ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 173

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 63/2005)

 

27 Απριλίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  Δ/στές]

 

 

ΔΗΜΟΣ  ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,

Εφεσείων-Καθ' ου η Αίτηση,

ν.

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΚΑΚΟΥΛΛΗ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

________________________

 

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Πιττάτζης, με Σ. Νικολάου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει η Παπαδοπούλου, Δ.  Με αυτήν συμφωνώ εγώ και ο Νικολάτος, Δ.

 

Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Νικολαΐδης, Δ.  Με αυτήν συμφωνεί και ο Παμπαλλής, Δ.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 1254/03, με την οποία ακυρώθηκε απόφασή του για αποδοχή παραίτησης που υπέβαλε ο εφεσίβλητος από τη θέση του Πολιτικού Μηχανικού.

 

Αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος άκουσε πρωτοδίκως την υπόθεση, κατέληξε ότι η απόφαση του εφεσείοντα, ημερομηνίας 8/11/2003, όπως γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο, λήφθηκε υπό πλάνη, ενόψει του γεγονότος ότι, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, ενώπιόν του δεν υπήρχε η υποβληθείσα στις 30/10/2003 παραίτηση, εφόσον αυτή είχε αποσυρθεί με την επιστολή ημερομηνίας 7/11/2003.

 

Ο εφεσίβλητος, στις 30/10/2003, με επιστολή του, έθεσε στη διάθεση του εφεσείοντα την παραίτησή του και τούτο, καθώς ανέφερε, ως αποτέλεσμα της παραμόρφωσης των γεγονότων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και αφόρητων πιέσεων που ο ίδιος δέχτηκε από διάφορους παράγοντες.  Ο εφεσείων, σε συνεδρία του την ίδια ημέρα, κατά πλειοψηφία, αποδέχτηκε την παραίτησή του, χωρίς, όμως, να του γνωστοποιήσει την αποδοχή της.  Στις 7/11/2003, ο εφεσίβλητος, με νέα επιστολή του, ανέφερε ότι, ενόψει της απουσίας απάντησης στην επιστολή του ημερομηνίας 30/10/2003, αποσύρει την παραίτησή του και ότι, από τις 10/11/2003, θα συνέχιζε κανονικά την εργασία του.  Ο εφεσείων, την επομένη, 8/11/2003, σε συνεδρία του, αφού επικύρωσε τα πρακτικά της 30/10/2003, αποφάσισε να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο ότι:-

 

«Το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του στις 8/11/03 με εξουσιοδότησε να σας πληροφορήσω ότι :

 

Το Δημοτικό Συμβούλιο σε συνεδρίαση του στις 30/10/03 έχει αποδεχθεί την παραίτηση σας από τη θέση του Πολιτικού Μηχανικού στο Δήμο Παραλιμνίου και ως εκ τούτου να μην προσέλθετε τη Δευτέρα για εργασία.

 

Το Δημοτικό Συμβούλιο επιφυλάσσει υπέρ του Δήμου το δικαίωμα να αναζητήσει κατά νόμο όποια βλάβη υπέστη από τυχόν αμελείς ή παράνομες ενέργειες κατά την εργοδότησή σας.»

 

 

 

Ο εφεσίβλητος, με την προσφυγή του, ζήτησε:-

 

«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 30.10.2003 η οποία επικυρώθηκε στις 8.11.2003 και κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 8.11.2003 (αντίγραφο επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄ στην παρούσα) και με βάση την οποίαν αποφάσισαν να αποδεκτούν την παραίτηση του αιτητή από τη θέση του Πολιτικού μηχανικού στο Δήμο Παραλιμνίου, είναι άκυρη και/ή παράνομη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.»

 

 

 

Ο αδελφός μας Δικαστής, εξετάζοντας την επιχειρηματολογία των συνηγόρων, αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. ΕΔΥ, Υπόθεση Αρ. 684/02, 19/6/03, όπου κρίθηκε ότι, σε περίπτωση υποβολής άνευ όρων παραίτησης, ο προσφεύγων στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση αποδοχής της, έκρινε ότι, εάν και στην υπό εξέταση περίπτωση υπήρχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, παραίτηση εκ μέρους του εφεσίβλητου, θα απέκλινε υπέρ των αποφασισθέντων στη Θεμιστοκλέους ν. ΕΔΥ, (πιο πάνω).  Ακολούθως, αφού αναφέρθηκε στους περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμούς του Δήμου Παραλιμνίου του 2000, (Κ.Δ.Π. 374/00), όπου προβλέπεται ότι η υποβολή παραίτησης δεν επάγεται, αφ' εαυτής, τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, αλλά χρειάζεται ενέργεια υπό τη μορφή άδειας, και στη νομολογία[1], κατέληξε ότι η απόφαση του εφεσείοντα για αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου, ημερομηνίας 30/10/2003, παρέμεινε internum μέχρι την απόσυρσή της στις 7/11/2003, δε συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και, συνεπώς, δεν επέφερε τη λύση της υπαλληλικής σχέσης.  ΄Οντας ο εφεσίβλητος υπάλληλος του εφεσείοντα, ανέφερε, απέσυρε την παραίτησή του, με αποτέλεσμα η απόφαση του εφεσείοντα ημερομηνίας 8/11/2003, όπως εξωτερικεύτηκε, να είναι πεπλανημένη, εφόσον ενώπιόν του, στις 8/11/2003, δεν υφίστατο ζήτημα παραίτησης, για να συζητηθεί, αφού αυτή είχε, με την επιστολή του εφεσίβλητου ημερομηνίας 7/11/2003, αποσυρθεί.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης στο σύνολό της.  Συγκεκριμένα, αμφισβητεί την κατάληξη ότι η αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου ημερομηνίας 30/10/2003 παρέμεινε internum, ή ότι δε συνιστούσε εκτελεστή πράξη και, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος, μετά που η παραίτησή του, στις 30/10/2003, έγινε δεκτή, είχε δικαίωμα να την αποσύρει.  Η Κ.Δ.Π. 374/00, υπέβαλε, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε, δεν παρέχει δυνατότητα ανάκλησης παραίτησης η οποία υποβάλλεται ελεύθερα, ενώ τα αναφερόμενα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 369-370, ως ευθέως σχετικά, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, αφού αφορούν σε ρυθμίσεις του Ελλαδικού Υπαλληλικού Κώδικα.  Με αναφορά στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 236, εισηγήθηκε ότι, με την υποβολή της παραίτησης του εφεσίβλητου και την αποδοχή της, επήλθε οριστικά η λύση της υπαλληλικής σχέσης.  Ενώ, ισχυρίζεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στον ουσιώδη χρόνο, που ήταν η 30/10/2003, προχώρησε και εξέτασε ζητήματα που δεν υπήρχαν ενώπιόν του.  Συνέδεσε, δηλαδή, την αποδοχή της παραίτησης με τη μη αποδοχή του αιτήματος για ανάκλησή της.  Στο αιτητικό της προσφυγής δεν περιλαμβάνεται αίτημα θεραπείας για μη εξέταση ή για μη αποδοχή της ανάκλησης της παραίτησης του εφεσίβλητου, η οποία, εν πάση περιπτώσει, υποβλήθηκε μετά την αποδοχή της παραίτησής του και την οριστική λύση της υπαλληλικής σχέσης.  Για να καταδείξει, μάλιστα, ο εφεσείων τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, παρέπεμψε στην, από 30/10/2003, μη προσέλευση του εφεσίβλητου στην εργασία του.  Λανθασμένη χαρακτήρισε και την κατάληξη για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, καθώς ανέφερε, χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως internum και μη εκτελεστή. 

 

΄Εχουμε εξετάσει την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα σε σχέση με το δικαίωμα ανάκλησης υποβληθείσας παραίτησης, δε συμφωνούμε, όμως, με αυτή.  Το γεγονός ότι τέτοιο δικαίωμα δεν προβλέπεται ρητά στην Κ.Δ.Π. 374/00, είναι χωρίς ουσιαστική σημασία.  Το δικαίωμα αυτό υπήρχε και αναγνωριζόταν και στην Ελλάδα πριν ακόμα τη θέσπιση του Υπαλληλικού Κώδικα.  Αναγνωριζόταν στους υπαλλήλους, είτε του δημοσίου είτε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με μόνο περιορισμό την άσκησή του εντός ευλόγου χρόνου.  ΄Ο,τι, με την έναρξη της ισχύος του Υπαλληλικού Κώδικα, θεσπίστηκε είναι οι χρονικοί περιορισμοί για την αποδοχή της παραίτησης εκ μέρους της διοίκησης και για την ανάκλησή της εκ μέρους αυτού που την υποβάλλει - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 369-370).

 

Με την απόρριψη της θέσης του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε δικαίωμα να ανακαλέσει την παραίτησή του, θα εξετάσουμε το μόνο το οποίο, ουσιαστικά, παραμένει, δηλαδή  την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης ότι η απόφαση της 30/10/2003 παρέμεινε internum και, συνεπώς, ότι αυτή νομίμως ανακλήθηκε με την επιστολή της 7/11/2003. 

 

΄Εχουμε ήδη αναφέρει ότι, για την κατάληξη, αντλήθηκε καθοδήγηση από την Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης, (πιο πάνω), όπου αναλύονται οι αρχές σε σχέση με το ζήτημα της διοικητικής πράξης και πότε αυτή συντελείται πλήρως.  ΄Ο,τι από αυτές συνάγεται είναι ότι μια διοικητική απόφαση, για να αποκτήσει τη δύναμη παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων, πρέπει να εξωτερικευθεί, δηλαδή να περιέλθει σε γνώση του προσώπου στο οποίο αφορά.  Ο τύπος, με τον οποίο αυτή πρέπει να ανακοινωθεί στον ενδιαφερόμενο, εξαρτάται από τη φύση της πράξεως.  Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα - ότι, στην περίπτωση παραίτησης υπαλλήλου, η οποία δεν επιφέρει αυτόματο τερματισμό της υπαλληλικής σχέσης, δε χρειάζεται, για να επέλθει η λύση της, να κοινοποιηθεί στον υπάλληλο η αποδοχή της παραίτησής του.  Για το ίδιο ζήτημα βλ., επίσης, τις Iordanis G. Iordanou (No. 1) and the Republic of Cyprus through the Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 308 και Petrakis Panayides v. Republic (Public Service Commission) (1972) 3 C.L.R. 467Προς την ίδια κατεύθυνση, ότι δηλαδή, εκδοθείσα διοικητική απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα πριν από την κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο, είναι και ΄Αρθρα 3 και 4 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), όπου προβλέπεται ότι:-

 

«3.  Η έκδοση μιας διοικητικής πράξης γίνεται με τη διατύπωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου.

 

  4.  Η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.  ΄Οταν ο νόμος καθιστά συστατικό στοιχείο της πράξης τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η ουσιαστική ισχύς της αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσης.»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων, καίτοι έλαβε την απόφασή του για αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου στις 30/10/2003, μέχρι τις 7/11/2003, που ο εφεσίβλητος την ανακάλεσε, δεν την είχε κοινοποιήσει σ' αυτόν, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, λύση, δηλαδή, της υπαλληλικής σχέσης.  Σε συμφωνία, λοιπόν, με τον αδελφό μας Δικαστή, θεωρούμε την απόφαση της 30/10/2003 internum και μη εκτελεστή.

 

Το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι η Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης, (πιο πάνω), διαφοροποιείται, δε βρίσκουμε να ευσταθεί.  Το γεγονός ότι εκεί η προσφυγή ασκήθηκε από έναν εκ των υποψηφίων για προαγωγή, ο οποίος πληροφορήθηκε ανεπίσημα την απόφαση, δε μεταβάλλει την κατάσταση.  Το σημαντικό από την εν λόγω απόφαση είναι ότι η διοικητική απόφαση κρίθηκε ότι στερείτο  εκτελεστότητας, επειδή δεν είχε κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους, από το όργανο που την έλαβε.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €2.000,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

 

 

 

                                                                         Π. Αρτέμης, Π.

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                         Μ. Νικολάτος, Δ.

 

 

 

                                                                        

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2003) 3 Α.Α.Δ. 422


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο