ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 3 ΑΑΔ 568

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 42/2007)

 

15 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

_________________

 

 

Ο Εφεσείων  παρουσιάζεται προσωπικά.

Ρ. Παπαέτη (κα), Ανωτ. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Α. Μ. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

__________________

 

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί

από τον Νικολαΐδη, Δ.

 

_______________

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στις 23.9.2004 επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.  Η θέση ήταν θέση προαγωγής την οποία διεκδίκησε και ο εφεσείων.  Η απόφαση της Επιτροπής αμφισβητήθηκε ανεπιτυχώς με προσφυγή. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

 

Η ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους παρέλειψε να καταχωρήσει περίγραμμα, με αποτέλεσμα ενώπιόν μας να έχουμε μόνο τις απόψεις του εφεσείοντα, ο οποίος παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως και του ενδιαφερόμενου μέρους, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου του.

 

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι παραγνωρίστηκε η υπέρτερη πείρα του την οποία ο ίδιος υπολογίζει σε 35 χρόνια.  Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση η άποψή του τέθηκε με τον πιο ακραίο τρόπο, όταν ο ίδιος θεώρησε την απόφαση της Επιτροπής ότι προηγείτο σε αρχαιότητα μόνο ενός χρόνου και ενός μηνός ως «κοντόφθαλμη θεώρηση της αρχαιότητας».

 

Η πραγματικότητα είναι ότι, όπως και η Επιτροπή σημείωσε, ο εφεσείων είχε κάποιο προβάδισμα στην αρχαιότητα αφού και οι δύο είχαν προαχθεί στην κατεχόμενη και από τους δύο θέση Προϊστάμενου Τομέα από 4.5.1998, με τον εφεσείοντα να βρίσκεται στην κλίμακα της θέσης από 2.4.1997, γεγονός που του προσέδιδε την κατά ένα χρόνο και ένα μήνα περίπου αρχαιότητα.

 

Η θέση του εφεσείοντα δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία αφού θεωρείται ότι η πείρα για να είναι αποφασιστικής σημασίας θα πρέπει να είναι πείρα στην τελευταία θέση που προηγείται της επίδικης.  Η πείρα που αποκτήθηκε λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, 118,  Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, 218).

 

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η νομολογία στην οποία ο εφεσείων αναφέρεται για να στηρίξει την επιχειρηματολογία του δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση γιατί οι υποθέσεις εκείνες σχετίζονται με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.  Η σχετική νομοθεσία είναι διαφορετική από τα ισχύοντα στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία.  Οι κανονισμοί και τα σχέδια υπηρεσίας στην Κεντρική Τράπεζα περιέχουν πρόνοιες για λήψη υπ΄ όψιν και πείρας σε προηγούμενες θέσεις, κάτι που δεν συμβαίνει στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία.  Εξάλλου, στη συγκεκριμένη νομολογία η πείρα ήταν απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν.

 

Ο εφεσείων έκανε πολύ λόγο για την κατ΄ ισχυρισμόν υπεροχή του σε αρχαιότητα την οποία ανέβαζε σε 35 περίπου χρόνια, υπολογίζοντας και την αρχαιότητα σε προηγούμενες θέσεις (5 χρόνια στη θέση βοηθού διευθυντή, 13 χρόνια στη θέση καθηγητή και 10 χρόνια στη θέση δασκάλου).  Το επιχείρημα όμως αυτό δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία σύμφωνα με την οποία, από τη στιγμή που υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα σε μία θέση, η αναφορά σε αρχαιότητα προηγούμενης θέσης είναι νομικά ανεπίτρεπτη (Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α. (2003) 3 Α.Α.Δ. 221, 226).  Συνεπώς, η Επιτροπή δεν πλανήθηκε ως προς την αρχαιότητά του εφεσείοντα  αφού κατέγραψε την υπεροχή του κατά ένα περίπου έτος. Κι΄ αυτό χωρίς να ξεχνούμε ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία όπως η επίδικη, η αρχαιότητα έχει, ούτως ή άλλως, περιορισμένη σημασία.

 

Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι η υπηρεσία του ενδιαφερόμενου μέρους στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αγγλία αποτελεί πλασματική και όχι οργανική υπηρεσία στη θέση προϊσταμένου έρευνας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου, την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε.

 

Ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να εγείρει τον πιο πάνω ισχυρισμό στο παρόν στάδιο, γιατί δεν τον εξειδίκευσε στην προσφυγή του, ενώ στην πρωτόδικη διαδικασία δεν έθεσε θέμα πλασματικής πείρας, αλλά υπηρεσίας στη θέση προϊσταμένου τομέα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.  Πρωτοδίκως ο εφεσείων υποστήριξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε πραγματική υπηρεσία στη θέση προϊσταμένου και δεν έθεσε θέμα πλασματικής πείρας.  Ακόμα, μπορεί να λεχθεί ότι ο εφεσείων έθεσε το θέμα στη γραπτή του ένσταση προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 30.1.2004 με εντελώς διαφορετικό τρόπο.  Ζητούσε να σημειωθεί επακριβώς η πραγματική προϋπηρεσία του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση προϊσταμένου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ώστε να δηλώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της αναλώθηκε με απόσπαση στο Υπουργείο Εξωτερικών.

 

Εξάλλου, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποσπαστεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής σε άλλη υπηρεσία, αλλά συμφωνούμε με τη θέση της Επιτροπής ότι με την απόσπαση αυτή δεν θεωρείται ότι έπαυσε να κατέχει τη θέση του προϊσταμένου τομέα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και κατά συνέπεια η περίοδος της απόσπασής του θεωρείται ως πραγματική υπηρεσία στη συγκεκριμένη θέση που κατέχει.

 

Τέλος, στον Κανονισμό 7(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 382/97, προνοείται ότι τηρουμένων των διατάξεων των οικείων σχεδίων υπηρεσίας, όταν εκπαιδευτικός λειτουργός αποσπάται για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων ή οι υπηρεσίες του παραχωρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, σε κρατική ή άλλη υπηρεσία, η χρονική διάρκεια της  απόσπασης ή της παραχώρησης λογίζεται για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων, ως υπηρεσία στη θέση την οποία κατέχει οργανικά.

 

Πολύς λόγος έγινε από τον εφεσείοντα για κατ΄ ισχυρισμό εμφιλοχώρηση πλάνης ως προς τα προσόντα του.  Παραπονείται ότι η Επιτροπή, αλλά και το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησαν ότι το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας  βασικό του πανεπιστημιακό δίπλωμα ήταν το B.A. in English και η απαιτούμενη μεταπτυχιακή του εκπαίδευση το διδακτορικό του.

 

Ο εφεσείων απέκτησε τα ακαδημαϊκά του προσόντα λίγο ανορθόδοξα.  Το 1968 απέκτησε πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου που δεν θεωρείται πανεπιστημιακού επιπέδου και στη συνέχεια το 1973 τον τίτλο M.A. in Music Education από το University of Alabama των Ηνωμένων Πολιτειών.  Το 1976 απέκτησε τον τίτλο B.A. in English από το University of Alabama και το 1978 αναγορεύθηκε Doctor of Education in Supervision and Curriculum Development από το Πανεπιστήμιο Alabama.  Ούτε το πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου, αλλά ούτε και το M.A. in Music Education θεωρείται βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα.  Αφού λοιπόν της απόκτησης των πιο πάνω τίτλων δεν προηγήθηκε απόκτηση βασικού πανεπιστημιακού διπλώματος, ορθά η Επιτροπή έκρινε ότι το απαιτούμενο από την παράγραφο 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας πανεπιστημιακό δίπλωμα, ήταν το Β.Α. in English και συνεπώς η απαιτούμενη από την παράγραφο 3(2) μεταπτυχιακή εκπαίδευση ικανοποιείτο με τον τίτλο του Doctor of Education.

 

΄Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, 420, η έννοια «μεταπτυχιακό προσόν» υποδηλώνει μεν προσόν που αποκτάται μετά από πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει σ΄ αυτό και ποιοτικό περιεχόμενο. Πρέπει να είναι δηλαδή εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών (βλέπε επίσης Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).

 

Εν όψει των ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι ο τίτλος M.A. in Μusic Education που αποκτήθηκε πρωθύστερα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η απαιτούμενη μεταπτυχιακή εκπαίδευση, αλλά ούτε και ως βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα, αφού ο μεταπτυχιακός τίτλος M.A. χρονικά και πραγματικά ακολουθεί το βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο και συνιστά πρόσθετη εκπαίδευση μετά την απόκτηση του βασικού πανεπιστημιακού διπλώματος.

 

Παραπέμπουμε ακόμα στην απόφαση Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 716/97, ημερ. 15.9.1998, όπου αποφασίστηκε ότι ο τίτλος M.Sc δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακή εκπαίδευση γιατί αποκτήθηκε χρονικά πριν από το βασικό τίτλο B.Sc.

 

Εν όψει των ανωτέρω, η απόφαση της Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε προσόντα από τον εφεσείοντα είναι ορθή, αφού ως πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν για τον εφεσείοντα παρέμεινε το M.A. in Music Education, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ως πρόσθετα, μη απαιτούμενα προσόντα, το μεταπτυχιακό τίτλο M.A. και το διδακτορικό τίτλο Ph.D.

 

Εξ ίσου ανυπόστατος είναι και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το διδακτορικό του δύο φορές.  ΄Ενα μέρος του διδακτορικού να χρησιμοποιηθεί προς ικανοποίηση της παραγράφου 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας για απαιτούμενη μετεκπαίδευση και το εναπομείναν «πολύ μεγάλο μέρος του εν λόγω διδακτορικού» να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετο προσόν, μη απαιτούμενο.  Συναφώς, ο εφεσείων επιμένει ότι το διδακτορικό του είναι ανώτερο από το διδακτορικό του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Η νομολογία δεν επιτρέπει όπως το ίδιο προσόν χρησιμοποιηθεί δύο ή περισσότερες φορές (Πάντης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089).

 

Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι η Επιτροπή παρέλειψε να αξιολογήσει τον τίτλο του Doctor of Education in supervision and curriculum development ως σχετικό ή μη με τα καθήκοντα της θέσης.  Το παράπονο δεν ευσταθεί.  Το συγκεκριμένο προσόν δεν κρίθηκε από την Επιτροπή ως πρόσθετο, μη απαιτούμενο, αλλά ως ο απαιτούμενος από την  παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας, μεταπτυχιακός τίτλος.  Συνεπώς, είναι αυτονόητο ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι ο συγκεκριμένος τίτλος ήταν σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης και ικανοποιούσε την απαίτηση της παραγράφου 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και για το επόμενο παράπονο του εφεσείοντα (λόγος έφεσης υπ΄ αρ. 7), ότι δηλαδή η Επιτροπή παρέλειψε να αξιολογήσει τα πρόσθετά του προσόντα και να αποφανθεί αν ήταν σχετικά ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης.   Είναι προφανές ότι η Επιτροπή έκρινε τα προσόντα του ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Μετά τον υπολογισμό του τίτλου B.A. in English και του τίτλου Doctor of Education που κατείχε ο εφεσείων ως απαραίτητων προσόντων, ως πρόσθετο, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, μη απαιτούμενο προσόν παρέμεινε μόνο ο τίτλος M.A. in Music Education, ο οποίος είναι φανερό ότι κρίθηκε από την Επιτροπή ως τέτοιο.  Σε αντίθεση, το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ότι κατείχε ως πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα δύο τίτλους, το μεταπτυχιακό M.A. και το διδακτορικό του τίτλο.  Εξ ου και η κατάληξη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε προσόντα, έστω και ελαφρά, όπως έκρινε η Επιτροπή.

 

Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι η Επιτροπή έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, η οποία υπήρξε και το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους.  Δεν είναι  έτσι τα πράγματα.  Η Επιτροπή έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε και σε αξία και σε πρόσθετα προσόντα και συνεπώς ο ισχυρισμός ότι η προφορική εξέταση ήταν το μόνο ή αποφασιστικό κριτήριο δεν ευσταθεί.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, είναι προφανές ότι η καλύτερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στην ενώπιον της Επιτροπής συνέντευξη δεν ήταν παρά ένα ακόμα στοιχείο κρίσης το οποίο προσέθετε στην αξία του και στο οποίο η Επιτροπή απέδωσε τη σημασία που της απέδωσε.

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται λανθασμένα ότι παράνομα η Επιτροπή ενσωμάτωσε τη συνέντευξη στο κριτήριο αξία.  Όπως προνοείται και στο άρθρο 35Β(10)(α) του Νόμου 65/87, η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις λαμβάνεται υπ΄ όψιν μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους.  Αυτό έκανε και η Επιτροπή στην παρούσα υπόθεση όπου έλαβε υπ΄ όψιν το αποτέλεσμα της συνέντευξης ως συμπληρωματικό στοιχείο της αξίας των υποψηφίων, όπως, εξ άλλου καταγράφηκε και στο σχετικό πρακτικό.

 

Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι, άνκαι η προφορική εξέταση έλαβε χώρα στις 25.2.2004, η καταγραφή της γενικής εντύπωσης και η αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων έγινε μόλις στις 23.9.2004.  Ο εφεσείων δεν έχει δείξει ότι έχει ζημιωθεί από την πιο πάνω καθυστέρηση της καταγραφής της αξιολόγησης της Επιτροπής.  Όπως φαίνεται καθαρά από το τηρηθέν πρακτικό η αξιολόγηση της Επιτροπής είναι πλήρως αιτιολογημένη και καταγράφονται δε χαρακτηριστικά πολλά αρνητικά στοιχεία για την απόδοση του αιτητή.  Το γεγονός αυτό δικαιολογεί ότι η αξιολόγηση της συνέντευξης ήταν αιτιολογημένη (Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 377).

 

Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τους άλλους λόγους ακύρωσης.  Και αυτή η εισήγηση θα πρέπει να απορριφθεί αφού το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι ζητήματα τα οποία δεν τίθενται με την προσφυγή δεν μπορούν να εξεταστούν.

 

Όπως και επί της ουσίας, οι εν λόγω ισχυρισμοί ήταν, ούτως ή άλλως, αβάσιμοι, αφού, για παράδειγμα, ενώ ο εφεσείων παραπονείται ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή συγκρούεται με τους φακέλους, είναι φανερό ότι δεν υπήρξαν συστάσεις.  Ο Γενικός Διευθυντής απλώς συμμετείχε στην προφορική εξέταση και εξέφρασε την κρίση του για την απόδοση των υποψηφίων σ΄ αυτή.

 

Ούτε ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν ελήφθη υπ΄ όψιν από την Επιτροπή το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο ευσταθεί.  Αντίθετα, η Επιτροπή επισημαίνει το πλούσιο συγγραφικό του έργο, γεγονός που αποδεικνύει ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου των φακέλων και σημείωσε τη συγγραφική του δράση.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

 

                                       Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

                                      

                                       Α. Κραμβής, Δ.

                                      

                                       Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

                                      

                                       Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

                                      

                                       Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο