ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 174
21 Απριλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
NETVISION LTD,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 36/2006)
Προσφορές ― Ανάκληση της κατακύρωσης ― Συνέπειες ― Η ιεραρχική προσφυγή που ασκήθηκε κατά της κατακύρωσης καθίσταται άνευ αντικειμένου, λόγω της ανάκλησης ― Η ταυτόχρονη με την ανάκληση ακύρωση του διαγωνισμού, αποτελεί χωριστή πράξη υποκείμενη σε προσφυγή αυτοτελώς.
Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ― Κατάργηση της διαδικασίας ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της Αρχής, λόγω ανάκλησης της προσβαλλόμενης κατακύρωσης και ακύρωσης του διαγωνισμού ― Ποιά η τύχη των καταβληθέντων τελών και των δικηγορικών εξόδων που προηγήθηκαν λόγω της ιεραρχικής προσφυγής.
Έννομο Συμφέρον ― Προσφοροδότη, να προσβάλει την ανάκληση της κατακύρωσης προσφορών μόνο για σκοπούς αποζημιώσεων, χωρίς να προσβάλει την ταυτόχρονη ακύρωση του όλου διαγωνισμού.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αποζημιώσεις βάσει του Άρθρου 146.6 ― Κατά πόσο μπορούν να διεκδικηθούν λόγω ανάκλησης διοικητικής πράξης για την οποία δεν υφίσταται ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι αιτητές επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της ανάκλησης πράξης κατακύρωσης προσφορών.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Εφόσον η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση για τον αποκλεισμό των αιτητών ανακλήθηκε, οι αιτητές-εφεσείοντες επανήλθαν ως υποψήφιοι στο διαγωνισμό και επομένως δεν είχαν πλέον λόγο να παραπονούνται σε σχέση με οτιδήποτε που αφορούσε στον ίδιο το διαγωνισμό. Αυτό σήμαινε πως θα συνυπολογιζόταν ξανά και η δική τους υποβληθείσα προσφορά, σε διαδικασία που θα επαναλαμβανόταν με νόμιμη συγκρότηση των οργάνων αυτή τη φορά και επομένως η δαπάνη στην οποίαν οι αιτητές-εφεσείοντες είχαν υποβληθεί σε σχέση με την ετοιμασία και υποβολή της προσφοράς τους απέκτησε και πάλι νόημα. Η ορθότητα της, μεταγενέστερης, ακύρωσης του διαγωνισμού δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της προσφυγής, εφόσον η απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού, δεν προσβάλλεται με αυτή.
Πρόκειται για δύο χωριστές πράξεις και οποιαδήποτε αναφορά στην ακύρωση του διαγωνισμού είναι εκτός των πλαισίων της παρούσας διαδικασίας. Οποιαδήποτε απώλεια των εφεσειόντων ανάγεται στην ακύρωση του διαγωνισμού, που δεν είναι επίδικο θέμα.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών απεφάσισε ότι η ιεραρχική προσφυγή των εφεσειόντων ήταν άνευ αντικειμένου μετά την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης και την ακύρωση του διαγωνισμού. Η διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής τερματίστηκε λόγω της ακύρωσης του διαγωνισμού. Η συνέχιση της διαδικασίας θα ήταν ατελέσφορη. Η τυχόν δαπάνη για τα έξοδα των εφεσειόντων ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής προέκυψε από ένα διαγωνισμό ο οποίος ακυρώθηκε και του οποίου η ακύρωση δεν προσβλήθηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση η προσφυγή καταχωρίστηκε μετά την ανάκληση της διοικητικής πράξης, άρα ήταν άνευ αντικειμένου όταν καταχωρίστηκε. Κατά συνέπεια ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο την απέρριψε ως μη παραδεκτή, καταδικάζοντας τους αιτητές και στα έξοδα της προσφυγής. Αν οι εφεσείοντες θεωρούν ότι έχουν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Δημοκρατίας, αυτό είναι ζήτημα που ίσως θα πρέπει να προωθήσουν με άλλον τρόπο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παπαδόπουλλος v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973,
Ιωσηφίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάου, Δ.), (Yπ. Aρ. 1210/04), ημερ. 10/3/06.
Γ. Παγιάσης για Α. Αδαμίδη, για τους Εφεσείοντες.
Ι. Τσιντίδου, Νομικός Λειτουργός, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση στην αίτηση ακυρώσεως με αρ. 1210/04 με την οποίαν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων-αιτητών.
Οι εφεσείοντες-αιτητές, με ιεραρχική προσφυγή τους, προσέβαλαν ενώπιον των δευτέρων εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση την απόφαση των πρώτων εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση, ημερ. 6.10.04, με την οποίαν απορρίφθηκε η προσφορά των εφεσειόντων και επιλέγηκε η προσφορά άλλου διαγωνιζομένου, στο διαγωνισμό ΤΥΠ 004/2003.
Ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία ακροάσεως ενώπιον των δευτέρων εφεσιβλήτων, οι πρώτοι εφεσίβλητοι, με επιστολή τους ενημέρωσαν την αρμόδια Αρχή ότι αυτοί (οι πρώτοι εφεσίβλητοι), στις 14.12.04, αποφάσισαν (α) την ανάκληση της προαναφερόμενης απόφασης και (β) την ακύρωση του προαναφερόμενου διαγωνισμού. Ο λόγος για τη λήψη της απόφασης αυτής ήταν ότι, μετά τη λήψη της απόφασης της 6.10.04, περιήλθε σε γνώση του Συμβουλίου (εφεσιβλήτων 1) ότι κατά τη διάρκεια της εξέτασης του θέματος από τους εφεσίβλητους 2 διαφάνηκε πως, χωρίς υπαιτιότητα των εφεσιβλήτων 1, τόσο η ad hoc τεχνική επιτροπή όσο και οι εφεσίβλητοι 1, όταν έλαβαν την προαναφερόμενη απόφαση, δεν ήταν συγκροτημένοι με τον ενδεδειγμένο τρόπο σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς. Επιπρόσθετα, προστίθετο στην προαναφερόμενη επιστολή, πως το γεγονός ότι η προσφορά προκηρύχθηκε με το σύστημα των δύο φακέλων καθιστούσε αδύνατη την επανεξέταση της από τα αρμόδια συλλογικά όργανα, με σωστή σύνθεση. Ως εκ τούτου, για σκοπούς διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης και χρηστής διοίκησης αποφασίστηκε και η ακύρωση του διαγωνισμού.
Στις 17.12.04 και ενώ η ιεραρχική προσφυγή ήταν ορισμένη για συνέχιση της ακρόασης, οι δεύτεροι εφεσίβλητοι ανακοίνωσαν στους δικηγόρους των εφεσειόντων ότι, μετά την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης, η ιεραρχική προσφυγή καθίστατο άνευ αντικειμένου και επομένως ότι η ενώπιον των δευτέρων εφεσιβλήτων διαδικασία παραμεριζόταν και οι δεύτεροι εφεσίβλητοι δεν θα επιλαμβάνονταν περαιτέρω του ζητήματος. Οι εφεσείοντες, επίσης, θα έπρεπε να επωμιστούν και τα δικά τους έξοδα και τέλη σε σχέση με την ιεραρχική προσφυγή.
Στις 23.12.04 οι εφεσείοντες καταχώρισαν την αίτηση ακυρώσεως με αρ. 1210/04. Με την αίτηση εκείνη ζητείτο η δικαστική ακύρωση της ανακληθείσας πράξης ή απόφασης των εφεσιβλήτων 1, στη βάση του Αρθρου 146 του Συντάγματος, προφανώς με σκοπό τη διεκδίκηση αποζημιώσεων σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 6 του Αρθρου 146 και επικουρικά ζητείτο και η ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης των εφεσιβλήτων 2, στην περίπτωση που το δικαστήριο θα εύρισκε πως η απόφαση των εφεσιβλήτων 2 είχε ενσωματωθεί στην απόφαση των εφεσιβλήτων 1.
Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής έθεσε, αυτεπάγγελτα, δύο προδικαστικά θέματα:
1. Κατά πόσον οι εφεσείοντες διατηρούσαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση των εφεσιβλήτων 1 για αποκλεισμό τους από το διαγωνισμό, δεδομένου ότι η απόφαση εκείνη ανακλήθηκε, πριν την καταχώριση της προσφυγής, και
2. Κατά πόσον, με δεδομένο ότι οι εφεσείοντες δεν προσέβαλαν και την ακύρωση του διαγωνισμού, είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τη δαπάνη που προέκυπτε από τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στις 10.3.06, απέρριψε την προσφυγή ως μη παραδεκτή. Οι λόγοι εφέσεως είναι οι ακόλουθοι:
(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι επειδή η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση για αποκλεισμό των αιτητών ανακλήθηκε εξ ολοκλήρου, οι αιτητές επανήλθαν ως υποψήφιοι στο διαγωνισμό και επομένως δεν είχαν πλέον λόγο να παραπονούνται σε σχέση με οτιδήποτε που αφορούσε στον ίδιο το διαγωνισμό, εφόσον η δική τους υποβληθείσα προσφορά θα συνυπολογιζόταν ξανά και θα λαμβανόταν υπόψη από τα αρμόδια όργανα, με νόμιμη συγκρότηση και κατά συνέπεια η δαπάνη στην οποία (οι αιτητές) είχαν υποβληθεί σε σχέση με την ετοιμασία και υποβολή της προσφοράς τους, θα αποκτούσε και πάλι νόημα.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης η θέση των εφεσειόντων είναι πως εφόσον η προσφορά προκηρύχθηκε με το σύστημα των δύο φακέλων και εφόσον στην προκείμενη περίπτωση ανοίχθηκαν οι τεχνικοί φάκελοι αλλά όχι οι οικονομικοί φάκελοι, δεν ήταν δυνατή η επανεξέταση της προσφοράς των εφεσειόντων από τα αρμόδια συλλογικά όργανα, με τη σωστή σύνθεση, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Κατά συνέπεια η δαπάνη στην οποία είχαν υποβληθεί οι εφεσείοντες για την ετοιμασία και υποβολή της προσφοράς τους, εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο «να αποκτήσει και πάλι νόημα» όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Ως εκ τούτου η προαναφερόμενη δαπάνη δεν εξαλείφθηκε με την ανάκληση της παράνομης διοικητικής πράξης και απέληξε σε ζημία για τους εφεσείοντες.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα διαχώρισε την ανάκληση της προσβληθείσας πράξης από την πράξη της ακύρωσης του διαγωνισμού αποφαινόμενο ότι την ανάκληση της απόφασης αποκλεισμού διαδέχθηκε αμέσως μετά η ακύρωση του διαγωνισμού και επομένως ότι επρόκειτο για δύο και όχι μία πράξη.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, η θέση των εφεσειόντων είναι ότι δεν μπορούσε να γίνει ο διαχωρισμός που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με την ανάκληση της προσβληθείσας πράξης και την πράξη ακύρωσης του διαγωνισμού. Η ακύρωση του διαγωνισμού ήταν η αναπότρεπτη συνέπεια και η επιβεβλημένη ενέργεια, μετά την ανάκληση. Ο διαγωνισμός, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούσε να αναβιώσει και οι εφεσείοντες, ως ενδιαφερόμενοι, θα έπρεπε να υποβληθούν σε νέα δαπάνη από την αρχή αν επιθυμούσαν να είναι ξανά υποψήφιοι σε νέο διαγωνισμό.
(γ) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το παράπονο των αιτητών ως προς τη δαπάνη την οποία υπέστησαν θα μπορούσε να συνδεθεί μόνο με την ακύρωση του διαγωνισμού, την οποίαν όμως οι αιτητές δεν προσέβαλαν με την προσφυγή τους.
Για τον τρίτο λόγο έφεσης, η θέση των εφεσειόντων είναι ότι η γενεσιουργός αιτία της ζημιάς τους ήταν η διοικητική πράξη των εφεσιβλήτων 1 την οποίαν οι εφεσείοντες προσέβαλαν με τη διοικητική προσφυγή που καταχώρησαν ενώπιον των εφεσιβλήτων 2 και την οποίαν οι εφεσίβλητοι 1 αναγκάστηκαν, λόγω παρανομίας, να ανακαλέσουν εκκρεμούσης της ακρόασης της διοικητικής προσφυγής. Η ζημιά των εφεσειόντων, η οποία προήλθε από την προαναφερόμενη παράνομη πράξη των πρώτων εφεσιβλήτων και τη νόμιμη ανάκλησή της στη συνέχεια, και η οποία δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα των εφεσειόντων, είναι ανακτήσιμη από τους εφεσείοντες δεδομένου ότι η έκδοση της παράνομης πράξης και η ανάκληση της αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα η οποία περιέχει τα στοιχεία του παρανόμου και του ζημιογόνου.
(δ) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι θα μπορούσε και θα έπρεπε να προσβληθεί και η πράξη της ακύρωσης του διαγωνισμού, εφόσον η ακύρωση του διαγωνισμού ήταν η αναπότρεπτη συνέπεια της ανάκλησης της προσβληθείσας παράνομης διοικητικής πράξης και ουσιαστικά συμπαρασυρόταν με αυτή.
Για τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες λέγουν ότι δεν μπορούσε αλλά ούτε και επιβαλλόταν να προσβληθεί από αυτούς η πράξη ακύρωσης του διαγωνισμού. Δεν ήταν η ακύρωση του διαγωνισμού που προκάλεσε ζημιά στους εφεσείοντες αλλά η παράνομη πράξη που στη συνέχεια ανακλήθηκε. Και η ανάκληση της παράνομης πράξης οδήγησε αναπόφευκτα και στην ακύρωση του διαγωνισμού.
(ε) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε τη δαπάνη για τα τέλη καταχώρισης της διοικητικής προσφυγής ως δαπάνη που η διεκδίκησή της, με βάση το Αρθρο 146 του Συντάγματος, ήταν ζήτημα που ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Για τον πέμπτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η δαπάνη για την καταχώριση της διοικητικής προσφυγής δεν μπορούσε να ανακτηθεί από αυτούς αν δεν υπήρχε δικαστική ακύρωση της προσβληθείσας διοικητικής πράξης, σύμφωνα με το Αρθρο 146.6 του Συντάγματος. Επομένως ήταν απαραίτητη η καταχώριση της προσφυγής των εφεσειόντων-αιτητών παρά την προηγούμενη ανάκληση της παράνομης διοικητικής πράξης, επειδή μόνον αν ακυρωνόταν η παράνομη διοικητική πράξη, δικαστικά, σύμφωνα με το Αρθρο 146.4 του Συντάγματος, θα μπορούσαν οι εφεσείοντες-αιτητές, στη συνέχεια, να διεκδικήσουν αποζημιώσεις ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για τη ζημιά που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της παράνομης διοικητικής πράξης, μέχρι την ανάκλησή της, σύμφωνα με το Αρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι θέσεις των εφεσειόντων δεν ευσταθούν και ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα και ορθή απόφαση επί όλων των σημείων που εγείρονται με την παρούσα έφεση.
Καταρχάς συμφωνούμε με τον αδελφό Δικαστή που επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής ότι, εφόσον η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση για τον αποκλεισμό των αιτητών ανακλήθηκε, οι αιτητές-εφεσείοντες επανήλθαν ως υποψήφιοι στο διαγωνισμό και επομένως δεν είχαν πλέον λόγο να παραπονούνται σε σχέση με οτιδήποτε που αφορούσε στον ίδιο το διαγωνισμό. Αυτό σήμαινε πως θα συνυπολογιζόταν ξανά και η δική τους υποβληθείσα προσφορά, σε διαδικασία που θα επαναλαμβανόταν με νόμιμη συγκρότηση των οργάνων αυτή τη φορά και επομένως η δαπάνη στην οποίαν οι αιτητές-εφεσείοντες είχαν υποβληθεί σε σχέση με την ετοιμασία και υποβολή της προσφοράς τους απέκτησε και πάλι νόημα. Η ορθότητα της, μεταγενέστερης, ακύρωσης του διαγωνισμού δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της προσφυγής, εφόσον η απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού, δεν προσβάλλεται με αυτή.
Συμφωνούμε επίσης με το πρωτόδικο δικαστήριο στο διαχωρισμό που έκανε μεταξύ της ανάκλησης της προσβληθείσας πράξης από τη μιά και της πράξης ακύρωσης του διαγωνισμού από την άλλη. Πρόκειται για δύο χωριστές πράξεις και οποιαδήποτε αναφορά στην ακύρωση του διαγωνισμού είναι εκτός των πλαισίων της παρούσας διαδικασίας. Οποιαδήποτε απώλεια των εφεσειόντων ανάγεται στην ακύρωση του διαγωνισμού, που δεν είναι επίδικο θέμα.
Σε σχέση με το μέρος της δαπάνης των εφεσειόντων-αιτητών, που περιλαμβάνει τα τέλη για την καταχώριση της ιεραρχικής τους προσφυγής και τα δικηγορικά τους έξοδα στη διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, παρατηρούμε ότι ορθά η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών απεφάσισε ότι η ιεραρχική προσφυγή των εφεσειόντων ήταν άνευ αντικειμένου μετά την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης και την ακύρωση του διαγωνισμού. Η διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής τερματίστηκε λόγω της ακύρωσης του διαγωνισμού. Η συνέχιση της διαδικασίας θα ήταν ατελέσφορη. Η τυχόν δαπάνη για τα έξοδα των εφεσειόντων ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής προέκυψε από ένα διαγωνισμό ο οποίος ακυρώθηκε και του οποίου η ακύρωση δεν προσβλήθηκε.
Πολύς λόγος έγινε από τους εφεσείοντες αναφορικά με το ότι η προσφυγή τους είχε λόγο ύπαρξης και μετά την ανάκληση της προαναφερόμενης πράξης επειδή, σύμφωνα με το Αρθρο 146.6 του Συντάγματος, η διεκδίκηση αποζημιώσεων μπορεί να γίνει μόνο μετά τη δικαστική ακύρωση της διοικητικής πράξης, δυνάμει του Αρθρου 146.4 του Συντάγματος. Άρα, κατά τους εφεσείοντες, η απλή ανάκληση της διοικητικής πράξης δεν τους παρείχε, από μόνη της, δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε σχέση με την δαπάνη τους. Οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες προς επίρρωση των ισχυρισμών τους, όπως η Παπαδόπουλλος v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973 και Ιωσηφίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490, αφορούν περιπτώσεις στις οποίες η προσφυγή καταχωρίστηκε πριν την ανάκληση της διοικητικής πράξης και στις οποίες, παρά την ανάκληση της διοικητικής πράξης, παρέμενε ζημιογόνο κατάλοιπο της ανακληθείσας πράξης το οποίον έδινε το δικαίωμα στους αιτητές να συνεχίσουν την προώθηση της προσφυγής τους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, η προσφυγή καταχωρίστηκε μετά την ανάκληση της διοικητικής πράξης, άρα ήταν άνευ αντικειμένου όταν καταχωρίστηκε. Κατά συνέπεια ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο την απέρριψε ως μη παραδεκτή, καταδικάζοντας τους αιτητές και στα έξοδα της προσφυγής. Συμφωνούμε συναφώς με το πρωτόδικο δικαστήριο και στο ότι αν οι εφεσείοντες θεωρούν ότι έχουν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Δημοκρατίας αυτό είναι ζήτημα που ίσως θα πρέπει να προωθήσουν με άλλον τρόπο.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με €1700.- έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.