ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 831
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 104/2008)
17 Νοεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. GONUL ERTALU
2. IMGE ERTALU,
Εφεσείουσες,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ
ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΧΟΡΗΓΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
_________________
Αλ. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για τις Εφεσείουσες.
Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
__________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες είναι μητέρα και κόρη και είναι Τουρκοκύπριες που διαμένουν στις κατεχόμενες περιοχές. Η αιτήτρια 2 είναι φοιτήτρια σε Μουσική Ακαδημία στη Λευκωσία της οποίας ο κλάδος σπουδών είναι πιστοποιημένος από το Κυπριακό Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης Πιστοποίησης (ΣΕΚΑΠ). Η αιτήτρια 1 υπέβαλε αίτηση για να παραχωρηθεί στην κόρη της φοιτητική χορηγία για τα ακαδημαϊκά χρόνια 2004-2005 και 2005-2006.
Σύμφωνα με τον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμο του 1996, Ν.77(Ι)/1996, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.90(Ι)/2006, παραχωρείται ειδική χορηγία σε οικογένειες που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στην Κύπρο, στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, δηλαδή σε μέρος που δεν κατέχεται από τα στρατεύματα κατοχής. Η αίτηση των εφεσειουσών απορρίφθηκε όταν ύστερα από έρευνα που διεξήχθη, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν τη μόνιμη τους κατοικία στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία.
Οι εφεσείουσες προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση υποστηρίζοντας ότι είναι αντισυνταγματική, αφού προσκρούει στο ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος και εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος ορισμένης ομάδας Κυπρίων πολιτών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κάνοντας αναφορά στην υπόθεση Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, κατέληξε ότι το δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Αφού κατέληξε ότι απόφασή του επί του θέματος της αντισυνταγματικότητας θα ήταν αλυσιτελής, απέρριψε την προσφυγή των εφεσειουσών.
Με την παρούσα έφεση προβάλλεται αριθμός λόγων, αλλά κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της έφεσης έγινε δεκτό ότι θα εξετάζονταν μόνο αν το δικαστήριο κατέληγε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η κήρυξη της σχετικής νομοθετικής διάταξης ως αντισυνταγματικής θα ήταν αλυσιτελής, είναι εσφαλμένη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών παραδέχεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου η εξέταση της συνταγματικότητας μιας διάταξης και η κήρυξή της ως αντισυνταγματικής θα ήταν αλυσιτελής για το αίτημα του διοικούμενου, το δικαστήριο δεν προβαίνει σε συνταγματικό έλεγχο της διάταξης αυτής. Επισημαίνει ακόμα ότι σε σειρά υποθέσεων το Ανώτατο Δικαστήριο δεν άσκησε συνταγματικό έλεγχο επί νομοθετικών διατάξεων επειδή, ακόμη κι' αν κρινόταν ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις ήταν αντισυνταγματικές, δεν θα ήταν δυνατόν να επιτύχει η προσφυγή και επομένως, ο τυχόν συνταγματικός έλεγχος εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν θα ήταν εναρμονισμένος με την πάγια νομολογία (βλέπε μεταξύ άλλων Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1795/06 και 1796/06, ημερ. 1.6.2007).
Η παρούσα όμως υπόθεση διαφοροποιείται από την πιο πάνω νομολογημένη θέση, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειουσών, γιατί το δικαστήριο, αν κριθεί ο συγκεκριμένος νόμος ως αντισυνταγματικός, αυτό που θα συμβεί θα είναι ότι θα επανέλθει σε ισχύ ο προηγούμενος νόμος, ο οποίος δεν έθετε οποιαδήποτε διάκριση σε σχέση με το θέμα της μόνιμης διαμονής του φοιτητή. Στο σημείο αυτό θα πρέπει πράγματι να λεχθεί ότι ο νόμος πριν την τελευταία του τροποποίηση προνοούσε την παροχή φοιτητικής χορηγίας χωρίς να προβαίνει σε διαχωρισμό μεταξύ προσώπων διαμενόντων στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών υποστηρίζει ακόμα ότι τυχόν ακυρωτική απόφαση στις περιπτώσεις που αναφέρει η νομολογία δεν έχει ως αυτόματη συνέπεια τη θέσπιση νέας νομοθετικής διάταξης, κάτι που σαφέστατα θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Καταλήγει δε ότι με τη συγκεκριμένη νομολογία περί αλυσιτέλειας, έχει αποδυναμωθεί, και μάλιστα κατά τρόπο αδικαιολόγητο, η ουσία του δικαιώματος το οποίο προστατεύεται από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας, δεν μπορεί, μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διεύρυνσης του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και συνακόλουθα την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δεν θα ήταν δυνατόν διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως νόμος είναι αντισυνταγματικός να προστεθούν σ΄ αυτόν πρόνοιες που δεν θέλησε ο νομοθέτης (βλέπε Dias United Publishing Co. Ltd, ανωτέρω).
Και στην παρούσα υπόθεση, αφού δεν θα ήταν δυνατόν, έστω κι' αν ο Νόμος κρινόταν ως αντισυνταγματικός να επιτύχει η προσφυγή, δεν δικαιολογείται η άσκηση συνταγματικού ελέγχου, γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και αντίθετο προς πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος.
Τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται, επομένως, με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς.
Δεν συμφωνούμε ούτε με το επιχείρημα των εφεσειουσών ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από την υφιστάμενη νομολογία. Το γεγονός ότι η πρόνοια, η οποία γίνεται προσπάθεια να κριθεί ως αντισυνταγματική, έχει ενσωματωθεί με τροποποίηση, δεν βοηθά ιδιαίτερα τις εφεσείουσες. Κατάργηση της συγκεκριμένης πρόνοιας ως αντισυνταγματικής δεν θα άφηνε, όπως υποστηρίζουν, τη νομοθετική διάταξη όπως ήταν πριν την τροποποίηση. Θα καταργούσε ολόκληρο το άρθρο. Κι΄ αυτό γιατί η τροποποίηση του Νόμου με την οποία προστέθηκε η απαίτηση ότι οι δικαιούχοι χορηγίας θα πρέπει να κατοικούν στις ελεύθερες περιοχές, κατάργησε την προηγουμένως υφιστάμενη ρύθμιση που προνοούσε τη χορηγία χωρίς περιορισμούς γενικώς. Η σχετική πρόνοια είναι ενιαία και δεν μπορεί να λειτουργήσει αν αφαιρεθεί η πρόταση «στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία». Κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν αλλοίωση της πρόθεσης του νομοθέτη και θα οδηγούσε, στην ουσία, σε μετατροπή του συνταγματικού ελέγχου που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο σε τροποποίηση της νομοθεσίας.
Εν όψει των πιο πάνω, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
/ΜΔ