ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 7
13 Ιανουαρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΡΤΖΟΣ,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΣΑΧΩΡΙΤΗΣ,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 120/2006)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Επιβολή φόρου μετά από επανεξέταση, λόγω ακυρωτικής δικαστικής απόφασης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε έγκυρη η διενέργεια της επανεξέτασης στην εξετασθείσα υπόθεση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Άρθρο 17(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 ― Δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της σε βάρος τους επιβολής, μετά από επανεξέταση, φορολογίας προστιθέμενης αξίας ύψους Λ.Κ.29.417,28.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Τίποτε δεν εμπόδιζε την Έφορο ΦΠΑ να βασισθεί στα ήδη εξασφαλισθέντα πραγματικά δεδομένα, δηλαδή τα βιβλία των εφεσειόντων, το ημερολόγιο, και τα άλλα τεκμήρια που εξασφαλίστηκαν ως αποτέλεσμα της έρευνας. Τα στοιχεία και δεδομένα αυτά ήταν ήδη στην κατοχή της Εφόρου ΦΠΑ, θα ήταν δε χωρίς έννοια οποιαδήποτε ενέργεια για νέα έρευνα με σκοπό την εξασφάλιση στοιχείων.
Είναι προφανές, ότι η Έφορος ΦΠΑ επανεξέτασε και ερεύνησε με βάση αυτά τα στοιχεία την περίπτωση των εφεσειόντων, άκουσε δε και τις θέσεις τους, όπως αυτές εκφράστηκαν από τον λογιστή τους.
2. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες παρέπεμψαν στο Άρθρο 17(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(I)/99).
Θέμα εφαρμογής του εν λόγω άρθρου δεν εγείρεται στην παρούσα περίπτωση, καθόσον εδώ δεν πρόκειται περί έγκρισης της προηγούμενης απόφασης από την Έφορο ΦΠΑ, αλλά για νέα απόφαση, στην οποία κατέληξε η ίδια η Έφορος προσωπικά.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 424/05), ημερομ. 7/8/2006.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Το Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) Πάφου διενήργησε επίσκεψη ελέγχου στα υποστατικά των εφεσειόντων για να εξετάσει τα βιβλία και αρχεία τους, σε σχέση με τις υποβληθείσες φορολογικές τους δηλώσεις για την περίοδο 1.1.96 μέχρι 30.9.02. Διαπιστώθηκε από την έρευνα αυτή ότι δεν τηρούνταν τα αναγκαία βιβλία και αρχεία για την εν λόγω περίοδο. Οι λεπτομερείς διαπιστώσεις περιέχονται στις σελ. 2 και 3 της πρωτόδικης απόφασης.
Παραθέτουμε πιο κάτω την κρίση των λειτουργών Φ.Π.Α. επί του προκειμένου, όπως περιγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι λειτουργοί ΦΠΑ έκριναν ότι οι αιτητές δεν απέδωσαν ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών ο οποίος αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και/ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησαν κατά τις φορολογικές περιόδους από 1.1.1996 μέχρι 30.9.2002. Κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα αφού προέβηκαν στις ακόλουθες ενέργειες: Διαπίστωσαν ότι το ποσοστό των καταχωρημένων εκδηλώσεων στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης ήταν το 64% των εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με στοιχεία της περιόδου 1.1.2002 - 30.9.2002. Ο μέσος όρος είσπραξης ανά εκδήλωση ήταν £1.206 για την περίοδο 1.1.1996 - 30.6.2000, κατά την οποία οι αιτητές ως επί το πλείστον παραχωρούσαν δικαίωμα χρήσης της αίθουσας, και £3.826 για την περίοδο 1.7.2000 - 30.9.2002, κατά την οποία οι αιτητές επέκτειναν τις υπηρεσίες τους με την πλήρη διοργάνωση των εκδηλώσεων (φαγητό, σερβίρισμα, κλπ). Με βάση τα πιο πάνω, οι ανασυγκροτημένες εισπράξεις από τις εκδηλώσεις, για την περίοδο από 1.1.1996 - 30.9.2002, ήταν £682.724. Επίσης, ανασυγκροτήθηκαν οι εισπράξεις από τις πωλήσεις αναψυκτικών για την ίδια περίοδο οι οποίες ανέρχονταν σε £45.637. (Βλ. Παράρτημα Β στην Ένσταση).»
Ακολούθως, ο λειτουργός Κ. Τσαγκαρίδης υπογράφοντας «για Έφορο ΦΠΑ», θεωρώντας ότι οι φορολογικές δηλώσεις ήταν ελλιπείς και περιείχαν σφάλματα, με βάση το Άρθρο 49 του Νόμου 95(Ι)/2000, ειδοποίησε τους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 10.6.03, ότι όφειλαν να καταβάλουν στην Έφορο ΦΠΑ ποσό ύψους £29.417,28.
Οι αιτητές αμφισβήτησαν την ορθότητα των στοιχείων που αναφέρονταν στην επιστολή αυτή. Η ένσταση όμως απορρίφθηκε.
Οι αιτητές καταχώρησαν την υπ΄αρ. 785/2003 προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της βεβαίωσης του φόρου και η προσφυγή τους πέτυχε, με το σκεπτικό ότι η βεβαίωση έγινε όχι από την Έφορο ΦΠΑ, αλλά από τον λειτουργό Κ. Τσαγκαρίδη, που είχε διεξαγάγει και την έρευνα, ο οποίος κρίθηκε ως μη εξουσιοδοτημένος για να προβεί στη βεβαίωση.
Στην προσφυγή τους εκείνη οι αιτητές υποστήριξαν ότι, αφού ο Νόμος 246/90, με βάση τον οποίο ο λειτουργός είχε την εξουσιοδότηση, είχε καταργηθεί και αντικατασταθεί από το Νόμο 95(Ι)/2000, κατά τον ουσιώδη χρόνο η εξουσιοδότηση δεν εκάλυπτε τη ληφθείσα απόφαση. Το Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Μου φαίνεται αναπόφευκτη η ακύρωση της απόφασης. Όχι γιατί ήταν πλέον οπωσδήποτε απαραίτητο η εξουσιοδότηση να έχει ως έρεισμα το Άρθρο 4 του Ν. 95(Ι)/2000 αντί του Ν. 23/62. Δεν απαιτείται απόφανση επ΄αυτού. Προκύπτει, ως πρώτο, ερώτημα αναφορικά με το ίδιο το αντικείμενο της εξουσιοδότησης, δηλαδή τις εξουσίες που εκχωρούνται στο λειτουργό. Αυτές ήταν οι εξουσίες που είχε ο Έφορος δυνάμει του Ν. 246/90 και, με την κατάργηση αυτού του Νόμου, η εξουσιοδότηση παρέμεινε χωρίς περιεχόμενο. Ο όποιος συσχετισμός των δυο νόμων ενόψει και του Άρθρου 59 αλλά ακόμα και του Άρθρου 11 του περί Ερμηνείας Νόμου στο οποίο έστρεψα την προσοχή μου, δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι η εξουσιοδότηση αφορούσε στις εξουσίες του Ν. 246/90, του Νόμου δηλαδή όπως αυτός ίσχυε κατά την έκδοσή της.»
Ακολούθως, η Έφορος ΦΠΑ, έχοντας υπόψη της την απόφαση στην Προσφυγή 785/03, επανεξέτασε την υπόθεση, βασιζόμενη και πάλι στο πραγματικό υπόβαθρο των λόγων που καθιστούσαν τις φορολογικές δηλώσεις ελλιπείς και περιέχουσες σφάλματα και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, προβαίνοντας σε βεβαίωση φόρου εκροών με βάση το Άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90 και το Άρθρο 49 του Νόμου 95(Ι)/2000. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν και πάλι προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή. Η παρούσα έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη αυτή απόφαση.
Είναι ο βασικός ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η Έφορος ΦΠΑ δεν προέβη σε δική της έρευνα για να διαπιστώσει την κατάσταση και να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια στην επιβολή της φορολογίας. Βασίστηκε, όπως υποβάλλουν, σε άκυρη έρευνα του λειτουργού Τσαγκαρίδη, που δεν ήταν εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να πάρει την απόφαση ούτε και να ερευνήσει το θέμα.
Οι εφεσίβλητοι - καθ΄ων η αίτηση, αντίθετα, προβάλλουν ότι το Δικαστήριο στην προηγούμενη ακυρωτική του απόφαση, δεν είχε καταλήξει πως η έρευνα που διεξάχθηκε από το λειτουργό Τσαγκαρίδη ήταν αντικανονική, αλλά στο συμπέρασμα ότι ο λειτουργός αυτός δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να λάβει την τελική απόφαση για την επιβολή φορολογίας. Ως εκ τούτου, υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσίβλητων, τίποτε δεν εμπόδιζε την Έφορο ΦΠΑ να βασισθεί στα ίδια δεδομένα, όπως και έπραξε και το ότι κατέληξε και αυτή στο ίδιο συμπέρασμα με το λειτουργό Τσαγκαρίδη δεν σημαίνει ότι υιοθέτησε το δικό του συμπέρασμα, χωρίς η ίδια να καταλήξει σε αυτό με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιον της και μετά από άσκηση της δικής της διακριτικής ευχέρειας.
Η εξουσιοδότηση της Εφόρου προς το λειτουργό, όπως αυτή αναφέρεται στην απόφαση στην Προσφυγή 785/2003, ήταν «να ασκεί εκ μέρους μου τις εξουσίες και τα καθήκοντα που ανατίθενται σε μένα από τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο 246/1990». Ως εκ τούτου, κρίνουμε πως όχι μόνο η επιβολή της φορολογίας έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο, αλλά και η διεξαγωγή της έρευνας. Όμως, είναι η κατάληξή μας πως, παρόλο τούτο, τίποτε δεν εμπόδιζε την Έφορο ΦΠΑ να βασισθεί στα ήδη εξασφαλισθέντα πραγματικά δεδομένα, δηλαδή τα βιβλία των εφεσειόντων, το ημερολόγιο, και τα άλλα τεκμήρια που εξασφαλίστηκαν ως αποτέλεσμα της έρευνας. Τα στοιχεία και δεδομένα αυτά ήταν ήδη στην κατοχή της Εφόρου ΦΠΑ, θα ήταν δε χωρίς έννοια οποιαδήποτε ενέργεια για νέα έρευνα με σκοπό την εξασφάλιση στοιχείων.
Η ίδια η Έφορος ΦΠΑ κάμνει αναφορά στις διαπιστώσεις και στα «στοιχεία που έχω στη διάθεση μου και στις εξηγήσεις που έχουν δοθεί από εσάς και τον λογιστή σας». Όπως αναφέρεται στην επιστολή της Εφόρου με ημερομηνία 1.2.2005, κατέληξε στην απόφασή της «με βάση τα στοιχεία που παραλάβαμε . . . στα υποστατικά της επιχείρησή σας . . .» και «σύμφωνα με 36 προσκλήσεις που έχω στην κατοχή μου . . .» και «με βάση το ημερολόγιο του 2002 που παραλάβαμε . . .». Είναι προφανές, ότι η Έφορος ΦΠΑ επανεξέτασε και ερεύνησε με βάση αυτά τα στοιχεία την περίπτωση των εφεσειόντων, άκουσε δε και τις θέσεις τους, όπως αυτές εκφράστηκαν από τον λογιστή τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης ορθά παρατήρησε . . «Δεν βλέπω γιατί η Έφορος ΦΠΑ, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά δεδομένα, να μην μπορούσε να καταλήξει στην ίδια, ουσιαστικά, απόφαση με εκείνη της 10.6.2003, επειδή η τελευταία δεν λήφθηκε νομότυπα, ελλείψει, δηλαδή, της αναγκαίας εκχώρησης εξουσίας στον λειτουργό Κ. Τσαγκαρίδη, σύμφωνα με το Ν.95(Ι)/2000».
Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων μας παρέπεμψε στο Άρθρο 17(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99), που προνοεί τα ακόλουθα:
«Η παρανομία μιας πράξης που έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο δεν θεραπεύεται, έστω και αν την πράξη αυτή εγκρίνει μεταγενέστερα το αρμόδιο όργανο.»
Κατά την άποψη μας, η αρχή αυτή δεν εγείρεται στην παρούσα περίπτωση, καθόσον εδώ δεν πρόκειται περί έγκρισης της προηγούμενης απόφασης από την Έφορο ΦΠΑ, αλλά για νέα απόφαση, στην οποία κατέληξε η ίδια προσωπικά.
Κατά συνέπεια κρίνουμε πως οι λόγοι έφεσης που προβάλλονται, δεν ευσταθούν. Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.