ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 9
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 125/2005)
14 Ιανουαρίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
MI HOLDINGS PUBLIC LTD.,
ΠΡΩΗΝ MARKETRENDS INSURANCE LTD.,
Εφεσείοντες/Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση.
και μετά από τροποποίηση:
ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MI HOLDINGS PUBLIC LTD.,
Εφεσείοντες/Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________________
Κ. Καλλής, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Μ. Θεοκλήτου (κα), για την Εφεσίβλητη-Καθ'ης η Αίτηση.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
___________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στις 20.2.2003 οι Εφεσείοντες υπέβαλαν στην Έφορο Ασφαλίσεων Αίτηση, με την οποία ζητούσαν άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών, με βάση τον περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2002 (Ν. 35(Ι)/2002).
Η Έφορος απέρριψε την αίτηση και οι Εφεσείοντες άσκησαν ιεραρχική προσφυγή. Ο Υπουργός Οικονομικών ο οποίος την εξέτασε, αποφάσισε να παραπέμψει την Αίτηση στην Έφορο για επανεξέταση του θέματος, με βάση το άρθρο 39(3)(α) του Νόμου, στο οποίο η Έφορος στήριξε μέρος της αιτιολογίας της για απόρριψη της Αίτησης. Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι:-
«(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών όταν -
(α) Υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αιτήτριας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας.»
Κατά την επανεξέταση, η Έφορος περιορίστηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού, στο να εξετάσει κατά πόσο δυσχεραίνετο η αποτελεσματική άσκηση εποπτείας, λόγω της ύπαρξης στενών δεσμών μεταξύ των Εφεσειόντων και άλλων νομικών ή φυσικών προσώπων, όπως προέβλεπε το άρθρο 39. Μετά από έλεγχο των λογαριασμών που υποβλήθηκαν από τους Εφεσείοντες και την επανεξέταση της Αίτησης, έκρινε ότι δεν μπορούσε να εκδώσει την αιτούμενη άδεια, καθότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν στενοί δεσμοί οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των εταιρειών του συγκροτήματος, των Εφεσειόντων και της μητρικής εταιρείας MFS. Η Έφορος θεώρησε ότι οι δεσμοί αυτοί όχι μόνο ήταν πολύπλοκοι και επιζήμιοι για τους Εφεσείοντες, αλλά συνέτειναν και στο να απωλέσουν οι Εφεσείοντες την αναγκαία ρευστότητα τους και να μην μπορούν να ανταποκρίνονται επαρκώς στις υποχρεώσεις τους έναντι των ασφαλισμένων τους. Για όλα τα πιο πάνω, ενημέρωσε με επιστολή της ημερ. 8.7.2003 τους Εφεσείοντες, πληροφορώντας τους παράλληλα ότι αν δεν είχαν οτιδήποτε να προτείνουν σε σχέση με την άμεση ενίσχυση της κεφαλαιουχικής τους βάσης, θα οριστικοποιούσε την απόφαση της να μην χορηγήσει νέα άδεια. Οι Εφεσείοντες δεν πρότειναν οτιδήποτε.
Στις 7.11.2003, η Έφορος με επιστολή της προς τους Εφεσείοντες, τους επιβεβαίωνε την οριστικοποίηση της απόφασης της για απόρριψη της Αίτησης, για τους λόγους που ανέφερε στην προηγούμενη επιστολή της.
Οι Εφεσείοντες, στην πιο πάνω απόφαση της Εφόρου, υπέβαλαν δεύτερη ιεραρχική προσφυγή με βάση το άρθρο 43 του Νόμου.
Ο Υπουργός Οικονομικών, στις 19.1.2004 έκρινε ότι η απόφαση της Εφόρου ήταν ορθή και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή. Στην επιστολή του αναφέρει τα εξής:-
«Ενόσω, λόγω των στενών δεσμών και των αποτελεσμάτων τους, όπως αυτά αναλύονται συνοπτικά πιο πάνω και εκτενέστερα στις επιστολές της Εφόρου ημερ. 8.7.2003 και 7.11.2003, εξακολουθούν να υπάρχουν οι οικονομικές διασυνδέσεις και καταστάσεις που έχουν περιγραφεί, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα διαφοροποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων, ώστε να διασφαλίζεται ότι η MI θα καταστεί μια δρώσα, βιώσιμη και ανεξάρτητη οικονομική μονάδα προς όφελος των συμφερόντων των ασφαλισμένων, το γεγονός αυτό παρεμποδίζει ή δυσχεραίνει την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας από τον Έφορο επί της MI.
Ενόσω η MI δε φαίνεται να λειτουργεί ως ανεξάρτητη οικονομική μονάδα, έτσι ώστε να μπορεί να ασκείται επ' αυτής η εποπτεία που καθορίζει ο Νόμος, και εφόσον λόγω της ύπαρξης στενών δεσμών δεν μπορεί να πάρει τα μέτρα που ο Έφορος κρίνει αναγκαία κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας και εξουσίας προς όφελος των ασφαλισμένων, τότε καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι στενοί δεσμοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση της προβλεπόμενης από το Νόμο εποπτείας από τον Έφορο επί της MI.
Με βάση όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα και έχοντας υπόψη μου το σύνολο των γεγονότων, και σύμφωνα με το άρθρο 43 του Νόμου, απορρίπτω την προσφυγή της MI κατά της απόφασης της Εφόρου ημερομηνίας 7.11.2003 και επικυρώνω την εν λόγω απόφασή της.»
Οι Εφεσείοντες προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση του Υπουργού. Ισχυρίστηκαν ότι κατά την επανεξέταση της Αίτησης τους, τόσο ο Υπουργός όσο και η Έφορος ασχολήθηκαν μόνο με το θέμα της ύπαρξης ή όχι 'στενών δεσμών' χωρίς να εξετάσουν τα άλλα νομικά σημεία που ήγειραν. Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε σε λανθασμένη ερμηνεία του άρθρου 39(3)(α) του Νόμου και ότι η Έφορος «πρόσθεσε λέξεις στο λεκτικό του άρθρου ώστε οι 'στενοί δεσμοί' που αναφέρονται σ' αυτό να ερμηνευθούν ως 'στενοί δεσμοί οικονομικής αλληλεξάρτησης'».
Πρωτοδίκως ο συνάδελφος μας που εκδίκασε την προσφυγή, έκρινε ότι η Έφορος ορθά περιόρισε την εξέτασή της στο άρθρο 39(3)(α), αφού ο Υπουργός μόνο γι' αυτό το θέμα ζήτησε επανεξέταση. Συνεπώς, κατέληξε ο συνάδελφός μας, και ο Υπουργός Οικονομικών κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, ορθά περιορίστηκε στους λόγους που η Έφορος αποφάσισε να απορρίψει την Αίτηση με βάση το άρθρο 39.
Για το δεύτερο θέμα, υπέδειξε ότι στο εδάφιο (4) του άρθρου 39 καθορίζεται ποια κατάσταση εμπίπτει στην έννοια 'στενοί δεσμοί' και έκρινε ότι δεν υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 39(3)(α). Για τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, που πρόβαλαν οι Εφεσείοντες αναφορικά με την έλλειψη καλής πίστης και παράβασης των αρχών χρηστής διοίκησης, έκρινε ότι αυτοί δεν μπορούσαν να εξεταστούν στο πλαίσιο της προσφυγής, αντικείμενο της οποίας ήταν η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών επί της ιεραρχικής προσφυγής και όχι η απόφαση της Εφόρου. Τέλος, βρήκε ότι δεν ευσταθούν ούτε οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι αφορούσαν στον επηρεασμό της Εφόρου από εξωγενείς παράγοντες και στην παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος. Ως αποτέλεσμα της κατάληξης του, απέρριψε την προσφυγή.
Με την έφεση εν πολλοίς τίθενται τα ίδια ζητήματα. Με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του συναδέλφου μας με την οποία έκρινε ότι ο Υπουργός Οικονομικών, κατά την εξέταση της πρώτης Ιεραρχικής Προσφυγής, ορθά περιόρισε την εξέταση μόνο στο άρθρο 39 του Νόμου, στο οποίο στηρίχθηκε και η απόφαση της Εφόρου.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστήριξαν με αναφορά στις υποθέσεις Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, Δημοκρατία ν. Χρυσήλιου (2001) 3 Α.Α.Δ. 967 και Δημοκρατία ν. Αργυρού κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 832, ότι σε προσφυγές δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, κατά αποφάσεως που λήφθηκε ύστερα από ακυρωτική απόφαση, μπορούν να εγερθούν όλοι οι λόγοι ακύρωσης που είχαν εγερθεί στην πρώτη προσφυγή, αν κατά την επανεξέταση του θέματος από την αρμόδια αρχή, ληφθεί η ίδια απόφαση με την προηγούμενη. Όπως ισχυρίζονται, παρά το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες πέτυχαν στην πρώτη ιεραρχική προσφυγή τους, με αποτέλεσμα να διαταχθεί επανεξέταση, ουδέποτε εγκατέλειψαν τους υπόλοιπους νομικούς λόγους που είχαν εγείρει σ' εκείνη την ιεραρχική προσφυγή και επομένως δικαιούνταν, αν η διοίκηση επέμενε στη θέση της, να τους επαναφέρουν κατά τη δεύτερη ιεραρχική προσφυγή, πράγμα που έκαμαν. Ενώ η δεύτερη ιεραρχική προσφυγή στηριζόταν σε 9 νομικούς λόγους, ο Υπουργός Οικονομικών, αφού εξέτασε μόνο τον ένα, ο οποίος σχετιζόταν με την ερμηνεία του άρθρου 39(3)(α), απέρριψε την προσφυγή, χωρίς να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους, όπως είχε υποχρέωση. Ως αποτέλεσμα, η απόφαση του Δικαστηρίου να επικυρώσει την προσέγγιση του Υπουργού, θα πρέπει, εισηγείται ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, να θεωρηθεί εσφαλμένη.
Από την άλλη, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι οι Εφεσείοντες εμποδίζονται από την αρχή της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας να αμφισβητούν την απόφαση του Υπουργού να περιορίσει την έρευνα του στην ερμηνεία του άρθρου 39, αφού οι ίδιοι όχι μόνο επιδοκίμασαν τον περιορισμό του θέματος, αλλά ουδέποτε διατύπωσαν οποιαδήποτε διαφωνία επί του θέματος. Αντίθετα, μετά την ακυρωτική απόφαση του Υπουργού και την παραπομπή του θέματος στην Έφορο για επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 39, οι Εφεσείοντες με επιστολή των τότε δικηγόρων τους ημερ. 14.3.03 προς την Έφορο, αποδέχθηκαν και οι ίδιοι ότι τα θέματα περιορίζονταν πλέον στο άρθρο 39. Συγκεκριμένα, ανέφεραν τα εξής:-
«Επομένως θέτω ενώπιον σας τις απόψεις της Μ.Ι. επί του μοναδικού θέματος των «στενών δεσμών» όπως αποκρυσταλλώθηκαν πλέον ως πραγματικό και νομικό θέμα ιδίως με τη γνωμοδότηση ημερ. 7.3.2003 που έφερε συνοπτικά σε γνώμη μου η αρμόδια Αρχή του Υπουργείου Οικονομικών από το απόγευμα της 7.3.2003, όπως σας είπα.»
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Ο Υπουργός κατά την πρώτη ιεραρχική προσφυγή, ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να εξετάσει τη νομιμότητα της απόφασης της Εφόρου. Το έπραξε και σε συνάρτηση με όλους τους λόγους που έθεσαν ενώπιόν του οι εφεσείοντες, έκρινε ότι η πρώτη ιεραρχική προσφυγή θα έπρεπε να γίνει μερικώς δεκτή. Περιόρισε όμως το θέμα για επανεξέταση, στο άρθρο 39(3)(α). Οι Εφεσείοντες εμφανίζονται από τη μια να αποκομίζουν όφελος από τη μερική επιτυχία της ιεραρχικής προσφυγής τους και με την πιο πάνω δήλωση του δικηγόρου τους να αποδέχονται τη δήλωση του Υπουργού ότι οι 'στενοί δεσμοί' και η παρεμπόδιση άσκησης αποτελεσματικής εποπτείας ήταν τα μοναδικά θέματα που παρέμειναν προς εξέταση, και από την άλλη να επιδιώκουν να επανέλθουν στις αρχικές τους θέσεις. Βεβαίως και θα μπορούσε να τεθεί θέμα επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Όμως, τίθεται και ένα ευρύτερο και πιο θεμελιώδες θέμα. Ο Υπουργός αφού εξέτασε όλους τους λόγους που τέθηκαν ενώπιόν του, αποφάσισε να περιορίσει την επανεξέταση στο άρθρο 39(3)(α). Γι' αυτή την απόφασή του, έδωσε συγκεκριμένη αιτιολογία. Όλα τα ζητήματα, πλην εκείνου του άρθρου 39, εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν. Επομένως, οτιδήποτε θα μπορούσε να προκύψει, περιοριζόταν στο άρθρο 39 και δεν θα μπορούσε να εκτείνεται σε ο,τιδήποτε άλλο. Συνεπακόλουθα, τα όσα σήμερα εγείρουν οι εφεσείοντες, έχουν εξαλειφθεί και δεν μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου θέμα προς εξέταση. Το μόνο θέμα προς εξέταση, κατά την πρωτόδικη διαδικασία ενώπιον του συναδέλφου μας, περιοριζόταν στη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού στη δεύτερη ιεραρχική προσφυγή, η οποία δε θα μπορούσε να έχει άλλο έρεισμα από το άρθρο 39.
Ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί. Οι Εφεσείοντες λανθασμένα συνδέουν το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας με το δικαστικό κώλυμα, αντί με το έννομο συμφέρον.
Με τον τρίτο και συναφή λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι κατά την εξέταση της Αίτησης τους, η Έφορος άσκησε την διακριτική της ευχέρεια κατά παράβαση κάθε αρχής διοικητικού δικαίου. Ενόψει τούτου, διατύπωσαν συγκεκριμένα παράπονα στον Υπουργό, ο οποίος όμως δεν τα εξέτασε, παρά την υποχρέωση που, όπως ισχυρίζονται, είχε δυνάμει του άρθρου 43(5) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Ως αποτέλεσμα, εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και η υπόθεση να παραπεμφθεί στον Υπουργό για εξέταση όλων των υπόλοιπων λόγων, αφού αυτοί δεν μπορούν να εξεταστούν πρωτογενώς.
Δεν συμφωνούμε ότι οι Εφεσείοντες στερήθηκαν του δικαιώματος ακρόασης. Απεναντίας έτυχαν ακρόασης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και εξέφρασαν τις απόψεις τους, η δε απόφαση του Υπουργού ήταν δεόντως αιτιολογημένη και προσδιοριστική των λόγων λήψης της.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κατάληξη του συναδέλφου μας πρωτοδίκως, ότι δεν υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία του άρθρου 39(3)(α) του Νόμου 35(1)/2000 από τον Υπουργό Οικονομικών.
Η εφεσίβλητη αντιτείνει ότι η εποπτεία της Εφόρου σύμφωνα με το άρθρο 39(3)(α), πρέπει να είναι προληπτική ή κατασταλτική και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να αποδειχθεί πραγματική παρεμπόδιση ή δυσχέρεια στην άσκηση εποπτείας επί των Εφεσειόντων. Όπως ανέφερε η δικηγόρος της εφεσίβλητης, η επιστολή του Υπουργού ήταν λεπτομερής ως προς τις δυσχέρειες που θα προέκυπταν για την αποτελεσματική εποπτεία από την Έφορο, εξαιτίας των δεσμών που είχαν οι Εφεσείοντες με άλλες εταιρείες του Ομίλου.
Ο συνάδελφος μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, για να ερμηνεύσει τις πρόνοιες του άρθρου 39(3)(α) και ειδικότερα την ύπαρξη «στενών δεσμών», ορθά ανέτρεξε στο εδάφιο (4) στο οποίο ο σχετικός όρος καθορίζεται ως ακολούθως:-
«(4) 'Στενοί δεσμοί', κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, λογίζεται η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω -
(α) Συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης, ή δι' ενός δεσμού ελέγχου κατοχής του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης ή
(β) δεσμού ελέγχου, δηλαδή μέσω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής εταιρείας και μιας θυγατρικής εταιρείας, κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή μιας παρεμφερούς σχέσης μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας εταιρείας· κάθε θυγατρική εταιρεία μιας άλλης θυγατρικής εταιρείας λογίζεται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής εταιρείας.
Στενοί δεσμοί μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων δημιουργούνται επίσης και από μια κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μονίμως με το ίδιο πρόσωπο, δια δεσμού ελέγχου.»
Οι Εφεσείοντες δεν φαίνεται να αμφισβητούν ότι με τα δεδομένα που είχε ενώπιον του ο Υπουργός, αναφορικά με τις σχέσεις των Εφεσειόντων και άλλων εταιρειών του συγκροτήματος, δημιουργούνταν 'στενοί δεσμοί' μέσα στην έννοια που προσδιορίζεται στο εδάφιο (4). Εκείνο που αμφισβητούν είναι ότι οι 'στενοί δεσμοί', μπορούσαν να παρεμποδίσουν την αποτελεσματική εποπτεία άσκησης ελέγχου από τον Έφορο. Το επιχείρημα του δικηγόρου τους είναι ότι οι εταιρείες με τις οποίες οι Εφεσείοντες είχαν στενούς δεσμούς, είναι όλες εισηγμένες στο ΧΑΚ από το οποίο και ελέγχονται σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν, οι εταιρείες αυτές να παρεμποδίσουν την αποτελεσματική άσκηση ελέγχου, και η αντίθετη άποψη παραγνωρίζει και παρερμηνεύει τους σκοπούς του πιο πάνω άρθρου. Περαιτέρω, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι η Έφορος ερμηνεύοντας το άρθρο 39(3)(α) εισήξε τον όρο «οικονομική αλληλεξάρτηση», χωρίς ο ίδιος ο Νόμος να προβλέπει για κάτι τέτοιο.
Δεν συμφωνούμε. Με κανένα τρόπο, είτε η Έφορος είτε ο Υπουργός δεν εισήξαν νέα κριτήρια. Το άρθρο 193(1) του Νόμου αναθέτει στην Έφορο την χρηματο-οικονομική εποπτεία των Κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών. Όπως ορθά υπέδειξε η δικηγόρος για την καθ' ης η αίτηση, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί πραγματική παρεμπόδιση στην άσκηση εποπτείας, αλλά αρκεί η πιθανολόγηση των δυσχερειών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι με τα στοιχεία που υπήρχαν στο φάκελο, ήταν εύλογα επιτρεπτή η κατάληξη του Υπουργού ότι θα υπήρχε δυσχέρεια στην άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας από την Έφορο, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 193 του Νόμου. Η ύπαρξη οικονομικής αλληλεξάρτησης είναι ένα από τα προσδιοριστικά στοιχεία δυσχέρειας που λήφθηκαν υπόψη. Όμως δεν ήταν το μόνο. Στην επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 19.1.2004, παρατίθενται με σαφήνεια όλα τα υπόλοιπα στοιχεία τα οποία οδήγησαν στη λήψη της απόφασης. Δεν βλέπουμε καμιά λανθασμένη προσέγγιση στην ερμηνεία του άρθρου 39(3)(α) από το συνάδελφό μας, ο οποίος ερμηνεύοντας ορθά το σχετικό άρθρο, κατέληξε ότι η απόφαση του Υπουργού ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως αναιτιολόγητη, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος έφεσης. Όπως ορθά ανέφερε η δικηγόρος για την εφεσίβλητη, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την ουσία των επιχειρημάτων που έθεσε ο αντίδικος δικηγόρος στις δεκαπέντε σελίδες της αγόρευσης του και δεν είχε υποχρέωση να ασχοληθεί με κάθε επιχείρημα ξεχωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, αφού συναρτά τα πραγματικά γεγονότα με τα επίδικα θέματα με απόλυτα σαφή τρόπο.
Η έφεση απορρίπτεται με €1400 έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων.
Δ. Δ. Δ.
Δ. Δ.
/ΕΠσ