ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364
Θεοδοσίου Πέτρος Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 689
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Καλλένου Ελένη Πιερή ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 147, ECLI:CY:AD:2017:C66
ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 759/2011, 21 Μαρτίου 2012
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υποθ. Αρ.646/12, 29/5/2013
ΒΑΣΟΥΛΑ ΣΙΑΜΑΡΟΥ-ΜΑΡΑΓΚΟΥ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 287/2009, 16 Απριλίου 2010
ΤΙΤΟΣ ΦΑΝΟΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1307/2011, 22/12/2014, ECLI:CY:AD:2014:D985
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΥΡΟΥ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 25/2009, 5 Μαϊου 2011
(2010) 3 ΑΑΔ 110
22 Μαρτίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΙΑΣΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 98/2007)
Διοικητική Πράξη ― Βεβαιωτική σε αντιδιαστολή προς εκτελεστή απόφαση ― Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβληθείσας πράξης στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά το ζήτημα της διεξαγωγής νέας έρευνας που να δικαιολογεί την δημιουργία νέας εκτελεστής απόφασης.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκε απαράδεκτη η προσφυγή του ως προσβάλλουσα μη εκτελεστή (βεβαιωτική) απόφαση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι ζήτησαν και έλαβαν γνωμάτευση του νομικού τους συμβούλου δεν συνιστά νέο στοιχείο που αλλάζει τη φύση της βεβαιωτικής, δεύτερης και πανομοιότυπης απόφασης των εφεσιβλήτων.
Η πληρωμή του τέλους των Λ.Κ.30.- για την εξέταση της δεύτερης αίτησης του εφεσείοντα επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί την κατάσταση.
Η αναφορά, από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, στη διαβεβαίωση, που κατ' ισχυρισμό, οι εφεσίβλητοι του είχαν δώσει, με την επιστολή τους ημερ. 3.10.2001, ότι το δίπλωμα του εφεσείοντα θα παρείχε στον εφεσείοντα το δικαίωμα να εγγραφεί ως μέλος του ΕΤΕΚ, (υπό τον όρο ότι το πρώτο έτος σπουδών του θα ήταν το 2001, που στην προκείμενη περίπτωση δεν ήταν), επίσης δεν συνιστά νέο στοιχείο που διαφοροποιεί την κατάσταση υπέρ του εφεσείοντα. Η επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 3.10.2001, στην οποία περιλαμβάνεται η κατ' ισχυρισμό διαβεβαίωση των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα, ήταν πολύ προσεκτικά διατυπωμένη ώστε να μη δημιουργήσει σ' αυτόν οποιαδήποτε λανθασμένη εντύπωση ή προσδοκία. Τον πληροφορούσε απλά για το, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, υφιστάμενο νομικό καθεστώς.
Ο εφεσείων δεν έθεσε ενώπιον των εφεσιβλήτων οποιοδήποτε, νέο, ουσιώδες πραγματικό ή νομικό στοιχείο, αλλά ούτε και οποιοδήποτε νέο κύριο στοιχείο κρίσεως, ώστε οι εφεσίβλητοι να έχουν καθήκον να προβούν σε νέα έρευνα. Επομένως η δεύτερή τους (προσβαλλόμενη) απόφαση είναι απλά βεβαιωτική της πρώτης και όχι νέα εκτελεστή διοικητική πράξη. Ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε προσβάλει, εμπρόθεσμα, την πρώτη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364,
Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 689.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 53/06), ημερ. 4/6/07.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Αλ. Κουντουρή με Στ. Μαξούτη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής αποφοίτησε από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ) στον κλάδο Πολιτικής Μηχανικής και απευθύνθηκε στους εφεσίβλητους- καθ' ων η αίτηση (ΕΤΕΚ) ζητώντας να μάθει αν ο τίτλος Bachelor of Engineering του πανεπιστημίου του Nottingham του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αναγνωρισμένος τίτλος για σκοπούς εγγραφής στο ΕΤΕΚ, στον κλάδο Πολιτικής Μηχανικής. Οι εφεσίβλητοι ενημέρωσαν τον εφεσείοντα ότι το συγκεκριμένο δίπλωμα περιλαμβανόταν, τότε, στον κατάλογο διαπιστευμένων προγραμμάτων σπουδών των αρμοδίων επαγγελματικών σωμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου. Στη συνέχεια ο εφεσείων ενεγράφη και απέκτησε το προαναφερόμενο δίπλωμα από το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Στις 9.7.2004 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση στους εφεσίβλητους για να εγγραφεί στον κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου. Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 18.2.2005 πληροφόρησαν τον εφεσείοντα ότι η αίτηση του απορρίφθηκε για το λόγο ότι τα ακαδημαϊκά του προσόντα και συγκεκριμένα το προαναφερόμενο δίπλωμα του από το Βρετανικό πανεπιστήμιο δεν τυγχάνει αναγνώρισης από τους εφεσίβλητους. Ο εφεσείων επανήλθε μέσω του δικηγόρου του και υπέβαλε εκ δευτέρου αίτημα, στις 4.8.2005, για επανεξέταση της υπόθεσης του. Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 12.9.2005 πληροφόρησαν τον εφεσείοντα ότι για να εξεταστεί η αίτηση του θα έπρεπε να καταβάλει το ποσό των £30.-, πράγμα που ο εφεσείων έπραξε στις 11.10.2005. Τελικά οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 2.12.2005 (η οποία περιλαμβάνει την προσβαλλόμενη απόφαση) πληροφόρησαν και πάλι τον εφεσείοντα, με παρόμοιο λεκτικό όπως και την πρώτη φορά, ότι η αίτηση του απορρίφθηκε για τον ίδιο ακριβώς λόγο που είχε δοθεί και την προηγούμενη φορά, δηλαδή με την επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 18.2.2005.
Στην προσφυγή του ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ο αιτητής-εφεσείων πρόβαλε ισχυρισμούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, ότι η σύνθεση των αρμοδίων οργάνων των εφεσιβλήτων έπασχε, ότι η απόφαση ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και ανεπαρκούς έρευνας και επίσης ότι στερείτο αιτιολογίας. Οι εφεσίβλητοι ήγειραν δύο προδικαστικές ενστάσεις: (α) ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση εφόσον δεν κατείχε τα απαραίτητα προσόντα και (β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 2.12.2005 είναι βεβαιωτική της απόφασης της 18.2.2005 και επομένως ότι δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Διαζευκτικά, οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη.
Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, αφού εξέτασε τα γεγονότα της υπόθεσης και έκαμε αναφορά σε σχετική νομολογία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική της προηγούμενης και επομένως ότι δεν είναι εκτελεστή. Κατά συνέπεια απέρριψε την προσφυγή χωρίς όμως να εκδώσει διαταγή για έξοδα για το λόγο ότι η απάντηση που έδωσαν οι εφεσίβλητοι στον εφεσείοντα, όταν αυτός διερεύνησε το ζήτημα των σπουδών του στο συγκεκριμένο κλάδο, στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, ήταν τέτοια που εύλογα του δημιουργούσε την ελπίδα πως το δίπλωμα του θα αναγνωριζόταν.
Στην απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364 και Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 689. Σε σχέση με την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στη Θαλασσινός (ανωτέρω) ιδιαίτερη μνεία έγινε στο σύγγραμμα Μ.Δ. Στασινόπουλος, «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών», τέταρτη έκδοση (1964), όπου στη σελ. 175 διατυπώνονται οι σχετικές νομικές αρχές.
Η θεμελιωμένη αρχή είναι ότι για να μη χαρακτηριστεί ως βεβαιωτική δεύτερη, και με όμοιο περιεχόμενο, απόφαση, αυτή θα πρέπει να έχει ληφθεί μετά από τη διεξαγωγή νέας έρευνας κατά την οποίαν να εξετάστηκαν νέα πραγματικά γεγονότα ή νομικά θέματα. Κατά τον Στασινόπουλο το πότε υπάρχει νέα έρευνα είναι ζήτημα πραγματικό, θεωρείται όμως, γενικά, νέα έρευνα η λήψη υπόψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, το χρησιμοποιηθέν όμως νέο υλικό κρίνεται αυστηρώς διότι δεν πρέπει, ο απωλέσας την προθεσμία για την προσβολή μιας εκτελεστής πράξης, να μπορεί να καταστρατηγεί την προθεσμία εκείνη, με τη δημιουργία νέας πράξης, που εκδόθηκε κατ' επίφαση μεν νέας έρευνας, κατ' ουσίαν, όμως, στη βάση των ιδίων στοιχείων. Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959), σελ. 241, «νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνει χώραν εξέτασης νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπόψιν».
Η θέση του αιτητή, στην προσφυγή, ήταν ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε επανεξέταση, στη βάση νέων γεγονότων, τα οποία συνίσταντο: (α) στην πληρωμή τέλους Λ.Κ.30.-, (β) στο ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ζήτησαν τη γνωμάτευση του νομικού τους συμβούλου πριν επαναβεβαιώσουν την πρώτη τους απόφαση με την έκδοση της προσβαλλόμενης δεύτερης απόφασης τους, και (γ) στο ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν δώσει σχετική διαβεβαίωση στον αιτητή ότι το συγκεκριμένο δίπλωμα θα αναγνωριζόταν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η πληρωμή του τέλους των £30.- για εξέταση της δεύτερης αίτησης δεν συνιστά νέο γεγονός που επηρεάζει την ουσία της απόφασης. Αναφορικά με την νομική συμβουλή που ζήτησαν και έλαβαν οι καθ' ων η αίτηση και την οποία δεν είχαν ζητήσει και λάβει την πρώτη φορά, το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στη Θεοδοσίου (ανωτέρω), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και στην προκείμενη περίπτωση, όπως και στη Θεοδοσίου (ανωτέρω), η αναζήτηση της γνώμης του νομικού συμβούλου δεν συνιστούσε, αφ' εαυτής, νέα έρευνα.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, χωρίς να εξετάσει την ουσία της διαφοράς, κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 2.12.2005 είναι βεβαιωτική της απόφασης ημερ. 18.2.2005. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 2.12.2005, ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εξ υπαρχής επανεξέτασης και ότι λήφθηκε μετά από έρευνα και μελέτη νέων στοιχείων που ο εφεσείων έθεσε υπόψη των εφεσιβλήτων. Συγκεκριμένα το στοιχείο, το οποίο, κατ' ισχυρισμό, διαφοροποιεί την κατάσταση και το οποίο έθεσε υπόψη των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση ο εφεσείων-αιτητής, με την επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 4.8.2005, είναι ότι ο εφεσείων, προτού αποφασίσει για το πανεπιστήμιο στο οποίο θα φοιτούσε για απόκτηση του πτυχίου του, ζήτησε πληροφορίες ως προς την αναγνώριση τίτλων σπουδών συγκεκριμένων Αγγλικών πανεπιστημίων, ώστε να είναι βέβαιος ότι, με την απόκτηση του πτυχίου του, θα δικαιούτο σε εγγραφή ως μέλος του ΕΤΕΚ. Το ΕΤΕΚ, με επιστολή του ημερ. 3.10.2001, πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι το προαναφερόμενο δίπλωμα μπορεί να αναγνωριστεί (από το ΕΤΕΚ) αφού αυτό περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στον κατάλογο των διαπιστευμένων προγραμμάτων σπουδών των αρμοδίων Βρετανικών επαγγελματικών σωμάτων. Αυτό το στοιχείο, η διαβεβαίωση δηλαδή των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα, στην οποία ο εφεσείων βασίστηκε, όπως ήταν και αναμενόμενο να πράξει, σε συνδυασμό με την καταβολή και του τέλους των Λ.Κ.30.- για επανεξέταση της αίτησης εγγραφής του εφεσείοντα, συνιστούν νέο σημαντικό στοιχείο το οποίο οι εφεσίβλητοι όφειλαν να ερευνήσουν και επομένως, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η απόφαση τους ημερ. 2.12.2005 δεν είναι απλά βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης ημερ. 18.2.2005, αλλά νέα απόφαση που συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.
Αφού εξετάσαμε όλα τα ενώπιον μας στοιχεία καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η θέση του εφεσείοντα δεν μπορεί να γίνει δεκτή για τους εξής λόγους:
(α) Όπως ορθά παρατήρησε και το πρωτόδικο δικαστήριο το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι ζήτησαν και έλαβαν γνωμάτευση του νομικού τους συμβούλου δεν συνιστά νέο στοιχείο που αλλάζει τη φύση της βεβαιωτικής, δεύτερης και πανομοιότυπης απόφασης των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην Θεοδοσίου (ανωτέρω).
(β) Η πληρωμή του τέλους των Λ.Κ.30.- για την εξέταση της δεύτερης αίτησης του εφεσείοντα επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί την κατάσταση, όπως ορθά παρατήρησε και πάλι το πρωτόδικο δικαστήριο.
(γ) Η αναφορά, από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, στη διαβεβαίωση, που κατ' ισχυρισμό, οι εφεσίβλητοι του είχαν δώσει, με την επιστολή τους ημερ. 3.10.2001, ότι το προαναφερόμενο δίπλωμα θα παρείχε στον εφεσείοντα το δικαίωμα να εγγραφεί ως μέλος του ΕΤΕΚ, (υπό τον όρο ότι το πρώτο έτος σπουδών του θα ήταν το 2001, που στην προκείμενη περίπτωση δεν ήταν), επίσης δεν συνιστά νέο στοιχείο που διαφοροποιεί την κατάσταση υπέρ του εφεσείοντα. Παρατηρούμε συναφώς ότι, η επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 3.10.2001, στην οποία περιλαμβάνεται η κατ' ισχυρισμό διαβεβαίωση των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα, ήταν πολύ προσεκτικά διατυπωμένη ώστε να μη δημιουργήσει σ' αυτόν οποιαδήποτε λανθασμένη εντύπωση ή προσδοκία. Τον πληροφορούσε απλά για το, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, υφιστάμενο νομικό καθεστώς.
Με τα προαναφερόμενα κατά νούν κρίνουμε ότι ο εφεσείων δεν έθεσε ενώπιον των εφεσιβλήτων οποιοδήποτε, νέο, ουσιώδες πραγματικό ή νομικό στοιχείο, αλλά ούτε και οποιοδήποτε νέο κύριο στοιχείο κρίσεως, ώστε οι εφεσίβλητοι να έχουν καθήκον να προβούν σε νέα έρευνα. Επομένως η δεύτερη τους (προσβαλλόμενη) απόφαση είναι απλά βεβαιωτική της πρώτης και όχι νέα εκτελεστή διοικητική πράξη. Ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε προσβάλει, εμπρόθεσμα, την πρώτη απόφαση.
Για τους προαναφερόμενους λόγους συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο, ως προς το αποτέλεσμα, και κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται, με €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.