ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 169
26 Απριλίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, XATZHXAMΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΣΟΛΩΜΟΥ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
v.
KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 106/2007)
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της χρηστής διοίκησης ― Αναζήτηση αχρεωστήτων ― Η ρύθμιση του Άρθρου 53 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) και η εφαρμογή της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Ειδικά η έννοια του εύλογου χρόνου.
Η εφεσείουσα αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης αναζήτησης από αυτήν αχρεωστήτως καταβληθέντων σε αυτήν μισθών.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η πρωτόδικη απόφαση, ως προς το ζήτημα του εύλογου χρόνου υιοθετείται πλήρως, και με αυτό καθορίζεται και η τύχη της έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να αποφασιστεί το ζήτημα της καλοπιστίας. Η εφεσείουσα υποστήριξε, πως οι μερικοί μήνες που παρήλθαν μέχρι τη διαπίστωση του λάθους και την αξίωση των μισθών, δεν ήταν εύλογο διάστημα. Πρωτοδίκως συνυπολογίστηκαν, όπως έπρεπε, όλα τα δεδομένα. Στο λάθος συνέτεινε η μη υποβολή γραπτής αίτησης για περαιτέρω άδεια, η εφεσείουσα απουσίαζε στο εξωτερικό σχεδόν όλη τη σχετική περίοδο και οι μισθοί καταβάλλονταν μηνιαίως, ο τελευταίος μόλις ένα μήνα πριν τη διαπίστωση του λάθους. Κάτω από τις περιστάσεις, δεν παρήλθε μη εύλογος χρόνος μέχρι τη διαπίστωση του λάθους και, βεβαίως, μέχρι την αναζήτηση του ποσού που έγινε μερικές μόνο μέρες αργότερα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1384/05), ημερ. 5/6/07.
Σ. Δράκος, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα απουσίαζε από τα καθήκοντά της, ως Βοηθός Διευθύντρια στο Περιφερειακό Γυμνάσιο Κοκκινοτριμιθιάς, από την 1.11.2004 μέχρι 21.4.2005. Της είχε χορηγηθεί άδεια με απολαβές μόνο μέχρι τις 16.11.2004 ενώ για τις υπόλοιπες τρεις μέρες που εμφανιζόταν ότι κάλυπτε η γραπτή αίτηση που υπέβαλε στις 29.10.2004, ορίστηκε πως δεν θα είχε απολαβές. Εν τούτοις, στη συνέχεια, της καταβάλλονταν πλήρεις μισθοί μέχρι και τον Απρίλιο 2005.
Η εφεσείουσα δεν είχε υποβάλει άλλη γραπτή αίτηση αλλά η άποψη πως για όση περίοδο δεν κάλυπτε η μόνη αίτηση που υπέβαλε, παρανόμως, δηλαδή χωρίς άδεια, παρέμεινε εκτός υπηρεσίας, δεν έγινε δεχτή πρωτοδίκως και αυτό δεν αμφισβητείται ενώπιόν μας. Η εφεσείουσα χρειάστηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για να συνοδεύσει την αδελφή της που αντιμετώπιζε ιδιαιτέρως σοβαρό πρόβλημα υγείας και ενημέρωνε ανελλιπώς το Διευθυντή του Σχολείου στο οποίο υπηρετούσε, προς τον οποίο απέστελλε και τα σχετικά πιστοποιητικά. Διορίστηκε αντικαταστάτρια της, κατά την επικοινωνία της με το Διευθυντή δεν τέθηκε ζήτημα νέας γραπτής αίτησης για άδεια και, όπως εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν ενομιμοποιείτο η διοίκηση να θέτει τέτοιο θέμα.
Παρέμεινε, όμως, το γεγονός πως, όπως δέχεται και η εφεσείουσα, οι μισθοί μέχρι τον Απρίλιο 2005 καταβάλλονταν στην εφεσείουσα αχρεωστήτως. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1993 (Κ.Δ.Π. 307/93), εκπαιδευτικός, όπως η εφεσείουσα, δικαιούται, σε κάθε σχολικό έτος, για σοβαρούς προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, άδεια με πλήρεις απολαβές μέχρι 12 εργάσιμες μέρες. Στην περίπτωση της εφεσείουσας αυτές ήταν οι μέρες μεταξύ της 1ης και της 16ης Νοεμβρίου 2004. Ο Γενικός Λογιστής, σχεδόν αμέσως μετά την επάνοδο της εφεσείουσας στα καθήκοντά της, διαπίστωσε το λάθος με το έγγραφό του ημερομηνίας 30.5.2005 οπότε, με την επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερομηνίας 8.6.2005, ζητήθηκε από την αιτήτρια η επιστροφή του ποσού των £9.033,68 σεντ. Το ερώτημα ήταν αν μπορούσε η διοίκηση να ζητήσει επιστροφή του ποσού, όσο και αν δεν δικαιούτο σ' αυτό η εφεσείουσα. Πρωτοδίκως έγινε αναφορά στις αρχές που διέπουν την ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης και υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση πως δεν ήταν αυτό το ορθό πλαίσιο. Έγινε, όμως, και ενώπιόν μας αναφορά στα ίδια, μάλιστα με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία σε σχέση με τη θέση της εφεσίβλητης πως η υποτιθέμενη ανάκληση ήταν επιτρεπτή για λόγους δημοσίου συμφέροντος αφού ζημιώθηκε το δημόσιο με την καταβολή μισθών στην αντικαταστάτρια της εφεσείουσας. Όμως, δεν έχουμε εδώ κάποιας μορφής απόφαση για την καταβολή των μισθών. Έχουμε την ενέργεια της καταβολής των αχρεωστήτων μισθών και, όπως ορθά υποδεικνύεται και στην πρωτόδικη απόφαση, σχετικές πλέον είναι οι αρχές που ενσωματώνει το Άρθρο 53 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Αυτό το άρθρο, κωδικοποιώντας τη νομολογία, με τον παράτιτλο «αναζήτηση αχρεωστήτων», προβλέπει ως ακολούθως:
«Αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής και της εύρυθμης διοίκησης η μετά πάροδο εύλογου χρόνου αναδρομική αναζήτηση χρημάτων που η διοίκηση κατέβαλε παράνομα και που έλαβαν καλόπιστα οι πολίτες, όπως αποδοχές ή συντάξεις».
Η εφεσείουσα, συζητώντας το θέμα ακριβώς κάτω από το πρίσμα του Άρθρου 53 αναγνώρισε, ορθώς βεβαίως, ότι αποτελεί όρο για τον αποκλεισμό της δυνατότητας αναζήτησης, να έχει παρέλθει εύλογος χρόνος από την καταβολή των αχρεωστήτων. Αλλά και σε τέτοια περίπτωση, νοουμένου ότι ο πολίτης έλαβε τα αχρεώστητα καλοπίστως. Πρωτοδίκως κρίθηκε πως η αναζήτηση των μισθών έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο και πως δεν ήταν και καλόπιστη η λήψη των μισθών. Οι λόγοι έφεσης αφορούν και στις δυο πτυχές της πρωτόδικης απόφασης, μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της καλής πίστης, ως προς το οποίο η εφεσείουσα εκδήλωσε την ιδιαίτερη ευαισθησία της.
Με αναφορά στην παντελή έλλειψη πείρας στον τομέα, στο γεγονός ότι η ίδια συμπλήρωσε έντυπο για άδεια με απολαβές και στην έλλειψη ενημέρωσης συναφώς αφού βρισκόταν στο εξωτερικό, εγείρει έντονα το κατά πόσο πράγματι γνώριζε πως δεν εδικαιούτο στους μισθούς που της καταβάλλονταν. Δεν θα επεκταθούμε όμως στις λεπτομέρειες του θέματος που περιλαμβάνουν αναφορά και στις επιστολές τις οποίες η εφεσείουσα απέστειλε προς τη διοίκηση, αφού της ζητήθηκε να επιστρέψει τους μισθούς.
Η πρωτόδικη απόφαση, ως προς το ζήτημα του εύλογου χρόνου, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και με αυτό καθορίζεται και η τύχη της έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να επεκταθούμε στο ζήτημα της καλοπιστίας. Η εφεσείουσα υποστήριξε πως οι μερικοί μήνες που παρήλθαν μέχρι τη διαπίστωση του λάθους και την αξίωση των μισθών δεν ήταν εύλογο διάστημα. Πρωτοδίκως συνυπολογίστηκαν, όπως έπρεπε, όλα τα δεδομένα. Στο λάθος συνέτεινε η μη υποβολή γραπτής αίτησης για περαιτέρω άδεια, (βλ. συναφώς το έγγραφο του Γενικού Λογιστή ημερομηνίας 30.5.05 και την επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού προς την αιτήτρια ημερομηνίας 8.6.2005), η εφεσείουσα απουσίαζε στο εξωτερικό σχεδόν όλη τη σχετική περίοδο και οι μισθοί καταβάλλονταν μηνιαίως, ο τελευταίος μόλις ένα μήνα πριν τη διαπίστωση του λάθους. Κάτω από τις περιστάσεις δεν παρήλθε μη εύλογος χρόνος μέχρι τη διαπίστωση του λάθους και, βεβαίως, μέχρι την αναζήτηση του ποσού που έγινε μερικές μόνο μέρες αργότερα.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.