ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 706
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 152/2008)
(Υπόθεση Αρ. 1342/2008)
1 Νοεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δικαστές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείων/Καθ΄ου η Αίτηση,
ΚΑΙ
ΙΕΖΕΚΙΗΛ Α. ΙΕΖΕΚΙΗΛ,
Εφεσίβλητος/Αιτητής.
_________
Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Σ. Αγγελίδης με Νικ. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο.
_________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είχε εκλεγεί Κοινοτάρχης του χωριού Παναγιά κατά τις δημοτικές εκλογές του 2006 και ανέλαβε τα καθήκοντά του κατά τον Ιανουάριο του 2007. Κατά το Φεβρουάριο όμως, του ίδιου χρόνου, κάτοικος Παναγιάς έδωσε την πληροφορία στον Υπουργό Εσωτερικών ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν κάτοικος του χωριού, αλλά διέμενε στην πόλη της Πάφου και, επομένως, θα έπρεπε να διαγραφεί από τον εκλογικό κατάλογο του χωριού.
Λειτουργός της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου, σε προσωπική συνάντηση που είχε με τον εφεσίβλητο, τον ενημέρωσε για την καταγγελία, την οποία ο δεύτερος απέρριψε, θεωρώντας ότι είναι κάτοικος Παναγιάς, δεδομένου ότι διαθέτει εκεί και σπίτι και γραφείο. Ο Έπαρχος Πάφου, με επιστολή του, ενημέρωσε τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Τ.Α.Π.Μ.) για τα αποτελέσματα της εξέτασης της καταγγελίας και για τη θέση του εφεσίβλητου. Εισηγήθηκε δε τη διαγραφή του από τον εκλογικό κατάλογο Παναγιάς επειδή, όπως πίστευε, ο εφεσίβλητος είχε τη συνήθη διαμονή του στην Πάφο. Απαντώντας σ΄ αυτή την επιστολή, η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ., με επιστολή της ημερομηνίας 15.2.2008, παρακάλεσε όπως ο Έπαρχος προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση της λειτουργίας του γραφείου που ο εφεσίβλητος ισχυριζόταν ότι διατηρούσε στην κοινότητα Παναγιάς και όπως την ενημερώσει. Πράγματι, όπως διαπιστώνεται από νέα επιστολή ημερομηνίας 10.4.2008, την οποία απέστειλε προς τη Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ. ο Έπαρχος Πάφου, κατόπιν περαιτέρω διερεύνησης, διαπιστώθηκαν διάφορα επί μέρους στοιχεία που αφορούσαν στο θέμα της διαμονής και διατήρησης γραφείου του εφεσίβλητου στην Παναγιά και επαναλήφθηκε η εισήγηση περί διαγραφής του από τον εκλογικό κατάλογο Παναγιάς και εγγραφής του στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Πάφου. Η εισήγηση του Επάρχου έγινε δεκτή από τη Διευθύντρια Τ.Α.Π.Μ. η οποία, με επιστολή της ημερομηνίας 14.7.2008 προς τον Έπαρχο Πάφου, τον πληροφόρησε ότι αποφασίστηκε η διαγραφή του εφεσίβλητου από τον κατάλογο Παναγιάς. Ακολούθως, ο Έπαρχος, με επιστολή του προς τον εφεσίβλητο, ημερομηνίας 28.7.2008, τον πληροφόρησε περί της διαγραφής του από τον εκλογικό κατάλογο Παναγιάς και περί του ότι μετά την εξέλιξη αυτή, έπαυσε αυτοδίκαια να είναι Κοινοτάρχης με βάση τα σχετικά άρθρα του Νόμου περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 [Νόμος αρ. 86(Ι)/1999].
Διαφωνώντας με την πιο πάνω εξέλιξη, ο εφεσίβλητος καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο δύο προσφυγές. Με την υπ΄ αριθμό 1316/2008, προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης της Διευθύντριας Τ.Α.Π.Μ. για τη διαγραφή του από τον εκλογικό κατάλογο Παναγιάς και με την υπ΄ αριθμό 1342/2008 προσφυγή, προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης του Επάρχου για την αυτοδίκαιη παύση του από τη θέση του Κοινοτάρχη.
Η προσφυγή υπ΄ αριθμό 1342/2008, κατόπιν ακρόασης, οδήγησε στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης/απόφασης του Επάρχου και η ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης την οποία άσκησε η Δημοκρατία. Η εκδίκαση της υπ΄ αριθμό 1316/2008 προσφυγής δεν έχει ακόμα διεκπεραιωθεί αναμένοντας το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης.
Στο σημείο τούτο παρεμβάλλουμε πως δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι κάτω από παρόμοια όπως και εδώ γεγονότα, το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση είχε εξετάσει τη νομιμότητα ανάλογης διοικητικής πράξης κάτω από άλλη σκοπιά με αναφορά στους περιορισμούς του άρθρου 100(4) του Νόμου, πλην όμως, εφόσον ένα τέτοιο θέμα δεν συζητήθηκε ούτε ηγέρθηκε πρωτόδικα ή ενώπιόν μας, δεν θα μας απασχολήσει. (Α. Παμπακάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1498/2008, ημερομηνίας 19.9.2011- Απόφαση Γ. Κωνσταντινίδη Δ.).
Προς υποστήριξη της έφεσης, ο εφεσείων έχει εγείρει διάφορους λόγους έφεσης τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Πρώτα όμως θα ασχοληθούμε με μια προδικαστική ένσταση την οποία ήγειρε η πλευρά του εφεσίβλητου ως προς τη δυνατότητα άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης από τον εφεσείοντα.
Προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου ως προς το δικαίωμα έφεσης.
Σύμφωνα με την ένσταση την οποία ήγειρε ο εφεσίβλητος, ο εφεσείων απώλεσε το δικαίωμά του όπως εφεσιβάλει την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1342/2008 καθότι με τη διαγραφή-παύση του εφεσίβλητου, προκηρύχθηκε και διενεργήθηκε νέα εκλογή για την ανάδειξη Προέδρου της κοινότητας Παναγιάς και εξελέγη άλλο πρόσωπο. Όμως, μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, ο εφεσείων, συμμορφούμενος προς την απόφαση, επανέφερε με πράξη της διοίκησης τον εφεσίβλητο στη θέση του ως Προέδρου της κοινότητας. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων αποδέχτηκε και εφάρμοσε τη δικαστική απόφαση, με συνέπεια να μη δικαιούται να υποβάλει και συνεχίσει την παρούσα έφεση.
Η προδικαστική τούτη ένσταση, έκδηλα δεν μπορεί να ευσταθήσει για δύο βασικά λόγους: Κατ΄ αρχάς, οι ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσείων με την προκήρυξη της κενωθείσας θέσης του Προέδρου της κοινότητας και τη διενέργεια νέας εκλογής, δεν οφείλονταν σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση, αλλά σε συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του Νόμου, εφόσον με την αυτοδίκαιη παύση του εφεσίβλητου, λόγω της διαγραφής του από τον οικείο εκλογικό κατάλογο, ακολουθήθηκε η νομοθετική διαδικασία πλήρωσης της κενωθείσας θέσης.
Ως προς την επαναφορά του εφεσίβλητου στη θέση του Προέδρου της κοινότητας, μετά την ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση, όπως έχει δηλωθεί από τους συνηγόρους των διαδίκων κατά την ενώπιον του Εφετείου ακρόαση και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου της προσφυγής αρ. 1342/2008, ο εφεσείων είχε ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, έτσι ώστε να μην υποχρεούτο σε συμμόρφωση προς αυτήν μέχρι τη διεκπεραίωση της αίτησης, πλην όμως, το αίτημά του απορρίφθηκε.
Η επαναφορά του δε στη θέση του Προέδρου ήταν ούτως ή άλλως το αποτέλεσμα της ίδιας της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η παύση.
Επομένως, υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την έφεση στην ουσία της.
Με την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, ο αδελφός Δικαστής απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη ως στρεφόμενη εναντίον πράξης πληροφοριακού περιεχομένου στερούμενης εκτελεστότητας. Όπως έκρινε, στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία συμπληρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Επάρχου Πάφου. Αυτή η απόφαση λήφθηκε μεν "δεσμίως", δηλαδή κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του Νόμου, αλλά συνιστούσε διοικητική πράξη με την οποία συμπληρώθηκε μια σύνθετη διοικητική ενέργεια. Εξετάζοντας δε την ουσία της προσφυγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο σχετικό λόγο ακύρωσης τον οποίο είχε προβάλει ο εφεσίβλητος, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν προέβηκε στη δέουσα έρευνα όπως είχε υποχρέωση να πράξει. Πιο συγκεκριμένα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα που είχε γίνει και οδήγησε στη διαγραφή του εφεσίβλητου, έπασχε αφού δεν λήφθηκαν υπόψη παράγοντες και στοιχεία που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως προς τη συνήθη διαμονή του εφεσίβλητου και επειδή δεν δόθηκε στον αιτητή η ευκαιρία να υποστηρίξει και να τεκμηριώσει τις θέσεις του, τουλάχιστο κατά το δεύτερο σκέλος της έρευνας. Γι΄ αυτό δε το λόγο, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε.
Με τον κύριο λόγο έφεσης τον οποίο πρόβαλε, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περί της παύσης του εφεσίβλητου ακόμα και αν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, εν τούτοις, η προσφυγή με την οποία αυτή προσβλήθηκε, ήταν καταχρηστική και επομένως εσφαλμένα δεν κρίθηκε ως τέτοια από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως δε τελικά υποστήριξε ενώπιόν μας η συνήγορος του εφεσείοντα, αν και πράγματι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, με αυτήν ουσιαστικά εσκοπείτο ο έλεγχος της νομιμότητας και ορθότητας της προηγηθείσας πράξης της διαγραφής του εφεσίβλητου από τον εκλογικό κατάλογο. Δεδομένου δε ότι εκείνη η απόφαση είχε προσβληθεί με την άλλη προσφυγή η οποία εκκρεμεί, η καταχώρηση και της δεύτερης προσφυγής εναντίον της απόφασης παύσης που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πρώτης, ήταν καταχρηστική αφού οδηγούσε σε πολλαπλότητα της διαδικασίας. Διαφώνησε δε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία επρόκειτο για μια σύνθετη διοικητική πράξη στη διαδικασία της οποίας η πρώτη απόφαση ενσωματώθηκε στη δεύτερη.
Από την άλλη πλευρά, ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι η παύση του ήταν αποτέλεσμα εκτελεστής πράξης που στηρίχθηκε σε προγενέστερη πράξη της Διευθύντριας του Τ.Α.Π.Μ. Η πρόνοια στο άρθρο 16(2) και (3) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Νόμος αρ. 86(Ι)/1999), ως προς την παύση Κοινοτάρχη, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς την έκδοση διοικητικής απόφασης, παρά μόνο απαιτεί από τον Έπαρχο, έστω και δέσμια, όπως διατάξει την παύση του.
Η σχετική νομοθετική πρόνοια στο άρθρο 16(2) (3) του Νόμου, έχει ως εξής:
"16. .....................
(2) Δεν μπορεί να διατελεί κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου πρόσωπο το οποίο -
(α) ......................................
(β) .....................................
(γ) ......................................
(δ) ......................................
(ε) ......................................
(στ) ....................................
(ζ) έχει διαγραφεί από τον εκλογικό κατάλογο,
(η) ....................................
(3) Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της θητείας κοινοτάρχη ή μέλους Συμβουλίου υπάρξει οποιοδήποτε από τα κωλύματα εκλογιμότητας ή τα ασυμβίβαστα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, το εν λόγω πρόσωπο παύει να είναι κοινοτάρχης ή μέλος του Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση. Η θέση που κενώνεται και πληρούται σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στα άρθρα 36 και 40 του παρόντος Νόμου....."
Σε σχέση με αυτό το θέμα, όπως είχε αναφερθεί στην πρωτόδικη απόφαση, στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνεται μια σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία συμπληρώθηκε με την απόφαση του εφεσείοντα Επάρχου να θεωρήσει ότι ο εφεσίβλητος έπαυσε να είναι Κοινοτάρχης, εφόσον έπαυσε να βρίσκεται στον εκλογικό κατάλογο του χωριού λόγω της διαγραφής του από τη Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το ότι είχε προηγηθεί η λήψη της απόφασης της Διευθύντριας για διαγραφή από τον εκλογικό κατάλογο, η οποία ήταν αφ΄ εαυτής προσβλητέα διοικητική πράξη, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χωρούσε προσφυγή κατά της ακολουθήσασας πράξης της παύσης του εφεσίβλητου από τη θέση του Κοινοτάρχη στην οποία είχε εκλεγεί.
Δεδομένου δε ότι κατά Νόμο, η πράξη της παύσης του εφεσίβλητου στηρίχτηκε αποκλειστικά στην πράξη της διαγραφής του από τον οικείο εκλογικό κατάλογο, ο έλεγχος της τελικής πράξης της παύσης του η οποία προσβάλλεται με την υπό εκδίκαση προσφυγή, εμπεριείχε και τον έλεγχο της νομιμότητας της προηγηθείσας πράξης της διαγραφής η οποία, εάν έπασχε, τότε θα συμπαρέσυρε σε ακύρωση και την πράξη της παύσης, αφού η δεύτερη στηρίχτηκε στην πρώτη. Όπως ορθά είχε αναφερθεί και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωάννης Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Δ) ΑΑΔ 2873, την οποία επικαλέστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο:
"Η καθ΄ύλην αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου για έκδοση διοικητικών πράξεων για τη ρύθμιση των υπαγομένων σ΄ αυτή θεμάτων μπορεί να διακριθεί σε δύο είδη. Τη διακριτική ευχέρεια ή εξουσία και τη δέσμια αρμοδιότητα. Δέσμια αρμοδιότητα υπάρχει όταν το διοικητικό όργανο εφ΄ όσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το νόμο πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις εφαρμογής του, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διοικητική πράξη που να περιέχει ορισμένη ατομική ρύθμιση προκαθοριζόμενη από τους κανόνες του νόμου (Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Έκδοση 1977, παραγρ. 148, σελ. 145)."
Περαιτέρω, χρήσιμη αναφορά στο υπό εξέταση εδώ θέμα μπορεί να γίνει και στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 993/2005 κ.ά. Chrikar Trading Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.7.2011.
Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Άλλος κύριος λόγος έφεσης τον οποίο προώθησε ο εφεσείων είναι ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν είχε διενεργηθεί πλήρης και δέουσα έρευνα και έγινε αποδεχτός ο σχετικός λόγος ακύρωσης. Είναι προς τούτο η θέση του ότι ο εφεσείων διενήργησε πλήρη και ολοκληρωμένη έρευνα στο κτήριο στην Παναγιά στο οποίο ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι διατηρεί γραφείο, συνέλεξε πληροφορίες από ομοχωρίους του, έλαβε υπόψη ότι ο ίδιος είναι τοπογράφος και διατηρεί γραφείο στην Πάφο, ότι η οικογένειά του διαμένει στην Πάφο, πότε επισκέπτεται την Παναγιά κλπ. Παρά ταύτα, η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ. είχε ζητήσει την περαιτέρω διερεύνηση της λειτουργίας του γραφείου, πραγματοποιήθηκε νέα επίσκεψη στην Παναγιά όπου έγινε περαιτέρω έρευνα και νέες επισημάνσεις οι οποίες καταγράφηκαν και λήφθηκαν υπόψη.
Σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής εστίασε ιδιαίτερα την προσοχή του, όχι στην επάρκεια ή το εύρος της διενεργηθείσας έρευνας ως προς τη διαμονή του εφεσίβλητου, αλλά στον τρόπο αξιολόγησης των συλλεγέντων στοιχείων και, κυρίως, στην μη επαρκή απόδοση προς τον εφεσίβλητο της ευκαιρίας να προβάλει τις όποιες δικές του θέσεις και σχόλια επί στοιχείων που είχαν προκύψει.
Είναι βέβαια γεγονός ότι σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της διαδικασίας, μετά τη λήψη από την Επαρχιακή Διοίκηση της καταγγελίας ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν κάτοικος Παναγιάς, αυτός κλήθηκε και έδωσε τις δικές του απόψεις, επιμένοντας ότι είναι κάτοικος Παναγιάς.
Είναι επίσης γεγονός ότι ενημερωθείσα σχετικά η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ. ζήτησε, και πολύ ορθά, όπως διενεργηθεί περαιτέρω έρευνα και, ιδιαίτερα, ως προς τη λειτουργία του γραφείου το οποίο ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι διατηρεί στην κοινότητα Παναγιάς. Πράγματι δε, έγινε νέα επιτόπια επίσκεψη, το αποτέλεσμα της οποίας, όπως κοινοποιήθηκε στη Διευθύντρια, ήταν το εξής:
"Η οικοδομή στην οποία ισχυρίζεται ότι διατηρεί το γραφείο του ο κ. Ιεζεκιήλ αποτελείται από ένα ισόγειο διαμέρισμα, ένα διαμέρισμα στον 1ο όροφο και ένα στον 2ο όροφο. Σημειώνεται ότι κατά την επιτόπια επίσκεψη εκτός του ότι όλα τα διαμερίσματα ήταν άδεια από κόσμο, το σταθερό τηλέφωνο επικοινωνίας που ήταν γραμμένο στο αναρτημένο πανό όπου διαφημίζετο η πώληση/ενοικίαση διαμερισμάτων, ήταν το σταθερό τηλέφωνο του γραφείου του στην Πάφο, γεγονός που αποδεικνύει ότι το γραφείο του στην Παναγιά δεν λειτουργεί.
Από πληροφορίες που λήφθηκαν από ομοχώριους του κ. Ιεζεκιήλ σχετικά με τη διαμονή του και την άσκηση του επαγγέλματος του επιβεβαιώνεται ότι στο χωριό μεταβαίνει μόνο τα Σαββατοκυρίακα και κάποτε Τετάρτη απόγευμα για λίγες ώρες."
Αυτά τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από τη δεύτερη φάση της έρευνας που διεξήγαγε ο εφεσείων, κατόπιν προτροπής της Διευθύντριας, τα οποία στοιχεία, μαζί με τα προηγούμενα, οδήγησαν στη λήψη της απόφασης για τη διαγραφή του εφεσίβλητου από τον εκλογικό κατάλογο, δεν τέθηκαν υπόψη του έτσι ώστε να του δινόταν η ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει οποιαδήποτε δικά του στοιχεία ή απόψεις δυνατόν να είχε.
Όπως ορθά υπέδειξε στην απόφασή του ο αδελφός Δικαστής πρωτόδικα, διερευνάτο ένα σοβαρό θέμα, η απόληξη του οποίου μπορούσε να έχει ως επίπτωση την παύση ενός εκλελεγμένου Προέδρου μιας κοινότητας και η διοίκηση θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και ευαίσθητη στο χειρισμό του θέματος, δίνοντας την ευκαιρία στον αιτητή σε όλα τα στάδια της έρευνας να προβάλει και να τεκμηριώσει τις θέσεις του και, ενδεχόμενα, να αντικρούσει συλλεγέντα στοιχεία. Όπως επίσης ορθά αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, το ζήτημα της διακρίβωσης της συνήθους διαμονής ενός προσώπου είναι θέμα πολύπτυχο και νομικά περίπλοκο, η δε επίλυσή του είναι το αποτέλεσμα του συνυπολογισμού ποιοτικών χαρακτηριστικών ή δεδομένων. (Κόρακας ν. Γεωργίου κ.ά. (αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1935, Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 192/2006, ημερομηνίας 16.7.2007).
Αυτή η παράλειψη του εφεσείοντα καθιστούσε τη διερεύνηση την οποία διεξήγαγε ελλιπή και μονόπλευρη και, επομένως, δικαιολογημένα έγινε δεκτός ο σχετικός λόγος ακύρωσης πρωτόδικα.
Με αυτή την απόληξη σφραγίζεται και η τύχη της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΧΤΘ