ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 3 ΑΑΔ 603

6 Νοεμβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.  ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ                                  ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ULFET EMIN,

            Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 62/2007)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη, έλλειψη δέουσας έρευνας και πλημμελής αιτιολογία ― Περιστάσεις της στοιχειοθέτησης των λόγων στην κριθείσα περίπτωση.

Τουρκοκύπριοι ― Τουρκοκύπριοι κυβερνητικοί λειτουργοί ― Κατά πόσο συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς και οι τουρκοκύπριοι δικαστές ― Η σχετική κυβερνητική απόφαση και η εφαρμογή της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Η Δημοκρατία αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που ακύρωσε την περιλαμβανόμενη σε επιστολή των καθ' ων η αίτηση προς τον αιτητή απόφαση απόρριψης του αιτήματός του για διαπίστωση των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου προκύπτει ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να ερευνήσουν τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και να προσδιορίσουν τα γεγονότα της.  Ο φάκελος του εφεσίβλητου δεν βρισκόταν ενώπιον τους κατά τη λήψη της απόφασης για να διαπιστωθεί ευθέως κατά πόσο ο συγκεκριμένος πολίτης δικαιούται στην είσπραξη οφειλομένων μισθών και συντάξεων. Και εφόσον δεν υπάρχει άλλη εξήγηση ή αιτιολογία, ευλόγως συνάγεται από το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής ημερ. 14 Σεπτεμβρίου, 2005 ότι πεπλανημένα οι εφεσείοντες θεώρησαν ότι με βάση την προγενέστερη απόφαση της κυβέρνησης είχαν δέσμια υποχρέωση απόρριψης του αιτήματος.

     Φαίνεται επίσης ότι οι εφεσείοντες δεν εξέτασαν κατά πόσο η  περίπτωση του εφεσίβλητου βρισκόταν εκτός της εμβέλειας της προγενέστερης κυβερνητικής απόφασης οπότε εκ του αποτελέσματος της εξέτασης να προέκυπτε κάποια άλλη διάσταση.

2.  Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση γεγονότων τα οποία οι εφεσείοντες δεν είχαν ενώπιόν τους κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και ανεπίτρεπτα προέβη σε πρωτογενή κρίση αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη θέση που κατείχε στη Δικαστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, θέμα καθαρά αναγόμενο στην αρμοδιότητα των εφεσειόντων.

3.  Ωστόσο, το πιο πάνω σφάλμα δεν είναι αρκετό από μόνο του για τον παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης. Η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα είναι ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Nικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1473/05), ημερ. 21/3/07.

Ρ. Παπαέτη, για τους Eφεσείοντες.

Λ. Παπαφιλίππου και Χρ. Χριστοφίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι Τουρκοκύπριος, διορίστηκε Δικαστής των Τουρκικών Οικογενειακών Δικαστηρίων Λευκωσίας, Αμμοχώστου και Κερύνειας το Δεκέμβριο 1955. Αργότερα διορίστηκε Ειρηνοδίκης και ακολούθως Επαρχιακός Δικαστής. Μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ο εφεσίβλητος διορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, δυνάμει του Άρθρου 157 του Συντάγματος και του περί Δικαστηρίων Νόμου, Επαρχιακός Δικαστής από 23.11.1960. Στη θέση αυτή υπηρέτησε μέχρι τις 2.6.1966.

Ο εφεσίβλητος με επιστολή του ημερομηνίας 18.5.2004 προς το Υπουργείο Οικονομικών, Τμήμα Προσωπικού, και αντίγραφο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ζήτησε να πληροφορηθεί για τα ποσά στα οποία δικαιούται σε μισθούς και/ή συντάξεις. Υπέδειξε, ότι στο φάκελό του που βρισκόταν στο Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπάρχει τίποτε που να εμπόδιζε την καταβολή των μισθών και/ή των συντάξεων του, στην είσπραξη των οποίων δικαιούται. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι στις 2.6.1966 αφού προσήλθε κανονικά στο γραφείο του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας τον επισκέφθηκαν δυο αστυνομικοί και υπό την απειλή όπλου, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει το γραφείο του και να επιστρέψει στον Τούρκικο Τομέα της Λευκωσίας.

Τον Απρίλιο 2005, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου με επιστολή προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, υπέδειξε την ανάγκη απάντησης επί της ουσίας του αιτήματος του πελάτη του. Οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 2005 προς τον εφεσίβλητο, απάντησαν αρνητικά στην αξίωσή του για καταβολή μισθών και/ή συντάξεων. Τον πληροφόρησαν ότι τέτοια  ωφελήματα δεν μπορούσε να παραχωρηθούν επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε ότι όλες οι υποθέσεις που αφορούν στην παροχή απολαβών/συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε "Turkish Cypriot Government Officers" που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, θα πρέπει να παραμείνουν σε εκκρεμότητα μέχρι τη διευθέτηση του γενικού θέματος. Στην ίδια επιστολή αναφέρεται επίσης πως σε περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά επί του γενικού ζητήματος η απαίτηση (του εφεσίβλητου) θα εκτιμηθεί με βάση τις ειδικές της περιστάσεις και το Υπουργείο θα επικοινωνήσει ξανά. Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο της υπό αναφορά επιστολής.

«Mr. Ulfet Emin,

Claim for salaries and/or pension

I am directed to refer to the correspondence ending with the letter of your lawyer, Mr. L. Papafilippou, to the Permanent Secretary of the Ministry of Finance dated 6.4.2005 regarding your claim for salaries and/or pension and regret to inform you that such benefits could not be granted, as it has been decided by the Government that all cases concerning the grant of emoluments/retirement benefits to Turkish Cypriot Government Officers who had left their posts should remain in abeyance until the general question of these officers has been settled.

2. In case the Council of Ministers decided otherwise on the general issue, your claim will be evaluated on the basis of its specific circumstances and we will contact you again.»

Η νομιμότητα της απόφασης των εφεσειόντων η οποία εμπεριέχεται στην προμνησθείσα επιστολή ημερ. 14 Σεπτεμβρίου, 2005, αμφισβητήθηκε από τον εφεσίβλητο με προσφυγή που άσκησε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι επρόκειτο περί εκτελεστής διοικητικής πράξης υποκείμενης στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και ότι αυτή λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα. Συνακόλουθα, εκδόθηκε απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των εφεσειόντων η οποία περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή τους ημερ. 14 Σεπτεμβρίου, 2005.

Με την υπό κρίση έφεση, επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. Η αντέφεση που άσκησε ο εφεσίβλητος απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα.

Η απορριπτική του αιτήματος του εφεσίβλητου απόφαση της  διοίκησης προδήλως έχει ως νομικό και πραγματικό έρεισμα προγενέστερη απόφαση της κυβέρνησης που αφορά στο «πάγωμα» της καταβολής μισθών/συντάξεων προς τους τουρκοκύπριους κυβερνητικούς υπαλλήλους οι οποίοι, προφανώς για λόγους αναγόμενους στα θλιβερά γεγονότα των  διακοινοτικών συγκρούσεων εκείνης της εποχής, εγκατέλειψαν τις θέσεις στις οποίες υπηρετούσαν.

Το κατά πόσο η φράση "Turkish Cypriot Government Officers" παραπέμπει μόνο σε τουρκοκύπριους δημοσίους υπαλλήλους, μη συμπεριλαμβανομένων των δικαστών, όπως έκρινε πρωτοδίκως ο συνάδελφός μας ή αν ο συγκεκριμένος όρος είναι ευρύτερος ώστε να καλύπτονται και οι περιπτώσεις όλων των τουρκοκυπρίων που κατείχαν θέσεις και υπηρετούσαν σε όλο το φάσμα της κρατικής μηχανής, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστών, και τις εγκατέλειψαν, είναι ζήτημα επουσιώδους σημασίας για την υπό κρίση υπόθεση. Κατά την κρίση μας, ο πυρήνας του θέματος είναι κατά πόσο η Διοίκηση, κατ' επίκληση εκείνης της προγενέστερης απόφασης της κυβέρνησης,  μπορούσε να παραπέμψει το συγκεκριμένο αίτημα του εφεσίβλητου στις ελληνικές καλένδες στερώντας του ουσιαστικά την απόλαυση ενός κατ' ισχυρισμόν, κεκτημένου δικαιώματος ή αν η Διοίκηση είχε εκ του νόμου υποχρέωση να προσδιορίσει τα γεγονότα και με αναφορά στο δίκαιο να αποφασίσει ανάλογα.

Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου προκύπτει ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να ερευνήσουν τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και να προσδιορίσουν τα γεγονότα της.  Ο φάκελος του εφεσίβλητου δεν βρισκόταν ενώπιον τους κατά τη λήψη της απόφασης για να διαπιστωθεί ευθέως κατά πόσο ο συγκεκριμένος πολίτης δικαιούται στην είσπραξη οφειλομένων μισθών και συντάξεων. Και εφόσον δεν υπάρχει άλλη εξήγηση ή αιτιολογία ευλόγως συνάγεται από το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 14 Σεπτεμβρίου, 2005 ότι πεπλανημένα οι εφεσείοντες θεώρησαν ότι με βάση την προγενέστερη απόφαση της κυβέρνησης είχαν δέσμια υποχρέωση απόρριψης του αιτήματος.

Φαίνεται επίσης ότι οι εφεσείοντες δεν εξέτασαν κατά πόσο η  περίπτωση του εφεσίβλητου βρισκόταν εκτός της εμβέλειας της προγενέστερης κυβερνητικής απόφασης οπότε εκ του αποτελέσματος της εξέτασης να προέκυπτε κάποια άλλη διάσταση.

Είναι γεγονός ότι ο συνάδελφός μας ο οποίος εκδίκασε την προσφυγή προέβη σε αξιολόγηση γεγονότων τα οποία οι εφεσείοντες δεν είχαν ενώπιόν τους κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και ανεπίτρεπτα προέβη σε πρωτογενή κρίση αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη θέση που κατείχε στη Δικαστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, θέμα καθαρά αναγόμενο στην αρμοδιότητα των εφεσειόντων.

Ωστόσο, το πιο πάνω σφάλμα δεν είναι αρκετό από μόνο του για τον παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης. Η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα είναι ορθή αφού οι εφεσείοντες θεώρησαν ως δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη θέση του. Ενόψει τούτου, δεν προέβησαν στη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος ενήργησε. Δεν εξέτασαν επίσης το νομικό χαρακτήρα της απόφασης της κυβέρνησης και κατά πόσο επιβαλλόταν δι΄ αυτής δέσμια γι΄ αυτούς υποχρέωση απόρριψης του αιτήματος για καταβολή τυχόν οφειλομένων μισθών και συντάξεων. Συναφής με αυτή τη πτυχή είναι και η παράλειψη των εφεσειόντων όχι μόνο να προσδιορίσουν την εμβέλεια της κυβερνητικής απόφασης αλλά και να εξετάσουν κατά πόσο η εφαρμογή της παραβιάζει το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης των πολιτών.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500  πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο