ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
C.T.O. ν. PITSILLIDES (1988) 3 CLR 2154
Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Στεφάνου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 133
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. ΕπιτροπήςΠροστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314
Sigma Radio TV Ltd και Άλλοι ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2010) 3 ΑΑΔ 469
28 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΡΕΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 191/2007)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες ισχυρισμοί για κακή σύνθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απορρίφθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ― Σύνθεση ― Η συμμετοχή του εκπροσώπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ― Η κλήση και συμμετοχή του δεν είναι υποχρεωτική αλλά αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας και προκατάληψη ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετούνται στην εξετασθείσα υπόθεση.
Η εφεσείουσα ενέμεινε με την έφεσή της, στην αξίωσή της, να ακυρωθεί το σε βάρος της διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ. 20.000, το οποίο είχε απορριφθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ως προς τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι έπασχε η σύνθεση λόγω της μη παρουσίας του εκπροσώπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, αυτό δεν ευσταθεί, καθότι ο εκπρόσωπος δεν είναι μέλος του Συμβουλίου. Το Άρθρο 12(3) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, προβλέπει ότι ο εκπρόσωπος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να μετέχει σε οποιαδήποτε συνεδρία του Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου, αλλά έχει δικαίωμα να μετέχει στις συζητήσεις, και να εκφράζει απόψεις. Η κλήση και συμμετοχή του εκπροσώπου της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.
2. Η θέση της Εφεσείουσας ότι τα μέλη τα οποία απουσίαζαν, δεν ενημερώθηκαν για τα όσα είχαν συζητηθεί και αποφασισθεί στις συνεδρίες στις οποίες απουσίαζαν, επίσης δεν ευσταθεί.
3. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αιτιολογημένη. Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η οδηγία, την οποία είχε κριθεί ότι είχε παραβιάσει, αποτελείται από 80 σελίδες, και, επομένως, δεν ήταν εφικτό για αυτήν να γνωρίζει τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η αιτιολογία μπορεί να αναπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, και, συγκεκριμένα, από το πόρισμα της έρευνας των Εφεσιβλήτων.
4. Τέλος, τα όσα ανέφερε η Εφεσείουσα δεν τεκμηριώνουν προκατάληψη εκ μέρους του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Όπως έχει καθοριστεί από τη νομολογία, ισχυρισμοί για προκατάληψη και μεροληψία πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314,
Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134,
C.T.O. v. Pitsilides (1988) 3 C.L.R. 2154,
Πανεπιστήμιο Κύπρου v. Στεφάνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 133.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 956/06), ημερ. 8/11/07.
Ντ. Καλλής με Μ. Σουρουλλά, για την Εφεσείουσα.
Ν. Πουμπουρίδης για Γεωργιάδη και Πελίδη, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η Εφεσείουσα ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας Suphire, εκτελούσε καθήκοντα γενικού διευθυντή και ήταν επίσης χρηματιστηριακός εκπρόσωπος της εταιρείας. Η Εφεσίβλητη, με απόφασή της ημερομηνίας 19.12.05, έκρινε ότι η Εφεσείουσα παρέβη το Άρθρο 71 των περί Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Εταιρειών Νόμων του 2002-2005, το Άρθρο 7 της οδηγίας ΕΠΕΥ 1/03, την οδηγία 1/2002 και τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της Suphire Securities and Financial Services Ltd. Ακολούθως, στις 13.3.06, της επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους Λ.Κ.20.000. Η Εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση με προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτεπάγγελτα τον λόγο ακυρώσεως που πρόβαλε στην αγόρευσή της ότι η σύνθεση των Εφεσίβλητων δεν ήταν νόμιμη. Ταυτόχρονα, με τον δεύτερο λόγο, προσβάλλει το μέρος της απόφασης που αναφέρει ότι «δεν υφίστατο θέμα κακής σύνθεσης της Επιτροπής ως εκ των αναφερόμενων στην αγόρευση των εφεσίβλητων που συνιστούν πλήρη απάντηση.»
Η Εφεσείουσα είχε εγείρει πρωτόδικα, με την αγόρευσή της, θέμα κακής σύνθεσης. Ανέφερε ότι σε διάφορες συνεδριάσεις των Εφεσίβλητων απουσίαζαν μέλη της, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για την απουσία τους, ούτε και είχε εντοπισθεί στο φάκελο οποιαδήποτε πρόσκληση, καθώς και ότι τα μέλη αυτά δεν είχαν τύχει μεταγενέστερης ενημέρωσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα εξέταζε την εισήγηση για κακή σύνθεση, καθότι δεν εγειρόταν στο δικόγραφο της προσφυγής. Θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Δεν θα με απασχολήσει εισήγηση για κακή σύνθεση της ΕΚ (που εν πάση περιπτώσει δεν θα υφίστατο πλέον ως εκ των αναφερόμενων στην αγόρευση της ΕΚ που συνιστούν πλήρη απάντηση), καθ΄όσον τέτοιο θέμα δεν εγείρεται καθόλου στα νομικά σημεία της προσφυγής, ούτε θα ήμουν διατεθειμένος να το εξετάσω αυτεπαγγέλτως.»
Ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Έχει κριθεί από τη νομολογία ότι το ζήτημα της νόμιμης σύνθεσης οργάνου εξετάζεται και αυτεπάγγελτα, εφόσον τα στοιχεία που ενδιαφέρουν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134). Δεν συμφωνούμε με τον συνήγορο των Εφεσίβλητων ότι, παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν προτίθεται να εξετάσει το θέμα της σύνθεσης, ουσιαστικά το εξέτασε, και αποφάσισε ότι η σύνθεση δεν έπασχε. Δεν προκύπτει από το απόσπασμα της απόφασης πιο πάνω πως το δικαστήριο προέβη σε εξέταση της νομιμότητας της σύνθεσης της Επιτροπής. Τα όσα ανέφερε περί της σύνθεσης λέχθηκαν obiter, και δεν θεωρούμε ότι αποτελούν μέρος του σκεπτικού της απόφασης. Παρέχεται, επομένως, η δυνατότητα να εξετάσουμε το ζήτημα της σύνθεσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Η επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας ως προς την σύνθεση της Επιτροπής, εδράζεται πρώτα στο ότι η σύνθεση πάσχει, καθότι δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου ότι όλα τα μέλη είχαν κληθεί νομότυπα να παρευρεθούν στις συνεδρίες. Αναφέρεται ότι δεν υπάρχουν οι σχετικές προσκλήσεις που είχαν αποσταλεί. Το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας της εδράζεται στο γεγονός ότι τα μέλη που απουσίαζαν σε προηγούμενη συνεδρία δεν ενημερώθηκαν για τα όσα είχαν λάβει χώρα στην απουσία τους.
Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι κατά τις συνεδρίες ημερομηνίας 14.3.2005 και 15.3.2005 απουσίαζαν δύο μέλη της Επιτροπής, καθώς και ότι στη συνεδρία της Επιτροπής στις 25.3.2005 (η ορθή ημερομηνία είναι 23.7.2005), απουσίαζε ο εκπρόσωπος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Είναι καταγραμμένο στα πρακτικά των πιο πάνω συνεδριάσεων, ότι τα μέλη τα οποία απουσίαζαν είχαν προσκληθεί δεόντως, και αναφέρονται οι λόγοι της απουσίας τους. Για τη συνεδρία στις 14.3.2005 (ώρα 19:30-20:30) αναγράφεται ότι τα μέλη που απουσίαζαν είχαν δεόντως ειδοποιηθεί, αλλά απουσίαζαν εκτός Λευκωσίας, καθότι ήταν δημόσια αργία. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Σπηλιωτοπούλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, σελ. 127 «. δεν απαιτείται πρόσκλησις των μελών, τα οποία δεν δύνανται να μετάσχουν της συνεδριάσεως λόγω γνωστού αντικειμενικού κωλύματος (ως π.χ. η κανονική ή αναρρωτική άδεια ή η εκτός έδρας μετάβασις).» Στη συνεδρία αυτή είχε καθοριστεί ότι η Επιτροπή θα συνέρχετο ξανά στις 15.3.2005, η ώρα 10:00. Προφανώς, όμως, ακολούθησε συνεδρία την ίδια μέρα, 14.3.2005 και ώρα 20:30 - 21:30, όπου τα μέλη που απουσίαζαν ενημερώθηκαν για τα όσα αποφασίστηκαν στην προηγούμενη συνεδρία, και, συνεπώς, για την ημερομηνία που καθορίστηκε για την επόμενη συνεδρία. Είναι νομολογημένο πως δεν απαιτείται πρόσκληση, όταν η ημερομηνία ορίζεται ρητώς από το συλλογικό όργανο, της οποίας αναμφιβόλως έχουν λάβει γνώση όλα τα μέλη. Περαιτέρω, στα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 15.3.05 (10:00 - 11:00) καταγράφεται ότι τα μέλη που απουσίαζαν είχαν δεόντως προσκληθεί αλλά δεν παρέστησαν λόγω άλλων ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων ενώπιον των δικαστικών αρχών. Ως προς τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι έπασχε η σύνθεση λόγω της μη παρουσίας του εκπροσώπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, αυτό δεν θεωρούμε ότι ευσταθεί, καθότι ο εκπρόσωπος δεν είναι μέλος του Συμβουλίου. Το Άρθρο 12(3) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, προβλέπει ότι ο εκπρόσωπος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να μετέχει σε οποιαδήποτε συνεδρία του Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου, αλλά έχει δικαίωμα να μετέχει στις συζητήσεις, και να εκφράζει απόψεις. Η κλήση και συμμετοχή του εκπροσώπου της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής (σχετική είναι η υπόθεση C.T.O. v. Pitsilides (1988) 3 C.L.R. 2154). Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την απόφαση στην υπόθεση Πανεπιστήμιο Κύπρου v. Στεφάνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 133, καθότι στην υπόθεση Στεφάνου, ήταν υποχρεωτική η συμμετοχή του εκπροσώπου της Ουνέσκο στις συνεδριάσεις της Επιτροπής, ενώ στην παρούσα περίπτωση, η συμμετοχή του εκπροσώπου της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι.
Η θέση της Εφεσείουσας ότι τα μέλη τα οποία απουσίαζαν, δεν ενημερώθηκαν για τα όσα είχαν συζητηθεί και αποφασισθεί στις συνεδρίες στις οποίες απουσίαζαν, δεν ευσταθεί. Σε κάθε μεταγενέστερη συνεδρία, τα μέλη τύγχαναν ενημέρωσης για τα όσα είχαν λάβει μέρος, και καταγραφόταν ότι συμφωνούσαν πλήρως με τα όσα συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν. Επομένως, η σύνθεση της Επιτροπής ήταν νόμιμη.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αιτιολογημένη. Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η οδηγία, την οποία είχε κριθεί ότι είχε παραβιάσει, αποτελείται από 80 σελίδες, και, επομένως, δεν ήταν εφικτό για αυτήν να γνωρίζει τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Τόσο στην επιστολή ημερομηνίας 22.9.05, με την οποία κλήθηκε η Εφεσείουσα όπως προβεί σε παραστάσεις, όσο και στις επιστολές ημερομηνίας 27.1.2006 και 15.5.2006, αναφέρονται τα άρθρα του Νόμου και των οδηγιών, τα οποία κρίθηκε ότι είχε παραβιάσει η Εφεσείουσα. Ειδικά για την οδηγία 1/2002, για την οποία γίνεται συγκεκριμένη αναφορά από την Εφεσείουσα, αναφέρεται τόσο στις πιο πάνω επιστολές, όσο και στα πρακτικά, το άρθρο της οδηγίας (παράγραφοι 2.2, 3.7). Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αιτιολογία μπορεί να αναπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, και, συγκεκριμένα, από το πόρισμα της έρευνας των Εφεσιβλήτων.
Με τους λόγους έφεσης 4 μέχρι 6, η Εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν τεκμηριωνόταν προκατάληψη του Προέδρου της Επιτροπής. Η Εφεσείουσα στήριξε τον ισχυρισμό της σε δημοσιεύματα και δηλώσεις του Προέδρου της Επιτροπής, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και στο γεγονός ότι είχε παρευρεθεί σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Νομική Υπηρεσία αναφορικά με την έρευνα για την εταιρεία Suphire. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν θεωρούμε ότι τα όσα ανέφερε η Εφεσείουσα τεκμηριώνουν προκατάληψη εκ μέρους του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Όπως έχει καθοριστεί από τη νομολογία, ισχυρισμοί για προκατάληψη και μεροληψία πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα. Τα εν λόγω δημοσιεύματα, τα οποία επικαλείται η Εφεσείουσα, δεν αποδίδουν αυτολεξεί τα όσα ανέφερε ο Πρόεδρος, ούτε όμως και δείχνουν οποιαδήποτε μεροληψία εκ μέρους του Προέδρου της Επιτροπής. Ούτε και το γεγονός ότι συμμετείχε σε σύσκεψη της Νομικής Υπηρεσίας, στοιχειοθετεί προκατάληψη. Δεν είναι γνωστό το θέμα συζήτησης στη σύσκεψη, αλλά και εάν ακόμη θεωρηθεί ότι αφορούσε την εταιρεία Suphire, ούτε και αυτό θεμελιώνει τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας.
Η Εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Εφεσείουσα δεν παρουσίασε με τον ορθό τρόπο τα γεγονότα που σχετίζονται με την προκατάληψη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, απλώς προέβη σε σχόλιο ως προς τον τρόπο παρουσίασης από την Εφεσείουσα των εγγράφων για υποστήριξη του ισχυρισμού της περί μεροληψίας του Προέδρου. Προχώρησε, δε, στην εξέταση του ισχυρισμού, κάνοντας αναφορά στα εν λόγω δημοσιεύματα, τα οποία έκρινε ότι δεν τεκμηριώνουν προκατάληψη.
Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη. Ο λόγος έφεσης συνδέεται και πάλι με την αμεροληψία του Προέδρου της Επιτροπής. Εφόσον έχουμε κρίνει ότι δεν τεκμηριώθηκε τέτοια προκατάληψη, κατά συνέπεια, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, συν Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εναντίον της Εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.