του Νόμου (αρχή του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του ατόμου). Απορρίπτοντας έτσι τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και στοιχειοθετώντας παράβαση του άρθρου 26(1)(β) περί της αρχής της "ψηλής ποιότητας", η εφεσίβλητη ανέφερε και τα εξής:
"Όσον αφορά τους ισχυρισμούς του Σταθμού σχετικά με το ότι δεν υπάρχει προσβολή κανενός παρά μόνο ιστορική καταγραφή των γεγονότων, επισημαίνουμε ότι η εν λόγω συνέντευξη με τον τρόπο τον οποίο διεξήχθη από τον δημοσιογράφο, αποτελεί εισβολή στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της συγκεκριμένης γυναίκας, η οποία υπέστη βάναυσο βιασμό κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής το 1974."
Είναι, επομένως, φανερό ότι η εφεσίβλητη στήριξε σε μεγάλο βαθμό την καταδίκη για παράβαση του άρθρου 26(1)(β) στην κατά την άποψή της προσβολή της προσωπικότητας του θύματος λόγω της "εισβολής στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα" της.
Εξετάζοντας δε ακολούθως την καταλογιζόμενη παράβαση του άρθρου 26(1)(β) (αρχή του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του θύματος), η εφεσίβλητη χρησιμοποίησε τα ίδια στοιχεία στη βάση των οποίων στοιχειοθέτησε την κατηγορία, βάσει του εδαφίου (ε) του ίδιου άρθρου, αφού όμως πρόσθεσε εδώ δύο επιπρόσθετα στοιχεία:
● Το γεγονός ότι δεν έγινε καμιά προσπάθεια απόκρυψης της ταυτότητας του θύματος με τεχνικά ή άλλα μέσα.
● Το ότι κατά την άποψη της Αρχής, η συνέντευξη συνιστούσε αναμόχλευση του δράματος που βίωσε το θύμα με αποτέλεσμα την όξυνση του πόνου και την επαναφορά του εφιάλτη του βιασμού.
Δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε σε εξέταση της επάρκειας της απόφασης και της αξιολόγησης των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για την ετυμηγορία της εφεσίβλητης περί εισβολής στα ευαίσθητα προσωπικά θέματα της γυναίκας εκείνης και του μη σεβασμού της προσωπικότητας και υπόληψής της ενόψει των όσων ακολουθούν. Θα εστιάσουμε, όμως, την προσοχή μας σε ένα γενικότερης σημασίας στοιχείο και στον τρόπο με τον οποίο η εφεσίβλητη μεταχειρίστηκε το στοιχείο τούτο.
Πρόκειται για το θέμα της συγκατάθεσης την οποία είχε δώσει εκ των προτέρων η συνεντευξιαζόμενη και σύμφωνα με αναντίλεκτη μαρτυρία, την παρότρυνσή της προς την εφεσείουσα για μια εκπομπή με επίκεντρο το δράμα το οποίο είχε βιώσει, καθώς επίσης και την εκ των υστέρων μη υποβολή οποιουδήποτε παραπόνου ως προς την προβληθείσα εκπομπή.
Σε σχέση με το σημαντικό αυτό στοιχείο της συγκατάθεσης, η εφεσίβλητη στην απόφασή της είχε αναφέρει τα εξής:
"Το γεγονός ότι η συνέντευξη έγινε με τη συγκατάθεση ή/και παρότρυνση του θύματος, όπως ισχυρίστηκε ο σταθμός, ισχύει εν μέρει. Η εκπομπή ήταν ζωντανή και η συγκατάθεση αφορούσε στο να γίνει η εκπομπή. Το πως εξελίχθηκε με βάση τα γεγονότα των υποστοιχείων, δεν ήταν υπό τον έλεγχο της συνεντευξιαζομένης."
Η πιο πάνω περικοπή από την απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής καταδεικνύει μια αοριστία, ασάφεια και προφανή πλάνη.
Όπως η ίδια η εφεσίβλητη είχε αναφέρει νωρίτερα στην απόφασή της και αυτό ήταν ένα γεγονός, η εκπομπή στο πλαίσιο της οποίας εντάχθηκε και μεταδόθηκε η διερευνηθείσα συνέντευξη, ήταν πράγματι ζωντανή, δηλαδή σε απευθείας μετάδοση, πλην όμως η ίδια η συνέντευξη, όπως και πάλι η εφεσίβλητη είχε αναγνωρίσει στην απόφασή της, ήταν μαγνητοσκοπημένη. Με αυτό ως δεδομένο, δεν έχει νόημα η κρίση της Αρχής σύμφωνα με την οποία το πώς εξελίχθηκε η εκπομπή δεν ήταν υπό τον έλεγχο της συνεντευξιαζομένης και κατ΄ αυτό τον τρόπο εννοείται ότι δεν καλυπτόταν από τη συγκατάθεσή της, εφόσον αυτή είχε ήδη δοθεί σε σχέση με την επίμαχη συνέντευξη. Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η γυναίκα δεν είχε κάθε δικαίωμα και δυνατότητα τόσο κατά τη διάρκεια της μαγνητοσκόπησης της όσο και αργότερα, μέχρι τη μετάδοση της συνέντευξης, να διακόψει, να διορθώσει ή και να αποσύρει οτιδήποτε τυχόν δεν ενέκρινε από τον τρόπο διεξαγωγής της συνέντευξης. Επί τούτου παρουσιάζεται να είχε τέτοιο έλεγχο. Έλεγχο δεν είχε μετέπειτα, κατά τη μετάδοση της ζωντανής εκπομπής, στο πλαίσιο της οποίας μεταδόθηκε η συνέντευξη, πλην όμως τα στοιχεία τα οποία η εφεσίβλητη εντόπισε ως επιλήψιμα δεν παρουσιάστηκαν στην εξέλιξη της εκπομπής, αλλά στην ίδια τη συνέντευξη στην οποία η συνεντευξιαζόμενη συγκατατέθηκε και στην οποία μπορούσε να ασκήσει έλεγχο. Επομένως, η θέση της εφεσίβλητης στο απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, δεν εδικαιολογείτο υπό το φως των δεδομένων.
Θεωρούμε πεπλανημένη την προσέγγιση της εφεσίβλητης Αρχής ως προς το ουσιώδες στοιχείο της συγκατάθεσης της συνεντευξιαζομένης για τη λήψη της συνέντευξης και για τη μετάδοση της εκπομπής στην οποία αυτή εντάχθηκε.
Τελικά, συμπεραίνουμε ότι η στοιχειοθέτηση από πλευράς της εφεσίβλητης της καταδίκης της εφεσείουσας στις κατηγορίες για παράβαση των άρθρων 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου ήταν αποτέλεσμα πεπλανημένης αξιολόγησης στοιχείων.
Επομένως, η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη περί του αντιθέτου απόφαση ως προς τις δύο αυτές επικυρωθείσες παραβάσεις, να παραμεριστεί.
Ως προς τη στοιχειοθέτηση των παραβάσεων των Κανονισμών 22(1) και 21(5) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000) παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Τόσο το σχετικό μέρος της απόφασης της εφεσίβλητης Αρχής, όσο και της πρωτόδικης απόφασης, η οποία την επεκύρωσε, είναι αναμφισβήτητα ορθές.
Η απόδοση από το σταθμό της εφεσείουσας σήμανσης με το γράμμα 'Κ', που σημαίνει ότι η εκπομπή που θα ακολουθούσε ήταν κατάλληλη για γενική παρακολούθηση, ήταν έκδηλα εσφαλμένη. Και δεν μπορούσε να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η σήμανση εδικαιολογείτο, επειδή η εκπομπή αφορούσε αφήγηση ιστορικών γεγονότων και, συνακόλουθα, ήταν εκπαιδευτικού χαρακτήρα. Παρά την όποια αξία της εκπομπής από απόψεως ιστορικής μαρτυρίας παθούσης κατά την εισβολή, το γεγονός παραμένει ότι η όλη εκπομπή, στην οποία υπήρχε η αφήγηση μαζικού βιασμού και άλλων βιαιοτήτων, δεν ήταν κατάλληλη προς παρακολούθηση από άτομα όλων των ηλικιών. Επιβεβαίωση δε τούτου δίδεται και από την ίδια την ενέργεια του Σταθμού όπως, κατά την έναρξη της εκπομπής, καλέσει τους γονείς να απομακρύνουν τα παιδιά "τρυφερών και ευαίσθητων ηλικιών" από τις οθόνες.
Με την κατάληξή μας αυτή παρέλκει η εξέταση και των δύο άλλων λόγων έφεσης.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως προς την απόρριψη της προσφυγής της εφεσείουσας εναντίον της καταδίκης της από την εφεσίβλητη στις κατηγορίες για παράβαση των άρθρων 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου και η προσβαλλόμενη απόφαση της εφεσίβλητης ως προς αυτή την καταδίκη, ακυρώνεται.
Η καταδίκη της εφεσείουσας στις κατηγορίες παράβασης των Κανονισμών 21(5) και 22(1) της ΚΔΠ 10/2000 και η πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτές παραμένει ως έχει.
Επιδικάζεται το ήμισυ των εξόδων κατ΄ έφεση και πρωτόδικα υπέρ της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΧΤΘ