ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 669
21 Δεκεμβρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΝΩΣ ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 165/2008)
Συντάξεις ― Ο τρόπος υπολογισμού του καταβαλλόμενου εφάπαξ ποσού, κατά την αφυπηρέτηση Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Άρθρο 8(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 σε συνδυασμό με την περί Συντάξεων νομοθεσία ― Ερμηνεία.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου ― Διενεργείται μόνο εφόσον επιλύει την επίδικη διοικητική διαφορά με αποδοχή του αιτήματος του προσφεύγοντος.
Ο αιτητής ζήτησε με την προσφυγή, η οποία εκδικάστηκε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την κήρυξη ως πεπλανημένου και παράνομου του τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ χορηγήματος που έλαβε κατά την αφυπηρέτησή του από τη θέση του Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στο Άρθρο 8(3) του Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε, υπάρχει ρητή, ειδική, πρόνοια σύμφωνα με την οποία το εφάπαξ ποσό στο οποίο δικαιούνται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ισούται προς την ετήσιά τους σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί 14 και διαιρούμενου του προκύπτοντος ποσού δια τρία (Άρθρο 8(3) (ι)).
Το Άρθρο 8(3) του Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 64/90, προνοεί επίσης ρητά ότι εφαρμόζεται «τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου». Επομένως η γενική πρόνοια (του Άρθρου 8(3) του Ν. 14/60) περί ρυθμίσεως του χορηγήματος, το οποίο καταβάλλεται σε Δικαστές κατά την αφυπηρέτηση τους, από τον εκάστοτε ισχύοντα νόμο που αφορά τις συντάξεις των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, υπόκειται στις ρητές διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου και ως εκ τούτου οπουδήποτε υπάρχει διαφορά μεταξύ του περί Συντάξεων Νόμου και του περί Δικαστηρίων Νόμου (όπως στην προκείμενη περίπτωση) υπερισχύει ο περί Δικαστηρίων Νόμος.
Δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικά ένας νόμος έτσι ώστε να προβλέψει για περίπτωση για την οποία σαφώς και αναμφισβήτητα δεν έχει γίνει πρόνοια. Επομένως και στην προκείμενη περίπτωση, οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας του νόμου διαφορετικά απ' ό,τι ρητά, προνοεί ο Νόμος, θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη διεύρυνση του νόμου, από το δικαστήριο.
2. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνον, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Αν η σχετική θέση του αιτητή γινόταν δεκτή, αυτό θα συνεπαγόταν επιλεκτική μόνο εφαρμογή των προνοιών του Ν. 97(Ι)/97, προς όφελος των Δικαστών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Bουλής των Aντιπροσώπων (2009) 3 A.A.Δ. 648,
Dias United Publ. Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550.
Προσφυγή.
Προσφυγή η οποία εκδικάστηκε απευθείας από την Oλομέλεια, με την οποία ο αιτητής ζητά την κήρυξη ως πεπλανημένου και παράνομου του τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ χορηγήματος που έλαβε κατά την αφυπηρέτησή του από τη θέση του Δικαστού του Aνωτάτου Δικαστηρίου.
Αλ. Μαρκίδης με Χρ. Μίτσιγκα και Π. Παναγιώτου, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι αφυπηρετήσας Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Διορίστηκε στη θέση Επαρχιακού Δικαστή την 10.9.1971 και αφυπηρέτησε σε ηλικία 68 ετών την 1.12.2007 όταν είχε υπηρεσία 435 μηνών. Κατά την αφυπηρέτηση, του παραχωρήθηκε εφάπαξ ποσό Λ.Κ.150.084,34 (Ευρώ 256.434,31). Το εφάπαξ ποσό είναι το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού της ετήσιας σύνταξης του αιτητή επί 14, αφού διαιρεθεί δια του τρία. Σύμφωνα με τον αιτητή όμως το εφάπαξ ποσόν στο οποίο δικαιούται θα έπρεπε να είναι το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού της ετήσιας σύνταξης του επί 15.5 (και όχι επί 14), αφού διαιρεθεί δια του τρία.
Η επιχειρηματολογία του αιτητή είναι απλή. Ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 8(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε), δικαιούται σε εφάπαξ ποσό (χορήγημα) το οποίο ρυθμίζεται από τον «εκάστοτε ισχύοντα νόμο που αφορά τις συντάξεις των Μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας της Δημοκρατίας». Σύμφωνα με τον ισχύοντα περί Συντάξεων Νόμο του 1997, που είναι ο Ν. 97(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.69(Ι)/2005, και ο οποίος εφαρμόζεται για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους (Άρθρο 8(1) του Ν. 97(Ι)/97), το εφάπαξ ποσό που καταβάλλεται σε δημόσιους υπαλλήλους, με τη συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας τους και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας 436 ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια τους σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί 15.5 και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει δια τρία (Άρθρο 8(1)(γ) του Ν. 97(Ι)/97).
Κατά τον αιτητή, εφόσον το εφάπαξ ποσό στο οποίο δικαιούται ρυθμίζεται από τον προαναφερόμενο περί Συντάξεων Νόμο και εφόσον αυτός συμπλήρωσε το 63ο έτος της ηλικίας του, όταν αφυπηρέτησε, ανεξάρτητα από το κατά πόσον είχε συμπληρώσει και 436 ή περισσότερους μήνες συντάξιμης υπηρεσίας, (που δεν είχε συμπληρώσει) το εφάπαξ ποσό στο οποίο δικαιούται, θα έπρεπε να είναι το γινόμενο του πολλαπλασιασμού της ετήσιας σύνταξης του επί 15.5, δια τρία.
Σύμφωνα δηλαδή με την επιχειρηματολογία του αιτητή, η ετήσια σύνταξη του ως αφυπηρετήσαντος Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορθά υπολογίζεται με βάση το Άρθρο 8(3) του Ν. 14/1960, όπως τροποποιήθηκε, δηλαδή με βάση συντελεστή 1/600 των ετήσιων συντάξιμων απολαβών του, αλλά το εφάπαξ ποσό, το οποίο σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, είναι το γινόμενο του παλλαπλασιασμού της ετήσιας σύνταξης επί δεκατέσσερα δια τρία, θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί σύμφωνα με το Άρθρο 8(1) (γ) του Νόμου 97(Ι)/97, δηλαδή ετήσια σύνταξη επί 15½ δια τρία, και αυτό παρά τη μη ικανοποίηση του όρου για συμπλήρωση 436 ή περισσότερων μηνών συντάξιμης υπηρεσίας και παρά το ότι η ετήσια σύνταξη των δημοσίων υπαλλήλων υπολογίζεται στη βάση του συντελεστή 1/800 των ετήσιων συντάξιμων απολαβών τους και όχι στη βάση του 1/600, όπως ισχύει για τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δέστε τα Άρθρα 8(1)(α) του Νόμου 97(Ι)/97 και 8(3)(ι) του Νόμου 14/60, αντίστοιχα).
Με την προσφυγή του, επομένως, ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να παραχωρήσουν σ' αυτόν εφάπαξ ποσό υπολογιζόμενο κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, που δεν συνάδει με το νόμο, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την επιχειρηματολογία του αιτητή για τους εξής λόγους:
Στο προαναφερόμενο Άρθρο 8(3) του Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε, υπάρχει ρητή, ειδική, πρόνοια σύμφωνα με την οποία το εφάπαξ ποσό στο οποίο δικαιούνται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ισούται προς την ετήσια τους σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί 14 και διαιρούμενου του προκύπτοντος ποσού δια τρία (Άρθρο 8(3)(ι)).
Το Άρθρο 8(3) του Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 64/90, προνοεί επίσης ρητά ότι εφαρμόζεται «τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου». Επομένως η γενική πρόνοια (του Άρθρου 8(3) του Ν. 14/60) περί ρυθμίσεως του χορηγήματος, το οποίο καταβάλλεται σε Δικαστές κατά την αφυπηρέτηση τους, από τον εκάστοτε ισχύοντα νόμο που αφορά τις συντάξεις των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, υπόκειται στις ρητές διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου και ως εκ τούτου οπουδήποτε υπάρχει διαφορά μεταξύ του περί Συντάξεων Νόμου και του περί Δικαστηρίων Νόμου (όπως στην προκείμενη περίπτωση) υπερισχύει ο περί Δικαστηρίων Νόμος. Παρόμοια ρητή πρόνοια «τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και των περί Δικαστηρίων Νόμων» υπάρχει και στο Άρθρο 3(2) του Ν. 97(Ι)/97.
Όπως επανατονίστηκε και πολύ πρόσφατα στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Bουλής των Aντιπροσώπων (2009) 3 A.A.Δ. 648, η θεμελιωμένη αρχή είναι ότι δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικά ένας νόμος έτσι ώστε να προβλέψει για περίπτωση για την οποία σαφώς και αναμφισβήτητα δεν έχει γίνει πρόνοια. Αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με ερμηνεία, αλλά με τροποποίηση του νομοθετήματος, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Επομένως και στην προκείμενη περίπτωση, όπου γίνεται ρητή αναφορά στο νόμο (14/60, όπως τροποποιήθηκε) στον τρόπο υπολογισμού του εφάπαξ ποσού στο οποίο δικαιούνται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θεωρούμε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας του νόμου διαφορετικά απ' ό,τι ρητά, προνοεί ο Νόμος, θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη διεύρυνση του νόμου, από το δικαστήριο.
Ο αιτητής περιέλαβε, στα νομικά σημεία της προσφυγής του και το ζήτημα της ανισότητας, της παράβασης δηλαδή του Άρθρου 28 του Συντάγματος χωρίς όμως να κάνει αναφορά στον διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του εφάπαξ των Δικαστών από τη μια και των δημοσίων υπαλλήλων από την άλλη, που φαίνεται ευνοϊκότερος για τους Δικαστές. Το ζήτημα αυτό δεν προωθήθηκε από τον αιτητή και ορθά κατά την κρίση μας αφού είναι πάγια αρχή της νομολογίας ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνον, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής (Δέστε: Π. Δαγτόγλου, Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 98 και Dias United Publ. Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550). Δεν μας διαφεύγει όμως ότι αν η θέση του αιτητή γινόταν δεκτή, αυτό θα συνεπαγόταν επιλεκτική μόνο εφαρμογή των προνοιών του Ν. 97(Ι)/97, προς όφελος των Δικαστών.
Παρατηρούμε ακόμα ότι όταν πρόσφατα ο περί Συντάξεων Νόμος (Ν. 97(Ι)/97) τροποποιήθηκε με το Ν. 69(Ι)/05 έτσι ώστε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο πολλαπλασιαστής 14 να αντικαθίσταται με τον πολλαπλασιαστή 15.5, σε σχέση με κάποιους δημοσίους υπαλλήλους, δεν έγινε και ανάλογη τροποποίηση του Άρθρου 8(3) του Ν. 14/60 ώστε η προαναφερόμενη πρόνοια να εφαρμόζεται και για τους Δικαστές. Εν πάση όμως περιπτώσει ο πολλαπλασιαστής 14 αντικαταστάθηκε με τον πολλαπλασιαστή 14½ για τους υπαλλήλους που αφυπηρετούν στο 61ον έτος της ηλικίας τους, με τον πολλαπλασιαστή 15 για εκείνους που αφυπηρετούν στο 62ον έτος και με τον πολλαπλασιαστή 15½ για όσους αφυπηρετούν στο 63ον. Αυτή η ρύθμιση δεν θα μπορούσε να ισχύει, κατ' αναλογία, και για τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίοι αφυπηρετούν, όλοι, όπως και ο αιτητής, στο 68ον έτος της ηλικίας τους.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την προσφυγή ως αβάσιμη και την απορρίπτουμε. Έξοδα €1.000.- εις βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.