ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 406
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 48/06)
14 Oκτωβρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΩΔΙΑΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
________________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, Λίνα Αθανασιάδου.
__________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στη συνεδρία της ημερ. 4.6.2004, ασχολήθηκε με τη πλήρωση δύο κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών Α΄, Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών. Αφού έλαβε τις συστάσεις του Διευθυντή του Τμήματος Aλιείας, προχώρησε στην αξιολόγηση των υποψηφίων και στη συνέχεια κατέληξε να επιλέξει τα ενδιαφερόμενα μέρη, διότι υπερείχαν των άλλων υποψηφίων.
Ο εφεσείων δεν είχε περιληφθεί στον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων γιατί δεν υπήρχε αποδεκτό τεκμήριο ως προς την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Ύστερα από σχετικό διάβημά του, η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 7.6.2004, ανακάλεσε την απόφασή της, τον θεώρησε προσοντούχο και προχώρησε εξ υπαρχής στην εξέταση της πλήρωσης της θέσης.
Στις 10.6.2004, αφού δόθηκαν εκ νέου οι συστάσεις του Διευθυντή, η Επιτροπή αποφάσισε για μια ακόμη φορά ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν και τους πρόσφερε ξανά προαγωγή.
Προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της πιο πάνω απόφασης απορρίφθηκε πρωτοδίκως και ακολούθως ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Κατά την ακρόαση, η έφεση εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 2 αποσύρθηκε. Έτσι η έφεση παρέμεινε μόνο εναντίον της Λίνας Αθανασιάδου, ενδιαφερόμενου μέρους 1 (στο εξής «το ενδιαφερόμενο μέρος»).
Ο εφεσείων διαθέτει διδακτορικό δίπλωμα, το οποίο, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, αποτελεί πλεονέκτημα. Παρά ταύτα η Επιτροπή επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω του ότι υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 16 και πλέον έτη και δεν υστερούσε σε αξία. Η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν επηρέασε την κρίση της Επιτροπής, η οποία ύστερα από την εκτίμηση όλων των κριτηρίων αποφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν καταλληλότερο για προαγωγή.
Οι λόγοι έφεσης ουσιαστικά επαναλαμβάνουν όσα επιχειρήματα προβλήθηκαν και πρωτοδίκως. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του εφεσείοντα αποτελούσε ειδική αιτιολογία, αρκετή για να αγνοηθεί το πλεονέκτημα. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, η επίκληση ενός και μόνο από τα απαραίτητα στοιχεία κρίσης δεν συνιστά ειδική αιτιολογία. Το πλεονέκτημα, όπου προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας, αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας. Εξασφαλίζει στον κάτοχό του προβάδισμα έναντι των άλλων υποψηφίων που δεν το κατέχουν. Ο εφεσείων, κάνοντας και πάλι επίκληση του πλεονεκτήματος, υποστηρίζει περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη.
Τέλος, παραπονείται ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ., όσον αφορά τα προσόντα του ίδιου και του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν ήταν λογικά επιτρεπτή, αφού η Επιτροπή είχε καθήκον να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα που διέθετε.
Θα αρχίσουμε από το τελευταίο. Η σημασία που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί σε σειρά αποφάσεων. Πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπ΄όψιν μόνο εφ΄ όσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει, αποφεύγοντας, αφ΄ ενός, να μη δοθεί σ΄ αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφ΄ ετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).
Η Επιτροπή, όπως είδαμε, δεν είχε υποχρέωση να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στα προσόντα του εφεσείοντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Συνυπολογίστηκαν με τα λοιπά κριτήρια.
Όμως, όταν υποψήφιος κατέχει πλεονέκτημα που προνοείται από το σχέδιο υπηρεσίας, η παραγνώρισή του μπορεί να γίνει μόνο ύστερα από ειδική αιτιολόγηση, η οποία σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που το αντισταθμίζουν (Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 437).
Κατ΄ άλλη διατύπωση, απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του οργάνου όταν υποψήφιος ο οποίος διαθέτει πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό. Το διορίζον όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που διαθέτει το πρόσθετο προσόν, αν, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό. Η απόφαση παραγνώρισης του πρόσθετου προσόντος πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς και να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συναχθεί από οποιονδήποτε ή το δικαστήριο (Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 213/84 κ.α., ημερ. 31.7.1989). Οι λόγοι της παραγνώρισης πρέπει να είναι πειστικοί (Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317).
Ουσιαστικά το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε είναι κατά πόσο η εξήγηση που έδωσε η Επιτροπή για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους είναι πειστική. Ως προς την αξία, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί ελαφρά, οριακά θα λέγαμε, του εφεσείοντα. Στα προσόντα, εκτός του πλεονεκτήματος, ο εφεσείων διαθέτει και άλλα προσόντα τα οποία δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας και στα οποία η Επιτροπή έδωσε τη δέουσα σημασία. Μέτρησε η μεγάλη αρχαιότητα, πέραν των 16½ χρόνων, που διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος. Είμαστε της άποψης ότι η αρχαιότητα αυτή είναι ικανός λόγος για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα. Η αρχαιότητα μάλιστα, μπορεί, ως ένα από τα τρία κριτήρια, να αποτελέσει και λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου, όταν οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71).
Η αιτιολογία είναι απόλυτα επαρκής και εντελώς πειστική (Ακκελίδου κ.α. ν. Μιχαήλ κ.α. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278, 282 και Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 570). Η Επιτροπή έδωσε στα διάφορα κριτήρια, αλλά και στο πλεονέκτημα, τη βαρύτητα που νόμιζε και κατέληξε σε μια επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση. Δεν ήταν υποχρεωμένη να επιλέξει τον υποψήφιο που κατείχε το πλεονέκτημα, νοουμένου ότι η επιλογή του υποψηφίου που δεν το κατείχε, αιτιολογείται πειστικά. Εξ άλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε και τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία ήταν ακόμα ένα στοιχείο το οποίο βάρυνε υπέρ του.
Καταλήγουμε ότι η επιλογή της Επιτροπής έγινε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ως προς τη σύσταση του Διευθυντή παρατηρούμε ότι ελήφθη υπ΄ όψιν ότι ο εφεσείων διέθετε διδακτορικό δίπλωμα το οποίο σημειώνεται ως πλεονέκτημα, αλλά επισημαίνεται ότι η τεράστια διαφορά στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, είναι ουσιώδης. Θεωρούμε ότι η κατάληξη του Διευθυντή είναι και αυτή αιτιολογημένη και μέσα στα σωστά πλαίσια. Ο Διευθυντής εξήγησε, αφού προηγουμένως αναφέρθηκε τόσο στον εφεσείοντα, όσο και στο ενδιαφερόμενο μέρος, τους λόγους για τους οποίους προτίμησε να συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος.
Πριν κλείσουμε θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η αρχαιότητα δεν παύει, όσο κι΄ αν ο ρόλος της έχει υποβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια, να είναι ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια επιλογής. Δεν παύει να έχει τη δική της σημασία, ιδιαίτερα αν είναι τόσο μεγάλη, όπως στην παρούσα υπόθεση. Διαφορετικά, η βαρύτητά της ως ένα από τα τρία κριτήρια θα εξανεμιζόταν εντελώς.
Η έφεση, εν όψει όλων των πιο πάνω, απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
/ΜΔ