ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 675
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 80/2007)
(Υπόθεση Αρ. 607-609/2005)
22 Δεκεμβρίου 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΛΤΔ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΛΕΑΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ
S. CHRISTODOULOU TRADING LTD,
Εφεσείοντες,
- v. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ,
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Πανταζή-Λάμπρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------------
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (εφεξής «το Υπουργείο»), εξέδωσε στις 27.4.04, μετά από σχετικά, αλλά χωριστά αιτήματα των εφεσειόντων, τρία διαφορετικά πιστοποιητικά εισαγωγής ποσότητας ρυζιού από την Ταϊλάνδη, το δε Τμήμα Τελωνείων αποδέχθηκε την υποβληθείσα ηλεκτρονική διασάφηση εισαγωγής των διαφόρων ποσοτήτων ρυζιού που καλύπτονταν από τα πιο πάνω πιστοποιητικά εισαγωγής, με αποτέλεσμα να τύχουν της ανάλογης δασμολογικής ποσόστωσης και να επιβαρυνθούν με μηδενικό συντελεστή εισαγωγικών δασμών.
Η αρμόδια διαχειριστική επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχετικούς ελέγχους διαπίστωσε ότι αριθμός πιστοποιητικών εισαγωγής που εκδόθηκαν από το Υπουργείο, σε σχέση με ποσότητες ρυζιού προερχόμενες από την Ταϊλάνδη, είχαν εκδοθεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3 του Καν. (ΕΚ) Αρ. 327/98, με βάση το οποίο εισαγωγείς ρυζιού από καθορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ταϊλάνδης, πρέπει να καταθέτουν στην εκδότρια αρχή της χώρας τους ως προϋπόθεση για την έκδοση πιστοποιητικού εισαγωγής στην Κύπρο, πρωτότυπο πιστοποιητικό εξαγωγής από τη χώρα προέλευσης, συντελεστικό για την επιβολή μειωμένου ή μηδενικού δασμού. Η πιο πάνω αρμόδια διαχειριστική επιτροπή κατέστησε ταυτόχρονα υπεύθυνη την Κυπριακή Δημοκρατία για την καταβολή των ανείσπρακτων σχετικών εισαγωγικών δασμών. Οι εισαγωγικοί αυτοί δασμοί αποτελούν πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποσό δε ύψους £6.533, αναλογούσε στην ποσότητα ρυζιού που εισήχθηκε στη Δημοκρατία από τους εφεσείοντες.
Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, το Υπουργείο ανακάλεσε στις 23.3.05, τα τρία πιστοποιητικά εισαγωγής κοινοποιώντας τη σχετική επιστολή και στο Τμήμα Τελωνείων, το οποίο με τη σειρά του απέστειλε στους εφεσείοντες σχετική απαίτηση ημερ. 14.4.05, αναζητώντας από αυτούς την καταβολή των εισαγωγικών δασμών ύψους £6.533 πλέον £653, ως χρηματική επιβάρυνση με τόκο 9% ετησίως επί των καταβλητέων αυτών ποσών. Η απαίτηση του Τμήματος Τελωνείων στηρίχθηκε στα άρθρα 48(3) και 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, (εφεξής «ο Νόμος»).
Οι εφεσείοντες αντέδρασαν με την καταχώρηση τριών χωριστών προσφυγών οι οποίες αφού συνεκδικάστηκαν εφόσον είχαν κοινά πραγματικά και νομικά σημεία, απορρίφθηκαν πρωτοδίκως με το σκεπτικό ότι η ανάκληση των πιστοποιητικών εισαγωγής ενέπιπτε εντός της εξουσίας του Υπουργείου, εφόσον διαπιστώθηκε παρανομία στην έκδοση τους ως αντίθετη με τις πρόνοιες του προαναφερθέντος Κοινοτικού Κανονισμού. Διαπιστώθηκε ότι παρά το σφάλμα των εφεσιβλήτων να εκδώσουν κατά πρώτο λόγο τα πιστοποιητικά εισαγωγής, σε αυτό συνέβαλαν και οι ίδιοι οι εφεσείοντες οι οποίοι εύλογα μπορούσαν να το εντοπίσουν, άγνοια δε της Κοινοτικής Νομοθεσίας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει δικαιολογία. Ιδιαίτερα, στη βάση του γεγονότος ότι το Υπουργείο είχε το Φεβρουάριο του 2004 εκδώσει προς υποβοήθηση «τον Οδηγό Ενημέρωσης Εμπορευομένων για Εισαγωγές-Εξαγωγες Προϊόντων στον Τομέα του Ρυζιού από 1.5.2004», ο οποίος εξηγούσε, μεταξύ άλλων, και την Οδηγία που αφορούσε σε αιτήσεις αδειών εισαγωγής ρυζιού και θραύσματα ρυζιού καταγωγής Ταϊλάνδης, καθώς και ρυζιού καταγωγής Αυστραλίας ή Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Τέτοιες αιτήσεις θα έπρεπε να συνοδεύονται από την πρωτότυπη άδεια εξαγωγής, εκδιδόμενη από τον αρμόδιο οργανισμό των πιο πάνω χωρών. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ενόψει της παρανομίας η συζήτηση ως προς το σύνολο του χρόνου που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της 27.7.04, όταν εκδόθηκαν τα πιστοποιητικά εισαγωγής και της 23.3.05, όταν ανακλήθηκαν, δεν είχε σημασία εφόσον η ανάκληση ήταν εν πάση περιπτώσει επιτρεπτή λόγω δημοσίου συμφέροντος που αφορούσε στην είσπραξη δασμών και επιβαρύνσεων.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη κρίση επί τω ότι λανθασμένα θεωρήθηκε επιτρεπτή η μηχανική ανάκληση των πιστοποιητικών εισαγωγής στη βάση των οποίων το Τμήμα Τελωνείων βεβαίωσε μηδενικό συντελεστή. Η ανάκληση υπό τέτοιες περιστάσεις δεν ήταν δυνατή εφόσον οι εφεσείοντες εμπιστεύθηκαν την απόφαση της διοίκησης, με αποτέλεσμα την καλόπιστη πώληση του ρυζιού σε ανάλογες τιμές, τα δε πιστοποιητικά εισαγωγής που εκδόθηκαν ήταν νόμιμα και μόνο κακοπιστία, αντιφατική συμπεριφορά, παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, έδειχνε τέτοια ανάκληση. Ακόμη και αν τα πιστοποιητικά εισαγωγής ήταν παράνομα, η διοίκηση δεν μπορούσε χωρίς να δώσει προηγουμένως το δικαίωμα ακρόασης στους εφεσείοντες να χωρήσει σε ανάκληση, τιμωρώντας ταυτόχρονα τους εφεσείοντες με την επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης πάνω στους εισαγωγικούς δασμούς, για λάθος που πρώτιστα αναγόταν στην ίδια τη διοίκηση, η οποία όφειλε να γνωρίζει την Κοινοτική Νομοθεσία και να μην εκδίδει εσφαλμένα παράνομες άδειες.
Η αντίθετη άποψη εστιάζεται στο ότι στην παραγωγή της διοικητικής πράξης, δηλαδή, στην έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής, συνέβαλαν με πράξη ή παράλειψη τους οι ίδιοι οι εφεσείοντες οι οποίοι όφειλαν να γνωρίζουν την Κοινοτική Νομοθεσία και οι οποίοι επίσης δεν υπέβαλαν στο Τμήμα Τελωνείων αίτημα αναθεώρησης για την επιβολή των αναλογούντων δασμών, της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου, εντός της προθεσμίας των 60 ημερών που προνοεί το άρθρο 112(1) του προαναφερθέντος Νόμου. Η ανάκληση ήταν καθόλα νόμιμη εφόσον η διοικητική πράξη είχε εκδοθεί κατά παράβαση της Κοινοτικής Νομοθεσίας με αποτέλεσμα να δημιοργείται αυτοδικαίως τελωνειακή οφειλή. Οι εφεσίβλητοι σημείωσαν επίσης ότι ενόψει της παράβασης της Κοινοτικής Νομοθεσίας, τα πιστοποιητικά εισαγωγής ήταν εξ υπαρχής ακυρωτέα, γεγονός για το οποίο οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν δεόντως προτού επιβληθούν οι συγκεκριμένες κυρώσεις. Ο Κοινοτικός Κανονισμός δεν επιτρέπει την εκ των υστέρων προσκόμιση της άδειας εξαγωγής, ούτε θα ήταν δυνατό το Υπουργείο Εμπορίου να διατηρούσε σε ισχύ τα πιστοποιητικά εισαγωγής, δεχόμενο εκ των υστέρων υποβολή του σχετικού πιστοποιητικού εξαγωγής.
Είναι θεμελιωμένο ότι «.. επιτρέπεται ελεύθερα η ανάκληση των παρανόμων ή πλημμελών ατομικών ή ατομικών γενικού περιεχομένου .. διοικητικών πράξεων ...» και ότι «.. η ανάκληση χωρεί μόνο για λόγους νομιμότητας και όχι για διαφορετική εκτίμηση των ιδίων πραγματικών περιστατικών ... εκτός αν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος .. Περιλαμβάνονται δε στις πράξεις αυτές και εκείνες που έχουν εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πράγματα ...». (δέστε Ε. Σπηλιωτοπούλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος 1, 12η έκδ. σελ. 193-194 παρ. 177.). Σύμφωνα και με το σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. (2004) σελ. 373 παρ. 685, πλάνη περί τα πράγματα, νοείται «... η πλήρως εσφαλμένη αντίληψη της διοικήσεως για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων της διοικητικής πράξεως, είτε αυτές απαιτούνται αμέσως από το νόμο, είτε στήριξε σε αυτές η διοίκηση την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας».
Θεμελιωμένο είναι επίσης ότι η παράνομη διοικητική πράξη που έχει επιφέρει ευμενείς επιπτώσεις στον διοικούμενο, τυγχάνει ανάκλησης εντός ευλόγου χρόνου (Hawaii Hotels Ltd v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835), ο δε εύλογος χρόνος, όπως υποδεικνύεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 201-202, κρίνεται αναλόγως των περιστάσεων, λαμβανομένων υπόψη των όλων συνθηκών, τη σημασία και το μέγεθος των συνεπειών, την αξίωση τρίτων καλόπιστων ατόμων και την καθαυτή χρονική απόσταση μεταξύ της πράξης και της ανάκλησης της. Όταν, όμως, η ανάκληση αφορά την επαναφορά της δημόσιας τάξης, όπως θεωρείται γενικά η καταβολή των νενομισμένων τελωνειακών δασμών στο δημόσιο, τότε όπως αναφέρθηκε και στην Αλέξανδρος Σολέας και Υιος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803, «..η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκληση όπου η παράνομη διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.». Επίσης ορθά υποδείχθηκε πρωτοδίκως ότι ο περιορισμός του εύλογου χρόνου δεν υπάρχει όταν στην παραγωγή της πράξης συνέβαλε και ο διοικούμενος, οπότε και η πράξη ανακαλείται.
Εδώ, το λάθος της διοίκησης, όπως αναγνωρίζεται και στην πρωτόδικη απόφαση, κατατάσσει την περίπτωση σε αυτές που είναι δυνατή η ανάκληση της εκδοθείσας διοικητικής πράξης. Υπενθυμίζεται ότι τα πιστοποιητικά εισαγωγής από το Υπουργείο εκδόθηκαν στις 27.7.04 όταν προϋπήρχε σε ισχύ ο Κοινοτικός Κανονισμός (ΕΚ) 327/1998, που ενσωματώθηκε αυτόματα στην Κυπριακή έννομη τάξη με την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1.5.2004 με το σχετικό κυρωτικό Νόμο αρ. 35(ΙΙΙ)/2003. Είχε επίσης προηγηθεί η έκδοση του προαναφερθέντος Οδηγού του Υπουργείου που επεξηγούσε την Κοινοτική Οδηγία ως προς το ότι για εισαγωγές από χώρες όπως την Ταϋλάνδη, ήταν αναγκαία η κατάθεση του πρωτότυπου πιστοποιητικού εξαγωγής από τη χώρα αυτή. Στα πλαίσια αυτά όντως τα πιστοποιητικά εισαγωγής που είχαν εκδοθεί προς όφελος των εφεσειόντων ήταν παράνομα με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ανάκληση τους για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ανεξάρτητα από το χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της διοικητικής πράξης και της ανάκλησης της, ενώ στην έκδοση τους αναμφίβολα συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι εφεσείοντες ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τον Κοινοτικό Κανονισμό. Προστίθεται δε ότι είναι αμφίβολο εάν η έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει επιφέρει ευμενείς επιπτώσεις στους εφεσείοντες, διότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια μια πράξη που συντελεί ή επιτρέπει τη μη νόμιμη καταβολή κατά τα άλλα οφειλομένων δασμών. Υπό αυτή την έννοια και το άρθρο 51(2), του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, που δεν επιτρέπει στη διοίκηση να επικαλείται τις δικές της παραλείψεις αγνοώντας μια ευνοϊκή για το διοικούμενο δημιουργηθείσα κατάσταση πραγμάτων, δεν εφαρμόζεται στα επίδικα γεγονότα εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επέλθει οποιαδήποτε νόμιμη συνέπεια που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του.
Ενόψει των πιο πάνω, οι εφεσείοντες δεν υπέστησαν «τιμωρία», αλλά απλώς επιβάρυνση που αυτομάτως επέρχεται δυνάμει του άρθρου 52(1) και (2) του Νόμου επί οποιουδήποτε εκ των υστέρων βεβαιούμενου δασμού, με βάση το άρθρο 48(3) του ιδίου Νόμου. Δεν τίθετο θέμα διακριτικής ευχέρειας του Τελωνείου ούτε για την εκ των υστέρων βεβαίωση του δασμού, ούτε για την πρόσθετη επιβάρυνση. Αυτά επέρχοντο αυτοδικαίως μετά την ανάκληση των σχετικών διοικητικών πράξεων από το Υπουργείο. Και δεν εγειρόταν ούτε ζήτημα μετακύλησης των αναλογούντων δασμών από τη Δημοκρατία ή επιμερισμού των δασμών μεταξύ των εφεσειόντων και της διοίκησης, εφόσον με την ανάκληση βεβαιώθηκαν δασμοί που εξ αρχής όφειλαν οι εφεσείοντες.
Όσον αφορά το παράπονο για τη μη προηγούμενη ακρόαση των εφεσειόντων, παρατηρείται αφενός ότι το Τμήμα Τελωνείων ενημέρωσε δεόντως τους εφεσείοντες για το δικαίωμα αναθεώρησης της απόφασης του στη βάση των διατάξεων του άρθρου 112 του Νόμου, πλην όμως οι εφεσείοντες δεν άσκησαν αυτό το δικαίωμα, αφετέρου δε δεν τίθετο εν πάση περιπτώσει ζήτημα προηγούμενης ακρόασης εφόσον εκ των πραγμάτων κατέστη αναγκαία η ανάκληση.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ