ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 218
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 169/06)
14 Απριλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ALTAN SALIH NIAZI,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
_________________
Δ. Διομήδους για K. Καλλή, για τον Εφεσείοντα.
Ελ. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
__________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί
από τον Νικολαΐδη, Δ.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής στις 9.2.2005 με επιστολή του δικηγόρου του ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών, προφανώς υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, την άδεια τιτλοποίησης ακινήτου το οποίο είχε ήδη πωλήσει σε εταιρεία
Το ακίνητο βρίσκεται στην Πάφο και ανήκε στον αποβιώσαντα πατέρα του ο οποίος, πριν από το 1974 κατοικούσε στην Πάφο, αλλά στη συνέχεια μετακινήθηκε στις κατεχόμενες περιοχές. Ο εφεσείων είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία πριν το 1974, απέκτησε δε και την αυστραλιανή ιθαγένεια. Το συγκεκριμένο ακίνητο, ύστερα από έγκριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, μεταβιβάστηκε στον εφεσείοντα δυνάμει διαθήκης στις 17.5.2004. Η απόρριψη της αίτησης κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 23.3.2005.
Σχετική προσφυγή που ο εφεσείων κατέθεσε προσβάλλοντας την πιο πάνω απόφαση απορρίφθηκε γιατί, όπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, με βάση το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος. Το δικαστήριο βασίστηκε κυρίως στις υποθέσεις Torgut Yashar v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 454/2002, ημερ. 16.9.2004 και G. Spyropoulos Developers Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα κ.α., Υποθ. Αρ. 626/2005, ημερ. 4.10.2006.
Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Πράξη για να είναι εκτελεστή θα πρέπει να είναι (α) προϊόν άσκησης εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας, (β) από όργανο, αρχή ή πρόσωπο, (γ) το όργανο να ενεργεί στη σφαίρα του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου και (δ) να παράγει νομικά αποτελέσματα με άμεση νομική ισχύ.
Το πεδίο του δημοσίου δικαίου διακρίνεται από το ιδιωτικό δίκαιο ανάλογα με το σκοπό τον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει να προάξει και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία (Tamasos Tobaco Supplies & Co v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407).
Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623, κατά μία έννοια το κοινό ενδιαφέρεται για κάθε απόφαση της διοίκησης, αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι η συνειδητοποίηση από το δικαστήριο ότι ο βαθμός ενδιαφέροντος από την πλευρά του κοινού για πράξεις της διοίκησης διαφέρει κατ΄ αναλογία προς την έκταση στην οποία η απόφαση είναι πιθανόν να επηρεάσει το κοινό ή μέρη του. Ένα πρακτικό κριτήριο που εφαρμόστηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για να τραβηχτεί η γραμμή καθορισμού μεταξύ αποφάσεων που βρίσκονται στον τομέα του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου περιστρέφεται γύρω από τον πρωταρχικό σκοπό της απόφασης. Αν η απόφαση κατά κύριο λόγο σκοπεί στην προώθηση δημόσιου σκοπού εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου, άλλως, σ΄ αυτόν του ιδιωτικού (Antoniou and others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623, 626 και Δημοκρατία ν. Χανιάν (1988) 3 Α.Α.Δ. 690). Φυσικά το κοινό έχει εντονότερο ενδιαφέρον στους δημόσιους σκοπούς.
Το κύριο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεων δημοσίου δικαίου και πράξεων ιδιωτικού δικαίου είναι η φύση της ίδιας της πράξης και ο επιδιωκόμενος με την πράξη αυτή σκοπός. Πράξη ή απόφαση μπορεί να εκδοθεί από διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας του και εν τούτοις να εκφεύγει του ελέγχου του δικαστηρίου κάτω από το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, γιατί ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την πράξη ή την απόφαση αυτή δεν είναι δημοσίου συμφέροντος, αλλά ο καθορισμός αστικών δικαιωμάτων των πολιτών (Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 424, Ερωτοκρίτου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Υποθ. Αρ. 439/90, ημερ. 3.9.1992. Βλέπε επίσης The Greek Registrar of the Co - Operative Societies v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R. 164, Poyadjis v. The Republic (1975) 3 C.L.R. 378 και Charalambides v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 403).
Για να αποφασιστεί κατά πόσο πράξη ενός δημόσιου οργάνου είναι πράξη από όργανο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική εξουσία εντός της εννοίας της παραγράφου 1 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος θα πρέπει να εξετάζεται όχι μόνο η φύση και ο χαρακτήρας της πράξης, αλλά επίσης, και κυρίως, οι εξουσίες που έχουν δοθεί στο όργανο, τα καθήκοντά του και γενικά οι λειτουργίες του, ιδιαίτερα ως προς τη συγκεκριμένη φύση της πράξης (Sevastides v. The Electricity Authority of Cyprus (1963) 2 C.L.R. 497, 500, 501).
Η έγερση ζητημάτων που προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού δεν θεωρήθηκε αρκετή για να θεωρηθεί ότι η πράξη κείται εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου (Machlouzarides v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2342). Ο χαρακτήρας της πράξης παραμένει αναλλοίωτος, έστω κι΄ αν η απόφαση επηρεάζει παρεμπιπτόντως δικαιώματα του ευρύτερου κοινού, εφ΄όσον ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι η ρύθμιση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου. Αποφάσεις του ίδιου οργάνου ή αρχής σε διαφορετικές περιοχές διοικητικής δράσης μπορούν να ανήκουν είτε στον τομέα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, ανάλογα με την ειδική φύση της απόφασης και του δημόσιου ενδιαφέροντος στο θέμα. Το κριτήριο δεν είναι κατά πόσο η νομοθεσία σύμφωνα με την οποία ελήφθη η επίδικη απόφαση εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, αλλά κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό (Hellenic Bank Limited v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 481, 486).
Με όλο το σεβασμό δεν θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνάδελφό μας. Ο εφεσείων απηύθυνε το αίτημά του στον Υπουργό Εσωτερικών υπό την ιδιότητά του βεβαίως ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και όχι στο Διευθυντή του Κτηματολογίου, όπως είχε γίνει στις υποθέσεις στις οποίες βασίστηκε η πρωτόδικη απόφαση. Η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών να μην επιτρέψει την αποδέσμευση της περιουσίας με σκοπό την πώληση και αποξένωσή της, ανήκει ασφαλώς στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αφού η συγκεκριμένη λειτουργία του Κηδεμόνα έχει ως πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή δημόσιου σκοπού. Δεν πρόκειται περί αίτησης μεταβίβασης οποιασδήποτε περιουσίας η οποία δεν θα ενδιέφερε το ευρύ κοινό, αλλά για απόρριψη του αιτήματος όπως το συγκεκριμένο τεμάχιο εξαιρεθεί της διαχείρισης από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, θέμα το οποίο ενδιαφέρει ευρύτατα το κοινό. Όπως είναι γνωστό όλες οι περιουσίες των Τουρκοκυπρίων που αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο κατεχόμενο μέρος της πατρίδας μας, τέθηκαν με βάση τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991, Ν. 139/91 υπό την προστασία και διαχείριση του Υπουργού Εσωτερικών, υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Πολλές μάλιστα από αυτές παραχωρήθηκαν σε πρόσφυγες για αντιμετώπιση των αναγκών που δημιούργησε η τουρκική εισβολή.
Η διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών από τον Κηδεμόνα είναι πράξη που αποσκοπεί στην ικανοποίηση δημόσιας ανάγκης και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου (Κολοκάση ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2006, ημερ. 17.7.2008).
Η θέση της συγκεκριμένης περιουσίας εκτός της προστασίας του Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και η μεταβίβασή της δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, δεν ενδιαφέρει μόνο τα μέρη των οποίων τα αστικά δικαιώματα δυνατόν να μεταβληθούν, αλλά το κοινό ευρύτερα. Η ευθύνη για τη λήψη της απόφασης δεν ανήκει στο Κτηματολόγιο κατά την άσκηση της εξουσίας του για μεταβιβάσεις ακίνητης περιουσίας, αλλά στο όργανο στο οποίο ανήκει η εφαρμογή του Νόμου του 1991, Ν.139/91.
Εν όψει όλων των ανωτέρω, καταλήγουμε ότι η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσφυγή ορίζεται για τις 14.5.2009 για να εξεταστεί η ουσία της προσφυγής. Τα έξοδα πρωτοδίκως θα ακολουθήσουν το τελικό αποτέλεσμα αλλά τα έξοδα της έφεσης, τα οποία υπολογίζουμε στις €1.700 πλέον Φ.Π.Α., θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
/ΜΔ