ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2010) 3 ΑΑΔ 567

17 Δεκεμβρίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.     TOMRIS ORSES,

2.     TURGAY VOLKAN ORSES,

Εφεσείοντες - Αιτητές,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ

ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΧΟΡΗΓΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ,

Εφεσίβλητων- Καθ΄ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 29/2008)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Κατά πόσο ο περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμος αρ. 77(Ι)/96 προσκρούει στο Άρθρο 28 του Συντάγματος όταν παραχωρεί την ειδική χορηγία για φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μόνο σε οικογένειες που έχουν την μόνιμη διαμονή τους στις περιοχές της Κύπρου που ελέγχονται από τη Δημοκρατία.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου ― Διενεργείται μόνο όταν το αποτέλεσμα του ελέγχου θα παράσχει δικαστική προστασία στο διάδικο που τον επιδιώκει ― Τα πορίσματα της Dias United Publishing Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και η εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της μη παραχώρησης ειδικής φοιτητικής χορηγίας στον εφεσείοντα αρ. 1.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Με τους λόγους έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η επίδικη απόφαση δεν προσκρούει στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθόσον αυτή δεν συνιστά αυθαίρετη διάκριση μεταξύ ομοίων καταστάσεων, αλλά δικαιολογημένη διαφοροποίηση μεταξύ ανόμοιων. 

Οι διαμένοντες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές τουρκοκύπριοι πολίτες δεν είναι «φορολογούμενοι πολίτες», αφού δεν υπάρχει έλεγχος της νόμιμης κυβέρνησης στις περιοχές αυτές. 

Η ληφθείσα απόφαση είναι σύμφωνη με το Νόμο 77(Ι)/96 και ως εκ τούτου θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός και αν η κήρυξή του ως αντισυνταγματικού θα επιφέρει οποιαδήποτε ωφέλεια στους εφεσείοντες.  Απόλυτα σχετική με τα θέματα που εγείρονται είναι η υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550.

Είναι, επίσης, σαφές ότι δεν θα ήταν δυνατή η διαγραφή από το σχετικό άρθρο μόνο της πρόνοιας που εξαιρεί του βοηθήματος τους διαμένοντες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με επέμβαση του Δικαστηρίου ανεπίτρεπτη, που θα διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα.

Το υπό κρίση άρθρο είναι ενιαίο και εκφράζει την τελική πρόθεση του Νομοθέτη και θα ήταν ανεπίτρεπτο να ακυρωθεί μόνο η πρόνοια του τροποποιητικού νόμου, ώστε να αποκλεισθεί η εξαίρεση.  Κατά συνέπεια, αφού και ενδεχόμενη απόφαση ότι η πρόνοια είναι αντισυνταγματική δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποδοχή του αιτήματος των εφεσειόντων, το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της υπό κρίση πρόνοιας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ertalu κ.ά. ν. Υπουργείου Οικονομικών δια μέσου της Υπηρεσίας Χορηγιών και Επιδομάτων, Υπόθ. Αρ. 2409/06, ημερ. 6.6.2008,

Birinci v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 911/04, ημερ. 14.2.06,

Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2408/06), ημερ. 31/1/08.

Α. Μαρκίδης, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Ουστά, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Ο αιτητής 1 και η αιτήτρια 2 μητέρα του, εφεσείοντες, είναι τουρκοκύπριοι. Ο εφεσείων-αιτητής 1 από το Σεπτέμβριο του 2004 φοιτά στη Μουσική Ακαδημία ARΤE στον κλάδο «Μουσικές Σπουδές».

Η μητέρα του, εφεσείουσα-αιτήτρια, υπέβαλε για λογαριασμό του στις 23.8.2006 αίτηση ειδικής χορηγίας για φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Σύμφωνα με τον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμο (Ν.77(1)/96), όπως τροποποιήθηκε, η ειδική χορηγία παραχωρείται σε οικογένειες που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στην Κύπρο, στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, δηλαδή σε μέρος που δεν κατέχεται από τα στρατεύματα κατοχής μετά την Τουρκική εισβολή του 1974. 

Διεξάχθηκε έρευνα και διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής και η αιτήτρια δεν έχουν τη μόνιμη τους κατοικία στις ελεύθερες περιοχές, αλλά στα κατεχόμενα και ως εκ τούτου το αίτημα τους απορρίφθηκε, όπως και η προσφυγή που καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Οι βασικοί λόγοι ακυρότητας στην προσφυγή ήταν ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αντισυνταγματική, καθόσον προσκρούει στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, με το οποίο προστατεύεται η αρχή της ισότητας, καθώς και παράνομη γιατί στηρίχθηκε στον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμο, ο οποίος προσκρούει, κατά την εισήγηση τους, στο Σύνταγμα, γιατί εισάγει δυσμενή και αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος ορισμένης ομάδας κυπρίων πολιτών.  Περαιτέρω, αναφέρεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αντίθετη προς το 12ο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συνθήκης περί Προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Νόμο 13(ΙΙΙ)/2002 και του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, κλπ.

Παρόμοια θέματα εγέρθηκαν και στην υπόθεση Ertalu κ.ά. ν. Υπουργείου Οικονομικών δια μέσου της Υπηρεσίας Χορηγιών και Επιδομάτων, Υπ. Αρ. 2409/06, ημερ. 6.6.08.  Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η πιο πάνω απόφαση τελεί υπό έφεση.  Οι υπόλοιποι λόγοι που προβλήθηκαν στην προσφυγή ήταν γενικοί και αόριστοι και δεν προωθήθηκαν.

Με τους  λόγους έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση δεν προσκρούει στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθόσον αυτή δεν συνιστά αυθαίρετη διάκριση μεταξύ ομοίων καταστάσεων, αλλά δικαιολογημένη διαφοροποίηση μεταξύ ανόμοιων.  Τέλος, υποβάλλεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάζεται το Πρωτόκολλο και οι διεθνείς συμβάσεις, είναι νομικώς εσφαλμένο.

Στην υπόθεση Birinci v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 911/04, ημερ. 14.2.06 αναφέρθηκε πως ο υπό κρίση Νόμος «θεσπίστηκε σε αντικατάσταση φορολογικών ελαφρύνσεων στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής του κράτους προς τους φορολογούμενους πολίτες του». 

Είναι δε προφανές ότι οι διαμένοντες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές τουρκοκύπριοι πολίτες δεν είναι «φορολογούμενοι πολίτες», αφού δεν υπάρχει έλεγχος της νόμιμης κυβέρνησης στις περιοχές αυτές.  Η πιο πάνω απόφαση μας βρίσκει σύμφωνους.

Προχωρώντας, υποδεικνύουμε πως η ληφθείσα απόφαση είναι σύμφωνη με το Νόμο και ως εκ τούτου θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός και αν η κήρυξη του ως αντισυνταγματικού θα επιφέρει οποιαδήποτε ωφέλεια στους εφεσείοντες.  Επί του προκειμένου, υιοθετούμε τη θέση που εξέφρασα στην υπόθεση Ertalu (πιο πάνω), θεωρώντας ότι απόλυτα σχετική με τα θέματα που εγείρονται είναι η υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, όπου στη σελ. 556 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας.  Όπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής «δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ΄αυτού» ο δε «έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία.»

Και πιο κάτω, στη σελ. 557:    

«Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη.  Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.  Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του.  Δε θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.

Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς τη πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος.  Αναφέρεται στο θέμα και ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο (ανωτέρω), και νομίζουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη σελίδα 99:

«Ένατη θεμελιώδης πρόταση είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος.  Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής.  Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές.  Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς.  Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, δε θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δε χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως.»

Είναι, επίσης, σαφές ότι δεν θα ήταν δυνατή η διαγραφή από το σχετικό άρθρο μόνο της πρόνοιας που εξαιρεί του βοηθήματος τους διαμένοντες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με επέμβαση του Δικαστηρίου ανεπίτρεπτη, που θα διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα.

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267 «ο συνταγματικός έλεγχος των Νόμων που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της Νομοθεσίας».

Το υπό κρίση άρθρο είναι ενιαίο και εκφράζει την τελική πρόθεση του Νομοθέτη και θα ήταν ανεπίτρεπτο να ακυρωθεί μόνο η πρόνοια του τροποποιητικού νόμου, ώστε να αποκλεισθεί η εξαίρεση.

Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Ertalu (πιο πάνω):

«. . . . έτσι, είναι καθαρό ότι, στην παρούσα περίπτωση, η σχετική πρόνοια είναι ενιαία και δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί με αφαίρεση της φράσης «στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία», ούτως ώστε να μπορεί να τύχει και εφαρμογής στην περίπτωση των αιτητριών.  Αυτό θα συνεπαγόταν αλλοίωση της πρόθεσης του νομοθέτη και θα οδηγούσε στην ουσία σε μετατροπή του συνταγματικού ελέγχου που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο σε αναμόρφωση της νομοθεσίας.»

Κατά συνέπεια, αφού και ενδεχόμενη απόφαση ότι η πρόνοια είναι αντισυνταγματική δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποδοχή του αιτήματος των εφεσειόντων, το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της υπό κρίση πρόνοιας.

Η έφεση απορρίπτεται με  €2.000 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο