ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 220
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 148/2007)
11 Μαΐου, 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, NΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση.
Ρ. Καλλιγέρου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 28/8/2002, ο εφεσείων, ο οποίος μέχρι τον τραυματισμό του σε τροχαίο ατύχημα ασκούσε το επάγγελμα του οικοδόμου, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Την αίτηση συνόδευε ιατρική έκθεση του θεράποντα γιατρού του σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων υπέφερε από «δυσκαμψία δεξιού γόνατος και δεξιάς ποδοκνημικής αρθρώσεως» και ότι ήταν ανίκανος για το επάγγελμα του οικοδόμου.
Ο εφεσείων εξετάστηκε στις 29/10/2002 από Ιατρικό Συμβούλιο του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο μετά από εξέταση τον έκρινε ανίκανο για το επάγγελμα του οικοδόμου. Παράλληλα το Ιατρικό Συμβούλιο διέγνωσε ότι ο εφεσείων ήταν ικανός για εκτέλεση ελαφράς εργασίας και εισηγήθηκε την επανεξέταση του σε δύο χρόνια.
Ο Εξεταστής Απαιτήσεων, ενεργώντας στη βάση της πιο πάνω γνωμάτευσης, ενέκρινε το αίτημα του εφεσείοντα για σύνταξη ανικανότητας.
Δύο περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 14/12/2004 ο εφεσείων εξετάστηκε εκ νέου από το ίδιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο αυτή τη φορά γνωμάτευσε ότι ο εφεσείων είναι ικανός να ασκεί το επάγγελμά του. Με βάση την εν λόγω γνωμάτευση ο Εξεταστής Απαιτήσεων τερμάτισε την πληρωμή σύνταξης ανικανότητας στον εφεσείοντα, στον οποίο και κοινοποίησε την επί τούτου απόφαση του με επιστολή του ημερομηνίας 21/12/2004.
Αντιδρώντας στην απόφαση του Εξεταστή Απαιτήσεων ο εφεσείων καταχώρισε την προσφυγή 171/2005, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, απορριπτική, πρωτόδικη απόφαση.
Για σκοπούς ολοκλήρωσης των γεγονότων θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι ο εφεσείων, εκκρεμούσης της προσφυγής του, ζήτησε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων την επανεξέτασή του, αίτημα όμως που απορρίφθηκε λόγω έλλειψης νέων στοιχείων που να δικαιολογούν την επανεξέτασή του.
Με στόχο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, ο εφεσείων πρόβαλλε αρχικά πέντε λόγους έφεσης. Κατά τη διάρκεια ακρόασης της έφεσης ο εφεσείων απέσυρε τους υπό στοιχεία 2 και 4 λόγους έφεσης. Ως αποτέλεσμα παρέμειναν οι πιο κάτω τρεις λόγοι έφεσης, τους οποίους και προχωρούμε να εξετάσουμε, όχι όμως με τη σειρά που έχουν ιεραρχηθεί στην ειδοποίηση έφεσης, αλλά με τη σειρά που έχουν ιεραρχηθεί στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε πρώτα το λόγο έφεσης 5 και στη συνέχεια τους λόγους έφεσης 1 και 3 οι οποίοι επειδή συμπίπτουν προτιθέμεθα να τους εξετάσουμε μαζί.
Λόγος έφεσης 5
"Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε και/ή επλανήθη όταν αποφάσισε ότι η επίδικη διοικητική απόφαση ήταν αιτιολογημένη και/ή η αιτιολογία συμπληρωνόταν από την έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου."
Για σκοπούς εξέτασης του πιο πάνω λόγου έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε πρώτα την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή προκύπτει από την επιστολή κοινοποίησης της στον εφεσείοντα ημερομηνίας 21/12/2004, του Εξεταστή Απαιτήσεων:
"Σας πληροφορούμε ότι η σύνταξη ανικανότητας που σας καταβαλλόταν από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τερματίζεται από 1/1/2005, γιατί το ποσοστό της ανικανότητας σας για εργασία είναι χαμηλότερο του 66.2/3%.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν χορηγείται σύνταξη όταν η ανικανότητα για εργασία είναι κάτω από το ποσοστό αυτό.
............................
Παρακαλείστε να μας επιστρέψετε την ταυτότητα δικαιούχου δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης την οποία κατέχετε."
Συνιστά κοινό έδαφος ότι υπόβαθρο της προσβαλλόμενης απόφασης συνιστά η γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο εξέτασε τον εφεσείοντα στις 14/12/2004 για σκοπούς επανεκτίμησης της κατάστασής του. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την εν λόγω γνωμάτευση, στο βαθμό και την έκταση που, όπως σημειώνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, μας ενδιαφέρει:
"«ΜΕΡΟΣ IV - ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Ίδε γνωμάτευση 29/10/02.
Τα ίδια υποκειμενικά ενοχλήματα.»
«ΜΕΡΟΣ V - ΠΟΡΙΣΜΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
1. Περιγραφή γενικής κατάστασης της υγείας του αιτητή με αναφορά στην ακριβή φύση και έκταση οποιασδήποτε φυσικής ή πνευματικής αναπηρίας:
Γενική κατάσταση καλή
Βαδίζει χωρίς υποστήριγμα
..........................
3. Λεπτομερή κλινικά ευρήματα: Τα ίδια αντικειμενικά ευρήματα.
Βελτίωση κινητικότητας. Εξακολουθεί ελαφρά μυϊκή αδυναμία
γαστροκνημίας.
4. Ευρήματα από ακτινογραφίες, αναλύσεις και άλλες διαγνωστικές εξετάσεις:
2/11/04 α/α δ. κάτω γόνυ.
.........................
ΜΕΡΟΣ VI - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
1. Είναι ο αιτητής σήμερα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου; Όχι
Εργάζεται σε οικογενειακή επιχείρηση (όπως αναφέρει)
εκτελώντας εργασίαν βάσει των δυνατοτήτων του.»"
Στην πρωτόδικη απόφαση, αφού επισημαίνεται η αναγκαιότητα αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων και αφού με αναφορά σε σχετική νομολογία, σκιαγραφείται το νομολογιακό πλαίσιο εντός του οποίου το συγκεκριμένο θέμα εξετάζεται, απορρίπτεται η εισήγηση του αιτητή - εφεσείοντα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό σκεπτικό από την πρωτόδικη απόφαση:
"Το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, παρά το γεγονός ότι είναι λακωνικό, εξηγεί γιατί η παροχή σύνταξης τερματίζεται. Επειδή, αναφέρει, το ποσοστό της ανικανότητας του αιτητή είναι χαμηλότερο από το προβλεπόμενο στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 1980, (Ν. 41/80), (όπως τροποποιήθηκε). Εν πάση περιπτώσει, και μη επαρκής να θεωρηθεί η αιτιολογία, αυτή συμπληρώνεται από την Έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, όπου, με σαφήνεια, αναφέρεται ότι ο αιτητής είναι ικανός για εργασία."
Με όλο το σέβας προς την αδελφή Δικαστή, η πιο πάνω κατάληξη δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Έχει νομολογηθεί και κατ' επανάληψη επιβεβαιωθεί από τη νομολογία μας, ότι η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν. Πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι έτσι ώστε να καθίσταται δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται επί του ορθού, πραγματικού και νομικού υπόβαθρου. Κοντολογίς, ότι δεν είναι προϊόν πλάνης είτε περί τα πράγματα είτε περί το Νόμο. (Βλ. Eleftheriou v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85, Motorways Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Μια απλή ανάγνωση της επιστολής του Εξεταστή Απαιτήσεων ημερομηνίας 21/12/2004 είναι πιστεύουμε αρκετή για να διαπιστώσει ένας, διαπίστωση την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλεισε, ότι ο παράγοντας αιτιολογία κρινόμενος αποκλειστικά υπό το φως του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής, στην ουσία απουσιάζει. Το γεγονός ότι οι λόγοι που οδήγησαν στον καθορισμό του ποσοστού ανικανότητας του αιτητή για εργασία κάτω του προβλεπομένου από το Νόμο ορίου, δεν αποκαλύπτονται στην απόφαση για τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας, μαρτυρεί του λόγου το ασφαλές. Η απουσία του εν λόγω παράγοντα, κρινόμενη πάντα υπό το φως του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, καθιστά τους λόγους τερματισμού της σύνταξης ανικανότητας στον εφεσείοντα ασαφείς και συγκεχυμένους και αφήνει τον εφεσείοντα στο σκοτάδι ως προς τους λόγους που η σύνταξη ανικανότητας που μέχρι την επανεξέταση του, του καταβαλλόταν, τερματίστηκε. Βέβαια το κενό που η απουσία αιτιολογίας δημιουργεί, μπορεί, σύμφωνα με τη νομολογία, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς και άρρηκτα συνδεδεμένα με την ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση» (Χρ. Συμεωνίδου και άλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Σχετικό με το συγκεκριμένο θέμα είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-186:
"Επί διοικητικής πράξης αιτιολογητέας, ως εκ της φύσεως της, δεν είναι απαραίτητον να υπάρχη αιτιολογία εις το σώμα της πράξεως, εφ' όσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του νόμου αλλά δύναται να αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου (πρώτη απόφασις: 775 (30), έκτοτε πάγια η νομολογία). Αλλά η εκ του φακέλου αναπλήρωση της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνο, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε να αναζητήση και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' οποίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267(459), 114 (46)."
Στην περίπτωση μας η πρωτόδικη απόφαση, για σκοπούς «συμπλήρωσης» της απαιτούμενης αιτιολογίας, όντως παραπέμπει στην έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, μια καθόλα επιτρεπτή πρακτική.
Στο Μέρος V του εντύπου που το Ιατρικό Συμβούλιο συμπλήρωσε με βάση τις εν ισχύι τότε νομοθετικές πρόνοιες, κάτω από το γενικό τίτλο «Πόρισμα Εξέτασης Ιατρικού Συμβουλίου», μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν ο υπότιτλος «Πόρισμα και Διάγνωση» και η ερώτηση «Ποιος ο βαθμός αναπηρίας του αιτητή σύμφωνα με τον Έκτο Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου;». Και τα δύο δεν έχουν απαντηθεί. Συγκεκριμένα, το μέρος εκείνο του εντύπου που προορίζεται για σκοπούς καταγραφής της απάντησης του Ιατρικού Συμβουλίου αναφορικά με δύο καίρια και κρίσιμα θέματα, έχει παραμείνει κενό και ασυμπλήρωτο.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσβαλλόμενης απόφασης διαδραμάτισε, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων, η αρνητική απάντηση του Ιατρικού Συμβουλίου στην ερώτηση, «Είναι ο αιτητής σήμερα ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του;». Συγκεκριμένα, η απάντηση ήταν «Όχι», με την εξής διευκρίνιση, «Εργάζεται σε οικογενειακή επιχείρηση (όπως αναφέρει) εκτελώντας εργασία βάσει των δυνατοτήτων του». Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι, εφόσον ο εφεσείων είχε κριθεί ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου, ο καθορισμός και η καταγραφή στο έντυπο από το Ιατρικό Συμβούλιο του βαθμού αναπηρίας του, σύμφωνα με το Νόμο, καθίστατο περιττός.
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι δοσμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι εκεί όπου τίθενται κριτήρια από το Νόμο, τα εν λόγω κριτήρια καταλαμβάνουν δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία της απόφασης της διοίκησης (Τσίγκης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 418). Στην υπό κρίση περίπτωση οι εν ισχύι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επανεξέτασης του εφεσείοντα νομοθετικές πρόνοιες (άρθρο 74 του Ν. 41/80, όπως τροποποιήθηκαν από το άρθρο 12(β) του Νόμου 96/89), ρητά θέτουν κριτήρια και στην ουσία καθορίζουν τη μορφή της απόφασης.[1] Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η εν λόγω αρχή παραβιάστηκε με συνακόλουθο η αιτιολογία της απόφασης να τρωθεί.
Ανεξάρτητα όμως τούτου, και την πρώτη φορά που εξετάστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο και κρίθηκε ανίκανος για την άσκηση της εργασίας του οικοδόμου, ο εφεσείων εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση του εκτελώντας εργασία βάσει των δυνατοτήτων του. Τι μεσολάβησε από την πρώτη εξέταση του εφεσείοντα μέχρι την επανεξέταση του που η κατάσταση της υγείας του να έχει βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε από ανίκανος προς εκτέλεση του επαγγέλματος του οικοδόμου να κριθεί ικανός; Παραμένει άγνωστο. Η μονολεκτική αρνητική απάντηση στο ερώτημα «Είναι ο αιτητής σήμερα ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του;», έστω και με την λακωνική διευκρίνιση, στην απουσία καθορισμού ποσοστού ανικανότητας του εφεσείοντα και λεπτομερούς αιτιολογημένου πορίσματος και διάγνωσης, κάθε άλλο παρά επαρκής αιτιολογία μπορεί να κριθεί.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας, προχωρούμε να εξετάσουμε και τους λόγους έφεσης 1 και 3.
Λόγοι έφεσης 1 και 3
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, επειδή οι πιο πάνω δύο λόγοι έφεσης συμπίπτουν, θα τους εξετάσουμε μαζί.
1ος Λόγος Έφεσης: "Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε και/ή επλανήθη όταν αποφάσισε ότι από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης προέκυπτε επαρκής έρευνα των καθ'ων η αίτηση-εφεσιβλήτων."
3ος Λόγος Έφεσης: "Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε και/ή επλανήθη όταν διερωτήθηκε τι άλλη έρευνα μπορούσε να είχε διεξαχθεί από τους καθ'ων η αίτηση."
Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η έρευνα είναι επαρκής, εφόσον καλύπτει το σύνολο των γεγονότων που σχετίζονται με το υπό εξέταση θέμα. Το κατά πόσο μια έρευνα είναι ή όχι επαρκής είναι θέμα γεγονότων και συνεπώς κρίνεται στη βάση των εκάστοτε ενώπιον του Δικαστηρίου περιστατικών.
Στην υπό κρίση περίπτωση ο Εξεταστής Απαιτήσεων κατέληξε στο ποσοστό ανικανότητας του εφεσείοντα και συνακόλουθα στην απόφαση ότι ο εφεσείων ήταν ικανός για το επάγγελμα του οικοδόμου, αποκλειστικά με βάση τα πορίσματα της έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου, τα οποία όμως ήταν αναιτιολόγητα. Ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και το Ιατρικό Συμβούλιο, επέκτειναν την έρευνα τους σε τομείς όπως η φύση ή το είδος των εργασιών που ο εφεσείων εκτελούσε στα μέτρα των δυνατοτήτων του στην οικογενειακή οικοδομική επιχείρηση, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσείοντας εκτελούσε τις εν λόγω εργασίες ή το χρόνο που η κατάσταση της υγείας του, του επέτρεπε να αφιερώνει στην εν λόγω επιχείρηση, τομείς άκρως σημαντικοί και κρίσιμοι. Η επέκταση της έρευνας και σε αυτούς τους τομείς καθίστατο υπό τις περιστάσεις επιβεβλημένη. Ας μη μας διαφεύγει ότι ο εφεσείων απασχολείτο, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, στην ίδια οικογενειακή επιχείρηση και όταν κλήθηκε και εξετάστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο την πρώτη φορά και κρίθηκε ανίκανος για το επάγγελμα του οικοδόμου.
Ως εκ τούτου και οι λόγοι έφεσης 1 και 3 επιτυγχάνουν.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα €1.750, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ
[1] 12(β) του 96/1989 Ο βαθμός αναπηρίας εις περίπτωσιν απαιτήσεως διά παροχήν λόγω αναπηρίας δυνάμει του άρθρου 46 υπολογίζεται υπό Ιατρικού Συμβουλίου κατόπιν παραπομπής εις αυτό του αιτούντος υπό του εξεταστού απαιτήσεων. Το Ιατρικόν Συμβούλιον εκδίδει έκθεσιν εν τω εγκεκριμένω υπό του Διευθυντού τύπω επί των πορισμάτων της εξετάσεως του αιτούντος και του βαθμού αναπηρίας αυτού και γνωμοδοτεί εφ' οιουδήποτε συναφούς ζητήματος, ως ο Διευθυντής ήθελεν απαιτήσει.