ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 597
14 Οκτωβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ALTAN SALIH NIAZI,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 169/2006)
Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Διαχείριση δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/91) ― Η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 15/9/2004 ― Δεν λήφθηκε υπ' όψιν κατά την εξέταση του επίδικου αιτήματος του Τουρκοκυπρίου στην κριθείσα περίπτωση ― Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Κηδεμόνα κρίθηκε από την Ολομέλεια πλημμελής.
Ο αιτητής αξίωσε την ακύρωση της απόρριψης του αιτήματός του για παροχή συγκατάθεσης του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ώστε να καταστεί δυνατή η εκποίηση ακινήτου του στην Πάφο. Η προσφυγή του είχε πρωτοδίκως απορριφθεί, ως προσβάλλουσα ιδιωτικού δικαίου πράξη αλλά με την έφεση που ακολούθησε αυτό ανατράπηκε και η Ολομέλεια εξέτασε την προσφυγή στην ουσία της.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Ο Αιτητής υπέβαλε ένα αίτημα στον Κηδεμόνα παραθέτοντας και τα στοιχεία στα οποία αυτό εβασίζετο. Δεν έγκειτο στον ίδιο να προσδιορίσει το πλαίσιο στο οποίο το αίτημά του θα εξετάζετο. Πρόδηλο είναι ότι η απορριπτική απόφαση του Κηδεμόνα περιορίσθηκε, όπως είναι και η θέση της Δημοκρατίας, στα αφορώντα τις εξουσίες του δυνάμει του Ν. 139/1991, και δη την αδυναμία του να αποδεσμεύσει περιουσία περιελθούσα υπό την κηδεμονία του στη βάση ότι ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να ασκεί τα περιουσιακά δικαιώματά του ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση. Ουδόλως κατηύθυνε την προσοχή του στην σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ώστε να εξέταζε τη δυνατότητα εφαρμογής της στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο συνιστούσε όντως πλημμελή άσκηση διακριτικής ευχέρειας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Nικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 631/05), ημερ. 10.11.06.
Κ. Καλλής και Π. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Κ. Ουστά, ασκούμενη δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής, Τουρκοκυπριακής καταγωγής (γεννήθηκε στην Κύπρο το 1940), είναι από το 1968 πολίτης της Αυστραλίας, όπου και διαμένει μεταναστεύσας, από το 1962. Είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ακινήτου στην Πάφο, το οποίο απέκτησε δυνάμει κληρονομίας από τον πατέρα του ο οποίος, μετακινηθείς το 1974 από την Πάφο όπου διέμενε, απεβίωσε το 1992. Η εγγραφή στο όνομα του έγινε το 2004 με τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Το ίδιο έτος ο Αιτητής συμφώνησε να πωλήσει το εν λόγω ακίνητο σε εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Ζητήθηκε προς τούτο από το Κτηματολόγιο την 19.10.2004 συγκατάθεση του Κηδεμόνα για εγγραφή του ακινήτου επ΄ονόματι του αγοραστή. Τούτο ζήτησε και ο Αιτητής μέσω του δικηγόρου του την 11.10.2004. Σε σύσκεψη στο γραφείο του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού του Υπουργείου Εσωτερικών την 16.12.2004 απεφασίσθη η απόρριψη του αιτήματος. Το Κτηματολόγιο πληροφορήθηκε ότι η εισήγηση για απόρριψη θα υπεβάλλετο στον Κηδεμόνα (που είναι ο Υπουργός Εσωτερικών) για λήψη τελικής απόφασης. Την 9.2.2005 ο Αιτητής μέσω του δικηγόρου του απηύθυνε νέα επιστολή στον Κηδεμόνα ζητώντας επανεξέταση του αιτήματος του. Το αίτημα τελικά απερρίφθη, στη σχετική δε επιστολή ημερομηνίας 23.3.2005 που εστάλη στο δικηγόρο του Αιτητή αναφέρονται τα εξής:
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημ. 9.2.05 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, η οποία διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών, για αρμόδια εξέταση, σχετικά με την πρόθεση του πελάτη σας κ. Altan Salih Niazi από την Πάφο, μόνιμου κάτοικου Αυστραλίας, να πωλήσει την περιουσία του, που απέκτησε στις 17.5.2004 εκ κληρονομικής διαδοχής και, σε συνέχεια της επιστολής μου με αρ. φακ. 132/86/4 ημ. 2.2.04, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι όλες οι Τ/Κ περιουσίες, που εγκαταλείφθηκαν στις ελεύθερες περιοχές, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, βρίσκονται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, ο οποίος τις διαχειρίζεται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων.
2. Οι Τ/Κ ιδιοκτήτες των υπό κηδεμονία περιουσιών τους αποκλείονται της άσκησης οποιωνδήποτε περιουσιακών δικαιωμάτων, ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση, που δημιουργήθηκε στην Κύπρο, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
3. Η κηδεμονία των Τ/Κ περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στις ελεύθερες περιοχές λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής τερματίζεται ταυτόχρονα με τη λήξη της ισχύος του Νόμου Αρ. 139/91 και τον τερματισμό της υπό του Νόμου αυτού προσδιοριζόμενης έκρυθμης κατάστασης.
4. Η περιουσία του πελάτη σας, ανεξάρτητα αν αυτός εγκατέλειψε την Κύπρο πριν την τουρκική εισβολή και κατοχή, θεωρείται εγκαταλειφθείσα στις ελεύθερες περιοχές και σαν τέτοια βρίσκεται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών.
5. Η Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών έχει σημειώσει ότι η περιουσία του πελάτη σας, κατά την ουσιώδη περίοδο της τουρκικής εισβολής ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του αποβιώσαντα πατέρα του, ο οποίος εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής του στην Πάφο και την περιουσία του στις ελεύθερες περιοχές, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής και, έκτοτε, μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του, που επεσυνέβη στις 10.4.1992, είχε τη συνήθη διαμονή του στην κατεχόμενη Αμμόχωστο.
6. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι ο Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών δεν μπορεί, στο στάδιο αυτό, να εγκρίνει το αίτημα του πελάτη σας για αποδέσμευση της περιουσίας του, με σκοπό την πώληση και αποξένωσή της, ούτε δύναται να επιτραπεί υπό τις περιστάσεις η αποδοχή και κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου για τη σκοπούμενη πώληση, ενόσω διαρκεί η προσδιοριζόμενη από το Νόμο έκρυθμη κατάσταση, που δημιουργήθηκε λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.»
Ο Αιτητής προσέβαλε την απόφαση αυτή, η προσφυγή του όμως απερρίφθη από τον αδελφό μας Δικαστή ο οποίος της επελήφθη εφ΄όσον εκρίθη ότι η απόφαση, εμπίπτουσα στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Η απόφαση αυτή ανετράπη κατ΄έφεση, οπότε προχωρήσαμε να εξετάσουμε την προσφυγή επί της ουσίας της. Η προσφυγή, όπως και η αγόρευση του Αιτητή, βασίζεται σε τρεις λόγους:
1. Ότι η απόφαση είναι σε αντίθεση με τις διατάξεις του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/1991).
2. Ότι η απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του Αιτητή δυνάμει του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και των σχετικών διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
3. Ότι υπήρξε πλημμελής άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.
Στα πλαίσια του τρίτου λόγου, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ουσιαστικά ο Κηδεμόνας περιορίσθηκε στο ότι δεν ήταν νομικώς δυνατή η παροχή συγκατάθεσης του για την πώληση και την επ΄ονόματι του αγοραστή εγγραφή του ακινήτου καθ΄όσον, δυνάμει του Ν. 139/1991, αυτή ήταν υπό την κηδεμονία του και ο ιδιοκτήτης δεν είχε δικαίωμα άσκησης των περιουσιακών δικαιωμάτων του διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης. Δεν εξέτασε λοιπόν, λέγει, τους συγκεκριμένους λόγους που ο Αιτητής είχε θέσει ενώπιον του (και αφορούσαν προβλήματα υγείας και οικονομικών δυσχερειών) ώστε να αποφασίσει αν εδικαιολογείτο η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να συγκατατεθεί στην πώληση και μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου. Η διακριτική αυτή ευχέρεια φαίνεται να παρέχεται από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 15.9.2004 στην οποία ο Αιτητής παραπέμπει και η οποία προνοεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε:
«......................................
β) Να επιτρέψει, μετά από συγκατάθεση του Υπουργού Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, την πώληση και αποδοχή της Δήλωσης Μεταβίβασης τουρκοκυπριακών περιουσιών των οποίων οι ιδιοκτήτες μετέβησαν στο εξωτερικό πριν την τουρκική εισβολή και κατοχή για μόνιμη εγκατάσταση, επίσης με βάση το κριτήριο «σε ειδικές κατάλληλες περιπτώσεις», όπως αυτές ορίζονται στην υποπαράγραφο «α» πιο πάνω.
γ) Όπως ο διαχειριστής της περιουσίας αποβιώσαντος τουρκοκυπρίου, ο οποίος είχε τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό πριν την τουρκική εισβολή και κατοχή, να δικαιούται, μετά από συγκατάθεση του Υπουργού Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, να πωλεί και/ή μεταβιβάζει την περιουσία αυτή, σε «ειδικές κατάλληλες περιπτώσεις».
...................................»
Ως αποτέλεσμα, λέγει ο Αιτητής, δεν υπήρξε ούτε η δέουσα αιτιολογία που απαιτείται ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.
Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι, με βάση τις διατάξεις του Ν. 139/1991, ο Κηδεμόνας δεν έχει εξουσία να αποδεσμεύσει περιουσία η οποία περιήλθε στην Κηδεμονία του, ώστε να μην τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Ως προς την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η Δημοκρατία παρατηρεί ότι αυτή δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να ληφθεί υπ΄όψη αφού ο Αιτητής δεν είχε βασίσει το αίτημά του σε αυτή.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της Δημοκρατίας. Ο Αιτητής υπέβαλε ένα αίτημα στον Κηδεμόνα παραθέτοντας και τα στοιχεία στα οποία αυτό εβασίζετο. Δεν έγκειτο στον ίδιο να προσδιορίσει το πλαίσιο στο οποίο το αίτημα του θα εξετάζετο. Η μη αναφορά του στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (εξ άλλου ούτε στο Ν. 139/1991 είχε αναφερθεί ο Αιτητής) ουδόλως δικαιολογούσε τη μη εξέταση του αιτήματός του με αναφορά σε αυτή, αν η εν λόγω απόφαση θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπ΄όψη από τον Κηδεμόνα. Και δεν έχουμε ακούσει οποιοδήποτε επιχείρημα από τη Δημοκρατία ως προς το γιατί η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να μην έπρεπε να ληφθεί υπ΄όψη. Τούτου δοθέντος, πρόδηλο είναι ότι η απορριπτική απόφαση του Κηδεμόνα περιορίσθηκε, όπως είναι και η θέση της Δημοκρατίας, στα αφορώντα τις εξουσίες του δυνάμει του Ν. 139/1991, και δη την αδυναμία του να αποδεσμεύσει περιουσία περιελθούσα υπό την κηδεμονία του στη βάση ότι ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να ασκεί τα περιουσιακά δικαιώματα του εν όσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση. Ουδόλως κατηύθυνε την προσοχή του στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ώστε να εξέταζε τη δυνατότητα εφαρμογής της στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο συνιστούσε όντως πλημμελή άσκηση διακριτικής ευχέρειας.
Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, εν όψει της θέσης της Δημοκρατίας, δεν εξετάσαμε θέμα νομικής ισχύος της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Στον ίδιο το Νόμο δεν δίδεται αρμοδιότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίζει για εξαιρέσεις περιουσίας που περιέρχεται στον Κηδεμόνα. Επειδή όμως το θέμα δεν ετέθη και δεν συζητήθηκε, και εφ' όσον το θέμα ενδέχεται να αφορά ευρύτερες παραμέτρους, έχουμε εκλάβει, όπως και οι διάδικοι, ως δεδομένη τη νομική ισχύ της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για σκοπούς της απόφασής μας.
Ως εκ της κατάληξής μας, δεν θα εξετάσουμε την άλλη εισήγηση του Αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με το Ν. 139/1991, και ασφαλώς ούτε την εισήγησή του ως προς τη συνταγματικότητα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει €1000 έξοδα στον Αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.