ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 501
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 131/2008)
22 Ιουνίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΩΤΙΟΥ,
Εφεσείων/Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Εργατούδη (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στις 14.11.2003, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, στην οποία αναφερόταν ότι η υπό απαλλοτρίωση ιδιοκτησία ήταν «αναγκαία για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για σχολικούς και άλλους σκοπούς και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλαδή για την ανέγερση του νέου δημοτικού σχολείου Περιστερώνας και τη διαμόρφωση του οδικού δικτύου της περιοχής που θα εξυπηρετήσει το σχολείο».
Στις 3.11.2004, δημοσιεύθηκε το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης με αρ. 1175. Ένας από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων που επηρεάζονταν από την απαλλοτρίωση, άσκησε προσφυγή και πέτυχε να ακυρώσει το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης. Πρόκειται για την προσφυγή Γιάγκος Α. Γιάγκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1135/2004, ημερ. 13.12.2005.
Ένα περίπου χρόνο μετά, ο Εφεσείων υπέβαλε πολεοδομική αίτηση για να του χορηγηθεί πολεοδομική άδεια, για την ανέγερση δύο καταστημάτων και μιας κατοικίας στο ακίνητό του. Στις 28.2.2007 η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση, με το πιο κάτω αιτιολογικό:-
«(500) το τεμάχιο στο οποίο προτείνεται η ανάπτυξη απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού για την ανέγερση Δημοτικού Σχολείου.
(501) Η χωροθέτηση των καταστημάτων δεν κρίνεται κατάλληλη αφού το τεμάχιο δεν εφάπτεται σε κύριο δρόμο που οδηγεί άμεσα στο λειτουργικό κέντρο του χωρίου ενώ οι ανάγκες των κατοίκων της περιοχής θα εξυπηρετηθούν από τα υφιστάμενα καταστήματα λαμβανομένου υπόψιν ότι το τεμάχιο απέχει 200 μ. περίπου από τον πυρήνα του χωρίου και 50 μ. περίπου από τον κύριο δρόμο που οδηγεί στον πυρήνα του χωρίου.
(502) Για τις ανάγκες της ανάπτυξης απαιτείται συνολικά 4 χώροι στάθμευσης οχημάτων εκ των οποίων ένας για ανάπηρα άτομα. Πρόσθετα απαιτείται χώρος για φορτοεκφόρτωση, ενώ στα σχέδια προτείνονται 3 χώροι οι οποίοι όμως δεν λειτουργούν, γιατί η διακίνηση προς το δημόσιο δρόμο γίνεται με την όπισθεν κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 23(ε)(i) του Παραρτήματος Β της Δήλωσης Πολιτικής και ένας εξ αυτών δεν απέχει 200 μ. τουλάχιστον από το οδικό σύνορο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(α) Δεν έγινε οποιαδήποτε πρόνοια για χώρο υγιεινής για ανάπηρα άτομα ούτε και ράμπα πρόσβασης αναπήρων προς τα καταστήματα.
(β) το τεμάχιο επηρεάζεται από ρυμοτομία για τη διερεύνηση του εφαπτόμενου δρόμου η οποία στο παρόν στάδιο δεν κρίθηκε σκόπιμο να υποδειχθεί.»
Ο Εφεσείων προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του, βρίσκοντας ότι η ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 1135/2004, πιο πάνω, ενεργεί ως ακυρωτική απόφαση έναντι πάντων (erga omnes) και επομένως το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης που ακυρώθηκε, επηρέαζε και το κτήμα του Εφεσείοντος, έστω και αν ο ίδιος δεν ήταν διάδικος στην πιο πάνω προσφυγή. Επομένως, καταλήγει το δικαστήριο, οι Εφεσίβλητοι όταν απέρριπταν την αίτηση:-
«.. τελούσαν όντως υπό την πραγματική πλάνη ότι το ακίνητο του αιτητή είχε απαλλοτριωθεί, εφόσον το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης είχε ακυρωθεί. Όμως σύμφωνα με τη νομολογία, η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο γεγονός δεν συνεπάγεται ακυρότητα της επίδικης απόφασης άνευ ετέρου. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή, να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση της διοίκησης. Όπως ετέθη από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Παπαϊωάννου (αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 713, στη σελ. 724: ..»
Στη συνέχεια, το δικαστήριο κατέληξε ότι η διαπιστωθείσα πλάνη δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης, καθότι η πλάνη δεν ήταν ουσιώδης. Όπως εξηγεί, η αίτηση δεν είχε απορριφθεί μόνο γιατί οι Εφεσίβλητοι θεώρησαν ότι το ακίνητο είχε απαλλοτριωθεί, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν πληρούσε τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής. Όπως αναφέρει ο αδελφός δικαστής:-
«Όπως φαίνεται από το Έντυπο Μελέτης Πολεοδομικής Αίτησης και από τα Πρακτικά Απόφασης Πολεοδομικής Αρχής, υπήρχαν πολλοί λόγοι, και δη ουσίας, απόρριψης της αίτησης, ένας μόνο από τους οποίους ήταν ότι το ακίνητο είχε απαλλοτριωθεί. Έστω, δηλαδή και αν το τεμάχιο δεν ήταν απαλλοτριωμένο, η αίτηση και πάλι θα απερρίπτετο για τους υπόλοιπους λόγους ουσίας. Με άλλα λόγια, είναι πρόδηλο ότι η πλάνη περί την ύπαρξη της απαλλοτρίωσης δεν επηρέασε την επίδικη απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής.»
Ο Εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης, προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση του συναδέλφου μας. Με τον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η διαπιστωθείσα πλάνη ήταν επουσιώδης. Περαιτέρω, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι, πέραν της πεπλανημένης αιτιολογίας, υπήρχε και άλλη νόμιμη αιτιολογία, η οποία αφορούσε σε λόγους ουσίας. Ουδείς γνωρίζει, πρόσθεσε, πως θα ενεργούσε η διοίκηση αν δεν είχε την πεπλανημένη εντύπωση ότι το κτήμα ήταν απαλλοτριωμένο. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας και την υπαλλακτική αιτιολογία της διοίκησης, προέβη σε πρωτογενή κρίση, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα ο αδελφός Δικαστής θεώρησε τους δύο άλλους λόγους απόρριψης της αίτησής του, ως λόγους ουσίας, αφού αυτοί, όπως καταγράφονται στην απόφαση της διοίκησης, ήταν τυπικοί και απλώς προστέθηκαν εκ του περισσού στον κύριο λόγο απόρριψης, ότι το κτήμα είχε ήδη απαλλοτριωθεί.
Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι θεωρούν ότι η συμπληρωματική αιτιολογία σε καμία περίπτωση δεν είναι τυπική. Η διοίκηση διατυπώνει ουσιώδεις λόγους για απόρριψη της αίτησης και ως εκ τούτου η πρωτόδικη κρίση επί του θέματος της ουσίας, είναι ορθή.
Έχουμε εξετάσει τους λόγους έφεσης, αλλά κανένας από αυτούς δεν ευσταθεί. Η διοίκηση, απορρίπτοντας την αίτηση για πολεοδομική άδεια, έδωσε δύο λόγους υπό μορφή αιτιολογίας. Ο πρώτος αποδείχθηκε πεπλανημένος. Όμως η πλάνη, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ήταν ουσιώδης, εφόσον το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας, το οποίο αφορούσε στην ουσία της αίτησης, ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.
Η θεώρηση του δικαστηρίου ότι το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας αφορούσε σε λόγους ουσίας, είναι επίσης ορθή. Απλή ανάγνωση της αιτιολογίας στις παραγράφους 501 και 502 της απόφασης, καταδεικνύει ότι υπήρξε δέουσα έρευνα όλων των στοιχείων που περιείχε η αίτηση για πολεοδομική άδεια, προτού η διοίκηση καταλήξει ότι αυτή δεν πληρούσε τη Δήλωση Πολιτικής. Από τη λεπτομέρεια που περιέχεται στην αιτιολογία, καθίσταται φανερό ότι η έρευνα ήταν επαρκής, όπως ήταν και η αιτιολογία που δόθηκε. Επομένως, η κατάληξη του αδελφού δικαστή σε σχέση με την επάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας, ήταν ορθή.
Δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο δικηγόρο για τον Αιτητή, ότι το δικαστήριο προέβη σε πρωτογενή κρίση σε υποκατάσταση της κρίσης της διοίκησης. Ούτε συμφωνούμε ότι το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας, ότι το κτήμα είχε απαλλοτριωθεί, αποτελούσε χωρίς άλλο την «κύρια αιτιολογία». Όπως ορθά αναφέρεται στη νομολογία που παράθεσε ο κ. Αγγελίδης (Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (1998) 3 ΑΑΔ 821), η δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, δεν αποτελεί και τελείωση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης, αφού αυτή ολοκληρώνεται με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης. Ούτε και η ύπαρξη του διατάγματος απαλλοτρίωσης συνιστά νόμιμη δικαιολογία για την άρνηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας (βλ. Michael Theodosiou Co Ltd v. The Municipality of Limassol (1975) 3 CLR 1995, Theophilou v. The Improvement Board of Yermassoyia (1985) 3 CLR 2016 και Tofarco Ltd κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4Α ΑΑΔ 233).
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99):-
«32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.
Στην προκειμένη περίπτωση και αν ακόμη υπήρχε σε ισχύ το διάταγμα απαλλοτρίωσης, δεν είναι παράλογο για τη διοίκηση να δώσει διαζευκτική αιτιολογία για απόρριψη αίτησης για πολεοδομική άδεια, αφού με βάση τη νομολογία που παραθέσαμε πιο πάνω, η διαδικασία της απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνεται, παρά μόνο μέχρι να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, που εδώ δεν φαίνεται να είχε καταβληθεί. Πέραν τούτου, το διάταγμα ακυρώθηκε σε άλλη δικαστική διαδικασία και δεν υφίστατο πλέον. Η διοίκηση πλανήθηκε επί τούτου. Όμως αυτό δεν καθιστά τη διαζευκτική αιτιολογία ως μη ουσιώδη. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι με δεδομένη τη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης, η πεπλανημένη αιτιολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί οτιδήποτε άλλο, παρά ως επικουρική. Το ότι δημοσιεύθηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης, αλλά δεν καταβλήθηκε η οφειλόμενη αποζημίωση, δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωση να εξετάσει την ουσία της αίτησης. Κατά την άποψή μας, η διοίκηση με το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας, με κανένα τρόπο δεν φαίνεται να επηρεάστηκε κατά την εξέταση της ουσίας της αίτησης, η οποία προϋπόθετε την εξέταση των τεχνικών στοιχείων της αίτησης για να εξακριβωθεί κατά πόσον αυτά πληρούσαν, τόσο τις πρόνοιες του Νόμου, όσο και της Δήλωσης Πολιτικής.
Η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του Εφεσείοντος, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π. Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ. Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ. Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.