ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 65

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ.136/05)

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ Δ/στες]

 

8 Μαρτίου, 2010

 

 

CYPRUS COLLEGE,

 

Εφεσείοντες

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

YΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

 

Εφεσίβλητη

 

-  - - - - - - -

 

Α.Σ.Αγγελίδης, για την  Εφεσείουσα

Ρ.Πετρίδου, (κα.) - Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη

-------- ----------- --------

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ.Παμπαλλής.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  H διαδικασία που άρχισε με την υποβολή από το 1992 αιτήσεως από τους εφεσείοντες, που  είναι ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την εκπαιδευτική αξιολόγηση των τίτλων σπουδών τους, δεν έχει μέχρι σήμερα τελεσιδίκως περατωθεί. 

 

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της τρίτης, κατά σειρά, εκδοθείσας απόφασης επί του συγκεκριμένου θέματος. 

 

Θεωρούμε σημαντικό να παραθέσουμε τους κυριότερους σταθμούς της διαδικασίας αυτής γιατί υπάρχει αλληλουχία των γεγονότων που εγείρονται. 

 

Οι εφεσείοντες είχαν εγγραφεί ως ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις 16.10.1991.  Στις 17.11.1992 υπέβαλαν αίτηση για την εκπαιδευτική αξιολόγηση των κλάδων σπουδών τους.  Στις 28.5.1993 υπέβαλαν επίσης την έκθεση αυτοπαρουσίασης-αυτοαξιολόγησης και την 1.3.1994 κατέβαλαν τα αναλογούντα τέλη, ύψους £10.000,00.

 

Εντός του Μαϊου και Ιουνίου 1994 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας απέστειλε στους αιτητές τις εκθέσεις των ομάδων αξιολόγησης και τελικώς στις 24.2.1995 ο Γενικός Διευθυντής γνωστοποίησε την απόφαση του Υπουργού Παιδείας,  ο οποίος επικύρωσε την εισήγηση του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης - Πιστοποίησης, για απόρριψη της αιτήσεως των εφεσειόντων. 

 

Ως αποτέλεσμα τούτου οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και στις 29.3.1995 εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση αρ. 266/95 Private Grammar κ.ά. ν. Δημοκρατίας, με την οποία η πιο πάνω απόφαση ακυρώθηκε επειδή λήφθηκε βασιζόμενη σε Κανονισμούς που εκδόθηκαν καθ΄υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.  Με βάση το πιο πάνω αποτέλεσμα ο Υπουργός Παιδείας πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι οι διοικητικές αποφάσεις ημερ. 24.2.1995, ανακαλούνται και θα έπρεπε να θεωρούνται ως ουδέποτε γενόμενες. 

 

Στο μεταξύ στις 5.4.1995 οι εφεσείοντες ζήτησαν αναγνώριση του τίτλου σπουδών τους, κατηγορώντας παράλληλα το Υπουργικό Συμβούλιο, ότι παρέλειψε να προχωρήσει σε αξιολόγηση της αιτήσεως τους.  Επειδή, κατά την άποψη των εφεσειόντων υπήρχε καθυστέρηση στην υλοποίηση της πιο πάνω υποχρέωσης του Υπουργικού Συμβουλίου, καταχώρισαν την προσφυγή υπ΄αριθμό εγγραφής 725/95, επιδιώκοντας την έκδοση θετικής απόφασης με την οποία θα υποχρεωνόταν το Υπουργικό Συμβούλιο να προχωρήσει στην εκπαιδευτική αξιολόγηση πιστοποίηση των εφεσειόντων.  Στις 9.5.1997, το Ανώτατο Δικαστήριο έκαμε δεχτή την προσφυγή, η απόφαση της οποίας εφεσιβλήθηκε ανεπιτυχώς, Δημοκρατία ν. Philips College (2000) 3 A.A.Δ. 323) (Α.Ε. 2453). 

 

Στις 17.1.2002 το Υπουργικό Συμβούλιο, συμμορφούμενο με το ακυρωτικό δεδικασμένο, προχώρησε στον αναδρομικό διορισμό του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης με ιδία σύνθεση, όπως και το προηγούμενο.  Κοινοποιήθηκε στους διορισθέντες ο νέος διορισμός και το αίτημα για επανεξέταση του αιτήματος των εφεσειόντων. 

 

Το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης προέβη στις 6.4.2002 σε έλεγχο των ομάδων αξιολόγησης που είχε διορίσει προηγουμένως.  Διαπίστωσε ότι δεν έπασχε ο διορισμός τους και ως εκ τούτου επαναβεβαίωσε με αναδρομική ισχύ το διορισμό κάθε συγκεκριμένης ομάδας με την ιδία σύνθεση, αποδεχόμενη ταυτόχρονα τις εκθέσεις που υπέβαλε κάθε ομάδα, κατά τον χρόνο αξιολόγησης του εκπαιδευτικού προγράμματος των εφεσειόντων.  Το Συμβούλιο εφάρμοσε τις διαδικασίες που προνοούνται στην ΚΔΠ 201/92, χωρίς να λάβει υπόψη της τους Καν.95, 96 και 97 και κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία εγκρίθηκαν από τον Υπουργό Παιδείας στις 3.9.2002.  Ο Γενικός Διευθυντής του συγκεκριμένου υπουργείου με επιστολή του ημερ. 7.7.2003 γνωστοποίησε στους εφεσείοντες τον αναδρομικό διορισμό του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και την επανεξέταση των αποφάσεων που είχαν ληφθεί.  Στην ιδία επιστολή γίνεται αναφορά σε απουσία αναγκαιότητας πληρωμής οποιουδήποτε ποσού, ως τέλους. 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ.859/2003, η απόφαση της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, με την οποία αμφισβητείτο η ορθότητα της επανεξέτασης από τη μια και η ουσιαστική απουσία οποιασδήποτε μορφής «επανεξέτασης» από την άλλη.

 

Το παράπονο των εφεσειόντων ήταν ότι η διοίκηση δεν συμμορφώθηκε με το δικαστικό δεδικασμένο και δεν επανεξέτασε την ουσία, ως όφειλε.  Ταυτοχρόνως, προωθήθηκε ως λόγος ακυρώσεως, και η μη νόμιμη συγκρότηση του διορίζοντος οργάνου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή δεχόμενο ότι οι καθ΄ων η αίτηση συμμορφώθηκαν με το ακυρωτικό δεδικασμένο της προσφυγής αρ.725/95 και ότι είχαν παραλλήλως επιληφθεί και της ουσίας του αιτήματος, για εκπαιδευτική αξιολόγηση των κλάδων σπουδών των εφεσειόντων.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων πρόβαλε ότι η ακολουθηθείσα από το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης διαδικασία, έπασχε, αφού αντί να επανεξετάσει το υποβληθέν αίτημα με τη διενέργεια νέας εξ΄αρχής έρευνας, προχώρησε ενεργώντας υπό καθεστώς πλάνης και υιοθέτησε τις εκθέσεις των ομάδων αξιολόγησης που υποτίθεται, όπως είπε, διόρισε.  Τούτο σε αντινομία με το δεσμευτικό προηγούμενο της επιτυχίας των εφεσειόντων στην προσφυγή αρ.725/95, με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε υποχρέωση να προχωρήσει στο διορισμό της Επιτροπής Αξιολόγησης. 

 

Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Το δεσμευτικό προηγούμενο που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην προσφυγή 725/95 και επικυρώθηκε με την ΑΕ2453, επέβαλλε υποχρέωση στο Υπουργικό Συμβούλιο να προχωρήσει στο διορισμό της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 30(2) του Ν.1/87.  Κάτι το οποίο έγινε με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 17.1.2002.

Ταυτοχρόνως, στην ΑΕ2453, η Ολομέλεια υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση (προσφυγή 725/95), θεωρώντας ότι επιβαλλόταν στη διοίκηση η υποχρέωση «να εξετάσει τα αντίστοιχα αιτήματα στη βάση του ισχύοντος νομικού καθεστώτος».  Μέσα σ΄αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε το Συμβούλιο Αξιολόγησης. Συνεπώς το προβληθέν επιχείρημα στο δεύτερο λόγο έφεσης περί αντικανονικότητας δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Κατ΄επέκταση τούτου και πάλιν με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο συνήγορος των εφεσειόντων επικαλείται την αντικανονικότητα που παρατηρήθηκε με τον επαναδιορισμό των Ομάδων Αξιολόγησης.  Στηρίζει το επιχείρημα του στο γεγονός ότι ο αρχικός διορισμός έγινε δυνάμει Κανονισμών οι οποίοι κηρύχθηκαν αντισυνταγματικοί ή ότι θεσπίστηκαν καθ΄υπέρβαση του εξουσιοδοτικού νόμου.

 

Η εισήγηση αυτή δεν έχει έρεισμα και η απάντηση πηγάζει από το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Philips College (2000) 3 A.A.Δ. 723, στις σελίδες 726-727, όπου αναφέρεται.

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε σε αυτό το σημείο τα εξής αδιαμφισβήτητα για το νομικό καθεστώς.  Πρώτο, ο Νόμος 1/87 έθετε με το άρθρο 30(3), στο «Μέρος V-Εκπαιδευτική Αξιολόγησις-Πιστοποίησις», τις παραμέτρους με βάση τις οποίες θα διενεργείτο η αξιολόγηση-πιστοποίηση και επομένως»

 

Μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση κανονισμών ....»:   βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. P.A. College Ltd, (2000) 3 Α.Α.Δ. 400. Δεύτερο, αποφασιστική αρμοδιότητα για την πιστοποίηση-αξιολόγηση είχε η Υπουργός.  Σύμφωνα με το άρθρο 30(2):

 

«Η εκπαιδευτική αξιολόγησις-πιστοποίησις κλάδου σπουδών διενεργείται υπό του Υπουργού κατόπιν εισηγήσεως υποβαλλόμενης προς αυτόν υπό Επιτροπής διοριζόμενης προς τούτο υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.»

 

 

 

Και στη σελίδα 728, αναφέρεται:

"O νόμος που, όπως υποδείξαμε, μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς Κανονισμούς, μπορούσε ακόμα ευχερέστερα να λειτουργήσει με τους ήδη εκδοθέντες, εξαιρουμένων των τεσσάρων εκείνων που, όπως έκρινε το Δικαστήριο, αντιστρατεύονταν τις πρόνοιες του νόμου και επομένως δεν είχαν καμιά θέση στη λειτουργία του.»

 

Η ειδοποιός διαφορά, με όσα εισηγούνται οι εφεσείοντες, έγκειται στην υλοποίηση των προνοιών του άρθρου 30(2) του Ν.1/87, όπως αναγράφεται πιο πάνω.  Τούτου ενισχυμένου από το γεγονός ότι η εφαρμογή των προνοιών του Νόμου μπορεί να γίνει και χωρίς τη θέσπιση Κανονισμών ή με τους υφιστάμενους, εξαιρουμένων των τεσσάρων, όπως επίσης αναφέρεται στην υπόθεση  Δημοκρατία ν. Philips College (ανωτέρω).  Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε το διορισμό Επιτροπής Αξιολόγησης και ο Υπουργός Παιδείας πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση μετά από εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης. 

 

Ούτε το επιχείρημα που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, περί κακής συνθέσεως του Υπουργικού Συμβουλίου έχει έρεισμα.  Είναι γεγονός ότι δεν γίνεται μνεία σ΄αυτό το λόγο ακυρώσεως από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Πλην όμως η προβολή του τόσο πρωτόδικα όσο κατά το στάδιο της έφεσης εδράζεται σε αόριστο ισχυρισμό και πληροφορία που είχαν προβάλει οι εφεσείοντες ότι, όπως ανέφεραν, γνώριζαν, χωρίς, σημειώνουμε  οποιαδήποτε τεκμηρίωση, ότι παρίσταντο στο Υπουργικό Συμβούλιο και τρίτα πρόσωπα.  Το παράτημα 4 και 4α που επισυνάπτεται στην ένσταση της εφεσίβλητης, επί των οποίων στήριξε το επιχείρημα του ο συνήγορος των εφεσειόντων, δεν ενισχύει τον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η εφεσίβλητη είχε συμμορφωθεί με το δεδικασμένο που επέφερε η απόφαση 725/95 και κατ΄επέκταση η  απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Philips College (ανωτέρω), με αποτέλεσμα η έφεση να μη μπορεί να επιτύχει.

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Ποσό €2.000,00 ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.,

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Δ.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο