ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 54
2 Μαρτίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΜΑΡΙΝΟΥ ΚΑΣΙΝΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3/2007)
Ερμηνεία ― Άρθρο 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 σε συνδυασμό με το Άρθρο 2 του Νόμου ― Κατά πόσο η Κ.Δ.Π. 250/2000 εξακολουθούσε να είναι δεσμευτική και μετά την αντικατάσταση της ρύθμισής της δυνάμει του τροποποιητικού περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμου (Ν. 221(Ι)/2002).
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Η αρχή της καλής πίστης και η εξειδίκευσή της στην προστασία του διοικουμένου από αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης ― Περιστάσεις παραβίασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη στην κριθείσα περίπτωση.
Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ― Εγγραφή στο Μητρώο Μελών ― Η μεταβολή του σχετικού νομοθετικού καθεστώτος με τον τροποποιητικό Νόμο (Ν. 221(Ι)/2002) και οι συνέπειές της.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η άρνησή τους να εγγράψουν τον εφεσίβλητο στο μητρώο μελών τους στον κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με το Άρθρο 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, κάθε φορά που νόμος έχει ήδη ακυρωθεί, όλα τα δημόσια έγγραφα, τύποι και διορισμοί που συντάσσονται με βάση τον ακυρωθέντα νόμο, συνεχίζουν να είναι ισχυρά και έγκυρα, εφ' όσον δεν είναι ασυμβίβαστα με τις αντικατασταθείσες πρόνοιες.
Στο Άρθρο 2 του ίδιου Νόμου δίδεται ο ορισμός του «δημόσιου εγγράφου» στον οποίο περιλαμβάνονται διατάγματα Υπουργικού Συμβουλίου, κανονισμοί κλπ.
Μια πηγή δικαίου δεν μπορεί (εκτός ρητών εξαιρέσεων) να περιορίσει ή καταργήσει πηγή δικαίου ανώτερης βαθμίδας. Οι κανονιστικές πράξεις πρέπει να συνάδουν με το Σύνταγμα και τους νόμους.
2. Κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης του εφεσιβλήτου εν προκειμένω το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε πλέον την αρμοδιότητα να καθορίζει τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή στο μητρώο του ΕΤΕΚ. Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσο οι προηγούμενες δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις είναι εφαρμοστέες ή όχι. Αν είναι, με άλλα λόγια, ασυμβίβαστες με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις.
Το ΕΤΕΚ επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά παραβαίνοντας τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Εκτός του ότι η Κ.Δ.Π. 250/2000 δεν έχει καταργηθεί και εξακολουθεί να δεσμεύει και μετά την τροποποίηση του Νόμου, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα νόμο ο συγκεκριμένος τίτλος σπουδών αναγνωρίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Επιμελητηρίου, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 7(Ι)(α) του Νόμου. Ήταν συνεπώς το Επιμελητήριο συνυπεύθυνο για την έγκριση του τίτλου. Έτσι το Επιμελητήριο, ακόμα κι' αν είχε τη δυνατότητα να μην αναγνωρίσει πλέον το συγκεκριμένο τίτλο σπουδών, είχε τουλάχιστον την υποχρέωση να εξηγήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί τίτλος σπουδών που είχε αναγνωριστεί με δική του εισήγηση λίγα χρόνια πριν, τώρα δεν εθεωρείτο αρκετός για εγγραφή.
Αυτή η έλλειψη αιτιολόγησης της αλλαγής στάσης της διοίκησης θα συνιστούσε αντιφατική συμπεριφορά και συνεπώς κλονισμό της εμπιστοσύνης που πρέπει ο διοικούμενος να έχει έναντι της διοίκησης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σπάταλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 277/99 κ.ά., ημερ. 3.7.2001,
Γερμανός κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1624/05, ημερ. 15.6.2007.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 928/05), ημερ. 20/11/06.
Αλ. Κουντουρή με Στ. Μαξιούτη, για Τάσσο Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τους Εφεσείοντες.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αποφοίτησε από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, στον κλάδο Πολιτικής Μηχανικής. Στη συνέχεια εξασφάλισε τον τίτλο Bachelor of Engineering (Honours) in Civil Engineering του Πανεπιστημίου Surrey του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 16.7.2004 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του στο μητρώο μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ) στον κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου.
Η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ στη συνεδρία της ημερομηνίας 26.5.2005 αποφάσισε όπως μη αναγνωρίσει το πτυχίο του προς εγγραφή, βάσει των προνοιών του Άρθρου 7(1) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990, Ν.224/90.
Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι με την αποφοίτησή του από το Α.Τ.Ι. μαζί με άλλους απόφοιτους απευθύνθηκε στο ΕΤΕΚ ζητώντας επίσημη πληροφόρηση κατά πόσο ο τίτλος Bachelor of Engineering (Honours) in Civil Engineering του Πανεπιστημίου Surrey του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν αναγνωρισμένος.
Το ΕΤΕΚ σε σχετική απάντησή του στην οποία θα αναφερθούμε με λεπτομέρεια στη συνέχεια, πληροφόρησε ότι ο συγκεκριμένος τίτλος περιλαμβάνεται στον κατάλογο διαπιστευμένων προγραμμάτων σπουδών του Engineering Council και του Institute of Civil Engineers του Ηνωμένου Βασιλείου. Πληροφορούσε ακόμα ότι ο τίτλος είχε περιληφθεί στην Κ.Δ.Π. 250/2000, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 8.9.2000.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι βασιζόμενος στη διαβεβαίωση ότι το συγκεκριμένο δίπλωμα τυγχάνει αναγνώρισης για σκοπούς εγγραφής, προχώρησε και ακολούθησε τις συγκεκριμένες σπουδές, με αποτέλεσμα το ΕΤΕΚ, αρνούμενο να τον εγγράψει, παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και την εμπιστοσύνη έναντι του διοικούμενου.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι με τον τροποποιητικό Νόμο 221(Ι)/2002 η νομική κατάσταση άλλαξε. Προηγουμένως, ο Νόμος 224/1990 προέβλεπε ότι η αναγνώριση των πτυχίων για σκοπούς εγγραφής στο ΕΤΕΚ γινόταν, ύστερα από εισήγηση του Επιμελητηρίου από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο προέβαινε στη δημοσίευση σχετικής Γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (εξ ου και η Κ.Δ.Π. 250/2000 με την οποία το δίπλωμα του εφεσίβλητου ετύγχανε αναγνώρισης). Το Άρθρο 7 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 221(Ι)/2002, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.12.2002 αλλά άρχισε να ισχύει ύστερα από σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου από την 1.5.2004, ημερομηνία προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (βλέπε Κ.Δ.Π. 44/2004, ημερομηνίας 30.1.2004), προνοεί ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου και να είναι μέλος του Επιμελητηρίου αν κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο. Η αρμοδιότητα αναγνώρισης, δηλαδή, των τίτλων, μεταβιβάστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στο Επιμελητήριο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η διακριτική ευχέρεια την οποία είχε το ΕΤΕΚ για αναγνώριση ενός πτυχίου δεν αναιρούσε τη δέσμευσή του από την Κ.Δ.Π. 250/2000 η οποία, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ουδέποτε καταργήθηκε. Η απόφαση αυτή της διοίκησης, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν αντιφατική, αφού το ΕΤΕΚ αποφάσισε, χωρίς να αιτιολογήσει τη στάση του, να μην αναγνωρίσει το δίπλωμα του εφεσίβλητου. Αυτό, κατέληγε, συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και δικαιολογούσε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.
Οι εφεσείοντες δεν ηθέλησαν, και πολύ σωστά, να υποστηρίξουν το θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος του εφεσίβλητου που είχαν εγείρει προηγουμένως. Το έννομο συμφέρον του εφεσίβλητου είναι προφανές, αφού ουσιαστικά οι εφεσείοντες του αρνήθηκαν ότι κατέχει τα προσόντα προς εγγραφή.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Κ.Δ.Π. 250/2000 δεν καταργήθηκε και ότι το ΕΤΕΚ συνέχιζε να είναι δεσμευμένο από αυτή. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το ΕΤΕΚ έδρασε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και ότι εξέδωσε αντιφατική απόφαση. Τέλος, παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η μη αναγνώριση του διπλώματος του εφεσείοντα δεν είχε αιτιολογηθεί.
Όπως είδαμε προηγουμένως ο Νόμος τροποποιήθηκε με το Ν.221(Ι)/2002 και έτσι από την 1.5.2004, η εγγραφή στο μητρώο μελών του Επιμελητηρίου γίνεται κατόπιν αναγνώρισης του ακαδημαϊκού προσόντος από το Επιμελητήριο και όχι, πλέον, από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η Κ.Δ.Π. 250/2000 δεν καταργήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο. Το θέμα που τίθεται είναι κατά πόσο οι πρόνοιες της είναι ασυμβίβαστες με τη νέα διαδικασία που έχει θεσπιστεί με το Ν.221(Ι)/2002, οπότε και παύει να έχει οποιαδήποτε ισχύ.
Σύμφωνα με το Άρθρο 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, κάθε φορά που νόμος έχει ήδη ακυρωθεί, όλα τα δημόσια έγγραφα, τύποι και διορισμοί που συντάσσονται με βάση τον ακυρωθέντα νόμο, συνεχίζουν να είναι ισχυρά και έγκυρα, εφ' όσον δεν είναι ασυμβίβαστα με τις αντικατασταθείσες πρόνοιες.
Στο Άρθρο 2 του ίδιου Νόμου δίδεται ο ορισμός του «δημόσιου εγγράφου» στον οποίο περιλαμβάνονται διατάγματα Υπουργικού Συμβουλίου, κανονισμοί κλπ.
Οι πηγές του δικαίου δεν είναι ισότιμες. Αντιθέτως έχουν διαφορετική τυπική ισχύ, είναι δηλαδή καταταγμένες σε διάφορες βαθμίδες μιας ιδεατής πυραμίδας στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Ακολουθούν το Σύνταγμα, μετά οι νόμοι και έπονται οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις. Μια πηγή δικαίου δεν μπορεί (εκτός ρητών εξαιρέσεων) να περιορίσει ή καταργήσει πηγή δικαίου ανώτερης βαθμίδας. Οι κανονιστικές πράξεις πρέπει να συνάδουν με το Σύνταγμα και τους νόμους (βλέπε Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση, 1994, σελ. 43-45 και Σπάταλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 277/99 κ.ά., ημερ. 3.7.2001).
Κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε πλέον την αρμοδιότητα να καθορίζει τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή στο μητρώο του ΕΤΕΚ. Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσο οι προηγούμενες δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις είναι εφαρμοστέες ή όχι. Αν είναι, με άλλα λόγια, ασυμβίβαστες με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις.
Δεν βλέπουμε γιατί το γεγονός της αλλαγής του αποφασίζοντος οργάνου να επενεργεί επί της εγκυρότητας των στο παρελθόν εκδοθεισών διοικητικών πράξεων με τις οποίες αναγνωρίζονταν συγκεκριμένα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ' όψιν ότι η αναγνώριση ελάμβανε χώρα ύστερα από εισήγηση του ΕΤΕΚ, του με το νέο νομοθετικό καθεστώς αρμόδιου πλέον οργάνου να αναγνωρίζει προσόντα.
Πολύς λόγος έγινε και για την επιστολή που το ΕΤΕΚ απέστειλε σε κάποιους ενδιαφερόμενους στις 23.4.2002. Η επιστολή αυτή δεν απευθύνεται προς τον εφεσίβλητο, αλλά σε άλλο πρόσωπο που προφανώς αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα. Εξηγούσε με σαφήνεια την κρατούσα, τότε, νομική κατάσταση, δηλαδή το Νόμο 224/1990, πριν τροποποιηθεί από το Ν.221(Ι)/2002, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 27.12.2002 και τέθηκε, όπως είδαμε και πιο πάνω, σε ισχύ την 1.5.2004.
Ο εφεσίβλητος υπέβαλε την αίτησή του για εγγραφή στις 16.7.2004 και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 26.5.2005. Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται κάποιος υπαινιγμός για καθυστέρηση στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά δεν βλέπουμε πως η όποια τυχόν καθυστέρηση παρέβλαψε τα συμφέροντα του εφεσίβλητου.
Βρίσκουμε ότι οι εφεσείοντες άσκησαν την αρμοδιότητά τους μέσα σε εύλογο χρόνο και ότι η απόφαση τους ήταν επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά και νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται (Γερμανός κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1624/05, ημερ. 15.6.2007).
Έχουμε καταλήξει ότι οι εφεσείοντες είναι και ένοχοι αντιφατικής συμπεριφοράς. Όχι όμως γιατί με την επιστολή ημερ. 23.4.2002 παραπλάνησαν ή καθοδήγησαν λανθασμένα τον εφεσίβλητο. Η συγκεκριμένη επιστολή η οποία ας μη ξεχνούμε, δεν στάληκε στον εφεσίβλητο, αλλά σε άλλους, εξηγούσε την υφιστάμενη τότε νομική κατάσταση η οποία μεταβλήθηκε, από τη Βουλή, οκτώ μήνες αργότερα, ενώ η τροποποίηση τέθηκε σε ισχύ πέραν των δύο ετών, μετά τη δημοσίευσή της. Η επιστολή είναι άνευ σημασίας στην παρούσα υπόθεση.
Το ΕΤΕΚ επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά παραβαίνοντας τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης για κάποιο άλλο λόγο. Εκτός του ότι η Κ.Δ.Π. 250/2000 δεν έχει καταργηθεί και όπως είδαμε προηγουμένως εξακολουθεί να δεσμεύει και μετά την τροποποίηση του Νόμου, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα νόμο ο συγκεκριμένος τίτλος σπουδών αναγνωρίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Επιμελητηρίου, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 7(Ι)(α) του Νόμου. Ήταν συνεπώς το Επιμελητήριο συνυπεύθυνο για την έγκριση του τίτλου. Έτσι το Επιμελητήριο, ακόμα κι' αν είχε τη δυνατότητα να μην αναγνωρίσει πλέον το συγκεκριμένο τίτλο σπουδών, είχε τουλάχιστον την υποχρέωση να εξηγήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί τίτλος σπουδών που είχε αναγνωριστεί με δική του εισήγηση λίγα χρόνια πριν, τώρα δεν εθεωρείτο αρκετός για εγγραφή.
Αυτή η έλλειψη αιτιολόγησης της αλλαγής στάσης της διοίκησης θα συνιστούσε αντιφατική συμπεριφορά και συνεπώς κλονισμό της εμπιστοσύνης που πρέπει ο διοικούμενος να έχει έναντι της διοίκησης.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, πλέον Φ.Π.Α.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.