ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2010) 3 ΑΑΔ 422
16 Ιουλίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσείων - Καθ' ου η αίτηση,
ν.
AHMAD AHMAD,
Εφεσιβλήτου - Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 142/2007)
Αλλοδαποί ― Παραχώρηση σε αλλοδαπό του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος ― Η Οδηγία 2003/109/ΕΚ και η εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση ― Η απόρριψη της σχετικής αίτησης του αλλοδαπού κρίθηκε έγκυρη, σε συνδυασμό και με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2009/52/ΕΚ.
Η Δημοκρατία αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η άρνηση παραχώρησης στον Εφεσίβλητο του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία αλλοδαπού.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε, λανθασμένα, ότι η αίτηση του εφεσίβλητου, καταχωρήθηκε στις 13.12.06, ενώ η ορθή ημερομηνία ήταν 13.12.05, την οποία ημερομηνία αρχικά και το δικαστήριο καταγράφει. Η ημερομηνία είναι σημαντική, καθότι η Κύπρος όφειλε να είχε ενσωματώσει την Οδηγία 2003/109/ΕΚ μέχρι την 1.1.06. Έτσι, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι αρχές όφειλαν να είχαν εξετάσει το αίτημα του Εφεσίβλητου, αφού η προθεσμία ενσωμάτωσης είχε παρέλθει, όταν υπέβαλε την αίτηση.
Περαιτέρω, το δικαστήριο κατάληξε πως η διοίκηση παραβίασε και την αρχή χρηστής διοίκησης, δεχόμενη την πληρωμή εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων του Εφεσίβλητου, ενώ, ταυτόχρονα, επικαλείτο την παράνομη διαμονή του κατά την ίδια περίοδο. Είναι προφανές ότι οι προϋποθέσεις της Οδηγίας, που αφορούν την νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή τα πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης, δεν ικανοποιούνταν.
Δεν υπήρξε επίσης οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Το γεγονός ότι καταβάλλονταν εισφορές από τον εργοδότη του Εφεσίβλητου στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν αναιρεί την παράνομη παραμονή του. Στην Οδηγία 2009/52/ΕΚ σχετικά με την επιβολή ελαχίστων προτύπων, που αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα κατά των εργοδοτών οι οποίοι απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, στο Άρθρο 6(1)(β), προνοείται ότι ο εργοδότης όφειλε να καταβάλλει ποσό ίσο προς όλες τις κοινωνικές ασφαλίσεις και φόρους που θα είχε καταβάλει, αν ο υπήκοος τρίτης χώρας είχεν απασχοληθεί νόμιμα. Επομένως, η καταβολή εισφορών δεν οδηγεί σε παραβίαση της αρχής χρηστής διοίκησης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 965/06), ημερ. 30/7/07.
Β. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή.
Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα - Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Ο Εφεσίβλητος, που είναι Σύριος υπήκοος, έφθασε στην Κύπρο στις 13.4.94 για να εργαστεί ως ισιωτής αυτοκινήτων. Αρχικά του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας για τρεις μήνες, η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε επανειλημμένα μέχρι τις 30.6.05. Ο Εφεσίβλητος είχεν υποβάλει εν τω μεταξύ στις 2.3.04 αίτηση για απόκτηση ιθαγένειας με πολιτογράφηση, η οποία απορρίφθηκε στις 28.7.05. Στις 13.12.05 ο Εφεσίβλητος υπέβαλε μέσω του δικηγόρου του, αίτημα για να του παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, δυνάμει της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ. Η Οδηγία αυτή προνοεί τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών, που διαμένουν στην επικράτεια τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη, αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε, λανθασμένα, ότι η αίτηση, με βάση την πιο πάνω Οδηγία, καταχωρήθηκε στις 13.12.06, ενώ η ορθή ημερομηνία ήταν 13.12.05, την οποία ημερομηνία αρχικά και το δικαστήριο καταγράφει. Η ημερομηνία είναι σημαντική, καθότι η Κύπρος όφειλε να είχε ενσωματώσει την Οδηγία μέχρι την 1.1.06. Έτσι, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι αρχές όφειλαν να είχαν εξετάσει το αίτημα του Εφεσίβλητου, αφού η προθεσμία ενσωμάτωσης είχε παρέλθει, όταν υπέβαλε την αίτηση.
Περαιτέρω, το δικαστήριο κατάληξε πως η διοίκηση παραβίασε και την αρχή χρηστής διοίκησης, δεχόμενη την πληρωμή εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων του Εφεσίβλητου, ενώ, ταυτόχρονα, επικαλείτο την παράνομη διαμονή του κατά την ίδια περίοδο.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε ενώπιόν μας, και καταλήγουμε πως η Έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Είναι προφανές ότι οι προϋποθέσεις της Οδηγίας που αφορούν την νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή τα πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης, δεν ικανοποιούνταν, επειδή ο Εφεσίβλητος διέμενε παράνομα τους τελευταίους μήνες, αφού η άδεια παραμονής του, όπως διευκρινίστηκε, ίσχυε μέχρι 30.6.05. Ως εκ τούτου, και αν εξεταζόταν η αίτηση, θα οδηγείτο αναγκαστικά σε αποτυχία εν όψει των πιο πάνω.
Όσον αφορά την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, καταλήγουμε, επίσης, πως και η θέση αυτή είναι λανθασμένη, και ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Δεν θεωρούμε ότι υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Το γεγονός ότι καταβάλλονταν εισφορές από τον εργοδότη του Εφεσίβλητου στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν αναιρεί την παράνομη παραμονή του. Στην Οδηγία 2009/52/ΕΚ σχετικά με την επιβολή ελαχίστων προτύπων, που αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα κατά των εργοδοτών οι οποίοι απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, στο Άρθρο 6(1)(β), προνοείται ότι ο εργοδότης όφειλε να καταβάλλει ποσό ίσο προς όλες τις κοινωνικές ασφαλίσεις και φόρους που θα είχε καταβάλει, αν ο υπήκοος τρίτης χώρας είχεν απασχοληθεί νόμιμα. Επομένως, θεωρούμε ότι η καταβολή εισφορών δεν οδηγεί σε παραβίαση της αρχής χρηστής διοίκησης.
Κατά συνέπεια των πιο πάνω, η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και η διοικητική πράξη επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων €2.850 έξοδα, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.