ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ηλία Άννα και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 884
Αντώνη Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 ΑΑΔ 339
Κάππας Γεώργιος ν. Oργανισμού Κυπριακής ΓαλακτοκομικήςΒιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36
Kυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2009) 3 ΑΑΔ 283
1 Ιουνίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
UNICARS LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 154/2006)
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Καν. 9 των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως (Ατέλειες κατά την Εισαγωγή Εμπορευμάτων) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 380/04) ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο είναι δυνατή η εκ των υστέρων αξίωση επιστροφής του φόρου κατανάλωσης για την εισαγωγή οχήματος που ενεγράφη ως ταξί, όταν η σχετική απαλλαγή δεν είχε ζητηθεί εξ αρχής κατά τον τελωνισμό ― Δεν είναι δυνατή ― Η απαλλαγή γίνεται κατά τον τελωνισμό.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το δόγμα της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Περιστάσεις της εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης ― Δεν ετύγχαναν εφαρμογής στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της άρνησης των καθ' ων η αίτηση να χορηγήσουν την ζητηθείσα απαλλαγή φόρου κατανάλωσης, αναφορικά με οχήματα που εισήγαγαν οι ίδιοι και ενεγράφησαν ως ταξί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία απορρίπτοντας την έφεση, με απόφαση που εδόθη από το Ναθαναήλ, Δ., συμφωνούντων των Αρτέμη, Πρ. και Ηλιάδη, Δ., αποφάσισε ότι:
Ο Καν. 9 της Κ.Δ.Π. 380/04, όπως είναι διατυπωμένος στον ενεστώτα χρόνο, προνοεί για απαλλαγή (και όχι επιστροφή), η οποία «παρέχεται» υπό τον όρο ότι θα προσκομιστεί εντός μηνός το πιστοποιητικό εγγραφής των οχημάτων ως ταξί «... από την ημέρα του τελωνισμού ..». Προκύπτει, επομένως, από την απλή γραμματική ερμηνεία της πρώτης επιφύλαξης του Καν. 9, ότι η απαλλαγή δίνεται κατά τον τελωνισμό, και εφόσον από την ημέρα του τελωνισμού προσκομιστεί εντός του προνοούμενου χρόνου το αναγκαίο πιστοποιητικό εγγραφής ως ταξί.
Το ότι ο Καν. 9 αφορά αυστηρά και μόνο απαλλαγή και όχι επιστροφή, ως η εισήγηση των εφεσειόντων, προκύπτει και από τον τίτλο της Κ.Δ.Π. 380/04, που προνοεί για «ατέλειες κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων», καθώς επίσης και από το ίδιο το σαφές λεκτικό του.
Οι εφεσείοντες, οι οποίοι καλώς γνώριζαν ότι 5 από τα οχήματα που εισήγαγαν θα προορίζονταν με βάση τις παραγγελίες που από προηγουμένως είχαν από πελάτες τους, για εγγραφή ως οχήματα δημοσίας χρήσεως, όφειλαν να ζητούσαν τη σχετική απαλλαγή κατά το χρόνο του τελωνισμού και δεν χωρεί εκ των υστέρων αναζήτηση επιστροφής του σχετικού φόρου κατανάλωσης. Τέτοια ερμηνεία του Καν. 9, θα καταστρατηγούσε το ίδιο το σαφές λεκτικό του και θα έδινε ένα δικαίωμα στους εφεσείοντες που σαφώς δεν προνοείται. Ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι με την ανεπιφύλακτη πληρωμή του φόρου, είχε εφαρμογή το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Δεν τυγχάνουν εφαρμογής εδώ οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Οι Φωτίου και Νικολάτος Δ.Δ. εξέδωσαν χωριστή απόφαση μειοψηφίας με διάφορο αποτέλεσμα.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 589/05), ημερ. 4.10.06.
Στ. Μαυροκέφαλος με Γ. Βαλιαντή για Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Παπαγεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας που αποτελείται από εμένα, τον Ηλιάδη, Δ. και τον Ναθαναήλ, Δ. θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ. Την απόφαση της μειοψηφίας με την οποία συμφωνεί ο Νικολάτος, Δ. θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες, εταιρεία εισαγωγής και εμπορίας οχημάτων, εισήγαγαν 24 καινούργια οχήματα από χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη βάση καταχώρησης στις 30.7.04, δύο ηλεκτρονικών διασαφήσεων. Υπολογίστηκαν από το Τελωνείο οι σχετικοί φόροι κατανάλωσης, οι οποίοι και καταβλήθηκαν χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία στις 3.8.04. Τα ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου γεγονότα πιστοποιούσαν ως κοινό έδαφος την εξαρχής εισαγωγή πέντε εκ των οχημάτων με σαφή προορισμό την εγγραφή τους ως δημόσιας χρήσεως, ήτοι ταξί.
Στις 2.9.04, οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτημα στο Τελωνείο αιτούμενοι την επιστροφή του αναλογούντος φόρου κατανάλωσης για τα προοριζόμενα για δημόσια χρήση οχήματα, με δεδομένο ότι δεν επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης σε τέτοιου είδους οχήματα. Το Τελωνείο στις 11.3.05 έδωσε αρνητική απάντηση επικαλούμενο κατά κύριο λόγο τις διατάξεις του Καν. 9 των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης (Ατέλειες κατά την Εισαγωγή Εμπορευμάτων) Κανονισμών του 2004, Κ.Δ.Π. 380/04, και κατά δεύτερο λόγο, τις διατάξεις του Καν. 11(1). Το σκεπτικό της αρνητικής απάντησης που αποτέλεσε και το λόγο της προσβολής της πρωτοδίκως, ήταν ότι με βάση τις πιο πάνω διατάξεις η προνοούμενη απαλλαγή σε ποσοστό 75% του συνολικού φόρου κατανάλωσης θα έπρεπε να ζητηθεί κατά το χρόνο εκτελώνισης και υπό τον όρο ότι σε περίοδο ενός μηνός ή σε εύλογο χρονικό διάστημα μετά ταύτα, οι εφεσείοντες θα παρουσίαζαν από την αρμόδια αρχή πιστοποιητικό εγγραφής των 5 οχημάτων ως ταξί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας τον Καν. 9, σε συμφωνία με την εισήγηση της Δημοκρατίας, αποκλείοντας ταυτόχρονα την εφαρμογή του Καν. 11(1), απέρριψε την προσφυγή θεωρώντας ότι ο Καν. 9 δεν θα μπορούσε να επεκτείνεται και στην εκ των υστέρων επιδίωξη των εφεσειόντων προς επιστροφή του ήδη πληρωθέντος φόρου κατανάλωσης, εφόσον ο Κανονισμός ομιλεί για απαλλαγή παραχωρούμενη κατά το χρόνο της εκτελώνισης και υπό τον όρο ότι εντός ενός μηνός θα προσκομιστούν τα ανάλογα πιστοποιητικά εγγραφής. Κατά την πρωτόδικη απόφαση, το Τελωνείο παρέχει την απαλλαγή του 75% εδραζόμενο στην πρόθεση του εισαγωγέα, στην προκείμενη περίπτωση των εφεσειόντων, για εγγραφή των οχημάτων ως οχημάτων δημοσίας χρήσεως, επιτρέποντας έτσι την εκτελώνιση και απομάκρυνση των οχημάτων από το χώρο του Τελωνείου. Προς αυτή την ερμηνεία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε και ανάλογης σημασίας την επιφύλαξη του Καν. 9, ως προς την παροχή χρηματικής παρακαταθήκης ή εγγύησης προς όφελος του Τελωνείου από τον εισαγωγέα, σε περίπτωση μη υλοποίησης της δηλωμένης πρόθεσης του κατά την εκτελώνιση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης απέρριψε την προσφυγή και για το λόγο ότι οι ενέργειες των εφεσειόντων ήταν αντίθετες προς το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, στερουμένων έτσι εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την προσφυγή, εφόσον είχαν καταβάλει ανεπιφύλακτα τους φόρους κατανάλωσης κατά την εκτελώνιση και χωρίς προηγουμένως να υποβάλουν αίτημα για απαλλαγή.
Η έφεση αφορά ακριβώς στις διαπιστώσεις του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς την εφαρμογή του ανωτέρου δόγματος, αλλά και της ερμηνείας που έδωσε στον Καν. 9, με λανθασμένη ταυτόχρονα, κατά την εισήγηση, εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, οι οποίες, εάν λαμβάνονταν δεόντως υπόψη, θα έπρεπε να αποτρέψουν το πρωτόδικο Δικαστήριο από του να απορρίψει την προσφυγή, σε ζημία των εφεσειόντων.
Ο Καν. 9 της Κ.Δ.Π. 380/04, έχει ως εξής:
«Παραχωρείται απαλλαγή ποσοστού 75% του συνολικού ποσού των φόρων κατανάλωσης σε καινούργια μηχανοκίνητα οχήματα των δασμολογικών διακρίσεων 8703 21 10 90, 8703 22 10 90, 8703 23 10 90, 8703 24 10 90, 8703 31 10 90, 8703 32 19 90, 8703 33 19 90 και 8703 90 90 90, εξαιρουμένων των ασθενοφόρων, νεκροφόρων και οχημάτων παντός εδάφους:
Νοείται ότι η πιο πάνω απαλλαγή παρέχεται υπό τον όρο ότι εντός ενός (1) μηνός ή ευλόγου χρονικού διαστήματος που θεωρείται δικαιολογημένο από το Διευθυντή από την ημέρα του τελωνισμού θα προσκομίζεται από τον ενδιαφερόμενο πιστοποιητικό εγγραφής ως «ταξί» από την αρμόδια αρχή εγγραφής οχημάτων στη Δημοκρατία:
Νοείται περαιτέρω ότι η παραχώρηση της απαλλαγής διασφαλίζεται με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση.»
Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις, κρίνεται ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι απολύτως ορθή και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης. Ο Καν. 9, όπως είναι διατυπωμένος στον ενεστώτα χρόνο, προνοεί για απαλλαγή (και όχι επιστροφή), η οποία «παρέχεται» υπό τον όρο ότι θα προσκομιστεί εντός μηνός το πιστοποιητικό εγγραφής των οχημάτων ως ταξί «... από την ημέρα του τελωνισμού ..». Προκύπτει, επομένως, από την απλή γραμματική ερμηνεία της πρώτης επιφύλαξης του Καν. 9 ότι η απαλλαγή δίνεται κατά τον τελωνισμό, και εφόσον από την ημέρα του τελωνισμού θα προσκομιστεί εντός του προνοούμενου χρόνου το αναγκαίο πιστοποιητικό εγγραφής ως ταξί. Προκύπτει περαιτέρω ότι κατά την ημέρα του τελωνισμού και στη βάση της πρόθεσης του εισαγωγέα προς πώληση των οχημάτων για δημόσια χρήση, καταβάλλεται μόνο το 25% των υπολογισθέντων φόρων. Έπεται ότι κατά τον τελωνισμό πληρώνεται το 1/4 των υπολογισθέντων φόρων, με τη δυνατότητα του Τελωνείου να εισπράξει τα υπόλοιπα¾3/4 εφόσον σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του Καν. 9, η παραχώρηση της απαλλαγής «διασφαλίζεται» (σημειώνεται και πάλι η χρήση του ενεστώτα χρόνου), με την ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση. Συνάγεται ότι η απαλλαγή κατά το 75% δεν παραχωρείται εάν αυτή δεν διασφαλιστεί ταυτόχρονα με την ανάλογη εγγύηση ή κατάθεση χρημάτων από τον εισαγωγέα. Η μη προσκόμιση των αναγκαίων πιστοποιητικών εγγραφής των οχημάτων ως ταξί εντός ενός μηνός, δίδει επομένως το δικαίωμα στο Τελωνείο να εισπράξει και το υπόλοιπο 75% για το οποίο υπήρξε απαλλαγή κατά το χρόνο του τελωνισμού. Υπάρχει έτσι απευθείας συνάρτηση της παραχωρούμενης απαλλαγής με την προνοούμενη διασφάλιση.
Το ότι ο Καν. 9 αφορά αυστηρά και μόνο απαλλαγή και όχι επιστροφή, ως η εισήγηση των εφεσειόντων, προκύπτει και από τον τίτλο της Κ.Δ.Π. 380/04, που προνοεί για «ατέλειες κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων», καθώς επίσης και από το ίδιο το σαφές λεκτικό του. Παρεμβάλλεται ότι και η ίδια η προσφυγή προσέβαλε την άρνηση του Τελωνείου να μην προβεί σε απαλλαγή φόρου κατανάλωσης σε ποσοστό 75% και όχι την απόφαση της να μην επιστρέψει τους αναλογούντες φόρους. Το ότι πρόκειται για απαλλαγή, σε αντιδιαστολή με την επιστροφή, δύο διαφορετικές βεβαίως έννοιες, συνάγεται και από το γεγονός, ως αναφέρει η συνήγορος της Δημοκρατίας στο περίγραμμα της, ότι από το Τελωνείο γίνεται χρήση του ανάλογου κωδικού απαλλαγής με στοιχεία Ζ09, όταν τα εισαγόμενα οχήματα προωθούνται για δημόσια χρήση, ο οποίος και καταχωρείται αυτόματα στο λογισμικό του Τελωνείου, βεβαιώνοντας μόνο την καταβολή του 25% του φόρου κατανάλωσης. Για το υπόλοιπο 75% η παρακαταθήκη, αν δοθεί, πιστώνεται στο λογαριασμό του δημοσίου με άλλο κωδικό και επιστρέφεται όταν προσκομιστεί το πιστοποιητικό εγγραφής των οχημάτων ως ταξί, ή, σε περίπτωση παραχώρησης εγγύησης, αυτή τίθεται σε ξεχωριστό φάκελο. Άλλωστε, όπως υποδεικνύει η Δημοκρατία, με την καταβολή ολόκληρου του φόρου κατανάλωσης κατά τον τελωνισμό, τα οχήματα λαμβάνουν το καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας, ενώ με την καταβολή μόνο του 25%, δίνεται στα οχήματα το καθεστώς της μερικής απαλλαγής.
Από όλα τα πιο πάνω, συνάγεται ότι οι εφεσείοντες, οι οποίοι καλώς γνώριζαν ότι 5 από τα οχήματα που εισήγαγαν θα προορίζονταν με βάση τις παραγγελίες που από προηγουμένως είχαν από πελάτες τους, για εγγραφή ως οχήματα δημοσίας χρήσεως, όφειλαν να ζητούσαν τη σχετική απαλλαγή κατά το χρόνο του τελωνισμού και δεν χωρεί εκ των υστέρων αναζήτηση επιστροφής του σχετικού φόρου κατανάλωσης. Δεν υπήρχε με άλλα λόγια περιθώριο στους εφεσείοντες να μην ζητήσουν κατά το χρόνο της εκτελώνισης την απαλλαγή που δικαιούνταν, ώστε να γίνεται εκ των υστέρων επίκληση δικαιώματος επιστροφής του φόρου. Τέτοια ερμηνεία του Καν. 9, θα καταστρατηγούσε το ίδιο το σαφές λεκτικό του και θα έδινε ένα δικαίωμα στους εφεσείοντες που σαφώς δεν προνοείται. Από τη στιγμή λοιπόν της καταβολής του φόρου κατανάλωσης, δεν μπορεί να γίνεται ούτε λόγος για υποχρέωση του Τελωνείου να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό στη βάση του ότι αυτό δεν ήταν οφειλόμενο. Ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι με την ανεπιφύλακτη πληρωμή του φόρου, είχε εφαρμογή το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Καθίσταται πρόδηλο από όλα τα πιο πάνω, ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής εδώ οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης συναδέλφου μας με την οποία στις 4/10/06 απέρριψε την προσφυγή αρ. 589/05, που είχε καταχωρηθεί κατά της απόφασης της Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων ημερ. 11/3/05, με την οποία απέρριψε αίτημα της εφεσείουσας για επιστροφή φόρου κατανάλωσης που είχε επιβληθεί σχετικά με 5 αυτοκίνητα τα οποία, σύμφωνα με την εφεσείουσα/αιτήτρια, εφόσον πωλήθηκαν για δημόσια χρήση, ως ταξί, δεν υπέκειντο σε τέτοιο φόρο.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως προκύπτουν από την πρωτόδικη απόφαση και που αποτελούν κοινό έδαφος, η εφεσείουσα που ασχολείται με την εισαγωγή και εμπορία αυτοκινήτων, στις 30/7/04 καταχώρησε δυο ηλεκτρονικές διασαφήσεις για εκτελώνιση 24 καινούργιων αυτοκινήτων SΚODA τα οποία εισήγαγε από την Τσεχία, χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία, ως εκ της προέλευσης τους, υπέκειντο μόνο σε φόρους κατανάλωσης. Οι διασαφήσεις έγιναν δεκτές και αφού υπολογίσθηκαν οι φόροι κατανάλωσης, αυτοί καταβλήθηκαν στις 3/8/04. Σε μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα στις 2/9/04, η εφεσείουσα απευθύνθηκε στο Τελωνείο και ανέφερε ότι 5 από τα προαναφερθέντα αυτοκίνητα είχαν εισαχθεί προοριζόμενα για δημόσια χρήση, ως ταξί, για τα οποία ουσιαστικά δεν επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης αφού δικαιούνται 75% απαλλαγή. Τα 3 από αυτά είχαν ήδη εγγραφεί από τους αγοραστές ως ταξί και τα άλλα δύο θα εγγράφονταν σύντομα. Είναι δε παραδεκτό από τους καθών η αίτηση ότι τελικά εγγράφηκαν όλα ως ταξί με τους εξής αριθμούς εγγραφής: ΚJN 068, KJL770, KJN 107, KJT229 και KJT829. Ήταν επίσης ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι όταν πλήρωσαν τους φόρους, το έπραξαν με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέφονταν οι αναλογούντες προς τα 5 οχήματα φόροι.
Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολη του ημερ. 11/3/05 απέρριψε το αίτημα με την ακόλουθη βασικά αιτιολογία:
«... σύμφωνα με τον Κανονισμό 9 της Κ.Δ.Π. 380/04 παραχωρείται απαλλαγή ποσοστού 75% του συνολικού ποσού των φόρων κατανάλωσης σε καινούργια οχήματα συγκεκριμένων δασμολογικών κλάσεων, υπό τον όρο ότι εντός περιόδου ενός μηνός ή ευλόγου χρονικού διαστήματος, προσκομίζεται από τον ενδιαφερόμενο πιστοποιητικό εγγραφής ως «ταξί» από την αρμόδια αρχή εγγραφής οχημάτων. Επιπρόσθετα σύμφωνα με τον Καν. 11(1) της ιδίας πράξης η απαλλαγή παρέχεται υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο Τελωνείο προτού τα εμπορεύματα απομακρυνθούν από τον τελωνειακό έλεγχο.»
Ήταν πρωτόδικα ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ο σχετικός Κανονισμός, είναι ο Καν. 9 των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης (Ατέλειες κατά την Εισαγωγή Εμπορευμάτων) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 380/04) και όχι ο Καν. 11, στον οποίο βασίστηκαν οι εφεσίβλητοι. Οι εν λόγω Κανονισμοί έχουν ως ακολούθως:
«Κανονισμός 9
Παραχωρείται απαλλαγή ποσοστού 75% του συνολικού ποσού των φόρων κατανάλωσης σε καινούργια μηχανοκίνητα οχήματα των δασμολογικών διακρίσεων 8703 21 10 90, 8703 22 10 90, 8703 23 10 90, 8703 24 10 90, 8703 31 10 90, 8703 32 10 90 8703 33 19 90 και 8703 90 90 90, εξαιρουμένων των ασθενοφόρων, νεκροφόρων και οχημάτων παντός εδάφους:
Νοείται ότι η πιο πάνω απαλλαγή παρέχεται υπό τον όρο ότι εντός ενός (1) μηνός ή εύλογου χρονικού διαστήματος που θεωρείται δικαιολογημένο από το Διευθυντή από την ημέρα του τελωνισμού θα προσκομίζεται από τον ενδιαφερόμενο πιστοποιητικό εγγραφής ως: «ταξί» από την αρμόδια αρχή εγγραφής οχημάτων στη Δημοκρατία:
Νοείται περαιτέρω ότι η παραχώρηση της απαλλαγής διασφαλίζεται με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση.»
Ο Καν. 11(1) έχει ως ακολούθως:
«11(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη με βάση την οποία είναι δυνατή η ατελής εισαγωγή ειδικά καθοριζόμενων εμπορευμάτων για χρήση τους από ορισμένα προνομιούχα πρόσωπα, οργανισμούς, αρχές και οργανώσεις, και υπό όρους τους οποίους ο Διευθυντής μπορεί να επιβάλλει για διασφάλιση των δημόσιων προσόδων, εμπορεύματα των ειδών που καθορίζονται στο Παράρτημα των παρόντων Κανονισμών απαλλάσσονται υπό τις περιστάσεις και τους όρους που αναγράφονται στο εν λόγω Παράρτημα από το φόρο κατανάλωσης ο οποίος διαφορετικά θα επιβαλλόταν με βάση τον εκάστοτε σε ισχύ περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο, νοουμένου ότι η αίτηση απαλλαγής υποβάλλεται από ή για τα προνομιούχα πρόσωπα, οργανισμούς, αρχές και οργανώσεις προτού τα εμπορεύματα απομακρυνθούν από τον τελωνειακό έλεγχο, εκτός εάν ρητά προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Κανονισμό.»
Παρόλο που ο συνάδελφος πρωτόδικα δέχθηκε τη θέση της εφεσείουσας ότι ο μόνος Κανονισμός που τύγχανε εφαρμογής ήταν ο Καν. 9 και ότι ο Καν. 11(1) δεν εφαρμοζόταν, αποφάσισε ότι η προσφυγή δεν μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη και την απέρριψε με το εξής ουσιαστικά σκεπτικό:
«Το μόνο θέμα που με απασχολεί είναι η ερμηνεία του Κανονισμού 9. Εφ' όσον ακριβώς είναι θέμα ερμηνείας, δεν μπορούν να έχουν έρεισμα οι άλλες εισηγήσεις της Αιτήτριας. Η περίπτωση της είτε καλύπτεται από τον κανονισμό είτε όχι.
Το θέμα που εγείρεται έχει όμως διαστάσεις ευρύτερες της ερμηνείας του Κανονισμού 9 αφού αντανακλά και στο κατά πόσο, με δεδομένο ότι η Αιτήτρια δεν υπέβαλε αίτημα για απαλλαγή πριν από την εκτελώνιση και κατέβαλε ανεπιφύλακτα τους φόρους κατανάλωσης με την εκτελώνιση, κωλύεται πλέον να αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, στερούμενη έτσι και εννόμου συμφέροντος, εφ' όσον δεν μπορεί να αποδοκιμάζει εκείνο το οποίο ήδη είχε ανεπιφύλακτα επιδοκιμάσει.
Φρονώ ότι είναι ορθή η ερμηνεία την οποία προτείνει η Δημοκρατία. Η έννοια της απαλλαγής εμπεριέχει την ιδέα της μη υποχρέωσης καταβολής φόρων κατανάλωσης και όχι την εκ των υστέρων επιστροφή τους. Και το δικαίωμα για απαλλαγή κρίνεται κατά το χρόνο της εκτελώνισης με τον όρο ότι εντός ενός μηνός (ή άλλου εύλογου χρόνου) από την εκτελώνιση θα προσκομισθεί το πιστοποιητικό εγγραφής του αυτοκινήτου για το οποίο παρέχεται η απαλλαγή ως ταξί και όχι ότι μπορεί εντός ενός μηνός (ή άλλου εύλογου χρόνου) από την εκτελώνιση να υποβάλλεται αίτημα για εκ των υστέρων απαλλαγή. Προς τούτο μάλιστα συνηγορεί τα μέγιστα και η άλλη αναφορά ότι «η παραχώρηση της απαλλαγής διασφαλίζεται με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση». Το Τελωνείο δηλαδή, βασιζόμενο στην πρόθεση εγγραφής του αυτοκινήτου ως ταξί στην οποία στηρίζεται το αίτημα για απαλλαγή, παρέχει την απαλλαγή και επιτρέπει την εκτελώνιση χωρίς την καταβολή του ποσοστού του 75% των φόρων κατανάλωσης με τη διασφάλιση της ανάλογης χρηματικής παρακαταθήκης ή εγγύησης σε περίπτωση που η πρόθεση εκείνη δεν υλοποιηθεί.
Καταλήγω λοιπόν ότι δεν υπήρξε πλάνη του Τελωνείου στην αντίληψη του Κανονισμού 9 αλλά και ότι η Αιτήτρια κωλύεται να διεκδικεί απαλλαγή από τους φόρους κατανάλωσης.»
Με την παρούσα έφεση, που βασίζει σε 3 λόγους έφεσης, η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο πρωτόδικος δικαστής «εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί στα επίδικα γεγονότα η αρχή της επιδοκιμασίας και της αποδοκιμασίας με την αιτιολογία ότι οι αιτητές κατέβαλαν ανεπιφύλακτα τους φόρους κατανάλωσης».
Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται η θέση ότι ο πρωτόδικος δικαστής «ερμήνευσε εσφαλμένα τον Καν. 9 της Κ.Δ.Π. 380/04 και εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει την υπόθεση υπό το φως της αρχής της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης».
Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι ο πρωτόδικος δικαστής «εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν προχώρησε να αποφασίσει τους νομικούς λόγους που πρόβαλαν στην αίτηση ακυρώσεως οι αιτητές και συγκεκριμένα ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της καλής πίστης».
Αναφορικά με το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, κρίνουμε ότι, παρόλο που ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε σ' αυτό, τελικά η απόφαση του δεν βασίστηκε μόνο σ' αυτή τη νομική αρχή, αλλά προχώρησε και εξέτασε αν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για απαλλαγή, όπως διαλαμβάνει ο Κανονισμός 9. Έτσι το κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε μαζί τους δυο πρώτους λόγους έφεσης.
Σύμφωνα με το πιο πάνω δόγμα, ένα πρόσωπο στερείται εννόμου συμφέροντος όταν ταυτόχρονα επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει την προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση. Σχετικές επί του θέματος είναι μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίων Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 405. Το δόγμα λειτουργεί όταν υπάρχει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους. Στη σελ. 415 της προαναφερθείσας υπόθεσης Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation, σχετικά με το δόγμα αυτό, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Έχουμε την άποψη, με κάθε εκτίμηση προς το συνάδελφο που επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, ότι δεδομένης της εν προκειμένω συμμετοχής της αιτήτριας στο διαγωνισμό, αυτή δεν μπορούσε να προβάλει μετ' εννόμου συμφέροντος ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω Κανονισμών. Αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία δεν μπορούσε εν συνεχεία, επειδή η προσδοκία της δεν πραγματώθηκε, να επιδιώξει τη μηδένιση της διαδικασίας. Δηλαδή, να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει: βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, όπως και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 345. Σε σχέση, πιο συγκεκριμένα, με το υπό αναφορά ζήτημα η Ολομέλεια πρόσφατα στην Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339, επιδοκίμασε την ακόλουθη υπόμνηση στην οποία είχε προβεί ο Κωνσταντινίδης Δ. στην Αναστασίου ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2440:
................................»
Ήδη αναφέραμε ότι στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ έκανε αναφορά στην πιο πάνω αρχή, προκύπτει ότι δεν απέρριψε την προσφυγή απλά και μόνο διότι έκρινε ότι ετύγχανε εφαρμογής το πιο πάνω δόγμα αλλά, αφού προχώρησε και ερμήνευσε τον Κανονισμό 9, έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να ζητήσει εκ των υστέρων απαλλαγή. Η αναφορά στο ότι πλήρωσε η εφεσείουσα τους δασμούς ανεπιφύλακτα είναι ορθή. Όμως πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εισαγωγή αφορούσε 25 αυτοκίνητα, για τα 20 από τα οποία η εφεσείουσα δέχεται ότι ορθά πλήρωσε φόρους κατανάλωσης και για τα 5 (επίδικα) ισχυρίζεται ότι παρόλο που γνώριζε από τότε (ημέρα καταβολής των φόρων), ότι θα πωλούντο ως ταξί, εν τούτοις, βασιζόμενη στην μέχρι τότε διαδικασία εκτελώνισης για αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ταξί), πλήρωσε τους φόρους κατανάλωσης και το φόρο προστιθέμενης αξίας με την προϋπόθεση ότι θα επιστρεφόταν η διαφορά μετά την εγγραφή των οχημάτων ως ταξί. Επομένως αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο ο συνάδελφος πρωτόδικα ερμήνευσε εσφαλμένα τον Καν. 9, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Είναι η θέση της ότι ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα ερμήνευσε τον Καν. 9 ότι απαιτεί την υποβολή αίτησης προτού τα εμπορεύματα (εδώ τα αυτοκίνητα) απομακρυνθούν από τον τελωνειακό έλεγχο, γιατί ο Κανονισμός αυτός δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία που έδωσε το δικαστήριο είναι αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.
Αντίθετα με τα πιο πάνω, η πλευρά των εφεσιβλήτων υιοθετώντας την πρωτόδικη απόφαση, τόνισε το γεγονός ότι πρόκειται περί απαλλαγής φόρων και όχι επιστροφής φόρων. Έτσι ο Κανονισμός επιτρέπει την απαλλαγή, αλλά όχι την επιστροφή. Γιαυτό και υπάρχει η πρόνοια για την εξασφάλιση του 75% της απαλλαγής, με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση. Ισχυρίζεται περαιτέρω η πλευρά των εφεσιβλήτων ότι μπορούσε η εφεσείουσα να κάνει χρήση του Κωδικού Απαλλαγής Ζ09 που αφορά οχήματα δημόσιας χρήσης κατά το χρόνο που καταχώρησαν τις σχετικές διασαφήσεις.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η όλη υπόθεση εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στον Καν. 9. Έχουμε όμως προσέξει ότι ούτε ο πρωτόδικος Δικαστής, αλλά ούτε και οι συνήγοροι των διαδίκων ασχολήθηκαν με την ερμηνεία της φράσης «από την ημέρα του τελωνισμού» που περιέχεται στον Καν. 9. Στους Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 380/04) δεν υπάρχει ερμηνεία της λέξης «τελωνισμός». Σύμφωνα με το Άρθρο 2(2) του ιδίου Κανονισμού «Όροι, η έννοια των οποίων δεν ορίζεται ειδικά στους παρόντες Κανονισμούς, έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στην τελωνειακή νομοθεσία, στον εκάστοτε σε ισχύ περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο και στους Κανονισμούς και Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει αυτού»
Στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 2004 (Νόμο 91(Ι)/2004), που είναι σήμερα σε ισχύ, δεν υπάρχει ορισμός της λέξης «τελωνισμός».
Σε προηγούμενη όμως νομοθεσία (βλ. Άρθρο 2 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1996 (Ν.109(Ι)/95), η λέξη «τελωνισμός» ερμηνευόταν ως ακολούθως:
«Τελωνισμός» σημαίνει την κατάθεση διασάφησης μαζί με τα αναγκαία έγγραφα τα οποία καθορίζονται από τους εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακούς νόμους, την καταβολή των τελωνειακών δασμών και φόρων κατανάλωσης που αναλογούν στα εμπορεύματα και την απομάκρυνση τους από τον τελωνειακό έλεγχο»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Είναι δηλαδή φανερό ότι ο «τελωνισμός» που αναφέρεται στον Καν. 9 της Κ.Δ.Π. 380/04, έχει την έννοια της καταβολής του δασμού ή φόρου κατανάλωσης και απομάκρυνσης των εμπορευμάτων (εδώ των αυτοκινήτων) από τον τελωνειακό έλεγχο.
Ακόμα και με τη γραμματική ερμηνεία της λέξης «τελωνισμός» όπως προκύπτει από λεξικά της ελληνικής γλώσσας, φαίνεται ότι καλύπτεται και η περίπτωση που έχει πληρωθεί ο φόρος και έχουν μετακινηθεί τα οχήματα από τον τελωνειακό έλεγχο. Η χρονική περίοδος του 1 μηνός ή ευλόγου χρονικού διαστήματος (που μπορεί να είναι και πέραν του ενός μηνός) που προβλέπει ο Καν. 9, έχει συνδεθεί με τον τελωνισμό και όχι οτιδήποτε άλλο.
Σύμφωνα με το ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, «τελωνισμός» σημαίνει:
«1. ο καθορισμός του υποχρεωτικού τελωνειακού δασμού ενός προϊόντος
2. η διαδικασία εισαγωγής ενός προϊόντος, ο εκτελωνισμός.»
«εκτελωνίζω»: περνώ από το τελωνείο (εμπορεύματα) καταβάλλοντας τους προβλεπόμενους δασμούς.
Στο Μικρό Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος-Φυτράκης, «τελωνισμός» σημαίνει επιβολή ή πληρωμή τελωνειακού δασμού σε εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα.
Εφόσον λοιπόν ο Κανονισμός 9 επιτρέπει την απαλλαγή νοουμένου ότι «εντός περιόδου ενός (1) μηνός ή ευλόγου χρονικού διαστήματος που θεωρείται δικαιολογημένο από το Διευθυντή από την ημέρα του τελωνισμού» προσκομισθεί πιστοποιητικό εγγραφής ως ταξί, κάτι που εδώ οι καθών η αίτηση δέχονται ότι έγινε, είμαστε της άποψης ότι το γεγονός ότι ήδη καταβλήθηκαν οι φόροι κατανάλωσης, δεν αποτελεί εμπόδιο για παροχή της απαλλαγής. Εν πάση περιπτώσει, τέτοια ερμηνεία, συνάδει και με το σκοπό του νομοθέτη, που είναι ότι οχήματα που θα χρησιμοποιηθούν ως ταξί, δικαιούνται 75% απαλλαγής από τους φόρους κατανάλωσης. Η διάκριση μεταξύ απαλλαγής φόρων και επιστροφής φόρων ενόψει της ερμηνείας που δώσαμε στον Καν. 9, δεν πρέπει να οδηγεί σε καταστρατήγηση του σκοπού του εν λόγω κανονισμού. Άλλωστε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 27 του περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 2004 (Ν. 91(Ι)/04) οι πρόνοιες του οποίου υπερισχύουν του προαναφερθέντος Κανονισμού, ο Διευθυντής είχε υποχρέωση να επιστρέψει τη διαφορά του φόρου κατανάλωσης στην έκταση που αυτός καταβλήθηκε ενώ, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν ήταν οφειλόμενος. Εδώ, όπως ήδη αναφέραμε το αίτημα της εφεσείουσας ήταν για επιστροφή της διαφοράς του φόρου κατανάλωσης.
Από πλευράς της εφεσείουσας (δεύτερος λόγος έφεσης) υπάρχει και το παράπονο ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης. Οι αρχές αυτές, που είχαν καθιερωθεί από τη νομολογία, έχουν τώρα πάρει και νομοθετική ισχύ. (Βλ. Άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 - Ν. 158(Ι)/99 ως έχει τροποποιηθεί). Σύμφωνα με το Άρθρο 50 του εν λόγω Νόμου η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις. Η ερμηνεία που δώσαμε στον Καν. 9 συνάδει με την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια.
Η επιφύλαξη του Καν. 9 ότι «η παραχώρηση της απαλλαγής διασφαλίζεται με ανάλογη χρηματική παρακαταθήκη ή εγγύηση» εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ζητείται η απαλλαγή κατά το στάδιο του τελωνισμού. Εδώ δε ζητήθηκε αλλά πληρώθηκε ολόκληρος ο φόρος. Επομένως ορθά δεν είχε τεθεί θέμα για εγγύηση της απαλλαγής του 75%. Συνεπώς, η ύπαρξη της επιφύλαξης, που καλύπτει τις περιπτώσεις που ζητείται η απαλλαγή προτού πληρωθεί ο φόρος, δεν αποτελεί εμπόδιο για έγκριση της απαλλαγής σε περιστάσεις όπως την παρούσα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η εφεσείουσα δεν εδικαιούτο την απαλλαγή, διότι πλήρωσε ανεπιφύλακτα τους αναλογούντες στα 5 οχήματα φόρους κατανάλωσης. Εφόσον με βάση τον Καν. 9 είχε δικαίωμα να αποταθεί για την απαλλαγή και αργότερα από τον «τελωνισμό», το ότι κατά τον τελωνισμό δέχθηκε και κατέβαλε δασμό και για τα 5 οχήματα που την ημέρα εκείνη δεν είχε δηλωθεί ότι θα πωλούνταν για χρήση ως ταξί, κρίνουμε ότι δεν συνιστά περίπτωση στην οποία τυγχάνει εφαρμογής το προαναφερθέν δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Ενόψει όλων των πιο πάνω θα επιτρέπαμε την έφεση, θα παραμερίζαμε την πρωτόδικη απόφαση και θα ακυρώναμε την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.