ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2010) 3 ΑΑΔ 96

15 Μαρτίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

Εφεσείων - Καθ΄ου η αίτηση Αρ. 1,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 64/2007)

 

Επίτροπος Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων ― Καθορισμός ανώτατου μηνιαίου τέλους παροχής Μισθωμένων Γραμμών ― Διάταγμα με βάση το Άρθρο 19(1)(ρ) του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 (Ν. 19(Ι)/2002) ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι η έρευνα που προηγήθηκε της έκδοσης του Διατάγματος ήταν ελλιπής στην εξετασθείσα υπόθεση.

Ο εφεσείων ζήτησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε το επίδικο Διάταγμά του που είχε εκδοθεί δυνάμει του Άρθρου 19(1)(ρ) του Ν.19(Ι)/2002.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

     Το επίδικο διάταγμα είχε εκδοθεί με βάση το Άρθρο 19(1)(ρ) του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 (Ν.19(Ι)/2002). 

     Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, το επίκεντρο της συζήτησης στην υπό κρίση υπόθεση βρισκόταν στη βάση πάνω στην οποία προσδιορίστηκε το ανώτατο τέλος. 

     Διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως ο Επίτροπος, πριν την έκδοση του Διατάγματος, ανέθεσε σε Σύμβουλό του τον έλεγχο του συστήματος κοστολόγησης της εφεσίβλητης-αιτήτριας αλλά, αφού αυτός προέβη σε ορισμένες ενέργειες, εγκατέλειψε το έργο του ατελείωτο και δεν υπέβαλε οποιαδήποτε έκθεση, για λόγους που δεν καταγράφηκαν οπουδήποτε.

     Έχοντας μελετήσει με προσοχή τόσο τα δεδομένα στην υπόθεση όσο και την πρωτόδικη απόφαση κρίνεται πως η κατάληξή της ήταν ορθή κάτω από τις περιστάσεις.  Τόσο η αποτυχία της συμπλήρωσης της έρευνας του Συμβούλου και της κατάληξης σε συμπεράσματα, όσο και η έλλειψη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας, ασχέτως του αν τούτο θα ήταν δύσκολο ή χρονοβόρο, δεν απάλλαττε της ευθύνης τον εφεσείοντα-καθ΄ου η αίτηση 1 να ερευνήσει πλήρως το θέμα. Χωρίς τέτοια έρευνα και με ενδεχόμενο πλάνης, ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 650/04), ημερ. 28/3/07.

Χ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Κλεάνθους, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Χ" Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Με την προσφυγή της η εφεσίβλητη-αιτήτρια ζητούσε την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα του καθ΄ου η αίτηση 1 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Αρ.ΔΕ7/04 (Παράρτημα Α) με το οποίο καθόρισε το ανώτατο μηνιαίο τέλος παροχής Μισθωμένων Γραμμών για σκοπούς διασύνδεσης των Παροχέων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και μερικώς μισθωμένων κυκλωμάτων ρυθμού μετάδοσης 2 Mbps των αιτητών στις ΛΚ76 μηνιαίως είναι άκυρο παράνομο  και άνευ οιουδήποτε αποτελέσματος.»

Τα νομικά σημεία στα οποία βασιζόταν η προσφυγή ήταν κατά λέξη τα πιο κάτω:

«1   Το επίδικο διάταγμα εξεδόθη καθ' υπέρβαση των εξουσιών που παρέχονται από το Άρθρο 19(1)(ρ) του Ν.19(Ι)/2002

 2. Το επίδικο Διάταγμα εξεδόθη κατά παράβαση των Άρθρων 19(1)ρ, και 65(1) του Ν.19(Ι)/2002.

 3. Το επίδικο Διάταγμα είναι αναιτιολόγητο προϊόν ανύπαρκτης ή ελλιπούς έρευνας αυθαίρετο και προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και/ή τον Νόμον.

 4. Το επίδικο Διάταγμα εσφαλμένα και/ή παράνομα στηρίχθηκε αντί στα διαθέσιμα στοιχεία κόστους όπως έπρεπε, στην μέθοδο της βέλτιστης πρακτικής (Benchmarking) που δεν προσφέρετο.»

Ο πρωτόδικος Δικαστής ακύρωσε τη διοικητική απόφαση και ο εφεσείων - καθ' ου η αίτηση 1, Επίτροπος Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, εφεσίβαλε την απόφαση.  Αφού ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίον προβαλλόταν η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η προσφυγή δεν κατέστη απαράδεκτη ως μη έχουσα αντικείμενο μετά την κατάργηση του Διατάγματος ΔΕ7/2004, εγκαταλείφθηκε, παραμένει ένας μόνο λόγος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα αποφάσισε ότι υφίστατο ενδεχόμενο πλάνης και ανάγκη περαιτέρω έρευνας γεγονός που πλήττει το υπόβαθρο της επιλογής». Ο όρος «επιλογή» αφορά την επιλογή του Επιτρόπου να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της βέλτιστης πρακτικής (benchmarking) αντί τη μέθοδο της κοστοστρέφειας, δηλαδή της συνάρτησης του τέλους παροχής υπηρεσιών προς το κόστος τους.

Το επίδικο διάταγμα είχε εκδοθεί με βάση το Άρθρο 19(1)(ρ) του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 (Ν.19(Ι)/2002). 

Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, το επίκεντρο της συζήτησης στην υπό κρίση υπόθεση βρισκόταν στη βάση πάνω στην οποία προσδιορίστηκε το ανώτατο τέλος.  Με βάση το κοινό δεδομένο πως τέτοιο ανώτατο τέλος θα πρέπει να καθορίζεται κατά τις αρχές της κοστοστρέφειας, υπάρχει ισχυρισμός ότι ο Επίτροπος παρανόμως επέλεξε μέθοδο ασύνδετη προς το κόστος.  Είναι κοινή θέση, ότι ο Επίτροπος πράγματι καθόρισε το ανώτατο όριο χωρίς αναφορά στο πράγματι κόστος, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που περιγράφεται ως βέλτιστης πρακτικής (benchmarking), δηλαδή χρησιμοποιώντας ως βάση το μέσο όρο των τελών των μισθωμένων γραμμών των αγορών των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δέστε Παράρτημα Α του Διατάγματος).

Ήταν η θέση της εφεσίβλητης-αιτήτριας ότι δεν παρείχετο τέτοια εξουσία από το Άρθρο 19(Ι)(ρ) και πως το κόστος εδώ και στην Ευρώπη δεν είναι συγκρίσιμο.  Επίσης, προβαλλόταν η θέση ανεπάρκειας αιτιολογίας της επιλογής που έγινε, με τον ισχυρισμό ότι υπήρχαν διαθέσιμες πληροφορίες κόστους, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση.  Η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι η αιτιολογία προέκυπτε από το Διάταγμα, σε συνδυασμό από το «εισηγητικό έγγραφο» και το όλο «περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου», αλλά δεν καθορίζει ποια ήταν αυτή η αιτιολογία.

Όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, το διάταγμα δεν περιλαμβάνει τη συζητούμενη αιτιολογία, αλλά ούτε και το εισηγητικό έγγραφο. 

Διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως ο Επίτροπος, πριν την έκδοση του Διατάγματος, ανέθεσε σε Σύμβουλό του τον έλεγχο του συστήματος κοστολόγησης της εφεσίβλητης - αιτήτριας αλλά, αφού αυτός  προέβη σε ορισμένες ενέργειες, εγκατέλειψε το έργο του ατελείωτο και δεν υπέβαλε οποιαδήποτε έκθεση, για λόγους που δεν καταγράφηκαν οπουδήποτε.

Μετά από επαφές μεταξύ των δύο μερών, σε σημείωμα ημερομηνίας 12.1.04 ο εφεσείων - καθ' ου η αίτηση 1 καταλήγει ως ακολούθως:

«Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνεται ότι οι πληροφορίες που δόθηκαν στο ΓΕΡΤΤ μετά την προαναφερθείσα συνάντηση δεν παρέχουν αρκετά στοιχεία ώστε να γίνει αντικειμενικός υπολογισμός του κόστους ΜΓ που παρέχονται από την ΑΤΗΚ.  Ως εκ τούτου κρίνεται ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν θα δώσει αποδεικτικά καλύτερα αποτελέσματα από την μέθοδο της βέλτιστης πρακτικής που ακολουθήθηκε και δύναται να αμφισβητηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό. Στη βάση των πιο πάνω συμπερασμάτων η ΟΕ αποφάσισε να υιοθετήσει τη μέθοδο της βέλτιστης πρακτικής όπου χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία διαθέσιμα από την ΕΕ τα οποία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.»

Δεν φαίνεται από τα στοιχεία ενώπιον τόσο του Πρωτόδικου όσο και του Εφετείου, ότι το κοστολογικό σύστημα της εφεσίβλητης-αιτήτριας ήταν αναξιόπιστο ή ότι δήλωσε αδυναμία να ανταποκριθεί στην παροχή πληροφοριών που είχαν ζητηθεί.  Με επιστολή της, ημερομηνίας 24.11.03, στην οποία και αναφέρεται το σημείωμα, εξήγησε τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος κοστολόγησης και πως η συλλογή των πληροφοριών που της ζητήθηκαν ήταν δύσκολη και χρονοβόρα, έχοντας υπόψη και τα στενά χρονοδιαγράμματα που της τέθηκαν.  Εισηγείτο, περαιτέρω, την άμεση και απευθείας παρακολούθηση των κατανομών του συστήματος κοστολόγησης ως την κατάλληλη μέθοδο συλλογής των πληροφοριών που χρειάζονταν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας όλα τα δεδομένα, κατέληξε ως ακολούθως:

«Προκύπτει ως το κρίσιμο ο λόγος της επιλογής που έγινε και η επάρκειά του. Αυτός, όπως τελικά προκύπτει, θα πρέπει να αναζητηθεί στο Σημείωμα της 12.1.04.  Η αντιστοίχηση αυτή του Σημειώματος προς τα προηγηθέντα πράγματι δημιουργεί θέμα παρανόησης.  Είναι γεγονός πως οι αιτητές δεν δήλωσαν με την επιστολή τους ημερομηνίας 24.11.03 την αδυναμία στην οποία αναφέρεται το Σημείωμα.  Οι ακριβείς θέσεις τους φαίνονται στα αποσπάσματα που έχω παραθέσει.  Περαιτέρω, η πολυπλοκότητα του συστήματος κοστολόγησης που χρησιμοποίησαν ήταν προς τη δυνατότητα ελέγχου με αναφορά στην κοστοστρέφεια που μπορούσε να συσχετισθεί και όχι προς πράγματι απομάκρυνση του συστήματος από αυτή την αρχή.  Ο Επίτροπος, μετά από συνεννόηση και αλληλογραφία που προηγήθηκε, ανέθεσε σε Σύμβουλο την ετοιμασία σχετικής έκθεσης.  Αυτή έγινε εν γνώσει του κοστολογικού συστήματος και το συμπέρασμα είναι πως δεν ήταν εξ αρχής ο προσανατολισμός του Επιτρόπου προς τη μέθοδο της βέλτιστης πρακτικής.  Την αποτυχία αυτού του ελέγχου από το Σύμβουλο, τους λόγους της οποίας δεν γνωρίζουμε, δεν μπορούν βεβαίως να τη χρεωθούν οι αιτητές.  Αφού δε, ενόψει και των παρατηρήσεων αναφορικά με το υπόβαθρο της επιλογής, προκύπτει πράγματι το ενδεχόμενο πλάνης αλλά, εν πάση περιπτώσει, και περαιτέρω έρευνας έστω κατά τον εναλλακτικό τρόπο που εισηγήθηκαν οι αιτητές, επί του οποίου δεν έχει γίνει αναφορά από τους καθ΄ων η αίτηση, καταλήγω πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.  Ενόψει αυτής της κατάληξης, που πλήττει το υπόβαθρο της επιλογής, δεν χρειάζεται να με απασχολήσει το γενικότερο ζήτημα που έχουν εγείρει οι αιτητές ως προς τη μέθοδο της βέλτιστης πρακτικής στο πλαίσιο των νομοθετικών ρυθμίσεων.»

Έχοντας μελετήσει με προσοχή τόσο τα δεδομένα στην υπόθεση όσο και την πρωτόδικη απόφαση του ευπαίδευτου συναδέλφου, κρίνουμε πως η κατάληξη του ήταν ορθή κάτω από τις περιστάσεις.  Τόσο η αποτυχία της συμπλήρωσης της έρευνας του Συμβούλου και της κατάληξης σε συμπεράσματα, όσο και η έλλειψη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας, ασχέτως του αν τούτο θα ήταν δύσκολο ή χρονοβόρο, δεν απάλλαττε της ευθύνης τον εφεσείοντα - καθ' ου η αίτηση 1 να ερευνήσει πλήρως το θέμα. Χωρίς τέτοια έρευνα και με ενδεχόμενο πλάνης, ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο