ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 449
ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 1544/2009, 1545/2009, 1596/2009, 1601/2009
25 Μαϊου 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Δ/στές]
EXXON MOBIL CYPRUS LTD (1544/09)
HELLENIC PETROLEUM CYPRUS LTD (1545/09)
LUKOIL CYPRUS LTD (1596/09)
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD (1601/09),
Αιτητών
και
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - - - -
Π. Πολυβίου με Γ. Μίτλετον και Κ. Μίτσιγγα (κα) για αιτητές στην 1544/2009
Α. Ανδρέου με Έ. Δαμιανού (κα) για αιτητές στην 1545/2009
Κ. Κούσιος με Λ. Κούσιο, για αιτητές στην 1596/2009
Π. Ιωαννίδης με Χ. Κυριακίδη, Μ. Κυριακίδη και Χ. Κυπριανού, για αιτητές στην 1601/2009
Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Δ. Καλλή (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για καθ΄ων η αίτηση.
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Με τις προσφυγές αυτές, οι αιτητές ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού-καθ΄ων η αίτηση, που λήφθηκε στις 24.9.2009 και κοινοποιήθηκε σε αυτούς στις 25.9.2009 και με την οποία τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο για παράβαση του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, (Νόμου 13(Ι)/2008), είναι άκυρη και/ή παράνομη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Πριν από την εκδίκαση της ουσίας των προσφυγών, οι αιτητές υπέβαλαν αίτημα για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τεσσάρων νομικών σημείων, που αφορούσαν όλες τις προσφυγές και η έκβαση των οποίων θα μπορούσε να κρίνει και τη συνέχιση ή όχι της διαδικασίας.
Εν όψει τούτου, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έδωσε οδηγίες για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων σχετικά με τα πιο κάτω σημεία:
«1. Οι καθ΄ων η αίτηση (δηλαδή η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού) δεν είχαν νόμιμη συγκρότηση και/ή σύνθεση κατά τον ουσιώδη χρόνο.
(α) Ειδικά, ο Πρόεδρος των καθ΄ων η αίτηση διορίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 9(2)(α) του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 2008 (του Νόμου) και δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό στη θέση του Προέδρου της Επιτροπής.
(β) Εν πάση περιπτώσει, το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβη σε επαρκή και/ή οποιαδήποτε έρευνα που θα έπρεπε να γίνει πριν διορισθεί ο κ. Κωστάκης Χριστοφόρου στη θέση του Προέδρου της Επιτροπής.
2. Αντίθετα προς το Νόμο, και ειδικά προς το άρθρο 19 αυτού, ουδέποτε διορίστηκε ή υπήρχε Διευθυντής της Υπηρεσίας. Επομένως, ουδείς προϊστατο και ήταν υπεύθυνος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, για την Υπηρεσία (κάτι που συνιστά προϋπόθεση της νόμιμης λειτουργίας της Επιτροπής).
3. Σαν αποτέλεσμα του μη διορισμού και μη ύπαρξης Διευθυντή της Υπηρεσίας, ουδέποτε ορίστηκε «μέλος του προσωπικού της Υπηρεσίας για να ασκεί καθήκοντα Γραμματέα της Επιτροπής», όπως επιβάλλει το άρθρο 19(2) του Νόμου. Σαν αποτέλεσμα, ουδέποτε υπήρξε Γραμματέας της Επιτροπής ο οποίος «να παρίσταται στις συνεδριάσεις και/ή στις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής και να τηρεί πρακτικά».
4. Η Επιτροπή δεν αποτελεί «ανεξάρτητο και αμερόληπτο» όργανο εν τη εννοία του άρθρου 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ούτε και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση της Επιτροπής να πάσχει νομικά (εφόσον η επιτροπή συνδυάζει την εξεταστική (investigative) και εκδικαστική (adjudicative) ιδιότητα και εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία, με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος, να υπεισέλθει στην ουσία του θέματος, κυρίως όσο αφορά τα πραγματικά γεγονότα και τη μαρτυρία ενώπιον της Επιτροπής). Σημειώνεται, επί του προκειμένου, το τεράστιο διοικητικό πρόστιμο που μπορεί να επιβάλει (και επέβαλε η Επιτροπή), καθώς και τη φύση του υπό κρίση Νόμου. Σαν αποτέλεσμα, η επίδικη απόφαση της Επιτροπής δεν συνάδει ούτε με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ούτε και με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να είναι παράνομη και άκυρη.»
Το πρώτο νομικό σημείο αφορά ουσιαστικά τη νομιμότητα της συγκρότησης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού. Είναι η θέση των αιτητών, όπως τέθηκε ενώπιόν μας, ότι ο διορισθείς Πρόεδρος της Επιτροπής, κ. Κωστάκης Χριστοφόρου, δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό στη θέση του Προέδρου, σύμφωνα με το άρθρο 9(2)(α) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 2008 (Ν.13(Ι)/2008). Είναι, περαιτέρω, η εισήγηση των ευπαίδευτων συνήγορων των αιτητών ότι, εν πάση περιπτώσει, καμία έρευνα δεν έγινε για να διαπιστωθεί η από το Νόμο απαιτούμενη για τη θέση ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά και αν είναι ικανό το διοριζόμενο πρόσωπο να συμβάλει στην πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση αντιτείνει πως, με τις παρούσες προσφυγές, οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, καθότι ο παρεμπίπτων έλεγχος δεν είναι επιτρεπτός, εφόσον δεν προσβάλλονται με τις προσφυγές οι αποφάσεις διορισμού υπό του Υπουργικού Συμβουλίου. Είναι, συνεπώς, νομικά ανεπίτρεπτο να εξεταστεί η νομιμότητα των διορισμών στο πλαίσιο των προσφυγών αυτών, που, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε μόνο να προσβληθεί με προσφυγή εντός της περιόδου των 75 ημερών από την έκδοσή των σχετικών αποφάσεων, όπως προνοείται στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος.
Επίσης, υποστηρίζεται ότι οι αιτητές εμποδίζονται από το να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους και από το δόγμα της «επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας», επεξηγώντας ότι αυτοί δεν μπορούν, αφενός να μετέχουν σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, αναγνωρίζοντας έτσι τη νόμιμη συγκρότησή της και ακολούθως να αμφισβητούν τη νομιμότητά της. Παραπέμπει δε η ευπαίδευτη συνήγορος επί του προκειμένου στην Παναγιωτίδης κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 36/05, 37/05 και 38/05, ημερ. 16.1.2006, στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1952 και στην Κάππα ν. Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, όπου έγινε αναφορά στο δόγμα και την αρχή που το διέπει. Εναλλακτικά, ισχυρίζεται ότι, έστω και αν κριθεί ότι πάσχει καθ΄οιονδήποτε τρόπο ο διορισμός του Προέδρου, τούτο δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση άκυρη, εν όψει των προνοιών του άρθρου 9(8) του Νόμου, που ρητά προβλέπει ότι ελάττωμα σχετικά με το διορισμό του Προέδρου δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση της Επιτροπής.
Άμεσα σχετικές με το πρώτο επιχείρημα των καθ΄ων η αίτηση, είναι οι υποθέσεις Hawaii Hotels Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφοριακού Συμβουλίου, Αρ. Υπ. 112/2005, ημερ. 20.9.2006, Ellinas Insurance Agencies Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφοριακού Συμβουλίου, Αρ. Υπ. 1039/2006, ημερ. 14.5.2010, και Παστελλάς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 751/06, ημερ. 24.8.10..
Από την πρώτη υπόθεση παραθέτουμε απόσπασμα σχετικά με την πράξη διορισμού μέλους διοικητικού οργάνου:
«Επρόκειτο για πράξη οργάνου το οποίο ασκούσε «εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία» εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η αιτήτρια δεν είχε την δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της πράξης παρά μόνο στο πλαίσιο της λειτουργίας του Εφοριακού Συμβουλίου με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή. Τότε ήταν που η αιτήτρια απέκτησε το αναγκαίο έννομο συμφέρον να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για έλεγχο νομιμότητας. Σ΄αυτό τον έλεγχο συμπεριλαμβάνεται και το ζήτημα της συγκρότησης του διοικητικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την απόφαση. Αν η πράξη διορισμού δεν ελεγχόταν με αυτό τον τρόπο δεν θα μπορούσε καθόλου να ελεγχθεί.»
Στην ίδια υπόθεση επίσης εξετάστηκε και το κατά πόσο είχε εφαρμογή το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Τόσο στην υπόθεση αυτή, όσο και στις Ellinas και Παστελλάς Λτδ (πιο πάνω), θεωρήθηκε πως ο διοικούμενος έχει δικαίωμα να προσφεύγει στα διοικητικά όργανα που του προσφέρει ο Νόμος και ακολούθως να ζητά δικαστικό έλεγχο σε σχέση με τη νομιμότητα της συγκρότησής τους. Τούτο, κατά την άποψη μας, ισχύει κατά μείζονα λόγο, και στην υπό κρίση περίπτωση, όπου δεν υπήρχε καν θέμα επιλογής των αιτητών για προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής, αλλά, αντίθετα, επρόκειτο για υποχρεωτική διαδικασία που τους επιβλήθηκε. Και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις, λέχθηκε πως το γεγονός ότι η νομιμότητα της συγκρότησης δεν τέθηκε ενώπιον του οργάνου (Εφοριακού Συμβουλίου) δεν αποτελούσε κώλυμα έγερσής του ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης που μπορεί να τεθεί οποτεδήποτε και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα. (Δέστε, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).
Οι πιο πάνω αποφάσεις μας βρίσκουν σύμφωνους και θεωρούμε πως εκφράζουν την ορθή νομική θέση και δε συμφωνούμε με την αντίθετη κατάληξη στην Παναγιωτίδης κ.α. (πιο πάνω).
Είναι, κατά συνέπεια, εφικτή η εξέταση της νομιμότητας διορισμού του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού και θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το θέμα.
Όταν παραιτήθηκε ο πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κ. Παναγιώτης Καλλής, διορίστηκε στις 26.3.08 ο κ. Χριστοφόρου για το υπόλοιπο της θητείας του κ. Καλλή, με βάση τον προηγούμενο Νόμο, δηλαδή, τον Ν. 207/09.
Στις 29.4.08 ο Υπουργός Εμπορίου υπέβαλε Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για διορισμό Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, αυτή τη φορά με βάση το νέο Νόμο, δηλαδή το Νόμο 13(Ι)/2008. Μετά την πρόταση του Υπουργού Εμπορίου, το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε τον κ. Κωστάκη Χριστοφόρου, τέως Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, στη θέση του Προέδρου για περίοδο 5 ετών, από 18.4.08.
Αναφορικά με τα προσόντα του διορισθησόμενου, ο παλαιός Νόμος στο άρθρο 9(2) προνοούσε τα ακόλουθα:
«Πρόεδρος της Επιτροπής διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο νομικός εγνωσμένου κύρους και ήθους, ο οποίος υπηρετεί υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.»
Ο νέος Νόμος για το ίδιο θέμα, προνοεί τα ακόλουθα στο άρθρο 9(2)(α):
«Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει ως Πρόεδρο της Επιτροπής, προτεινόμενο από τον Υπουργό, πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και ήθους το οποίο έχει ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά και είναι ικανό να συμβάλει στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου».
(Η έμφαση είναι δική μας).
Είναι προφανές ότι τα με την έμφαση προνοούμενα προσόντα αντικαθιστούν εκείνα που απαιτούνταν με βάση τον παλαιό Νόμο.
Είναι η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των αιτητών, ότι καμιά αιτιολογία δεν υπάρχει, ούτε στην πρόταση του Υπουργού, αλλά ούτε και στην απόφαση διορισμού από το Υπουργικό Συμβούλιο. Όπως αναφέρεται στις γραπτές αγορεύσεις, «δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στη μόρφωση, πείρα, σταδιοδρομία ή γνώσεις του κ. Χριστοφόρου», ούτε και οτιδήποτε που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό ικανοποιεί τα προσόντα του Νόμου, ότι δηλαδή «έχει ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά και είναι ικανό να συμβάλει στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου.» Επίσης, καμιά αιτιολογία δεν υπάρχει και στην απόφαση διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο. Έτσι, όπως υποβλήθηκε, είναι σαφέστατη περίπτωση έλλειψης έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας ή «καλύτερα, χωρίς οποιαδήποτε έρευνα και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία».
Η πρόταση για το διορισμό, αρ. 500/2008, επισύναψη αρ.2 στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, αφού αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις πρόνοιες του σχετικού Νόμου, καταλήγει στην παράγραφο 5 ως ακολούθως:
«Ενόψει των πιο πάνω, ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ο οποίος θα είναι ο εισηγητής της Πρότασης αυτής, προτείνει το διορισμό του κ. Κωστάκη Χριστοφόρου ως νέου Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ), με ισχύ διορισμού από 18.4.2008.»
Ο διορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο του κ. Χριστοφόρου φαίνεται στην επισύναψη 3, δηλαδή στο απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας του, ημερομηνίας 7.5.2008, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«30. Το Συμβούλιο:
α) Ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σ΄αυτό από το άρθρο 9 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου με αρ. 13(Ι) του 2008, αποφάσισε να διορίσει, μετά από πρόταση του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, τον κ. Κωστάκη Χριστοφόρου, τέως Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, ως Πρόεδρο της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, για περίοδο πέντε ετών, από τις 18.4.2008.»
Είναι προφανές από τα πιο πάνω, ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στα απαιτούμενα από το Νόμο προσόντα του διοριζομένου Προέδρου, ούτε από τον Υπουργό στην πρότασή του, ούτε και από το Υπουργικό Συμβούλιο στην απόφαση διορισμού του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, επικαλούμενη την απόφαση στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή, (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, προβάλλει ότι, εφόσον η νομιμότητα του προηγούμενου διορισμού του κ. Χριστοφόρου, με βάση τον παλαιό Νόμο, δεν προσβλήθηκε, τεκμαίρεται πλέον αμάχητα ότι κατέχει προς το σκοπό διεκδίκησης της επίδικης θέσης τα απαιτούμενα προσόντα και είναι, περαιτέρω, η εισήγησή της, με δεδομένη την αρχή ότι το μείζον εμπερικλείει και το έλασσον, ότι τούτο βασίζεται στη θέση της ότι η νέα πρόνοια για προσόντα που αντικαθιστά το προσόν του νομικού εγνωσμένου κύρους με πρόσωπο εγνωσμένου κύρους αλλά και με ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά, είναι πολύ ευρύτερη.
Η θέση αυτή δε μας βρίσκει σύμφωνους. Ο νέος Νόμος απαιτεί διαφορετικά προσόντα, ήτοι ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά, καθώς και ικανότητα συμβολής στην πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου. Έτσι, η Πογιατζής (πιο πάνω) δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Περαιτέρω, ούτως ή άλλως, η δικαιοδοσία ελέγχου της νομιμότητας της συγκρότησης, στην παρούσα περίπτωση, θα διέτρεχε ολόκληρη της διοικητική δράση, περιλαμβανομένου και του αρχικού διορισμού.
Όπως και στην υπόθεση Hawaii (πιο πάνω), έτσι και εδώ, η πρόταση του Υπουργού αναφέρεται στις πρόνοιες του σχετικού Νόμου για τα απαιτούμενα προσόντα, αλλά όχι στα προσόντα του διοριζόμενου νέου Προέδρου. Επί του προκειμένου, κρίθηκαν τα ακόλουθα στην υπόθεση εκείνη, όπως συνοψίζονται στην Ellinas (ανωτέρω), τα οποία ισχύουν και στην παρούσα:
«Ως προς τη νομιμότητα του διορισμού του κ. Φιλίππου ως μέλους του Εφοριακού Συμβουλίου, διαπιστώθηκε προφανές κενό με βάση τα μόνα διαθέσιμα επί του ζητήματος έγγραφα που ήταν η Πρόταση του Υπουργού Οικονομικών Αρ. 37/2006 προς το Υπουργικό Συμβούλιο και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ίδιας ημερομηνίας με αρ. 59.241, με την οποία διορίστηκαν ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Συμβουλίου. Η μεν Πρόταση αναφερόταν μόνο στις πρόνοιες των Κανονισμών ως προς τα απαιτούμενα προσόντα και τους όρους υπηρεσίας, αλλ΄όχι στα διορισθησόμενα πρόσωπα, ιδιότητες και προσόντα τους, η δε απόφαση διορισμού δεν εκτεινόταν πέραν των ονομάτων των διοριζομένων και των βασικών όρων υπηρεσίας. Δεδομένου δε ότι δεν έγινε καμιά απολύτως έρευνα από το Υπουργικό Συμβούλιο και δεν δόθηκε καμιά απολύτως αιτιολογία για το διορισμό του κ. Φιλίππου, έπεται ότι ο διορισμός δεν ήταν νόμιμος, και συνακόλουθα, ούτε και η συγκρότηση του Εφοριακού Συμβουλίου ήταν νόμιμη.»
Καταλήγοντας, με βάση τα πιο πάνω και υιοθετώντας το σκεπτικό της υπόθεσης Hawaii, κρίνουμε, για τους ίδιους λόγους, πως ο διορισμός του κ. Χριστοφόρου δεν ήταν νόμιμος.
Όπως ήδη αναφέραμε, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, βασιζόμενη στο άρθρο 9(8) του σχετικού Νόμου, ισχυρίστηκε πως, έστω και αν πάσχει καθ΄οιονδήποτε τρόπο ο διορισμός του Προέδρου, τούτο δεν καθιστά άκυρη την προσβαλλόμενη με τις προσφυγές απόφαση.
Το άρθρο 9(8) του Νόμου αναφέρει τα ακόλουθα:
«Ελάττωμα αναφορικά με το διορισμό του Προέδρου, άλλου μέλους ή αναπληρωματικού μέλους της επιτροπής δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση της και την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.»
Κρίνουμε ότι ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Όπως τονίστηκε στην Δημητριάδης κ.ά. ν. Πολυνείκη κ.ά. (2008) 3 ΑΑΔ 1, αναφορικά με τους κανόνες ερμηνείας των Νόμων, «πρέπει να δίνεται η ερμηνεία η οποία συνάδει με τη λογική ούτως ώστε να αποφεύγονται παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα. (Βλ. μεταξύ άλλων Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 164, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285, σελ. 295 και Craies on Statute Law, 17η έκδοση, σελ. 86 και 89).»
Έτσι, στη Δημητριάδης, με βάση αυτές τις αρχές, κρίθηκε σε παρόμοια περίπτωση με παρόμοιες πρόνοιες, ότι ο Νομοθέτης δεν είχε σκοπό να καταστήσει άνευ σημασίας «ή να άρει ουσιαστικά τις απαιτήσεις των προαναφερθέντων άρθρων . . . του Νόμου που αφορούν τα προσόντα για διορισμό του Προέδρου ή μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, καθότι σε τέτοια περίπτωση θα ήταν ανακόλουθος. Θα ήταν άτοπο να θεωρηθεί ότι ο Νόμος εισάγει ορισμένη απαγόρευση για να την άρει αμέσως μετά».
Άλλη είναι η ορθή και λογική ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην πρόνοια αυτή, μία ερμηνεία που δόθηκε στη Δημητριάδης, περίπτωση παρόμοιας πρόνοιας, όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Υπάρχουν δε αρκετά δεδομένα στη βάση των οποίων εύλογα συνάγεται πως η συζητούμενη ιδιότυπη πρόνοια δεν αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο νόμιμα μπορούσε να συγκροτηθεί το Συμβούλιο με το διορισμό του Προέδρου και του καθενός από τα μέλη του. Ό,τι εισάγει είναι δυνατότητα λειτουργίας του Συμβουλίου σε δυο περιπτώσεις, ενταγμένες στην ίδια ενότητα. Εκείνη της ύπαρξης κενής θέσης και εκείνη, την οποία εξομοιώνει ως προς το αποτέλεσμα στο οποίο στοχεύει η πρόνοια, της ύπαρξης οποιουδήποτε ελαττώματος στο διορισμό. Η δυνατότητα όμως λειτουργίας του Συμβουλίου, παρά το ελάττωμα, δεν σημαίνει και δυνατότητα συμμετοχής σ΄αυτό του Προέδρου όταν ο διορισμός του είναι παράνομος.»
Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση από την πρόνοια που περιέχεται στο άρθρο 9(5)(β) του Νόμου 13(Ι)/08, το οποίο περιέχει τα ακόλουθα:
«Η τυχόν κενή θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότησή της και την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της».
Έτσι, οι πρόνοιες του άρθρου 9(8) θα ίσχυαν σε περίπτωση που ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν λάμβανε μέρος στην υπό κρίση διαδικασία. Στην παρούσα όμως περίπτωση, προφανώς αυτός συμμετέσχε στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και επομένως, αφού παράνομος ήταν ο διορισμός του, παράνομη ήταν και η επίδικη διοικητική απόφαση.
Εν όψει της κατάληξής μας στο θέμα αυτό, δεν θα εξετάσουμε τα άλλα ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον μας.
Θα θέλαμε όμως να παρατηρήσουμε, πως, εν όψει των προνοιών του Νόμου, που απαιτούν όπως τα πρακτικά τηρούνται από τον διοριζόμενο από τον Διευθυντή της Επιτροπής Γραμματέα, θα πρέπει να ακολουθηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες, ώστε να υπάρχει πρόσωπο νομίμως εξουσιοδοτημένο για την τήρηση των πρακτικών.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Οι προσβαλλόμενες διοικητικές αποφάσεις ακυρώνονται και επιδικάζονται έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των αιτητών, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/Χ.Π.