ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 102(I)/1997 - Ο περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμος του 1997
Ν. 59(I)/2001 - Ο περί Προσφορών του Δημοσίου (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 2001
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (2016) 3 ΑΑΔ 389, ECLI:CY:AD:2016:C419
Cyprus International Roads Limited ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 877
ΑΓΑΠΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1597/2010, 12/9/2012
(2009) 3 ΑΑΔ 92
12 Φεβρουαρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,
v.
KRASHIAS FOOTWEAR INDUSTRIES LTD.,
Εφεσιβλήτων - Αιτητών.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 112/2005)
Προσφορές ― Κατακύρωση ― Αιτιολογία ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση, η απαίτηση όπως η απόφαση κατακύρωσης είναι αιτιολογημένη.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η απαίτηση εξειδίκευσης των λόγων ακυρώσεων ― Καν. 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 ― Περιστάσεις παραβίασής του στην κριθείσα περίπτωση.
Μετά την ανατροπή κατ' έφεση της πρωτόδικης απόφασης ακύρωσης της επίδικης κατακύρωσης προσφορών, με απόφαση της Ολομέλειας ημερομηνίας 2/11/2007, εξετάσθηκαν οι εναπομείναντες λόγοι ακυρώσεως, που δεν είχαν τύχει εξέτασης πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Υπάρχει εν προκειμένω σαφής αιτιολογία ως προς την εισήγηση για αποδοχή της χαμηλότερης προσφοράς. Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών αποδεχόμενο την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης και την κατά πλειοψηφία εισήγηση της Τεχνικής Επιτροπής, κατακύρωσε την προσφορά στο ΕΜ με τη σαφή αιτιολογία, ότι αυτή ως η χαμηλότερη, ήταν η πιο λογική και συμφέρουσα.
Ο λόγος ακύρωσης της έλλειψης δέουσας έρευνας με τον ασαφή και αόριστο τρόπο που ηγέρθη στο δικόγραφο, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση στη γραπτή αγόρευση των Αιτητών, δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη, εφόσον θα προσέκρουε στον Κανονισμό 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Εν πάση περιπτώσει, στην Έκθεση Αξιολόγησης, η Επιτροπή Αξιολόγησης προέβη σε πλήρη έλεγχο συμμόρφωσης του προσφοροδότη προς τους όρους και τις οδηγίες. Υπό τις περιστάσεις, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας όλα έγιναν νομότυπα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 113/04), ημερ. 6.9.05.
Λ. Ουστά, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Κυπριανού, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών (στο εξής «το Τμήμα»), προκήρυξε προσφορές με ανοικτή διαδικασία για την προμήθεια αρβύλων στρατιωτικού τύπου. Μεταξύ των προσφοροδοτών ήταν και οι Αιτητές. Συστάθηκε Επιτροπή Αξιολόγησης των Προσφορών, η οποία ετοίμασε Έκθεση, στην οποία γινόταν εισήγηση όπως η προσφορά κατακυρωθεί στην εταιρεία A.P.S. Advanced Products & Services Ltd., Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ), το οποίο προσέφερε τη χαμηλότερη τιμή σύγκρισης. Η Έκθεση Αξιολόγησης στάληκε από το Τμήμα στην αρμόδια Τεχνική Επιτροπή Υπόδησης, η οποία κατά πλειοψηφία υιοθέτησε την εισήγηση της Επιτροπής. Ένα μέλος της τήρησε αποχή. Στη συνέχεια το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, στις 11.12.2003, κατακύρωσε την προσφορά στο ΕΜ.
Οι Αιτητές προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση και με επτά λόγους ζήτησαν την ακύρωσή της. Κατά την ακρόαση της προσφυγής πρωτοδίκως, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές, με την αγόρευση του τελικά προώθησε τους πιο κάτω τρεις λόγους ακύρωσης:-
«1. Η τελική απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 11/12/03, καθώς και οι αποφάσεις ή εισηγήσεις των Επιτροπών Αξιολόγησης και της Τεχνικής Επιτροπής Υπόδησης που προηγήθηκαν, είναι αναιτιολόγητες.
2. Η συγκρότηση και/ή σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 20/11/2003 (τα πρακτικά της οποίας έχουν επισυναφθεί ως Τεκμήριο 6 στην Ένσταση των καθ'ων η αίτηση) και κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 11/12/2003 (τα πρακτικά της οποίας έχουν επισυναφθεί ως Τεκμήριο 7 στην Ένσταση των καθ'ων η αίτηση) είναι ελαττωματική.
3. Δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του νόμου που αναφέρονται στο Άρθρο 6(1) του περί Προσφορών του νόμου.»*
Ο συνάδελφος μας που εκδίκασε την προσφυγή, εξέτασε κατά προτεραιότητα το δεύτερο λόγο ακύρωσης, ο οποίος αφορούσε στην κατ' ισχυρισμό κακή συγκρότηση και σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών. Όπως ισχυρίζονταν οι Αιτητές, στη σύνθεση του Συμβουλίου εκπροσωπήθηκε το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών, χωρίς να εκπροσωπηθεί και το Υπουργείο Άμυνας, το οποίο ήταν, σύμφωνα με το Άρθρο 11(1)(στ) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν. 102(Ι)/97), «το ενδιαφερόμενο Υπουργείο».
Ο συνάδελφος μας θεώρησε ότι, με βάση το Άρθρο 11(1)(στ), ήταν αναγκαία η εκπροσώπηση του Υπουργείου Άμυνας και ως εκ τούτου η απόφαση λήφθηκε από όργανο με κακή σύνθεση/συγκρότηση. Ως αποτέλεσμα, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι καθ'ων η αίτηση εφεσίβαλαν την απόφαση του συναδέλφου μας, ισχυριζόμενοι ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 11(1)(στ) του Ν. 102(Ι)/97, προτού αυτό τροποποιηθεί, ενώ θα έπρεπε να είχε κρίνει με βάση τις πρόνοιες του άρθρου, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την τροποποίησή του από τον τροποποιητικό Νόμο 59(Ι)/2001, ημερ. 12.4.2001. Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο δικηγόρος των Αιτητών δέχθηκε ότι το νομικό καθεστώς με βάση το οποίο θα έπρεπε να είχε κριθεί η σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ήταν όντως το Άρθρο 11(1)(στ) όπως αυτό τροποποιήθηκε από τον Νόμο 59(Ι)/2001, και ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητη η παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Άμυνας, όπως λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως. Ενόψει της πιο πάνω δήλωσης, η Ολομέλεια υπό άλλη σύνθεση, με απόφαση της ημερ. 2.11.2007, ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε όπως η ουσία της προσφυγής προχωρήσει για εξέταση.
Δύο είναι τα εναπομείναντα νομικά σημεία. Θα ασχοληθούμε πρώτα, με το κατά πόσο είναι επαρκώς αιτιολογημένη η τελική απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 11.12.2003, καθώς και η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης όπως και αυτή της Τεχνικής Επιτροπής Υπόδησης, οι οποίες προηγήθηκαν της τελικής απόφασης του Συμβουλίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους αιτητές θεώρησε ότι η απουσία αιτιολογίας ήταν καταφανής, αφού κανένα από τα τρία σώματα που εξέτασαν το θέμα δεν έδωσαν οποιεσδήποτε εξηγήσεις για την απόφαση τους.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση, στη δική της αγόρευση, θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή είναι αόριστοι και αβάσιμοι και ότι ο λόγος ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθεί γι' αυτό και μόνο τον λόγο. Διαζευκτικά, εισηγήθηκε ότι η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ήταν δεόντως αιτιολογημένη, αφού σ' αυτή καταγράφονται οι λόγοι που κατακυρώθηκε η προσφορά στο ΕΜ.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Η αναγκαιότητα της αιτιολογίας, πηγάζει από την αρχή της νομιμότητας και την ανάγκη να διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή του Νόμου, ώστε να διευκολύνεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων της διοίκησης (Κυριακόπουλος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, Τόμος Β, σελ. 386). Η αιτιολογία μιας πράξης, δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Βλ. Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).
Έχουμε μελετήσει τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Αξιολόγησης. Σ' αυτά διαπιστώνουμε ότι υπάρχει σαφής αιτιολογία ως προς την εισήγηση της για αποδοχή της χαμηλότερης προσφοράς, την οποία σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα του ελέγχου συμμόρφωσης προς τους όρους του διαγωνισμού, έκρινε ότι ήταν η πλέον λογική και συμφέρουσα. Το ότι η Τεχνική Επιτροπή μετά από μελέτη, υιοθέτησε κατά πλειοψηφία την Έκθεση Αξιολόγησης, δεν συνιστά κενό στην αιτιολογία. Εν πάση περιπτώσει, το ίδιο ισχύει για το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, το οποίο, αποδεχόμενο την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης και την κατά πλειοψηφία εισήγηση της Τεχνικής Επιτροπής, κατακύρωσε την προσφορά στο ΕΜ με τη σαφή κατά την άποψή μας αιτιολογία, ότι αυτή ως η χαμηλότερη, ήταν η πιο λογική και συμφέρουσα.
Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης είναι κατά πόσο τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 6(1) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν. 102(Ι)/97), όπως τροποποιήθηκε.
Ο δικηγόρος των Αιτητών διατύπωσε εκ μέρους των πελατών του, το παράπονο ότι η Τεχνική Επιτροπή Υπόδησης, εξέτασε μόνο κατά πόσο η προσφορά του ΕΜ ήταν φθηνότερη, χωρίς να εξετάσει και κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση με τις απαιτούμενες προδιαγραφές και όρους. Κατά την άποψη του κ. Κυπριανού, αυτό γίνεται παραδεχτό από τον πρόεδρο της Τεχνικής Επιτροπής Υπόδησης κ. Χρ. Μάρκου σε επιστολή του ημερ. 28.11.03, την οποία απέστειλε στον Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών.
Από την άλλη, η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η συμμόρφωση ενός προσφοροδότη με τις προδιαγραφές και η νόμιμη κατακύρωση της προσφοράς σ' αυτόν, δεν εξαρτάται από τις τυχόν διαφωνίες που εκφράζει ένα μέλος για την ακολουθητέα διαδικασία, αλλά από το κατά πόσο, αντικειμενικά κρίνοντας, τηρήθηκαν ή όχι οι απαιτούμενες προδιαγραφές και όροι.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Το Άρθρο 6(1) του Νόμου 102(Ι)/97 προβλέπει ότι:-
«6(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (5) και (6), το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο μπορεί να κατακυρώνει Συμβάσεις Δημοσίου με βάση είτε τη χαμηλότερη προσφορά είτε την πιο συμφέρουσα οικονομικά προσφορά, νοουμένου ότι και στις δύο περιπτώσεις οι προσφορές πρέπει να ικανοποιούν ουσιαστικά τις απαιτούμενες προδιαγραφές και όρους.»
Στην προκειμένη περίπτωση, ο κ. Κυπριανού δεν προσδιορίζει συγκεκριμένη προδιαγραφή ή όρο που δεν τηρήθηκε, αλλά παραπέμπει στην επιστολή του κ. Χρ. Μάρκου. Σ' αυτήν γίνεται αναφορά στην κατάργηση, χωρίς την προηγούμενη διαβούλευση με την Τεχνική Επιτροπή Υπόδησης, του όρου υποβολής δειγμάτων, με τον οποίο δεν συμφωνούσε ο κ. Χρ. Μάρκου. Ενόψει της διαφωνίας του με την τροποποίηση των όρων, προσπάθησε στην επιστολή του να δικαιολογήσει την αποχή του, ώστε να διευκολύνει, όπως αναφέρει, τη λήψη απόφασης. Κατά τη γνώμη μας, στην επιστολή Μάρκου δεν γίνεται οποιαδήποτε παραδοχή για μη τήρηση των προδιαγραφών και όρων. Απλώς γίνεται συζήτηση για την λανθασμένη, κατά την άποψή του, αλλαγή των όρων χωρίς την προηγούμενη διαβούλευση με την Τεχνική Επιτροπή Υπόδησης η οποία όπως αναφέρει ο κ. Μάρκου, θα είχε τη δυνατότητα, αν της διδόταν η ευκαιρία, να προβεί σε τροποποιήσεις στις υφιστάμενες προδιαγραφές, αν έκρινε ότι τούτο ήταν αναγκαίο. Με κανένα τρόπο τα όσα διατυπώνει ο κ. Μάρκου στην επιστολή του, μπορούν να ερμηνευθούν με τον τρόπο που εισηγείται ο κ. Κυπριανού, ότι υποδηλώνουν μη εξέταση των προδιαγραφών και όρων.
Ο κ. Κυπριανού, στο στάδιο των διευκρινήσεων, κατά τη συζήτηση του λόγου ακύρωσης που αφορά στη μη τήρηση των προνοιών του Άρθρου 6(1), του Νόμου 102(Ι)/97, προσπάθησε να εγείρει επίσης θέμα μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας σε σχέση με τις τεχνικές προδιαγραφές.
Θέμα έρευνας, αν και αρχικά ηγέρθη ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης, στη συνέχεια, όπως φαίνεται και από τη γραπτή αγόρευση των Αιτητών, δεν προωθήθηκε, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε. Περαιτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης με τον ασαφή και αόριστο τρόπο που ηγέρθη στο δικόγραφο, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση στη γραπτή αγόρευση των Αιτητών, δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη εφόσον θα προσέκρουε στον Κανονισμό 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Εν πάση περιπτώσει, υποδείχθηκε στον κ. Κυπριανού ότι στην Έκθεση Αξιολόγησης, η Επιτροπή Αξιολόγησης προέβη σε πλήρη έλεγχο συμμόρφωσης του προσφοροδότη προς τους όρους και τις οδηγίες. Επίσης, σε σχέση με το ΕΜ ζητήθηκαν διευκρινήσεις σε σχέση με την χώρα προέλευσης και κατασκευής των προϊόντων και επομένως δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει η εισήγηση ότι δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα. Στο βαθμό που το θέμα αφορά στη μη συμμόρφωση με το Άρθρο 6(1) του Νόμου, ο λόγος ακύρωσης εν πάση περιπτώσει, δεν ευσταθεί για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει.
Ανεξάρτητα των πιο πάνω, δεν μας έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε παραβίαση των τεχνικών προδιαγραφών ή άλλων όρων των προσφορών, ώστε να μπορέσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη. Υπό τις περιστάσεις, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, όλα έγιναν νομότυπα. Πέραν τούτου, σε ό,τι αφορά τα δείγματα στα οποία αναφέρθηκε ο κ. Κυπριανού, αυτά θα έπρεπε, όπως υπέδειξε η κα Ουστά, να προσκομίζονται προτού το ΕΜ προχωρήσει σε μαζική παραγωγή τους (Βλ. Ειδικούς Όρους, Μέρος Β, παράγρ. 1).
Ο κ. Κυπριανού στο στάδιο των διευκρινίσεων, παραπονέθηκε επίσης για την κακή σύνθεση της Τεχνικής Επιτροπής Υπόδησης, αλλά δεν του επιτρέψαμε να επεκταθεί, κρίνοντας ότι το νομικό σημείο δεν εγειρόταν στην Αίτηση, ως λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του Αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
* Βλ. σελ. 3 πρωτόδικης απόφασης.