ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
FRINDLAYS INVESTMENTS LTD ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ, Υπόθεση Αρ. 55/2002, 16 Σεπτεμβρίου, 2003
Ισχύς Επενδυτική Λτδ ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2005) 4 ΑΑΔ 766
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14(I)/1993 - Ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος του 1993
Ν. 64(I)/2001 - Ο περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμος του 2001
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2007) 3 ΑΑΔ 402
19 Ιουλίου, 2007
[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC COMPANY LTD,
Αιτήτρια,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Kαθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 178/2007)
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Αρμοδιότητες ― Η αρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβάλλει διοικητικές ποινές αφενός για παράβαση της περί Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου νομοθεσίας και αφετέρου για παραβάσεις της νομοθεσίας που αφορά την ίδια την Επιτροπή ― Συνδυασμένη ερμηνεία των σχετικών προνοιών του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν.14(Ι)/93), των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 100/97), και του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν.64(Ι)/2001) ― Κρίθηκε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της ενδεχόμενης παράβασης του Κανονισμού 21(1) της Κ.Δ.Π. 100/97 στην εξετασθείσα υπόθεση.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ισχύς Επενδυτική Λτδ. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθ. Αρ. 73/04, ημερ. 26.9.2005,
Frindlays Investments Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθ. Αρ. 55/02, ημερ. 16.9.2003.
Προσφυγή.
Λ. Παπαφιλίππου με Π. Ιωαννίδη, Λεαν. Παπαφιλίππου και Γ. Χριστοδούλου, για την Αιτήτρια.
Μ. Πελίδης με Ν. Γεωργιάδη και Α. Αθανασιάδου, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αιτήτρια Τράπεζα Marfin Popular καταχώρησε την προσφυγή αυτή κατά της απόφασης της Καθ' Ης η Αίτηση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία της επέβαλε διοικητικό πρόστιμο £10.000 αφού εκρίθη ένοχη παράβασης του Κανονισμού 21(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 100/1997), οι οποίοι εξεδόθησαν δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Νόμος 14(Ι)/1993). Εφεξής ο εν λόγω Νόμος θα αναφέρεται ως «ο Νόμος του Χρηματιστηρίου» και οι εν λόγω Κανονισμοί θα αναφέρονται ως «οι Κανονισμοί του Χρηματιστηρίου». Ο Κανονισμός 21(1) προνοεί:
«Από της ανακοινώσεως της δημόσιας πρότασης κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 9(1) μέχρι και της ανακοινώσεως του αποτελέσματος της δημόσιας πρότασης, το διοικητικό συμβούλιο της σκοπευόμενης εταιρείας οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια που κατατείνει στη ματαίωση ή την παρακώλυση της πρότασης.»
Τα γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης αυτής αφορούσαν την προσπάθεια της Marfin Popular να εξαγοράσει την Τράπεζα Πειραιώς και την Τράπεζα Κύπρου με υποβολή σχετικής δημόσιας πρότασης προς τους μετόχους τους. Εκρίθη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι υπήρξε παράβαση του Κανονισμού καθ' όσον η Τράπεζα Πειραιώς είχε ήδη υποβάλει την προηγούμενη μέρα δημόσια πρόταση προς τους μετόχους της Marfin για εξαγορά της, ώστε να ενεργοποιείτο ο Κανονισμός και η δημόσια πρόταση της Marfin Popular να ήταν ενέργεια την οποία απαγόρευε.
Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει η διαδικασία που ακολούθησε ευθύς μετά την καταχώρηση της προσφυγής και αφορούσε την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος αναστολής της ισχύος της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, πέραν του να παρατηρήσουμε ότι κυρίαρχο θέμα στη διαδικασία εκείνη ήταν η εξουσία και αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επιληφθεί του θέματος. Η απόφαση με την οποία εδόθη το διάταγμα ανετράπη από την Πλήρη Ολομέλεια καθ' όσον εκρίθη ότι δεν εδικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος, ήταν δε εν όψει της εμπλοκής της Πλήρους Ολομέλειας σε εκείνο το στάδιο που εκρίθη επιθυμητό να επιληφθεί αυτή τώρα και της προσφυγής, διατηρούσα πάντοτε την προς τούτο εξουσία της δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κυρίαρχο όσο και θεμελιακό θέμα και στα πλαίσια εξέτασης της προσφυγής συνεχίζει να είναι η εξουσία και αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία εβασίσθη στο Άρθρο 38 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Νόμος 64(I)/2001), ο οποίος εφεξής θα αναφέρεται ως «ο Νόμος της Κεφαλαιαγοράς», και στον Κανονισμό 30 των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου. Η θέση της Marfin Popular είναι ότι ούτε το Άρθρο 38 ούτε ο Κανονισμός 30 δίδει εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να εξετάσει παραβάσεις του Κανονισμού 21(1).
Πριν υπεισέλθουμε στην εξέταση του Άρθρου 38 και του Κανονισμού 30, χρήσιμο είναι να ανασκοπήσουμε τις πρόνοιες του Νόμου του Χρηματιστηρίου ως προς τις αρμοδιότητες τόσο του Χρηματιστηρίου όσο και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το Άρθρο 10(3)(α) καθορίζει το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του Χρηματιστηρίου ως προς περιπτώσεις παράλειψης συμμόρφωσης προς οποιαδήποτε υποχρέωση δυνάμει του Νόμου και των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου. Στη διαδικασία αυτή πρωτεύοντα ρόλο έχει το Χρηματιστήριο, η δε Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εμπλέκεται μόνο πολύ περιορισμένα και δευτερευόντως στο βαθμό που η άσκηση της αρμοδιότητας του Χρηματιστηρίου μπορεί να είναι είτε αυτεπάγγελτη είτε μετά από καταγγελία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στο βαθμό που η απόφαση του Χρηματιστηρίου ως προς την παράβαση υποχρέωσης και την ακόλουθη επιβολή προστίμου πρέπει να είναι με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Μόνο στις περιπτώσεις που ρητά παραχωρείται εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όπως προβλέπει η επιφύλαξη του Άρθρου 10(3)(α), δεν έχει εξουσία το Χρηματιστήριο, τέτοιες περιπτώσεις όμως δεν προβλέπονται.
Η ίδια εικόνα εμφανίζεται βεβαίως και στους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου. Ο Κανονισμός 4(1) αναθέτει την όλη διοικητική εποπτεία της εφαρμογής των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου στο Χρηματιστήριο. Ο δε Κανονισμός 4(2) ειδικά προνοεί ότι το Χρηματιστήριο «εφορεύει τη λειτουργία των δημόσιων προτάσεων, μεριμνά για την εξασφάλιση της τήρησης των σχετικών υποχρεώσεων των μερών της δημόσιας πρότασης, εποπτεύει την κατάρτιση και δημοσίευση του εγγράφου της πρότασης και γενικά φέρει την ευθύνη της παρακολούθησης της νομιμότητας της καθορισμένης προς διεξαγωγή των δημοσίων προτάσεων διαδικασίας». Να παρατηρήσουμε μάλιστα ότι ως προς τον Κανονισμό 9, που αποτέλεσε το υπόβαθρο για την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως και στους υπόλοιπους Κανονισμούς, κυρίαρχος είναι ο ρόλος του Χρηματιστηρίου αφού εκείνο είναι που έχει εξουσία να εγκρίνει ή όχι το έγγραφο της δημόσιας πρότασης. Ομοίως, το Χρηματιστήριο και μόνο είναι που μπορεί να διαπιστώσει αν υπάρχει παράβαση του Κανονισμού 21(1) και να επιβάλει, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το προνοούμενο στο Άρθρο 10(3)(α) πρόστιμο.
Έχοντας λοιπόν υπ' όψη τη δομή του Νόμου και των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου, στρεφόμεθα να εξετάσουμε κατά πόσο το Άρθρο 38 και ο Κανονισμός 30 παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρμοδιότητα να επιληφθεί παραβάσεων του Κανονισμού 21(1). Και πρώτα ως προς το Άρθρο 38, το οποίο στο σχετικό εδάφιο (1) προνοεί:
«Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.»
Από τις πρόνοιες του Άρθρου 38 προκύπτουν τρεις περιπτώσεις που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει αρμοδιότητα:
1. Για παράβαση υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ίδιο το Νόμο της Κεφαλαιαγοράς. Προφανώς δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση, αφού η παράβαση αφορά τον Κανονισμό 21(1) των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου. Αλλά ούτε και ευρύτερα στο Νόμο της Κεφαλαιαγοράς εντοπίζονται πρόνοιες που να παρέχουν εμμέσως εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να επιληφθεί παραβάσεων των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου, είναι δε χαρακτηριστικό όσο και σημαντικό το ότι η ίδια η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν βασίστηκε πάνω σε άλλη πρόνοια του Νόμου της Κεφαλαιαγοράς παρά μόνο στο Άρθρο 38. Το Άρθρο 26 ρυθμίζει τα των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το Άρθρο 26(α) της δίδει εξουσία να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της παρέχει ο Νόμος του Χρηματιστηρίου και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, το δε Άρθρο 26(στ) ειδικά της δίδει εξουσία να ασκεί τις εξουσίες που της παρέχουν οι Κανονισμοί του Χρηματιστηρίου. Ο Νόμος και οι Κανονισμοί του Χρηματιστηρίου όμως, όπως ήδη διαπιστώθηκε, δεν δίδουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οποιαδήποτε εξουσία να επιλαμβάνεται παραβάσεων των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου. Εξ άλλου, και να της εδίδετο τέτοια εξουσία, θα ήταν απαραίτητη για τη σύννομη άσκηση της η έκδοση Κανονισμών, όπως προνοεί η ίδια η επιφύλαξη του Άρθρου 26(α), προς ρύθμιση της παράλληλης αρμοδιότητας του Χρηματιστηρίου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εν όψει μάλιστα της τεράστιας διαφοράς στο ύψος του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί δυνάμει του Νόμου και των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου (£2.000) και δυνάμει του Άρθρου 38 (£100.000). Τέτοιοι Κανονισμοί, βεβαίως, δεν έχουν θεσπιστεί. Αλλά και τα Άρθρα 26(ι)(β) και 26(ι)(γ) δεν προσθέτουν οτιδήποτε στην ανυπαρξία προνοιών στο Νόμο της Κεφαλαιαγοράς και στο Νόμο και τους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου που να παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξουσία να επιληφθεί παραβάσεων των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου.
2. Για παράβαση Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του Νόμου της Κεφαλαιαγοράς. Και πάλι προφανώς δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση, να παρατηρήσουμε μάλιστα ότι δεν έχουν καν εκδοθεί τέτοιοι Κανονισμοί.
3. Για παράβαση υποχρεώσεων που επιβάλλει η «κειμένη νομοθεσία» που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ασφαλώς η πρόνοια αυτή δεν μπορεί να συνιστά καθολική εισαγωγή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στη θέση που έχει το Χρηματιστήριο δυνάμει του Νόμου και των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου. Η μόνη κειμένη νομοθεσία που ευθέως αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι βεβαίως ο ίδιος ο Νόμος της Κεφαλαιαγοράς, στον οποίο, όπως και σε δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς (που δεν εξεδόθησαν), γίνεται ήδη ρητή αναφορά στο 1. ανωτέρω. «Κειμένη νομοθεσία» που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί όμως να είναι και οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία η οποία την εμπλέκει. Τα ίδια τα Άρθρα 60Α και 71 του Νόμου του Χρηματιστηρίου, δυνάμει των οποίων εθεσπίσθησαν οι Κανονισμοί του Χρηματιστηρίου, παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τη δυνατότητα επιβολής πειθαρχικών ποινών. Η δυνατότητα μάλιστα που παρέχει το Άρθρο 60Α(2) για πρόσθετες εξουσίες έχει θεσμοθετηθεί στον προαναφερθέντα Κανονισμό 30 τον οποίο και θα εξετάσουμε εν ευθέτω χρόνο. Δεν έχει όμως θεσμοθετηθεί περαιτέρω στους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου η δυνατότητα που παρέχεται από το Άρθρο 71(3) οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί «να προβλέπουν την επιβολή από την Επιτροπή σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε κανονισμού διοικητικού προστίμου». Η επέκταση της πρόνοιας «κειμένη νομοθεσία» λοιπόν σε άλλη νομοθεσία, και δη το Νόμο και τους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου, είναι δυνατή μόνον εφ' όσον στην άλλη εκείνη νομοθεσία υπάρχει ρητή πρόνοια που να παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετική εξουσία, είναι δε φανερό από την απόφαση ότι ήταν σε αυτή τη βάση που εκρίθη από το Νικολαΐδη, Δ. ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη περίπτωση στην υπόθεση Ισχύς Επενδυτική Λτδ. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Yπ.�Aρ. 73/04, ημερ. 26.9.2005. Όπως ήδη ελέχθη όμως, τέτοια εξουσία δεν παρέχεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από το Νόμο και τους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου να επιλαμβάνεται παραβάσεων των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου και δη του Κανονισμού 21(1), για να μην επαναλάβουμε σε έκταση ότι, και να της εδίδετο τέτοια εξουσία, θα ήταν αναγκαία για τη σύννομη άσκηση της η θέσπιση κανονισμών προς ρύθμιση της παράλληλης αρμοδιότητας Χρηματιστηρίου και Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Τούτο είναι που διέπει και την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Frindlays Investments Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Yπ.�Aρ. 55/02, ημερ.16.9.2003, ότι το Άρθρο 38 δεν παρέχει αφ' εαυτού στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γενική εξουσία επιβολής προστίμου παράλληλη προς εκείνη του Χρηματιστηρίου, και μάλιστα προστίμου πολύ υψηλότερου του προσδιοριζόμενου στο Νόμο και τους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου.
Ως προς τον Κανονισμό 30, στον οποίο επίσης βασίστηκε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λίγα χρειάζεται να λεχθούν αφού παραθέσουμε το σχετικό εδάφιο (1):
«(1) Επί πλέον των εξουσιών που της παρέχει το εδάφιο (8) του Άρθρου 8 του Νόμου προς επιβολή διοικητικού προστίμου σε περιπτώσεις διαπιστώσεως παραβάσεων σχετικά με εισηγμένους τίτλους, δυνάμει του εδαφίου (2) του Άρθρου 60Α του Νόμου η Επιτροπή έχει εξουσία, με αιτιολογημένη απόφασή της, να επιβάλλει στον παραβιάζοντα τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από τις διατάξεις των Κανονισμών αυτών, τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
(α) Αναστολή, για χρονικό διάστημα το πολύ τριών ετών, των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει κατά τις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας· ή
(β) απομάκρυνσή του, για διάστημα πέντε το πολύ ετών, από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ή από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας και την απαγόρευση εκλογής ή διορισμού του στις θέσεις αυτές για το ίδιο διάστημα.»
Πρόδηλο είναι ότι ο Κανονισμός 30(1) είναι άσχετος επί του προκειμένου. Κατ' αρχάς, επιδίωξη του Κανονισμού 30(1) είναι η παροχή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των πρόσθετων εξουσιών που προνοούνται στα εδάφια (α) και (β). Παραμένει λοιπόν το ζητούμενο, που είναι ποιες βασικές εξουσίες της παρέχονται από το Άρθρο 8 του Νόμου του Χρηματιστηρίου. Το Άρθρο 8(8)(α) που είναι σχετικό, όμως, προνοεί απλώς ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλει «να ασκεί γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ανατίθενται στην Επιτροπή από τον παρόντα Νόμο ή από Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς», είναι δε στην άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών που έχει δικαίωμα επιβολής διοικητικής ποινής δυνάμει του Άρθρου 8(8)(β). Το θέμα λοιπόν παραμένει, κατά πόσο ο Νόμος και οι Κανονισμοί του Χρηματιστηρίου παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συγκεκριμένη αρμοδιότητα να επιληφθεί παραβάσεων τους, και δη του Κανονισμού 21(1), που όπως είδαμε δεν της παρέχουν.
Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι όντως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί ενδεχομένης παραβάσεως του Κανονισμού 21(1) στην προκειμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα η προσφυγή να επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρώνεται. Επιδικάζονται στην Αιτήτρια και εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση £700 έξοδα.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.