ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 229
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 59/2008
18 Μαρτίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείοντες/καθ' ων η αίτηση
- ΚΑΙ -
ΑΝΔΡΕΑ Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου/αιτητή
.................................
Α. Κ. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου (κα) για τους εφεσείοντες
Γ. Κολοκασίδης με Γ. Α. Χατζηπιερή για τον εφεσίβλητο
Καμιά εμφάνιση για το ενδιαφερόμενο μέρος
.............................
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου
...............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης αδελφού Δικαστή που έκανε αποδεκτή την προσφυγή 426/2006 που είχε καταχωρήσει ο εφεσίβλητος κατά του αποκλεισμού του από τον καλλιτεχνικό διαγωνισμό για τη φιλοτέχνηση τριών θεματικών σχεδίων που θα αποτελούσαν τις όψεις των διαφόρων ευρωκερμάτων στην Κύπρο.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Ενόψει του ότι τα γεγονότα όπως φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση αποτελούν κοινό έδαφος, παραθέτουμε αυτά αυτούσια:
«Σε συντομία, οι καθ' ων προκήρυξαν το διαγωνισμό με σχετική ανακοίνωση τους ημερ. 25.7.05 η οποία δημοσιεύθηκε και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 29.7.05, καθορίζοντας τρεις θεματικές ενότητες που οι ίδιοι είχαν επιλέξει με σκοπό την προβολή του ιδιαίτερου χαρακτήρα της Κύπρου με αναφορά στον πολιτισμό της («ειδώλιο από τον Πωμό»), τη φύση (το «αγρινό»), και τη θάλασσα («το καράβι της Κερύνειας»). Η κάθε συμμετοχή σύμφωνα με τους όρους προκήρυξης υποβαλλόταν σε φάκελο που περιείχε δύο άλλους φακέλους, ο ένας εκ των οποίων θα έπρεπε να τιτλοφορείται «Πρόταση Σχεδίων» και ο άλλος θα έπρεπε να αναγράφει τη φράση «Στοιχεία Καλλιτέχνη». Ο δεύτερος αυτός φάκελος με τα στοιχεία του καλλιτέχνη θα ανοιγόταν μετά την απόφαση των καθ' ων ως προς την επιλογή των σχεδίων. Στις 14.10.05 μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των προτάσεων, οι καθ' ων καταμέτρησαν 46 συμμετοχές οι οποίες και αριθμήθηκαν. Το θέμα της μελέτης των προτάσεων παραπέμφθηκε σε Συμβουλευτική Επιτροπή για τα σχέδια τραπεζογραμματίων και κερμάτων (εφεξής «η Επιτροπή»), η οποία σε πρώτο στάδιο απέρριψε 17 προτάσεις διότι κρίθηκαν ότι δεν ήταν του αναμενόμενου επιπέδου, σε δε δεύτερο στάδιο η Επιτροπή κατέληξε σε προεπιλογή 10 προτάσεων που προωθήθηκαν σε επόμενη συνεδρία για επισταμένη μελέτη. Κατά την επανεξέταση αποκλείστηκαν έξι από τις προτάσεις και παρέμειναν μόνο οι προτάσεις με αρ. 1, 20, 29 και 37. Στο τελικό στάδιο αξιολόγησης και των προτάσεων αυτών προκρίθηκαν μόνο οι προτάσεις με αρ. 20 και 37. Η μυστική ψηφοφορία που έγινε ανάμεσα σε 7 παρόντα μέλη της Επιτροπής που είχαν δικαίωμα ψήφου δεν έφερε αποτέλεσμα εφόσον τα δύο σχέδια ισοψήφισαν με 3 ψήφους έκαστο, ενώ υπήρξε και μια λευκή. Το αποτέλεσμα ήταν η παραπομπή των προτάσεων στο Διοικητή και το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ' ων για τελική απόφαση. Στις 2.12.05 σε σχετική συνεδρία λήφθηκε ομόφωνη απόφαση για την επιλογή της σειράς σχεδίων με αρ. 37. Μετά την τελική αυτή κατάληξη ο φάκελος ανοίχθηκε για να διαπιστωθεί ότι τα σχέδια ανήκαν στην κοινή πρόταση των ενδιαφερομένων μερών. Η πρόταση του αιτητή είχε λάβει τον αρ. 42 και είχε επομένως αποκλεισθεί πριν την προεπιλογή των 10 καλύτερων σχεδίων. Εν τέλει οι καθ' ων πληροφόρησαν τον αιτητή για το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στις 16.12.05.»
Ο εφεσίβλητος πρόβαλε πρωτόδικα διάφορους λόγους ακύρωσης μεταξύ των οποίων και την έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. Ο αδελφός Δικαστής αφού εξέτασε πρώτα το λόγο αυτό, κατάληξε ότι η απόφαση των εφεσειόντων να αποκλείσουν τον εφεσίβλητο από το διαγωνισμό στερείτο αιτιολογίας αφού αυτή δεν μπορούσε να συμπληρωθεί ούτε από το φάκελο της διαδικασίας. Παρόλο που αυτός ήταν αρκετός λόγος για επιτυχία της προσφυγής, προσέχουμε ότι το δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε και άλλους λόγους ακύρωσης, τους οποίους έκρινε ότι επίσης ευσταθούσαν.
Η έφεση
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης με την παράθεση 5 λόγων έφεσης που περιληπτικά έχουν ως ακολούθως: (α) ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας, (β) ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το λεκτικό του όρου 3 της προκήρυξης του διαγωνισμού ήταν ασαφές και ότι «υπήρξε πιθανώς μια ανισότητα στην μεταχείριση των καλλιτεχνών» (γ) ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν ευσταθεί η εξήγηση που έδωσαν εκ των υστέρων μέσω της γραπτής αγόρευσης τους οι εφεσείοντες για τη σημασία του όρου 6 σε σχέση με τον περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμο του 1976 (Ν. 59/76), (δ) ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι με τον τρόπο που ενήργησε η Επιτροπή στην ουσία απέκλεισε τους εφεσείοντες από του να έχουν ενώπιον τους το σύνολο των προτάσεων ώστε να διαμορφώσουν δική τους γνώμη και (ε) ότι και αν ακόμη η σύσταση της Επιτροπής ήταν καθόλα επιτρεπτή, αυτή στην ουσία υποκατέστησε το έργο των εφεσειόντων.
Αρχίζουμε την εξέταση της υπόθεσης από τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά το θέμα της αιτιολογίας.
Στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 273 διαβάζουμε σχετικά τα ακόλουθα:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Βέβαια υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης. Στην υπόθεση Φράγκου (πιο πάνω) σελ. 274, με αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185-186, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«.........η εκ του φακέλλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνον, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλλου, διότι άλλως, το Στ.Ε. θα έπρεπε ν' αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχή εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267/45, 1144/46.»
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γαβριήλ (2004) 3 Α.Α.Δ. 234, 242 επαναλήφθηκε ότι «είναι δυνατή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου όταν προκύπτει από αυτό αναντιλέκτως ποιά ήταν η σκέψη της διοίκησης.»
Το θέμα διέπεται και από τα άρθρα 26-28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99 ως έχει τροποποιηθεί). Στο άρθρο 28(2) διαλαμβάνεται ρητά ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση, ούτε και η απλή αναφορά των γενικών όρων του νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.
Στρεφόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσέχουμε ότι η ίδια η απόφαση, όπως κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με επιστολή ημερ. 16/12/2005 (παράρτημα Η στην ένσταση), διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«Αγαπητέ κύριε Ιωαννίδη,
Εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας, επιθυμώ να σας ευχαριστήσω για τη συμμετοχή σας στον καλλιτεχνικό διαγωνισμό για τη φιλοτέχνηση σχεδίων με θέμα το ειδώλιο του Πωμού, το αγρινό και το καράβι της Κερύνειας, που έχουν επιλεγεί ως θεματολογία για τις εθνικές όψεις των κυπριακών ευρωκερμάτων.
Συναφώς σας πληροφορώ ότι έχει επιλεγεί η πρόταση με ένα σχέδιο για καθένα από τα πιο πάνω θέματα, που ήταν κοινή προσπάθεια δύο καλλιτεχνών, της Τατιάνας Σωτηροπούλου και του Erik Maell.
Ελπίζω ότι θα συνεχίσετε να επιδεικνύετε ενδιαφέρον για τη φιλοτέχνηση σχεδίων κερμάτων και να συμμετέχετε στους σχετικούς διαγωνισμούς που η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου προκηρύσσει κατά καιρούς για το σκοπό αυτό.»
Είναι σαφές ότι στην εν λόγω επιστολή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία. Όμως με το περίγραμμα αγόρευσης τους οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εφεσειόντων προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από το φάκελο της διοίκησης. Πιο συγκεκριμένα με την παράγρ. 5.6 του περιγράμματός τους αναφέρουν τα εξής:
«5.6 Από τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν στο στάδιο των διευκρινίσεων, σε σχέση με τα σχέδια του Εφεσίβλητου, ο οποίος είχε τον αριθμό 42 και τα σχέδια του οποίου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι για το θέμα «το καράβι της Κερύνειας» προβαλλόταν περισσότερο ο αμφορέας έμπροσθεν του καραβιού παρά το καράβι, που ήταν το θέμα, ενώ για το αγρινό υπήρχε κεφάλι του αγρινού με υπερβολική προβολή των κεράτων και πάνω από το κεφάλι, αγρινό που φαίνεται με μόνο δυο πόδια. Η Επιτροπή εξέτασε τα σχέδια που βρίσκονταν στο δικό του φάκελο και έκρινε ότι «δεν ήταν του απαιτούμενου επιπέδου και συνεπώς δεν κρίθηκε σκόπιμη η περαιτέρω εξέτασή τους». Επομένως η Επιτροπή έκρινε ότι η αισθητική εμφάνιση των κερμάτων δεν θα ήταν του απαιτούμενου επιπέδου σε περίπτωση που επιλέγονταν τα σχέδια που υπέβαλε ο Εφεσίβλητος.»
Αν πράγματι στο σχετικό διοικητικό φάκελο υπήρχε η πιο πάνω αιτιολογία που αναφέρουν οι συνήγοροι των εφεσειόντων, τότε θα μπορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση να θεωρηθεί ως επαρκώς αιτιολογημένη. Όμως σε ερώτησή μας προς την ευπαίδευτη δικηγόρο των εφεσειόντων που παρουσίασε την έφεση αν η αιτιολογία αυτή που επικαλούνται οι εφεσείοντες με την αγόρευση τους φαίνεται οπουδήποτε στα πρακτικά λήψης της απόφασης, δήλωσε ότι δεν υπάρχει, αλλά απλώς την επικαλούνται στην αγόρευση τους.
Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Σωτήρης Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 4 (Β) Α.Α.Δ. 639, Anvar Supplies Ltd. v. Δημοκρατίας υποθ. αρ. 426/2001 ημερ. 28/1/2003 και κατ' έφεση Anvar Supplies Ltd. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 124) εκεί που δεν υπάρχει αιτιολογία, δεν μπορεί αυτή να συμπληρωθεί με την αγόρευση του δικηγόρου.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείτο αιτιολογίας είναι ορθή και αυτός ήταν αρκετός λόγος για επιτυχία της προσφυγής. Επομένως η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται χωρίς την ανάγκη να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσιβλήτου όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ Δ.