ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 65
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική έφεση αρ. 104/2005
22 Ιανουαρίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΤΤΟΚΟΠΙΤΗΣ
Εφεσείων/αιτητή
- ν. -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
Εφεσιβλήτου/Καθού η αίτηση
.........
Α. Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδου (κα), για τον εφεσείοντα
Α. Ευσταθίου (κα) για το εφεσίβλητο
----------------------
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Ο εφεσείων είναι υπάλληλος του καθού η αίτηση εφεσίβλητου και κατέχει τη θέση του Τεχνικού Επιθεωρητή. Σε προηγούμενο στάδιο (13/6/01) το εφεσίβλητο Συμβούλιο προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος (στο εξής ε.μ) Ανδρέα Βιολάρη στη θέση Ανώτερου Τεχνικού από 1/7/01 και ο εφεσείων καταχώρησε τότε την προσφυγή 711/01. Αποτέλεσμα ήταν το εφεσίβλητο συμβούλιο να ανακαλέσει την προαγωγή του ε.μ. και αφού επανεξέτασε το θέμα στη συνεδρία του ημερ. 15/5/02 αποφάσισε όπως προάξει ξανά το ίδιο πρόσωπο. Ο εφεσείων καταχώρησε τότε την προσφυγή 826/02 στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 11/12/03. Ως αποτέλεσμα το εφεσίβλητο Συμβούλιο επανεξέτασε το θέμα στις 18/2/04 και αποφάσισε να επαναπροάξει το ε.μ. Ανδρέα Βιολάρη αναδρομικά από την 1/7/01. Ο εφεσείων καταχώρησε τώρα την προσφυγή 500/04 στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 15/7/04 με την οποία απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Ο εφεσείων στηρίζει την έφεση του σε δυο λόγους, τους εξής:
(α) «Εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε ότι η επανεξέταση μετά το προηγηθέν ακυρωτικό ιστορικό ήταν νόμιμη και/ή ότι τώρα η σύσταση του Διευθυντή ήταν αρμοδίως δοθείσα ή αξιοκρατική ή νόμιμη κατά το περιεχόμενο της» και
(β) «η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα έκρινε ως αιτιολογημένη την απόφαση του Συμβουλίου και/ή ως αποτέλεσμα δέουσας/νόμιμης έρευνας. Το εάν έπασχε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις η τελική απόφαση, δεν εξαρτάτο από τη δικαστική κρίση ότι δήθεν ήταν νόμιμη η σύσταση. Έπασχε και για άλλους λόγους που οδηγούσαν σε ακύρωση, ακόμα και εάν δεν έπασχε η σύσταση.»
Αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα κατάληξε ο συνάδελφος πρωτόδικα ότι το ε.μ. υπερέχει καταφανώς σε αξία, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία όπως αυτά αναδύονται από τους προσωπικούς φακέλους του κάθε αιτητή που κρατούνται από την υπηρεσία του εφεσίβλητου Συμβουλίου. Διερωτάται ο συνήγορος από πού προκύπτουν αυτές οι ικανότητες του ε.μ. αφού δεν υπάρχουν φάκελοι υπηρεσιακών εκθέσεων και καταλήγει ότι η σύσταση ήταν αναιτιολόγητη και οδήγησε σε θυματοποίηση του εφεσείοντα. Επομένως εσφαλμένα ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε αιτιολογημένη τη σύσταση.
Αντίθετα με τα όσα ανάφερε ο κ. Αγγελίδης, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι η νέα σύσταση του Διευθυντή που έγινε κατά την επανεξέταση της επίδικης υπόθεσης διαφέρει από την προηγούμενη σύσταση που αποτελούσε αντικείμενο της προσφυγής 826/02 ημερ. 11/12/03 όπου ο Αρτέμης Δ είχε χαρακτηρίσει αυτή ως γενική αόριστη και αναιτιολόγητη. Συμμορφούμενος ο Διευθυντής με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της υπόθεσης, προέβη τώρα σε αιτιολογημένη σύσταση τεκμηριώνοντας τα όσα αναφέρει με παραπομπή σε σχετική επιστολογραφία, σε αποφάσεις πρακτικών και σε δείγματα εκθέσεων.
Στην υπόθεση 826/2002 ημερ. 11/12/03 Αντώνης Πιττοκοπίτης ν. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, το Δικαστήριο (Αρτέμης, Δ) ακυρώνοντας την προσφυγή του ενδιαφερόμενου μέρους, αποφάσισε τα ακόλουθα:
«Είναι αξιοσημείωτο ότι στους προσωπικούς φακέλους του αιτητή και του ΕΜ, οι οποίοι κατατέθηκαν στο Δικαστήριο δεν υπάρχουν ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης. Διερωτούμαι πώς μπορεί η προσωπική γνώση των μελών του Συμβουλίου να είναι ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως των στοιχείων των φακέλων, αφού στους φακέλους δεν υπάρχουν στοιχεία αναφορικά με την αξία του αιτητή και του ΕΜ παρά μόνο καταστάσεις στατιστικών στοιχείων, που αφορούν εξέταση από τον κάθε υποψήφιο αιτήσεων, ελέγχων και καταγγελιών, από τις οποίες προκύπτει καλύτερη απόδοση του ΕΜ. Σημειώνεται όμως στο τέλος κάθε κατάστασης ότι, για σκοπούς σύγκρισης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα υπόλοιπα καθήκοντα του κάθε τεχνικού. Από το φάκελο του αιτητή φαίνεται ότι υπάρχουν κάποιες επιστολές του Διευθυντή του Συμβουλίου με τις οποίες του υποδείκνυε να προσέξει κάποια σημεία στους ελέγχους που διεκπεραιώνει.
Ελλείψει στοιχείων στους φακέλους καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσωπική γνώση των μελών του Συμβουλίου είχε ληφθεί υπόψη ως αυτοτελες στοιχείο κρίσεως και όχι ως ενισχυτικό.
Η απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ανεπαρκή και το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Καθίσταται ανεπαρκής και για το λόγο ότι στηρίχθηκε στην πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή.»
Ακολούθησε η επανεξέταση της υπόθεσης και η έκδοση της νέας απόφασης (επαναπροαγωγή του ε.μ.) αντικείμενο της προσφυγής 500/04 ημερ. 15/7/05, και κατ' επέκταση της παρούσας έφεσης.
Ο αδελφός δικαστής που εξέδωσε την απόφαση πρωτόδικα αναφέρεται στο ότι το Συμβούλιο κάλεσε το Διευθυντή σε συνεδρία του ημερ. 18/2/04 να υποβάλει τη σύστασή του και ότι ο Διευθυντής «κατέθεσε γραπτή σύσταση πέντε σελίδων την οποία το Συμβούλιο επισύναψε στο πρακτικό και αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα του» και ότι «ο Διευθυντής επίσης προφορικά έδωσε ορισμένες διευκρινίσεις αναφορικά με τα στατιστικά στοιχεία που έλαβε υπόψη του».
Ο Διευθυντής στη νέα του σύσταση αφού αναφέρεται στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας στην οποία το ε.μ. υπερέχει κατά 7 μήνες σε σύγκριση με την αρχαιότητα του εφεσείοντα, κατέληξε ως εξής:
"Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία και εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσιας, που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, την προσφορά των υποψηφίων στην εργασία, τις γνώσεις και εμπειρίες τους, την προσωπική μου γνώση για τις ικανότητες και τις ιδιότητες που χρειάζονται για να εκτελέσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της υπό πλήρωσης θέσης, την καταλληλότητα των υποψηφίων σ' αυτήν, καθώς και τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, δηλαδή την αξία, την ικανότητα, την πείρα, τα προσόντα τους, την αρχαιότητα τους στην υπηρεσία, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης την επίδοσή τους στην Υπηρεσία, συστήνω ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή τον κ. Ανδρέα Βιολάρη, αφού όπως προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων υπερέχει καταφανώς σε αξία, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία, όπως αυτά αναδύονται από τους προσωπικούς φακέλους του κάθε αιτητή που κρατούνται από την Υπηρεσία του Συμβουλίου, τους πίνακες στατιστικών στοιχείων, όπως προκύπτουν από την αξιολόγηση της εργασίας τους, τους ελέγχους που διεξάγουν στα εργοτάξια και τις εκθέσεις διερεύνησης στοιχείων που υποβάλλονται από υποψήφιους εργολήπτες και από όλα τα στοιχεία αξιολόγησης στο σύνολό τους.»
Ο πρωτόδικος δικαστής απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ως ακολούθως:
«Οι επιμέρους αιτιάσεις του αιτητή ότι ο διευθυντής δεν εκλήθη να δώσει γραπτώς τη σύσταση του κρίνονται ως αβάσιμες. Ο διευθυντής κλήθηκε από το Συμβούλιο να υποβάλει τη σύσταση του, πράγμα που έπραξε. Το ότι δόθηκε γραπτώς δεν επιφέρει οποιαδήποτε ακυρότητα, αφού η γραπτή σύσταση είναι αναπόσπαστο τμήμα του πρακτικού. Ούτε επίσης στέρησε από το Συμβούλιο τη δυνατότητα να ζητήσει επεξηγήσεις, αφού όπως αναφέρεται και στα πρακτικά, ο διευθυντής έδωσε προφορικά στο Συμβούλιο διευκρινίσεις και εξηγήσεις.
Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης προκατάληψη του διευθυντή εναντίον του, την οποίαν εξάγει από το γεγονός ότι δεν σύστησε τον ίδιο αλλά το Ε/Μ. Είναι νομολογημένο ότι ισχυρισμοί για προκατάληψη πρέπει να αποδεικνύονται με μαρτυρία. Η απλή αναφορά στις αγορεύσεις αόριστα και γενικά περί προκατάληψης δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη.
Ισχυρίζεται ακόμα ο αιτητής ότι η επίδικη απόφαση του Συμβουλίου είναι αναιτιολόγητη αφού λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του αιτητή, ο οποίος περιορίζει τους ισχυρισμούς του μόνο και κυρίως στο γεγονός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά κύριο λόγο γιατί βασίστηκε στην πάσχουσα, κατ' αυτόν, σύσταση του διευθυντή. Έχω ήδη αποφασίσει, πιο πάνω, ότι η σύσταση του διευθυντή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με τους φακέλους. Έτσι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το Συμβούλιο, πέραν του ότι δέχθηκε τη σύσταση του διευθυντή, προέβη και η ίδια στη δική της έρευνα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά. Ο αιτητής δεν αναφέρει τί παρέλειψε το Συμβούλιο να ερευνήσει. Κατά συνέπεια και ο λόγος αυτός ακύρωσης κρίνεται ως ανεδαφικός.»
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου έθεσε ενώπιον μας τόσο την παλαιά (αντικείμενο της προσφυγής 826/02) όσο και τη νέα (αντικείμενο της προσφυγής 500/04 που αφορά η παρούσα έφεση) σύσταση του Διευθυντή, οι οποίες έχουν σημειωθεί με την ένδειξη Α και Β αντίστοιχα.
Συγκρίναμε τις δυο συστάσεις και συμφωνούμε με την εισήγηση της δικηγόρου του εφεσιβλήτου ότι η νέα σύσταση είναι αιτιολογημένη, όπως αποφάσισε και ο πρωτόδικος δικαστής. Γίνεται εκεί αναφορά στα καθήκοντα των δυο υποψηφίων και μεταξύ άλλων σε τεχνικούς ελέγχους τους οποίους διεξήγαγαν, το ε.μ. στη Λευκωσία και ο εφεσείων στην Πάφο με την παρατήρηση ότι από άποψης ποιότητας οι έλεγχοι που διεξήγαγε το ε.μ. ήταν καλύτερης ποιότητας ενώ αυτοί του εφεσείοντα ήταν τέτοιοι που κατά καιρούς του γίνονταν σχετικές υποδείξεις. Αυτό ήταν κάτι που στο κριτήριο υπευθυνότητας κρίθηκε ότι το ε.μ. υπερτερούσε. Παρομοίως και στο θέμα συνεργασίας το ε.μ. κρίθηκε από το Διευθυντή ότι ήταν πολύ πιο συνεργάσιμος παρά ο εφεσείων. Τόσο για την υπευθυνότητα όσο και το κριτήριο Συνεργασία/Σχέσεις ο Διευθυντής αναφέρεται και σε σχετική επιστολογραφία για υποστήριξη της θέσης του. Με τα στοιχεία που κρατούντο για αμφότερους τους υποψήφιους, η κατάληξη του εφεσίβλητου ότι το ε.μ. ήταν ο καταλληλότερος για προαγωγή, είναι ορθή. Σύμφωνα με πάγια νομολογία το δικαστήριο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει σε θέματα εκτίμησης γεγονότων αφού το έργο αυτό εμπίπτει κατά κύριο λόγο στην αρμοδιότητα της διοίκησης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, και του γεγονότος ότι το ε.μ. είχε έστω και μικρή αρχαιότητα, ακόμα και ισάξιος να ήταν στα υπόλοιπα κριτήρια με τον εφεσείοντα και όχι υπέρτερος, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Υποστηρίζεται και από τα πιο κάτω νομολογημένα κριτήρια που διέπουν μια προσφυγή, όπως αυτά διατυπώθηκαν μεταξύ άλλων και στην Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 (Γ) Α.Α.Δ. 1318, στη σελ. 1336 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η υπόθεση αυτή θα κριθεί με βάση τις αρχές που έχουν καθιερωθεί από το Δικαστήριο τούτο:
Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου.
(Βλ., μεταξύ άλλων, Alexandros Christou and Others and the Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 1, σελ. 6, Charalambos Georghiades and Another n. Republic (Public Service Commission) (1970) 3 C.L.R. 257, στη σελ. 268, Odysseas Georghiou v. Repuplic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74, σελ. 82, Piperi and Others v. Republic (ανωτέρω), Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852).
Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός εάν αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του υποψηφίου που διορίστηκε ή προάχθηκε (Niki Michael (No. 1) v. Republic (Public Service Commission) (1975) 3 C.L.R. 136, Evgeniou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 239, HadjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041).»
Στη δική μας περίπτωση ο εφεσείων απέτυχε να δείξει ότι είχε έκδηλη υπεροχή του ε.μ. και επομένως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα/αιτητή.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ