ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 461
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 172/2007)
2 Ιουνίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Αιτητές
ΚΑΙ
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητοι-Καθ΄ ων η αίτηση
ΚΑΙ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ,
Εφεσίβλητος-Ενδιαφερόμενο Μέρος
____________________
Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους-Καθ΄ ων η αίτηση.
Αλ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο-Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 1.
___________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Το ζήτημα που εγείρεται με την παρούσα έφεση είναι το κατά πόσο οι επίδικες προαγωγές, που έγιναν με βάση το υφιστάμενο σχέδιο υπηρεσίας, ήταν νόμιμες. Πρωτόδικα κρίθηκε ότι οι προαγωγές ήταν νόμιμες καθότι η διαφοροποίηση που έγινε, με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, ήταν εύλογη και αντικειμενικά δικαιολογημένη. Η διαζευκτική ρύθμιση η οποία προνοείτο ήταν μεταβατική και κάλυπτε το προσωπικό που υπηρετούσε στο ΡΙΚ πριν τη θέσπιση του Νόμου περί ΕΤΕΚ.
Τα ουσιώδη γεγονότα σε συντομία είναι τα εξής:
Στις 28.4.2004 οι εφεσίβλητοι γνωστοποιούσαν στους εργοδοτουμένους τους την προκήρυξη θέσης Μηχανικού, Τμήμα Τεχνικών Υπηρεσιών, Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Στις 25.6.2004 οι εφεσείοντες υπέδειξαν ότι το σχέδιο υπηρεσίας της πιο πάνω θέσης αντίκειται στον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο του 1990 (Ν 224/90). Στις 7.11.2005 οι εφεσίβλητοι γνωστοποιούσαν στους εργοδοτουμένους τους την προκήρυξη και πάλι της προαναφερόμενης θέσης. Στις 14.11.2005 και πάλι οι εφεσίβλητοι κάλεσαν εκ νέου τους εφεσείοντες να προβούν στις αναγκαίες διορθωτικές ενέργειες ώστε το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης να συνάδει με το Νόμο. Στις 7.12.2005 προάχθηκαν, με απόφαση των εφεσιβλήτων, τα Ε/Μ Ξενοφών Αττίκης και Νίκος Χαραλάμπους, στην προαναφερόμενη θέση. Στις 12.12.2005 οι εφεσίβλητοι εξέδωσαν εγκύκλιο με την οποία γνωστοποιούσαν την απόφαση τους στους εργοδοτουμένους τους. Η απόφαση ημερ. 7.12.2005 προσβλήθηκε πρωτόδικα με την Προσφυγή 289/06. Στις 28.9.2007 εκδόθηκε απόφαση με την οποία απερρίπτετο η προσφυγή. Στις 29.10.2007 οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα αναθεωρητική έφεση.
Το σχέδιο υπηρεσίας το οποίο εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο των εφεσιβλήτων σε συνεδρία του στις 28.12.2001 για τη θέση Μηχανικού (θέση προαγωγής) προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Απαιτούμενα προσόντα:
1. Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος στην Ηλεκτρονική ή στην Ηλεκτρολογία με ειδικότητα στην Ηλεκτρονική ή/και στις Τηλεπικοινωνίες ή/και στη Ραδιοτηλεόραση
και
Μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στις Τεχνικές Υπηρεσίες
και
Μέλος του ΕΤΕΚ στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής
Σημείωση:
Συνδυασμός του πανεπιστημιακού προσόντος που αναφέρεται στους πιο πάνω κλάδους και μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου στην Ηλεκτρονική αποτελεί πλεονέκτημα
ή
Για προσωπικό που υπηρετούσε στο ΡΙΚ την 1.1.1991 τουλάχιστο 12 μήνες στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Επιθεωρητή αντί του Πανεπιστημιακού Διπλώματος.
...............................»
Τα ενδιαφερόμενα μέρη ανήκαν στο προσωπικό που υπηρετούσε στους εφεσίβλητους την 1.1.1991 και προάχθηκαν σύμφωνα με την προαναφερόμενη διαζευκτική πρόνοια που αφορούσε στους υπηρετούντες στο ΡΙΚ την 1.1.1991, χωρίς να είναι μέλη του ΕΤΕΚ, στον προαναφερόμενο κλάδο.
Το άρθρο 25(1) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 ( Ν 224/90) προνοεί ότι, μετά την παρέλευση 18 μηνών από την έναρξη της ισχύος του Νόμου (ο οποίος δημοσιεύθηκε την 7.12.90) κανένας δεν θα δικαιούται να ασκεί το επάγγελμα, σε οποιοδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης, εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο του εν λόγω κλάδου ως Μηχανικός, δυνάμει του προαναφερόμενου Νόμου και του έχει εκδοθεί ετήσια άδεια άσκησης επαγγέλματος υπό τύπο τον οποίο θα καθορίσει το ΕΤΕΚ. Το εδάφιο 4 του άρθρου 25 προνοεί ότι κάθε πρόσωπο που ασκεί το επάγγελμα σε οποιοδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης χωρίς να είναι εγγεγραμμένο δυνάμει του Νόμου είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε ποινές φυλάκισης και προστίμου.
Το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής εξέτασε καταρχήν προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές-εφεσείοντες στερούνταν εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την προσφυγή. Αφού παρέθεσε τα άρθρα 4 και 5 του Ν 224/90, τα οποία προνοούν τους σκοπούς και τις αρμοδιότητες του ΕΤΕΚ και αφού αναφέρθηκε στην απόφαση Thanos Club Hotel Ltd v. ΕΤΕΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 337 και το σύγγραμμα της Γλυκερίας Σιούτη, «Το έννομο συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», έκρινε ότι νομιμοποιείτο το ΕΤΕΚ στην προσβολή του σχεδίου υπηρεσίας, με την προσφυγή εκείνη. Όπως αναφέρθηκε πρωτοδίκως: «Το σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορούσε να προσβληθεί απευθείας αλλά έμμεσα με προσφυγή που προσβάλλει το αποτέλεσμα της εφαρμογής του, όπως προαγωγή ή διορισμό που γίνονται με βάση αυτό (Meletis v. C.P.O. and Another (1987) 3 C.L.R. 1984, Χριστόδουλος Ηλία ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 568).»
Ως προς την ουσία της προσφυγής, αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η διαφοροποίηση που γινόταν στο σχέδιο υπηρεσίας ήταν εύλογη και αντικειμενικά δικαιολογημένη. Η διαζευκτική ρύθμιση ήταν μεταβατική και κάλυπτε το προσωπικό που υπηρετούσε στο ΡΙΚ πριν τη θέσπιση του Νόμου περί ΕΤΕΚ, δηλαδή την 1.1.1991. Επομένως οι επίδικες προαγωγές που έγιναν με βάση το ισχύον σχέδιο υπηρεσίας ήταν νόμιμες.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι το ζήτημα το εννόμου συμφέροντος αποφασίστηκε πρωτόδικα, και εφόσον δεν εφεσιβλήθηκε (με αντέφεση), το σημείο εκείνο είναι τελεσίδικο και δεν θα πρέπει να επανανοιχθεί αυτεπάγγελτα στο Εφετείο. Αναφέρθηκε συναφώς σε σχετική νομολογία. Όσον αφορά την ουσία του θέματος, είπε ότι το σχέδιο υπηρεσίας με βάση το οποίο έγιναν οι επίδικες προαγωγές είναι παράνομο εφόσον προσκρούει στο άρθρο 25 του Νόμου. Ο Νόμος ήταν σε ισχύ όταν έγιναν οι επίδικες προαγωγές.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων παραδέχθηκε ότι η μη καταχώριση αντέφεσης αναφορικά με το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των εφεσειόντων, ήταν λάθος. Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο τόσο κατ΄ έφεση όσο και πρωτόδικα έχει δικαίωμα να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος εφόσον πρόκειται για ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Αναφέρθηκε συναφώς σε σχετική νομολογία. Ως προς την ουσία του θέματος ο κ. Πολυβίου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και είπε ότι η επίδικη διάταξη είναι μεταβατική και ήταν δικαιολογημένη. Εν πάση περιπτώσει με βάση την αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, μπορούσε να γίνει η διαφοροποίηση που έγινε στο σχέδιο υπηρεσίας προς όφελος των υπηρετούντων, από το 1991, υπαλλήλων. Όταν τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν προσληφθεί στο ΡΙΚ δεν ίσχυε ο Νόμος του ΕΤΕΚ ο οποίος δεν έχει και αναδρομική ισχύ.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για το ενδιαφερόμενο μέρος 1 επίσης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο. Το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των εφεσειόντων εγέρθηκε πρωτόδικα και αποφασίστηκε υπέρ των εφεσειόντων. Δεν υπάρχει αντέφεση και επομένως το ζήτημα αυτό δεν εγείρεται ενώπιον μας. Στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130 τονίστηκε ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση ενός ζητήματος είναι το αποτέλεσμα εσωτερικής δικαστικής λειτουργίας επί δεδομένων που το ίδιο το δικαστήριο θεωρεί ότι δικαιολογούν, για σκοπούς δημόσιας τάξης, ανάπτυξη δικής του πρωτοβουλίας όταν τα μέρη δεν περιέλαβαν σχετικό σημείο στο θεσμικά οριοθετημένο πλαίσιο της προσφυγής. Σ΄ εκείνη την περίπτωση το ζήτημα της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου το οποίο επηρέαζε και την αρμοδιότητα του και επομένως ήταν ζήτημα δημόσιας τάξης είχε εξεταστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, παρόλο που δεν είχε τεθεί δεόντως ενώπιόν του. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε το θέμα και επομένως παρεχόταν η δυνατότητα προσβολής της πρωτόδικης κατάληξης. Οι εφεσείοντες όμως επέλεξαν να μην την προσβάλουν. Το Εφετείο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να ασχοληθεί περαιτέρω με το ζήτημα (Δέστε, επίσης, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Ε.Π.Α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 587).
Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε πως, και στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένης και της μη προσβολής του πρωτόδικου συμπεράσματος ότι οι εφεσείοντες έχουν έννομο συμφέρον, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος περαιτέρω εξέτασης του ζητήματος αυτού, από το παρόν δικαστήριο.
Όσον αφορά την ουσία του θέματος, παρατηρούμε ότι δεν τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Ν 224/90. Ο Νόμος εκείνος ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο των προαγωγών των ενδιαφερομένων μερών και δεν περιλάμβανε μεταβατική διάταξη. Είναι προφανές ότι η πρόνοια του ισχύοντος σχεδίου υπηρεσίας ότι, για προσωπικό που υπηρετούσε στο ΡΙΚ την 1.1.1991, ήταν αρκετό να είχαν τουλάχιστον 12 μήνες στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Επιθεωρητή αντί του πανεπιστημιακού διπλώματος, προσκρούει στο Ν 224/90 και ειδικά στο άρθρο 25. Επομένως το σχέδιο υπηρεσίας, με βάση το οποίο έγιναν οι επίδικες προαγωγές, ήταν παράνομο και δεν μπορεί να σωθεί με βάση την αρχή της ισότητας εφόσον, όπως είναι θεμελιωμένο, δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα στην παρανομία. Δεν είχαν δηλαδή δικαίωμα οι εφεσίβλητοι να συμπεριλάβουν την προαναφερόμενη πρόνοια στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και δεν είχαν δικαίωμα να προάξουν τα ενδιαφερόμενα μέρη με βάση εκείνη την πρόνοια, όπως έπραξαν.
Κατά την κρίση μας το σχέδιο υπηρεσίας περιείχε παράνομη πρόνοια και επομένως οι προαγωγές που έγιναν στη βάση της πρόνοιας εκείνης ήταν επίσης παράνομες.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Οι επίδικες προαγωγές ακυρώνονται. Τα έξοδα για την πρωτόδικη διαδικασία και την παρούσα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.