ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2010) 3 ΑΑΔ 241
18 Μαΐου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 78/2007)
ΤΑΣΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 81/2007)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα - Καθ΄ης η αίτηση,
ν.
ΤΑΣΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσίβλητου - Αιτητή.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 78/2007, 81/2007)
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Το δικαίωμα ιδιοκτησίας ― Το δικαίωμα συνταξιοδότησης και οι όροι του αποτελούν ιδιοκτησία των δημοσίων υπαλλήλων ― Διαπιστώσεις υπό το φως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η ποινή της απόλυσης στο Άρθρο 79(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90) ― Δεν παραβιάζει το ανθρώπινο δικαίωμα ιδιοκτησίας ― Ερμηνεία της διάταξης υπό το φως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος από εθνικό δικαστήριο στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ―Όροι ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό Δίκαιο ― Η ποινή της απόλυσης του Άρθρου 79(7) του Ν.1/90 σε αντιδιαστολή προς την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του Άρθρου 79(6).
Με τις δύο εφέσεις αμφισβητήθηκε, τόσο από τον εφεσείοντα-αιτητή όσο και από την Δημοκρατία, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της σε βάρος του επιβολής της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης, κυρίως λόγω του ότι αυτή συνεπάγεται και στέρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
1. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η σύνταξη αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα το όποιο χρήζει σεβασμού και προστασίας, σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Το δικαίωμα συνταξιοδότησης και οι όροι του αποτελούν «ιδιοκτησία» των υπαλλήλων. Το δικαίωμα αυτό δημιουργείται από τον διορισμό του υπαλλήλου. Το γεγονός ότι παραχωρείται σύνταξη στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα του απολυόμενου υπαλλήλου, συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα θεωρούνται «περιουσία» η οποία μπορεί να μεταβιβασθεί.
2. Ο εφεσείων στην ΑΕ 78/07, με τον πρώτο λόγο έφεσής του, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία έκρινε ότι το Άρθρο 79(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν.1/90) δεν παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Δεν είναι ορθό ότι δεν παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στην ΕΔΥ να αποφασίσει κατά πόσο θα στερήσει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα δημόσιου υπαλλήλου. Η ΕΔΥ, ασκώντας την διακριτική της ευχέρεια, επέλεξε, αφού έλαβε υπόψη και τις συνέπειες, την ποινή της απόλυσης, εφόσον έκρινε ότι τέτοια ποινή και στέρηση ήταν προς το δημόσιο συμφέρον. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η ΕΔΥ, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας κατά την επιλογή της ποινής της απόλυσης με την αυτόματη στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Έκρινε ότι η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της εξουσία ως προς τη στέρηση των δικαιωμάτων, όταν αποφάσισε να επιβάλει την ποινή της απόλυσης. Είχε το δικαίωμα να επιλέξει άλλες ποινές, συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, οι οποίες δεν συνεπάγονταν στέρηση της σύνταξης, αλλά έκρινε ότι, με βάση τα αδικήματα τα οποία διέπραξε ο εφεσείων, εδικαιολογείτο τέτοια στέρηση.
Το ΕΔΑΔ αναγνωρίζει ότι παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση να αποφασίζει επί τέτοιων θεμάτων.
Η στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων εδικαιολογείτο, δεδομένης της σοβαρότητας των αδικημάτων, τα οποία έπληξαν το κύρος και την αξιοπιστία της διοίκησης. Η σχετική πρόνοια του νόμου στοχεύει στο να αποτρέψει δημόσιους υπαλλήλους από την διάπραξη σοβαρών αδικημάτων και στο να προστατεύει την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης. Το Άρθρο 79(7) δεν παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1. Η στέρηση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το Άρθρο 79(7), δεν είναι ποινή η οποία μπορεί να επιβληθεί από μόνη της, αλλά είναι συνέπεια της επιβολής της ποινής της απόλυσης.
Στην παρούσα έφεση ο Εφεσείων είχε μεν στερηθεί τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του ως δημόσιος υπάλληλος, αλλά εδικαιούτο να λαμβάνει τα ωφελήματα του από το ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων, τα οποία υπολογίζονται με βάση τις εισφορές του υπαλλήλου και του εργοδότη. Επομένως δεν είχε στερηθεί από όλα τα μέσα διαβίωσής του.
3. Ο εφεσείων ήγειρε αίτημα στο περίγραμμά του όπως παραπεμφθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως προς την ερμηνεία και ορθότητα της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 79/7. Σύμφωνα με το Άρθρο 234 της Συνθήκης, δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, οφείλει να παραπέμψει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οφείλει να το πράξει τούτο, όμως, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης. Παραπομπή στο ΔΕΚ μπορεί να γίνει όταν προκύπτει είτε θέμα ερμηνείας της Συνθήκης, είτε ως προς την ερμηνεία και το κύρος των πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Παραπομπή όμως ερωτήματος ως προς την ορθή ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο δεν προβλέπεται στο Άρθρο 234 της Συνθήκης. Η παρούσα Οδηγία άλλωστε δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση, εφόσον αφορά διάκριση λόγω φύλου.
4. Η εφεσείουσα, με το δεύτερο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπάρχει θεσμοθετημένη η πειθαρχική αποπομπή δημοσίου υπαλλήλου με άσκηση διακριτικής ευχέρειας, ως προς το κατά πόσο θα καταβληθούν συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή. Η αναγκαστική αφυπηρέτηση δεν θα συνεπάγετο απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, εφόσον σύμφωνα με το Άρθρο 79(6) του Νόμου, επαφίεται στο Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίζει για την καταβολή των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
5. Η καταβολή της σύνταξης στη σύζυγο του εφεσείοντα δεν ήταν το μοναδικό ουσιαστικό στοιχείο το οποίο έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της Δημοκρατίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε στην απόφασή του όλα τα γεγονότα τα οποία έλαβε υπόψη, καταλήγοντας ότι και με αυτό το δεδομένο, δηλαδή της παροχής της σύνταξης στη σύζυγο, η στέρηση δεν ήταν δυσανάλογη προς το δημόσιο συμφέρον.
Οι εφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παύλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 584,
Αποστολάκης ν. Ελλάδα, Υπόθ. Αρ. 39574/07, ημερ. 22.10.2009 του ΕΔΑΔ,
Moskal ν. Poland, Υπόθ. Αρ. 10373/05, ημερ. 15.9.2005 του ΕΔΑΔ,
Wieczorek ν. Poland, Υποθ. Αρ. 18176/05, ημερ. 8.12.2009.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 994/05), ημερ. 7/5/07.
Αχ. Δημητριάδης με Γ. Σεραφείμ και Κ. Παρασκευά, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 78/07 και Εφεσίβλητο στην Α.Ε. 81/07.
Μ. Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 81/07 και Εφεσίβλητη στην Α.Ε. 78/07.
Ο Εφεσείων στην Α.Ε. 78/07 είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: O Εφεσείων στην Αναθεωρητική Έφεση 78/07 είχε καταδικασθεí για διάφορα αδικήματα, περιλαμβανομένων εξασφάλισης ποσού £225.643,67 με ψευδείς παραστάσεις, κατάχρησης εξουσίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, πλαστογραφίας επιταγής κ.α. και του είχεν επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Συνεπεία της καταδίκης του, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας άσκησε πειθαρχική διαδικασία εναντίον του και του επέβαλε την ποινή της απόλυσης, η οποία συνεπαγόταν απώλεια όλων των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, σύμφωνα με το Άρθρο 79(7) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).
Ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δημοσίου υπαλλήλου εμπίπτουν στην έννοια του όρου «ιδιοκτησία» του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1, αλλά πως η στέρηση τέτοιων ωφελημάτων εδικαιολογείτο και δεν ήταν δυσανάλογο μέτρο για προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Τόσο ο αιτητής όσο και η Δημοκρατία, με δυο ξεχωριστές εφέσεις αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.
Ο εφεσείων με την έφεσή του προσβάλλει την απόφαση του δικαστηρίου ότι δεν παραβιαζόταν το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ.1, και εισηγείται ότι με την απόφασή του, το δικαστήριο παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης, καθότι προέβηκε σε δυσμενή διάκριση μεταξύ έγγαμων και άγαμων απολυομένων δημοσίων υπαλλήλων, αφού η οικογένεια των πρώτων επωφελείται των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του απολυθέντα.
Η έφεση της Δημοκρατίας στρέφεται εναντίον της κατάληξης του δικαστηρίου ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δημοσίου υπαλλήλου συνιστούν «περιουσία», καθώς και του συμπεράσματός ότι δεν προβλέπεται στο νόμο η άσκηση διακριτικής ευχέρειας ως προς την καταβολή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε περίπτωση παύσης δημοσίου υπαλλήλου.
Θεωρούμε ορθό να εξεταστεί πρώτα ο λόγος έφεσης που προσβάλλει το εύρημα του δικαστηρίου ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα συνιστούν ιδιοκτησία σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Α.Ε. Αρ. 81/07).
Η Δημοκρατία, παρόλο που αποδέχεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις και εφόσον ικανοποιηθούν συγκεκριμένοι όροι και προϋποθέσεις, τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα δημοσίου υπαλλήλου συνιστούν «περιουσία», υποστηρίζει ότι αυτό δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Εισηγείται ότι δικαίωμα σε σύνταξη τερματίζεται με την απόλυση του δημοσίου υπαλλήλου, γεγονός το οποίο γνώριζε ο εφεσείων από την πρόσληψη του στη Δημόσια Υπηρεσία.
Διαφωνούμε με τον πιο πάνω ισχυρισμό. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η σύνταξη αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα το όποιο χρήζει σεβασμού και προστασίας, σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Στην Παύλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 584, τονίσθηκε ότι σύνταξη αποτελεί περιουσία, κατά συνέπεια ατομικό δικαίωμα που απαιτεί νομική προστασία.
Το δικαίωμα συνταξιοδότησης και οι όροι του αποτελούν «ιδιοκτησία» των υπαλλήλων. Το δικαίωμα αυτό δημιουργείται από τον διορισμό του υπαλλήλου. Το γεγονός ότι παραχωρείται σύνταξη στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα του απολυόμενου υπαλλήλου, συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα θεωρούνται «περιουσία» η οποία μπορεί να μεταβιβασθεί.
Στην Υπόθεση Αρ. 39574/07, Αποστολάκης ν. Ελλάδας, ημερ. 22.10.09, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε ότι, το δικαίωμα στη σύνταξη, μπορεί να εξομοιωθεί με περιουσιακό δικαίωμα, στις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής σύνταξης στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας. Στην ιδία υπόθεση σημειώθηκε ότι με το διορισμό του στη Δημόσια Υπηρεσία, ο προσφεύγων απέκτησε ένα δικαίωμα, το οποίο συνιστά «περιουσία», υπό την έννοια του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Έχοντας αποφασίσει ότι το δικαίωμα στη σύνταξη αποτελεί «περιουσία», θα εξετάσουμε κατά πόσο το εν λόγω δικαίωμα έχει παραβιασθεί.
Ο εφεσείων στην Α.Ε. Αρ. 78/07, με τον πρώτο λόγο έφεσής του, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία έκρινε ότι το Άρθρο 79(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν.1/90) δεν παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Ο εφεσείων προβάλλει ότι το άρθρο παραβιάζεται, καθότι η στέρηση των δικαιωμάτων είναι αυτόματη, χωρίς την άσκηση οποιασδήποτε διακριτικής εξουσίας. Επομένως, ισχυρίζεται, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τον έλεγχο της ποινής, και ως εκ τούτου κατάληξε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι το εν λόγω μέτρο δεν ήταν δυσανάλογο και επομένως δεν παραβιαζόταν η Σύμβαση.
Δεν συμφωνούμε ότι δεν παρέχεται η διακριτική ευχέρια στην ΕΔΥ να αποφασίσει κατά πόσο θα στερήσει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα δημόσιου υπαλλήλου. Η ΕΔΥ, ασκώντας την διακριτική της ευχέρεια, επέλεξε, αφού έλαβε υπόψη και τις συνέπειες, την ποινή της απόλυσης, εφόσον έκρινε ότι τέτοια ποινή και στέρηση ήταν προς το δημόσιο συμφέρον. Δηλαδή, αυτό που το δικαστήριο εξέτασε ήταν κατά πόσο η επιβολή της ποινής της απόλυσης, η οποία επέφερε αυτόματα και τη στέρηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, ήταν δυσανάλογη. Αυτό προκύπτει και από την ex tempore απόφασή του, ημερ. 2.4.2007, η οποία αφορούσε την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης, όπου ανέφερε ότι η ποινή της απόλυσης και οι συνέπειές της συμπλέκονται, ούτως ώστε «να φέρουν στο προσκήνιο την αρχή της αναλογικότητας ως την κατεξοχήν πτυχή της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ». Το δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η ΕΔΥ, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας κατά την επιλογή της ποινής της απόλυσης με την αυτόματη στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Εκρινε ότι η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της εξουσία ως προς τη στέρηση των δικαιωμάτων, όταν αποφάσισε να επιβάλει την ποινή της απόλυσης. Είχε το δικαίωμα να επιλέξει άλλες ποινές, συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, οι οποίες δεν συνεπάγονταν στέρηση της σύνταξης, αλλά έκρινε ότι, με βάση τα αδικήματα τα οποία διέπραξε ο εφεσείων, εδικαιολογείτο τέτοια στέρηση.
Το ΕΔΑΔ αναγνωρίζει ότι παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση να αποφασίζει επί τέτοιων θεμάτων. Στην Υπόθεση Αρ. 10373/05, Moskal ν. Poland, ημερ. 15.9.2005 το ΕΔΑΔ ανάφερε ότι, λόγω της άμεσης γνώσης της κοινωνίας και των αναγκών της, οι εθνικές αρχές είναι σε καλύτερη θέση από το διεθνή δικαστή για να εκτιμήσουν το τι είναι προς το δημόσιο συμφέρον.*
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων εδικαιολογείτο, δεδομένης της σοβαρότητας των αδικημάτων, τα οποία έπληξαν το κύρος και την αξιοπιστία της διοίκησης. Η σχετική πρόνοια του νόμου στοχεύει στο να αποτρέψει δημόσιους υπαλλήλους από την διάπραξη σοβαρών αδικημάτων και στο να προστατεύει την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης. Το Άρθρο 79(7) δεν παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1. Η στέρηση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το Άρθρο 79(7), δεν είναι ποινή η οποία μπορεί να επιβληθεί από μόνη της, αλλά είναι συνέπεια της επιβολής της ποινής της απόλυσης.
Η απόφαση Αποστολάκης, (πιο πάνω), στην οποία είχε αποφασισθεί ότι η στέρηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων ήταν δυσανάλογη, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της, καθότι σε εκείνη την υπόθεση ο προσφεύγων είχε (α) στερηθεί τα δικαιώματά του αυτόματα, μετά από ποινική καταδίκη και, (β) εκτός από τη σύνταξη γήρατος στερήθηκε και την κοινωνική ασφάλιση. Είχε στερηθεί δηλαδή από κάθε μέσο διαβίωσης. Στην παρούσα έφεση ο Εφεσείων είχε μεν στερηθεί τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του ως δημόσιος υπάλληλος, αλλά εδικαιούτο να λαμβάνει τα ωφελήματα του από το ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων, τα οποία υπολογίζονται με βάση τις εισφορές του υπαλλήλου και του εργοδότη. Επομενως δεν είχε στερηθεί από όλα τα μέσα διαβίωσης του (Υπόθ. Αρ. 18176/05, Wieczorek v. Poland, ημερ. 8.12.09)
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο, με το εύρημα του ότι οι συνέπειες της απόλυσης του μειώνονταν λόγω του ότι ήταν έγγαμος και συνεπώς θα καταβαλλόταν σύνταξη, σύμφωνα με το Άρθρο 79(7) στη σύζυγό του, προέβη σε δυσμενή διάκριση του λόγω της οικογενειακής του κατάστασης κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Για υποστήριξη του ισχυρισμού του αναφέρει ότι η απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας μεταξύ έγγαμων και άγαμων ανδρών, αλλά παραπέμπει στην Οδηγία 79/7 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Ο εφεσείων ήγειρε αίτημα στο περίγραμμά του όπως παραπεμφθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως προς την ερμηνεία και ορθότητα της ενσωμάτωσης της πιο πάνω Οδηγίας.
Σύμφωνα με το Άρθρο 234 της Συνθήκης, δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, οφείλει να παραπέμψει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οφείλει να το πράξει τούτο, όμως, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης. Παραπομπή στο ΔΕΚ μπορεί να γίνει όταν προκύπτει είτε θέμα ερμηνείας της Συνθήκης, είτε ως προς την ερμηνεία και το κύρος των πράξεων των κοινοτικών οργάνων.
Ο εφεσείων δεν αιτείται την παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος μόνο ως προς την ερμηνεία της Οδηγίας, αλλά ζητά όπως το Ανώτατο Δικαστήριο αποστείλει προς το ΔΕΚ προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία και την ορθότητα της μεταφοράς από την Κυπριακή Δημοκρατία στο εθνικό δίκαιο της εν λόγω Οδηγίας. Παραπομπή όμως ερωτήματος ως προς την ορθή ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο δεν προβλέπεται στο Άρθρο 234 της Συνθήκης. Περαιτέρω, προδικαστική παραπομπή γίνεται όταν η παραπομπή κρίνεται αναγκαία για την έκδοση της απόφασης (Παπαγιάννης, «Εισαγωγή στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο», 3η έκδοση σελ. 345). Η παρούσα Οδηγία δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση, εφόσον αφορά διάκριση λόγω φύλου. Δεν προβλέπει οτιδήποτε αναφορικά με διάκριση μεταξύ εγγάμων και άγαμων. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο η προδικαστική παραπομπή είναι αναγκαία για την επίλυση της υπόθεσης ενώπιόν του («Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης,» Στάγκος και Σαχπεκίδου, 2000 σελ. 293). Το ΔΕΚ δεν απαντά σε προδικαστικά ερωτήματα, αν δεν εντοπίσει οποιοδήποτε σύνδεσμο της υπόθεσης προς το Κοινοτικό Δίκαιο.
Ως προς τον ισχυρισμό για δυσμενή διάκριση του εφεσείοντα λόγω της οικογενειακής του κατάστασης, δεν θεωρούμε ότι τα όσα αναφέρει το δικαστήριο μπορούν να θεωρηθούν ως διάκριση. Όσα αναφέρει είναι πάνω σε υποθετική βάση και δεν ισχύουν στην παρούσα περίπτωση.
Η εφεσείουσα, με το δεύτερο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπάρχει θεσμοθετημένη η πειθαρχική αποπομπή δημοσίου υπαλλήλου με άσκηση διακριτικής ευχέρειας, ως προς το κατά πόσο θα καταβληθούν συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αναφέρεται ρητά στην πρωτόδικη απόφαση ότι δεν υπάρχει θεσμοθετημένη διαδικασία αναφορικά με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας για στέρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μετά την επιβολή ποινής απόλυσης . Δεν αναφέρει το δικαστήριο οτιδήποτε ως προς τη μη ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας, όταν η ποινή που επιβάλλεται είναι η αναγκαστική αφυπηρέτηση. Σημειώνει σχετικά ότι η αναγκαστική αφυπηρέτηση δεν θα συνεπάγετο απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Αυτό είναι ορθό, εφόσον σύμφωνα με το Άρθρο 79(6) του Νόμου, επαφίεται στο Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίζει για την καταβολή των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Η όποια εισήγηση του δικαστή αφορά μόνο την εξέταση τροποποίησης του Νόμου, ώστε να παρέχεται στη διοίκηση διακριτική εξουσία, όπως και στην περίπτωση της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, να αποφασίζει αναφορικά με τη στέρηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων υπαλλήλου που απολύθηκε.
Η εφεσείουσα Δημοκρατία προσβάλλει και την κατάληξη του δικαστηρίου ότι η καταβολή της σύνταξης στη σύζυγο του εφεσείοντα ήταν το μοναδικό ουσιαστικό στοιχείο το οποίο έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της Δημοκρατίας. Τούτο δεν είναι ορθό, αφού το δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του όλα τα γεγονότα τα οποία έλαβε υπόψη, καταλήγοντας ότι και με αυτό το δεδομένο, δηλαδή της παροχής της σύνταξης στη σύζυγο, έκρινε ότι η στέρηση δεν ήταν δυσανάλογη προς το δημόσιο συμφέρον.
Οι εφέσεις απορρίπτονται. Ενόψει του σημαντικού θέματος που εγέρθηκε στην έφεση, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Οι εφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
* "Because of their direct knowledge of the society and its needs, the national authorities are in principle better placed than the international judge to appreciate what is " in the public interest". Under the system of protection established by the convention, it is thus for the national authorities to make the initial assessment as to the existence of a problem of public concern warranting measures of deprivation of property. Here, as in other fields to which the safeguards of the convention extend, the national authorities, accordingly, enjoy a certain margin of appreciation.
Furthermore, the notion of "public interest" is necessarily extensive. The Court, finding it natural that the margin of appreciation available to the legislature in implementing social and economic policies should be a wide one, will respect the legislature´s judgment as to what is "in the public interest" unless that judgment is manifestly without reasonable foundation"