ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 598

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 72/2008)

 

22 Δεκεμβρίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

                                                                 Εφεσείοντες/Καθ' ων η αίτηση,

v.

 

SVETLANA SHALAEVA,

Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.

_________________________________

 

Ρ. Παπαέτη (κα), για τους Εφεσείοντες.

Π. Μιχαήλ, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η Εφεσίβλητη είναι ρωσίδα υπήκοος η οποία στις 21.12.2001 τέλεσε πολιτικό γάμο με ελληνοκύπριο.  Ως αποτέλεσμα, της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής η οποία παρατάθηκε μέχρι την 31.3.2005.  Τον Σεπτέμβριο του 2004 εγκατέλειψε τη συζυγική εστία και ο σύζυγός της καταχώρησε αίτηση διαζυγίου.  Επειδή με τον χωρισμό της δεν είχε οικονομικούς πόρους για να συντηρηθεί, υπέβαλε μέσω της δικηγόρου της στις 14.12.2004, αίτηση στις αρμόδιες αρχές για να της παραχωρηθεί άδεια για να εργαστεί ως σερβιτόρα σε καφετέρια.  Η αίτησή της απορρίφθηκε στις 12.5.2005 με το αιτιολογικό ότι αυτή δεν διέμενε πλέον με το σύζυγό της και κλήθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την προσφυγή 824/05 η οποία αφορά στην παρούσα έφεση.  Προτού εκδικαστεί η υπόθεσή της, η Εφεσίβλητη απελάθηκε στις 19.10.2005. 

 

Ως αποτέλεσμα άλλων ενεργειών της διοίκησης, μεταγενέστερων της επίδικης απόφασης, η Εφεσίβλητη αναγκάστηκε να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο άλλες 3 φορές.  Με την προσφυγή 869/05, αμφισβήτησε τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης της ημερ. 27.7.2005.  Σχετική είναι η Α.Ε. 131/2006.  Η δεύτερη προσφυγή με αρ. 1064/05 αφορά στην απόρριψη αιτήματος για επανεξέταση.  Και αυτή απορρίφθηκε για να εφεσιβληθεί με την Α.Ε. 45/07.  Η έφεση πέτυχε κατά πλειοψηφία.  Τέλος, ακολούθησε η προσφυγή 1033/05 που αφορούσε σε αίτημα για επανεξέταση της απόφασης της διοίκησης να μην της παραχωρήσει άδεια παραμονής.  Το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση δεν ήταν εκτελεστή πράξη και ότι η μόνη εκτελεστή πράξη είναι η άρνηση της διοίκησης ημερ. 12.5.2005, που αποτελεί επίδικο θέμα στην παρούσα προσφυγή.

 

Πρωτοδίκως, η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι στην περίπτωσή της εφαρμόζεται ο περί Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμος του 2003 (Ν. 92(Ι)/2003) και ότι πεπλανημένα η διοίκηση δεν έλαβε υπόψη τον πιο πάνω Νόμο και τον έγκυρο γάμο της με κύπριο.  Αντίθετα, οι Εφεσείοντες υποστήριξαν πρωτόδικα ότι ο συγκεκριμένος Νόμος εφαρμόζεται μόνο στους υπηκόους των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους και όχι στην παρούσα περίπτωση η οποία αφορά σε σύζυγο κύπριου πολίτη.

 

Ο αδελφός μας Δικαστής που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή έκρινε ότι ο Νόμος εφαρμόζεται στην περίπτωση της Εφεσίβλητης και ότι η διοίκηση ενήργησε πεπλανημένα, με αποτέλεσμα να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

Οι Εφεσείοντες, με τέσσερις λόγους έφεσης, προσβάλλουν την απόφαση του αδελφού Δικαστή.

 

Νομικοί λόγοι εκτός δικογράφου - Λόγος έφεσης 4

Κατά πόσον τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος 92(Ι)/2003 - Λόγος έφεσης 3

Θα αρχίσουμε με τους δύο τελευταίους λόγους έφεσης, με τους οποίους οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι ο αδελφός μας Δικαστής, εσφαλμένα και πεπλανημένα εξέτασε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στην γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης περί παραβίασης των προνοιών του Νόμου 92(Ι)/2003 και για τη νομιμότητα του όρου που τέθηκε στην άδεια παραμονής που παραχωρήθηκε στην Εφεσίβλητη, καθότι τέτοιοι ισχυρισμοί δεν περιλαμβάνονταν στους νομικούς λόγους για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Όπως εισηγήθηκε η δικηγόρος των Εφεσειόντων, η εξέταση λόγων ακύρωσης που δεν είχαν εξειδικευτεί στην προσφυγή, έγινε κατά παράβαση του Κανονισμού 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.

 

Αν κριθεί ότι ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω, στα πλαίσια του λόγου έφεσης 3, ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο Νόμος 92(Ι)/2003 τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση και ότι η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να παραμείνει στην Κύπρο ως σύζυγος κύπριου πολίτη.  Όπως αναφέρει η κα Παπαέτη στο περίγραμμα αγόρευσής της, ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης ουδέποτε προέβαλε ένα τέτοιο ισχυρισμό πρωτοδίκως.  Εκείνο που πρόβαλε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας ως λόγο ακύρωσης, ήταν μόνο πιθανή παραβίαση του άρθρου 71 του Νόμου 92(Ι)/2003, το οποίο αφορά στη λήψη απόφασης για ανανέωση άδειας από την αρμόδια αρχή, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, στο περίγραμμα αγόρευσης του ανέφερε ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης δεν πρέπει να εξεταστούν.  Από τη στιγμή που οι Εφεσείοντες δεν ήγειραν ένα τέτοιο θέμα πρωτοδίκως, κωλύονται από του να το εγείρουν στο στάδιο της έφεσης.

 

Οι δύο λόγοι έφεσης ευσταθούν.

 

Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως».  Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007).  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.  Σε διαφορετική περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4Γ ΑΑΔ 1709).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο τρόπος που διατυπώθηκαν οι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή, ήταν κατά παράβαση του Κανονισμού 7 των Κανονισμών του 1962, αφού ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε αιτιολογία.  Πρόκειται για μια εξαιρετικά λακωνική διατύπωση την οποία και παραθέτουμε:-

«Η αίτηση αυτή βασίζεται πάνω στα πιο κάτω νομικά σημεία:-

1.      Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα.

2.      Η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη και/ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

3.      Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή τον νόμο.

4.      Η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά κατάχρηση εξουσίας και/ή κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και/ή παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και/ή αποτελεί κακόπιστη και λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

5.      Η απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση παραβιάζει το Σύνταγμα συγκεκριμένα τα άρθρα 6, 9, 11, 12, 13, 15, 26, 26, 28, 29, 30, 32, 35 και την Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών συγκεκριμένα τα άρθρα 1, 5, 6, 8, 13 και 14.

6.      Η απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση παραβιάζει το Πρωτόκολλο υπ' αρ. 7 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

7.      Περαιτέρω λόγοι θα δοθούν κατά την δικάσιμο.»

 

Παρά την πιο πάνω γενική και ασαφή διατύπωση των συγκεκριμένων νομικών σημείων και την έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας, ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης στη γραπτή αγόρευση του πρωτοδίκως, διατυπώνει τους πιο κάτω δύο λόγους ακύρωσης, οι οποίοι δεν καλύπτονται από το δικόγραφο της προσφυγής:-

«Πρώτο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης η αιτήτρια προβάλλει σωρευτικά (διότι είναι αλληλένδετοι) την πλάνη περί το νόμο, υπέρβαση εξουσίας και παράβαση ουσιώδους τύπου που υπέπεσε ο κ. Πηλαβάς κατά την έκδοση της απόφασής του (Παρ. 2).

........................

Δεύτερο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης η αιτήτρια προβάλλει την πλάνη περί τα πράγματα και ταυτόχρονα την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από τον κ. Πηλαβά κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.»

 

Με δεδομένο το πιο πάνω πολύ συγχυσμένο δικογραφημένο σκηνικό, ο αδελφός Δικαστής αναφερόμενος στο νομικό σημείο της πλάνης, έκρινε ότι:-

«Ένας από τους λόγους που η αιτήτρια εγείρει στη γραπτή της αγόρευση είναι και η εμφιλοχώρηση πλάνης, αφού κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ελήφθη υπ' όψιν ο έγκυρος της γάμος με Κύπριο και ο περί Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των Οικογενειών τους Νόμος του 2003, Ν. 92(Ι)/2003.

 

Οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ο πιο πάνω Νόμος εφαρμόζεται μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, ενώ η αιτήτρια κατάγεται από τη Ρωσία, κράτος που δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Ο Ν.92(Ι)/2003, όπως τροποποιήθηκε, αναφέρεται σε πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι διακινούνται στην Κύπρο ή σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης.  Σκοπός του Νόμου είναι η διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης και διαμονής των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους σε οιανδήποτε χώρα της Ένωσης επιθυμούν να διακινηθούν και διαμείνουν.

 

Για σκοπούς ίσης αντιμετώπισης των Κυπρίων με τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε ότι τα δικαιώματα που έχουν οι συγγενείς των υπηκόων όλων των άλλων κρατών μελών, παρέχονται και στους συγγενείς των Κυπρίων.  Το δικαίωμα της αιτήτριας βασίζεται ακριβώς σ' αυτό.

 

Προφανώς η αιτήτρια δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί αν έτσι ήταν τα πράγματα θα είχε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής.

 

Όπως είχα και στο παρελθόν αναφέρει (Saiedi v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1241/2006, ημερ. 28.7.2006, Kanthie κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1587/2005, ημερ. 21.5.2007 και Petrosian κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 453/2006, ημερ. 22.10.2007) είναι αυτονόητο πως τα ίδια δικαιώματα που υπήκοοι άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν, προνοούνται και για τους Κυπρίους.  Θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα αν ο Ελληνοκύπριος σύζυγος της αιτήτριας θα μπορούσε να ζήσει μαζί της σε οιανδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά να μην μπορεί να το πράξει στην ίδια του την πατρίδα.  Παρά την καταχώρηση αίτησης διαζυγίου ή ακόμα και τη διάσταση του ζεύγους, μέχρι την τελεσίδικη έκδοση διαζυγίου, παραμένουν σύζυγοι.»

 

Κατ' αρχάς, όπως έχουμε υποδείξει, δεν ενδείκνυτο η εξέταση των δύο θεμάτων όπως τα ήγειρε ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης, στην αγόρευσή του πρωτοδίκως, αφού δεν καλύπτονταν επαρκώς από το νομικό σημείο 3 της προσφυγής, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, ήταν παντελώς αναιτιολόγητο και ασαφές.  Πέραν τούτου, η αγόρευση δεν αποτελεί ούτε μέσο προσδιορισμού νέων επίδικων θεμάτων, ούτε μέσο έγερσης νέων λόγων ακύρωσης, εκτός εάν αυτοί μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.  Όμως ακόμα και αν θεωρηθεί ότι με την απλή αναφορά σε «πλάνη» στο νομικό σημείο 3 της προσφυγής, υπάρχει κάποια χαλαρή διασύνδεση με τα όσα στη συνέχεια διατύπωσε στη γραπτή αγόρευσή του ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης, και πάλιν διαφωνούμε, με κάθε σεβασμό, με την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή.  Για το λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην πλάνη, δύο ήταν τα θέματα που εν πάση περιπτώσει ηγέρθηκαν πρωτοδίκως στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης: (α) πλάνη ως προς την έλλειψη αρμοδιότητας του κ. Πηλαβά και (β) έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με την ύπαρξη έγκυρου γάμου.  Σε σχέση με το πρώτο θέμα, έγινε αναφορά στο άρθρο 71 του Νόμου 92(Ι)/2003.  Όμως καμιά άλλη διασύνδεση του πιο πάνω Νόμου δεν έγινε με άλλα ζητήματα και κατά την άποψή μας δεν έπρεπε η υπόθεση να κριθεί στη βάση του πιο πάνω Νόμου.  Δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου ένα τέτοιο επίδικο θέμα, αφού όχι μόνο δεν τέθηκε ως νομικό σημείο στην προσφυγή, αλλά ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε αιτιολόγηση που έστω και χαλαρά να θεωρηθεί ότι εγείρει ένα τέτοιο ζήτημα.  Ούτε στην γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης υπήρξε πρωτοδίκως οποιαδήποτε αναφορά (πλην του άρθρου 71) στο ότι ο Νόμος εφαρμόζεται στην περίπτωση της Εφεσίβλητης και ότι η διοίκηση παρέβη συγκεκριμένες πρόνοιές του. 

 

Ανεξάρτητα της μη δικογράφησης των συγκεκριμένων νομικών σημείων, που τελικά αφέθηκαν να κρίνουν την προσφυγή, διατηρούμε αμφιβολίες κατά πόσον ο συγκεκριμένος εναρμονιστικός Νόμος 92(Ι)/2003 εφαρμόζεται αυτόματα στην προκειμένη περίπτωση.  Χωρίς να θέλουμε να αποφασίσουμε τελεσίδικα το θέμα, εφόσον δεν εγείρεται, σημειώνουμε ότι ακόμη και αν ο Νόμος εφαρμοζόταν στην περίπτωση συζύγου κύπριου πολίτη:-

 

(α) Τόσο η αρχική άδεια διαμονής για να διαμένει η Εφεσίβλητη με τον κύπριο σύζυγό της, όσο και η ανανέωση της, παραχωρήθηκαν στην Εφεσίβλητη στις 7.2.2002 και 21.3.2004 αντίστοιχα, δηλαδή πολύ πριν την 1.5.2004 που τέθηκε σε ισχύ ο συγκεκριμένος εναρμονιστικός Νόμος Ν. 92(Ι)/2003, όταν η Κύπρος εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Βλ. άρθρο 73 του Νόμου).  Επομένως δεν ήταν δυνατόν η άδεια που παραχωρήθηκε να είχε συσχετιστεί χωρίς άλλο με το Νόμο. 

 

(β) Με την ισχύ του Νόμου, ήτοι κατά την 1.5.2004,  όσοι διεκδικούσαν δικαιώματα εγκατάστασης δυνάμει του Νόμου, εκ πρώτης όψεως φαίνεται από τις πρόνοιες του ίδιου του Νόμου ότι θα έπρεπε να υποβάλουν αίτηση και να προσκομίσουν όλα τα απαιτούμενα από το Νόμο δικαιολογητικά στοιχεία, ανάλογα με τη φύση του δικαιώματος που διεκδικούσαν (βλ. Tekin  ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 290/2006, ημερ. 27.7.2007).  Στην προκειμένη περίπτωση, η εφαρμογή του Νόμου δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ήταν αυτόματη.  Χωρίς το θέμα να είχε προηγουμένως διατυπωθεί στο δικόγραφο της προσφυγής ως επίδικο και να αιτιολογηθεί πλήρως, ήταν εσφαλμένη η ενασχόληση του δικαστηρίου και η διατύπωση κρίσης σε σχέση με το Νόμο.

 

Είναι γεγονός ότι πρωτοδίκως η δικηγόρος για τους Εφεσείοντες, όχι μόνο δεν διατύπωσε οποιαδήποτε ένσταση για την παράβαση του Κανονισμού 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, αλλά ούτε ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση στην αγόρευσή της, σχετικά με τον τρόπο που ο συνήγορος της Εφεσίβλητης ανέπτυξε τους λόγους ακύρωσης, ξεφεύγοντας από τα νομικά σημεία που διατύπωσε στην προσφυγή του.  Συνήθως η μη έγερση του ζητήματος πρωτοδίκως, δημιουργεί εμπόδιο στην πλευρά που ευθύνεται, να εγείρει το θέμα κατ' έφεση.  Όμως αυτό, δεν είναι πάντα αρκετό για να δικαιολογήσει την ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου με θέματα που δεν ήταν επίδικα.  Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν καταργεί τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουμά (1993) 3 ΑΑΔ 598, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530 και Ostman Spices Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1573/06, ημερ. 30.9.2008).  Ούτε και εμποδίζει τους Εφεσείοντες από του να προβάλουν το θέμα κατ' έφεση, εφόσον η καταστρατήγηση των θεσμών ως θέμα δημόσιας τάξης, δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί ως εκ του γεγονότος ότι η αντίδικη πλευρά δεν ήγειρε ένσταση, εκτός και αν υπάρχουν ιδιαίτερες περιστάσεις οι οποίες θα πρέπει να αξιολογηθούν από το δικαστήριο.  

 

Ενόψει των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι οι λόγοι έφεσης 3 και 4 ευσταθούν.

 

Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε μαζί τους δύο εναπομείναντες λόγους έφεσης, λόγω της συνάφειάς τους.

 

Κατά πόσο χρειαζόταν αιτιολογημένη απόφαση για ανάκληση της άδειας - Λόγος έφεσης 1

Οι επιπτώσεις της διακοπής της διαμονής με τον σύζυγο - Λόγος έφεσης 2

Προτού προχωρήσουμε, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε την απορριπτική απόφαση της διοίκησης ημερ. 12.5.2005, στο αίτημα της Εφεσίβλητης για να της παραχωρηθεί άδεια να εργαστεί ως σερβιτόρα, ενόψει των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε μετά τη διάσταση με το σύζυγο της:-

«I wish to refer to your application dated 14/12/2004 requesting a Temporary Resident´s Permit under the Aliens & Immigration Laws 1952 - 2003 and the relevant Regulation 1972-2003 to enable to stay in Cyprus as a waitress at Limassol and inform you that your application has been very carefully considered but it has not been found possible to be approved because examinations showed that you do not live with Greek Cypriot husband Michalakis Platriti.

 

You are kindly requested to leave for your country immediately otherwise our Department will take all the necessary measures for your Removal.»

 

Με τον λόγο έφεσης 1 οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα έκρινε ότι η άδεια προσωρινής παραμονής που παραχωρήθηκε στην Εφεσίβλητη, δεν ήταν για να διαμένει με τον ελληνοκύπριο σύζυγό της και ότι εάν οι Εφεσείοντες επιθυμούσαν να ανακαλέσουν την άδεια θα έπρεπε να το πράξουν με αιτιολογημένη απόφαση.  Συγκεκριμένα ο αδελφός μας Δικαστής ανέφερε τα εξής στη σελίδα 4 της απόφασής του:-

«Πριν τελειώσω θα ήθελα να σχολιάσω το πνεύμα που βρίσκεται διάχυτο τόσο στο φάκελο, όσο και στα δικόγραφα που καταχωρήθηκαν για λογαριασμό των καθ' ων η αίτηση.  Αναφέρεται ότι στην αιτήτρια παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής διαμονής για να διαμένει με τον Ελληνοκύπριο σύζυγό της.  Κάτι τέτοιο δεν είναι ορθό, αφού στην άδεια παραμονής αναγράφεται απλώς, ότι η άδεια παραχωρείται για να καταστεί δυνατή η διαμονή της στην Κύπρο με το σύζυγό της.  Οι λέξεις «για να καταστεί δυνατή» ή οι λέξεις «για να μπορεί η αιτήτρια να διαμένει στην Κύπρο με το σύζυγό της» δεν σημαίνει, όπως υπονοείται στα πιο πάνω έγγραφα που ανέφερα, ότι η άδεια παραμονής θεωρείται ότι έχει ακυρωθεί, όταν η διαμονή με το σύζυγο έχει διακοπεί.  Η άδεια παραχωρείται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και αν η διοίκηση επιθυμεί για οιονδήποτε λόγο να την ανακαλέσει, θα πρέπει να το πράξει με αιτιολογημένη απόφαση.»

 

Όπως αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσης της η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσείοντες, στην άδεια παραμονής που δόθηκε στην Εφεσίβλητη, κάτω από τον τίτλο «Παρατηρήσεις/Όροι», αναγράφεται όρος ότι «Η παρούσα άδεια παραχωρείται για παραμονή του/της κατόχου στην Κύπρο με τον/την Κύπριο/α σύζυγο του/της».  Η κα Παπαέτη εισηγήθηκε ότι η διακοπή της διαμονής της Εφεσίβλητης με τον κύπριο σύζυγο της αποτελούσε «σαφή παραβίαση του όρου της παραχωρηθείσας άδειας παραμονής της, η οποία εν πάση περιπτώσει, είχε λήξει» και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αιτιολογημένη απόφαση όπως αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο.  Διαζευκτικά εισηγείται ότι η άδεια που της παραχωρήθηκε είχε ισχύ μέχρι 31.3.2005.  Από τη στιγμή που έληξε χωρίς να ανανεωθεί, «κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι στις 12.5.2005, δεν υπήρχε έγκυρη εν ισχύ άδεια παραμονής για να ανακληθεί με αιτιολογημένη απόφαση όπως αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο.».

 

Σε σχέση με τον λόγο έφεσης 2, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα ως προς τα πραγματικά γεγονότα ο αδελφός μας Δικαστής, κατέληξε στο εύρημα ότι οι λέξεις «για να μπορεί να διαμένει στην Κύπρο με τον ελληνοκύπριο σύζυγό της» δεν σημαίνουν, όπως υπονοείται από τη διοίκηση, ότι «η άδεια παραμονής θεωρείται ότι έχει ακυρωθεί όταν η διαμονή με το σύζυγό της έχει διακοπεί».  Σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των Εφεσειόντων, το πιο πάνω εύρημα είναι εσφαλμένο καθότι: (i) Ουδέποτε προβλήθηκε ισχυρισμός εκ μέρους της διοίκησης ότι η άδεια της Εφεσίβλητης είχε ανακληθεί.  Αντίθετα, στη γραπτή αγόρευση των Εφεσειόντων στην πρωτόδικη διαδικασία, στη σελίδα 7, αναφέρεται ρητά ότι η άδεια της Εφεσίβλητης είχε ήδη λήξει 1½ μήνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης. (ii) Ενόψει τούτου συνάγεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση της διοίκησης, ήτοι στις 12.5.2005, δεν υπήρχε σε ισχύ νόμιμη άδεια όπως εισηγείται το πρωτόδικο δικαστήριο.  Εκείνο που διαπίστωσε η διοίκηση ήταν ότι η Εφεσίβλητη δεν διέμενε πλέον με τον κύπριο σύζυγό της, με αποτέλεσμα να παραβεί ρητό όρο της μέχρι τότε άδειας παραμονής της.  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης να απορρίψει την αίτηση για περαιτέρω παραμονή της στην Κύπρο, επειδή δεν συζούσε πλέον με το σύζυγό της, ήταν, όπως εισηγήθηκε η κα Παπαέτη, εντός των επιτρεπτών πλαισίων.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, σε σχέση με τον λόγο έφεσης 1 θεωρεί λανθασμένη την προσέγγιση της συναδέλφου του.  Όπως ανέφερε στο δικό του περίγραμμα αγόρευσης, το δικαίωμα της Εφεσίβλητης να διαμένει στην Κύπρο ως σύζυγος κύπριου πολίτη, εκπηγάζει από το Νόμο 92(Ι)/2003.  Δέχεται ότι στην άδεια παραμονής αναγραφόταν ότι αυτή ισχύει μέχρι 31.3.2005, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι την επόμενη μέρα η Εφεσίβλητη έχασε το δικαίωμα διαμονής στην Κύπρο και ότι είχε καταστεί αυτόματα παράνομη.  Το θέμα του συγκεκριμένου εντύπου με ημερομηνία λήξης, είπε, είναι απλώς θέμα διαδικαστικό και δεν δίδει ή στερεί από μόνο του το δικαίωμα διαμονής συζύγου Ευρωπαίου πολίτη, εκτός και αν η άδεια παραμονής ανακληθεί από τη διοίκηση με αιτιολογημένη απόφαση.  Αναφορικά με την ύπαρξη όρου για διαμονή της Εφεσίβλητης με τον Κύπριο σύζυγό της, ο δικηγόρος του Εφεσίβλητης υποστηρίζει την ορθότητα της προσέγγισης του δικαστηρίου πρωτοδίκως.  Όπως ανέφερε, η σύζυγος κύπριου πολίτη δεν χάνει το δικαίωμα της δυνάμει του Ν. 92(Ι)/2003 να διαμένει στην Κύπρο, επειδή σε κάποια χρονική στιγμή δεν συζεί με τον κύπριο σύζυγό της.

 

Όπως έχουμε ήδη κρίνει, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του Νόμου 92(Ι)/2003 και επομένως όλα τα επιχειρήματα που σχετίζονται με αυτή την πτυχή της υπόθεσης καταρρέουν.  Παραμένει όμως το θέμα κατά πόσον υπό τις περιστάσεις, χρειαζόταν αιτιολογημένη απόφαση και κατά πόσον η αιτιολογία που έδωσε η διοίκηση ήταν η επαρκής.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 δεν ευσταθούν.

 

Το αίτημα για να παραχωρηθεί στην Εφεσίβλητη άδεια εργασίας υποβλήθηκε στις 14.12.2004.  Δεν απαντήθηκε όμως μέχρι τις 12.5.2005 και αφού προηγουμένως έληξε (31.3.2005) η άδεια παραμονής που κατείχε η Εφεσίβλητη.  Επομένως δεν τίθεται θέμα ανάκλησης.  Με δεδομένο ότι η διοίκηση αρχικά παραχώρησε στην Εφεσίβλητη άδεια παραμονής εξαιτίας του γάμου της με κύπριο πολίτη, ανεξάρτητα των διατάξεων του Ν. 92(Ι)/2003, όφειλε να δώσει επαρκή αιτιολογία για την αλλαγή στη στάση της να μην παραχωρήσει περαιτέρω άδεια διαμονής, εφόσον μέχρι τότε δεν έπαυσε η νομική ισχύς του γάμου.  Η αιτιολογία που έδωσε η διοίκηση όχι μόνο δεν είναι επαρκής, αλλά φαίνεται ότι η διοίκηση, με τον τρόπο που άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, πλανήθηκε ως προς τις νομικές επιπτώσεις της διακοπής της συμβίωσης και της εκκρεμότητας της αίτησης διαζυγίου.  Περαιτέρω η άρνηση ανανέωσης της άδειας παραμονής έστω και με όρους, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αρχής της αναλογικότητας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, παρόλο ότι επιτυγχάνουν οι λόγοι έφεσης 3 και 4, εφόσον απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 1 και 2, παραμένει η αιτιολογία του Δικαστηρίου γι' αυτούς τους δύο λόγους και ως εκ τούτου η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζουμε έξοδα €1.500, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της Εφεσίβλητης. 

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.     Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.                   Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.

 

Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.           Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο