ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 320
28 Ιουνίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,
Εφεσείων-Καθ'ου η αίτηση,
v.
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Α/ΦΟΙ ΛΑΝΙΤΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3918)
Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ― Συγκρότηση ― Άρθρο 4 του περί Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας Νόμου αρ. 4/1969 (όπως τροποποιήθηκε) ― Κατάφωρη παραβίασή του στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Συγκρότηση ― Περιστάσεις της κακής συγκρότησης του Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή τους για κατανομή του διαθέσιμου γάλακτος στις υφιστάμενες γαλακτοκομικές βιομηχανίες.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το μέλος Π. Παύλου διορίστηκε, εξ αρχής, από τον Υπουργό ως εκπρόσωπος συμφερόντων, ήτοι της βιομηχανίας γάλακτος (τυροκόμων και παστεριωτών) για να υπάρχει ισοζύγιο εκπροσώπησης στον Οργανισμό "λόγω της μεγάλης εκπροσώπησης των ομάδων παραγωγών". Δεν διορίστηκε, με άλλα λόγια, ως ανεξάρτητο μέλος. Και τούτο κατά κατάφωρη παράβαση του Αρθρου 4(1)(β)(vi) του Νόμου 4/69, που επιτάσσει το διορισμό ανεξάρτητου μέλους, ήτοι μέλους που δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντα οποιουδήποτε των εμπλεκομένων στην παραγωγή, επεξεργασία, διάθεση, κλπ., του γάλακτος. Ήταν, επομένως, εξ αρχής κακώς συγκροτημένος ο Οργανισμός, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφασή του της 12.5.2003 να είναι, ως εκ της συμμετοχής του Π. Παύλου, ακυρωτέα λόγω κακής συγκρότησης και όχι κακής σύνθεσης.
Το Αρθρο 20 του Νόμου δεν θεραπεύει το "ελάττωμα" στο διορισμό ή τα προσόντα του Π. Παύλου, καθότι το Αρθρο 20 αναφέρεται σε ελάττωμα στο διορισμό ή τα προσόντα μέλους που ανακαλύπτεται "μεταγενεστέρως", ήτοι μετά το διορισμό, και όχι σε ελάττωμα στο διορισμό ή τα προσόντα μέλους που ήταν, όπως στην περίπτωση του Π. Παύλου, γνωστό εκ των προτέρων, ήτοι πριν το διορισμό, και, παρά ταύτα, ο διορισμός προχώρησε με πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι παραβιαζόταν το Αρθρο 4(1)(β)(vi) του Νόμου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 476/2003), ημερ. 24/11/2004.
Κ. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Καμιά εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη.
Χρ. Κλεάνθους, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (ο Οργανισμός) είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το οποίο, σύμφωνα με τον περί Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας Νόμο (Νόμος 4/1969, όπως τροποποιήθηκε - ο Νόμος), διαχειρίζεται τη διάθεση του γάλακτος. Η εταιρεία Α/φοί Λανίτης Λτδ είναι δημόσια εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην επεξεργασία, διάθεση και πώληση γάλακτος.
Με την επίδειξη ενδιαφέροντος της εταιρείας Α/φοί Λανίτης Λτδ να αγοράζει γάλα, ο Οργανισμός, ύστερα από μακρά διαδικασία, καθόρισε, για την περίοδο από 1 έως 14.10.2001, το μερίδιο της κάθε μιας από τις τρεις εταιρείες παστερίωσης στην αγορά γάλακτος. Αργότερα, λόγω του ότι προέκυψε πλεόνασμα γάλακτος, οι τρεις εταιρείες αγόραζαν, για κάποια χρονική περίοδο, όσο γάλα επιθυμούσαν.
Στις 24.2.2003, ο Οργανισμός εξέτασε το θέμα της κατανομής του γάλακτος στις τρεις εταιρείες κατά το νέο γαλακτοκομικό έτος και αποφάσισε όπως αφεθεί σ' αυτές να συμφωνήσουν τα ποσοστά τους, όπως και έγινε. Όταν, όμως, σε κάποιο στάδιο, η συμφωνία μεταξύ των τριών εταιρειών κατέρρευσε, ο Οργανισμός, στις 12.5.2003, αποφάσισε την κατανομή του γάλακτος μεταξύ τους ως ακολούθως: Εταιρεία Χαραλαμπίδης 48.73% ή 37.469.563 λίτρα, εταιρεία Κρίστης 25.86% ή 19.887.082 λίτρα και εταιρεία Α/φοί Λανίτης Λτδ 25.41% ή 19.543.355 λίτρα.
Με επιστολή της ημερομηνίας 23.5.2003 η εταιρεία Α/φοί Λανίτης Λτδ αμφισβήτησε την εγκυρότητα της σύνθεσης του Οργανισμού κατά τη λήψη της απόφασης για την πιο πάνω κατανομή. Όμως, ο Οργανισμός, αφού κατά τη συνεδρία του της 26.5.2003 εξέτασε την αμφισβήτηση, έκρινε ότι δεν εγειρόταν ζήτημα κακής σύνθεσης.
Ακολούθως, με την υπ' αρ. 476/2003 προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο, η εταιρεία Α/φοί Λανίτης Λτδ ζήτησε, για σειρά λόγων, την ακύρωση της απόφασης του Οργανισμού. Ο συνάδελφός μας Δικαστής, ο οποίος εκδίκασε την προσφυγή, αφού πρώτα απέρριψε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, τις οποίες ήγειρε ο Οργανισμός, στη συνέχεια, αποδεχόμενος σχετική εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας εταιρείας, ακύρωσε την επίδικη απόφαση λόγω κακής σύνθεσης του Οργανισμού, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Το πρώτο θέμα που εγείρουν οι αιτητές ανάγεται στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού. Δύο μέλη του Συμβουλίου είναι εκπρόσωποι, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, των γαλακτοβιομηχανιών Χαραλαμπίδη και Κρίστη, εκ μέρους των παστεριωτών γάλακτος. Και οι δύο εταιρείες έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα προς τους αιτητές και είναι φανερό ότι μεροληπτούν προς προάσπιση των δικών τους συμφερόντων.
Τα δύο μέλη του Συμβουλίου για τα οποία δημιουργήθηκε το θέμα είναι οι Α. Αλεξάνδρου, εκπρόσωπος των παστεριωτών και υπάλληλος της βιομηχανίας Χαραλαμπίδη και Π. Παύλου, ανεξάρτητο μέλος, αλλά και υπάλληλος της βιομηχανίας Κρίστη, η οποία είναι βιομηχανία τυροκόμισης και παστερίωσης. Είναι παραδεκτό ότι το ανεξάρτητο μέλος καθιερώθηκε να προέρχεται από τη βιομηχανία γάλακτος, δηλαδή τους τυροκόμους και τους παστεριωτές, λόγω της μεγάλης εκπροσώπησης των ομάδων παραγωγών. Είναι επίσης παραδεκτό ότι οι δύο βιομηχανίες στις οποίες εργάζονται οι Αλεξάνδρου και Παύλου είναι ανταγωνιστικές προς τους αιτητές.
Η σύνθεση των καθ' ων η αίτηση προβλέπεται από το άρθρο 4 του Νόμου. Ο Οργανισμός αποτελείται από ένα Πρόεδρο που διορίζεται από τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας και δεκαπενταμελές συμβούλιο, το οποίο σύγκειται από τέσσερις αντιπροσώπους των αγροτικών οργανώσεων (ΠΕΚ, ΕΚΑ, Αγροτική και Παναγροτικός) (Νόμος 29(Ι)/94), δύο εκπροσώπους των βιομηχάνων, δύο αντιπροσώπους των αγελαδοτρόφων, δύο εκπροσώπους των αιγοπροβατοτρόφων, ένα εκπρόσωπο του Συνεργατισμού και τρεις δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι εκπροσωπούν το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας, το Υπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και το Υπουργείο Υγείας, αντιστοίχως.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι λόγω της ιδιάζουσας σύστασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, το οποίο αποτελείται από τους εκπροσώπους διαφόρων παραγωγικών τάξεων, έστω και αν δύο μέλη του Συμβουλίου εκπροσωπούν τα συμφέροντα ανταγωνιστών των αιτητών, βάσει του Αρθρου 20 του Νόμου, η ληφθείσα απόφαση, παρά το ενδεχόμενο ελάττωμα, δεν παύει να είναι έγκυρη.
Το Αρθρο 20 προβλέπει:
«Έστω και εάν μεταγενεστέρως ανακαλυφθεί ότι υπήρξεν ελάττωμα τι εις τον διορισμόν ή τα προσόντα προσώπου φερομένου ως μέλους του Οργανισμού ή οιασδήποτε Επιτροπής αυτού ή ότι μέλος του Οργανισμού ή της Επιτροπής εψήφισεν επί θέματος επί του οποίου δεν εδικαιούτο να ψηφίσει, άπασαι αι εν οιαδήποτε συνεδριάσει του Οργανισμού ή της Επιτροπής γενόμεναι πράξεις είναι έγκυροι ως εάν το τοιούτο ελάττωμα δεν υφίστατο ή το τοιούτο μέλος εδικαιούτο να ψηφίσει.»
Η θέση της νομολογίας είναι καθαρή. Τα διοικητικά όργανα θα πρέπει να παρέχουν εγγύηση αμερόληπτης κρίσης, όταν δε τα μέλη του συλλογικού οργάνου συνδέονται διά δεσμών ή με ιδιάζουσα σχέση με τα πρόσωπα στα οποία αφορά η κρινόμενη υπόθεση ή έχουν συμφέρον στην έκβασή της, δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού τους, που κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου στο αδιάβλητο της κρίσης των οργάνων.
..........................
Το Άρθρο 20 δεν εξιλεώνει οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Δεν μπορούμε να εκλάβουμε ότι ο νομοθέτης είχε πρόθεση να καταργήσει, ακόμα κι αν μπορούσε, μια θεμελιακή αρχή της φυσικής δικαιοσύνης (βλέπε Cyprus Sulphar and Copper Co Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Το Αρθρο 20 αναφέρεται απλώς σε ελάττωμα κατά τη συγκρότηση του οργάνου. Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε είναι ενδεικτική. Αναφέρεται σε ελάττωμα στο διορισμό ή στα προσόντα προσώπου που φέρεται ως μέλος ή στη ψηφοφορία μέλους το οποίο δεν εδικαιούτο να ψηφίσει.
Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη συμμετοχή στο Συμβούλιο των δύο μελών, που εκπροσωπούσαν ακριβώς τα συμφέροντα των άλλων δύο ανταγωνιστών των αιτητών.
...........................»
Με την ενώπιόν μας έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί, με τέσσερις λόγους έφεσης, την ορθότητα της απόφασης του συναδέλφου μας. Με τους τρεις αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης με την οποία απορρίφθηκαν τρεις από τις προδικαστικές του ενστάσεις, ήτοι η ένσταση ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή, η ένσταση ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε τεχνικά θέματα τα οποία το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει, και η ένσταση ότι οι θεραπείες οι οποίες εζητούντο ήταν ασαφείς, ενώ, με τον τέταρτο αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης για ακύρωση της επίδικης απόφασης λόγω κακής σύνθεσης του Οργανισμού.
Όσον αφορά τους λόγους έφεσης οι οποίοι άπτονται της απόφασης του συναδέλφου μας, με την οποία απορρίφθηκαν οι υπό αναφορά τρεις προδικαστικές ενστάσεις του εφεσείοντος, κρίνουμε ότι αυτοί δεν ευσταθούν. Είμαστε απόλυτα σύμφωνοι με τους λόγους για τους οποίους ο συνάδελφος μας Δικαστής απέρριψε τις εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις και δε θεωρούμε χρήσιμο να τους επαναλάβουμε.
Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι, εφόσον τα δύο μέλη του Οργανισμού για τα οποία δημιουργήθηκε το θέμα αντιπροσώπευαν, δια νόμου, συμφέροντα στη βιομηχανία γάλακτος (Αρθρο 4 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε) "ο ένας ως αντιπρόσωπος των παστεριωτών, ο άλλος της βιομηχανίας γάλακτος γενικά - ανεξάρτητος" η συμμετοχή τους στη λήψη της επίδικης απόφασης δεν την καθιστούσε, όπως αποφάσισε ο συνάδελφός μας, ακυρωτέα λόγω κακής σύνθεσης του Οργανισμού.
Αναφορικά με αυτό το λόγο έφεσης παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Το Άρθρο 4 του Νόμου, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι με τις τροποποιήσεις που επέφεραν στο Ν.4/1969 οι Ν.17/1971, 130/1987, 29(Ι)/1994 και 13(Ι)/1997*, έχει ως εξής:
"4.-(1) Ο Οργανισμός σύγκειται εκ των ακολούθων μελών:
(α) Προέδρου διοριζομένου υπό του Υπουργού και όντος προσώπου φαινομένου εις αυτόν ως κατέχοντος τα προσόντα όπως υπηρετήση υπό την ιδιότητα Προέδρου λόγω της οικονομικής, εμπορικής, τεχνικής, επιστημονικής, νομικής, διοικητικής ή άλλης σχετικής πείρας και μη έχοντος οικονομικόν ή άλλο συμφέρον εις την γαλακτοκομικήν βιομηχανίαν το οποίον θα ήτο πιθανόν να επηρεάση την προσήκουσαν άσκησιν των καθηκόντων του ως Προέδρου του Οργανισμού·
(β) Δεκαπέντε άλλων μελών διοριζομένων υπό του Υπουργού, εξ ων -
(i) δύο διορίζονται ως πρόσωπα ικανά να εκπροσωπούν την Παγκύπρια Οργάνωση Αγελαδοτρόφων·
(ii) δύο διορίζονται ως πρόσωπα ικανά όπως εκπροσωπώσι τα συμφέροντα των παραγωγών γάλακτος προβάτων και αιγών·
(iii) τέσσερα διορίζονται ως πρόσωπα ικανά όπως εκπροσωπούν τις αγροτικές οργανώσεις ΠΕΚ, ΕΚΑ, Αγροτική και Παναγροτικός·
(iv) εν διορίζεται ως πρόσωπον ικανόν όπως εκπροσωπή τα συμφέροντα των αγοραστών γάλακτος, άλλως ή λιανικώς, οι οποίοι επιδίδονται εις την διανομήν γάλακτος εις καταναλωτάς·
(v) εν διορίζεται ως πρόσωπον ικανόν όπως εκπροσωπή τα συμφέροντα των αγοραστών γάλακτος, άλλως ή λιανικώς, οι οποίοι επιδίδονται εις την εξ αυτού παρασκευήν γαλακτοκομικών προϊόντων·
(vi) ένα διορίζεται ως ανεξάρτητο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στον Υπουργό ότι έχει ειδική γνώση ή κατάλληλη πείρα στη γαλακτοκομική βιομηχανία ή έχει, σε κάποιο άλλο τομέα, ειδική γνώση ή πείρα η οποία θα ήταν χρήσιμη στον οργανισμό κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του·
(vii) εν διορίζεται ως πρόσωπον ικανόν όπως εκπροσωπή τα συμφέροντα του Συνεργατισμού·
(viii) εν είναι δημόσιος υπάλληλος διοριζόμενος, ονομαστί ή αξιώματι, ίνα εκπροσωπή το Υπουργείον Εμπορίου και Βιομηχανίας·
(ix) εν είναι δημόσιος υπάλληλος διοριζόμενος ονομαστί ή αξιώματι, ίνα εκπροσωπή το Υπουργείον Γεωργίας και Φυσικών Πόρων·
(x) εν είναι δημόσιος υπάλληλος διοριζόμενος, ονομαστί ή αξιώματι, ίνα εκπροσωπή το Υπουργείον Υγείας.
Νοείται ότι τα μέλη τα διοριζόμενα δυνάμει των υποπαραγράφων (i), (ii), (iv) και (v) δέον να είναι πρόσωπα εγγεγραμμένα παρά τω Οργανισμώ δυνάμει του ?ρθρου 25 ή 30.
(2) Προτού διορίση οιονδήποτε μέλος του Οργανισμού, πλην του Προέδρου ή ανεξαρτήτου προσώπου ή δημοσίου υπαλλήλου, ο Υπουργός συμβουλεύεται οιουσδήποτε οργανισμούς ή συνδέσμους προσώπων οι οποίοι φαίνονται εις αύτον ότι εκπροσωπούσι εις ουσιαστικόν βαθμόν τα συμφέροντα αναφορικώς προς τα οποία το μέλος θα διορισθή, ως ο Υπουργός θεωρεί πρέπον. Προκειμένου περί του Προέδρου του Οργανισμού ο Υπουργός, προτού διορίση τούτον, λαμβάνει υπ΄ όψιν τας απόψεις των λοιπών μελών του Οργανισμού.
(3) Ο Οργανισμός καταβάλλει εις τον Προέδρον και τα λοιπά μέλη αυτού τοιαύτην αντιμισθίαν ή επιδόματα, ή αμφότερα, ως ο Υπουργός ήθελεν εγκρίνει."
Από το άρθρο αυτό προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο Πρόεδρος και τέσσερα μέλη του Οργανισμού, ήτοι το ανεξάρτητο πρόσωπο και οι τρεις δημόσιοι υπάλληλοι, διορίζονται από τον Υπουργό ως ανεξάρτητοι και μη εκπροσωπούντες οποιαδήποτε συμφέροντα, ενώ τα υπόλοιπα έντεκα μέλη διορίζονται από τον Υπουργό ως εκπροσωπούντα συμφέροντα εμπλεκομένων στην παραγωγή, επεξεργασία, διάθεση κλπ. του γάλακτος.
Όπως αναφέρεται και στην απόφαση του συναδέλφου μας, τα δύο μέλη του Οργανισμού για τα οποία δημιουργήθηκε το θέμα ήταν ο Π. Παύλου και ο Α. Αλεξάνδρου. Ο Π. Παύλου, Χημικός - υπάλληλος της εταιρείας Κρίστη, είχε διοριστεί ως ανεξάρτητο μέλος, ήτοι βάσει του Άρθρου 4(1)(β)(vi) του Νόμου. Ο Α. Αλεξάνδρου, Λογιστής - υπάλληλος της εταιρείας Χαραλαμπίδη, είχε διοριστεί ως εκπρόσωπος των παστεριωτών, ήτοι βάσει του Άρθρου 4(1)(β)(iv) του Νόμου.
Στο πρακτικό της συνεδρίας του Οργανισμού της 26.5.2003, ο Π. Παύλου, στο απόσπασμα όπου αναγράφονται οι παρόντες, περιγράφεται ως εξής:
"Π. Παύλου (Ανεξάρτητο μέλος και υπάλληλος βιομ. ΚΡΙΣΤΗ η οποία είναι βιομηχανία τυροκόμησης και παστερίωσης - Χημικός)*"
Ο αστερίσκος παραπέμπει στην ακόλουθη σημείωση:
"Λόγω της μεγάλης εκπροσώπησης των ομάδων παραγωγών, έχει καθιερωθεί όπως το ανεξάρτητο μέλος προέρχεται από τη βιομηχανία γάλακτος (τυροκόμους και παστεριωτές)"
Από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει ότι ο Π. Παύλου διορίστηκε, εξ αρχής, από τον Υπουργό ως εκπρόσωπος συμφερόντων, ήτοι της βιομηχανίας γάλακτος (τυροκόμων και παστεριωτών) για να υπάρχει ισοζύγιο εκπροσώπησης στον Οργανισμό "λόγω της μεγάλης εκπροσώπησης των ομάδων παραγωγών". Δεν διορίστηκε, με άλλα λόγια, ως ανεξάρτητο μέλος. Και τούτο κατά κατάφωρη παράβαση του Άρθρου 4(1)(β)(vi) του Νόμου, που επιτάσσει το διορισμό ανεξάρτητου μέλους, ήτοι μέλους που δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντα οποιουδήποτε των εμπλεκομένων στην παραγωγή, επεξεργασία, διάθεση, κλπ., του γάλακτος. Ήταν, επομένως, εξ αρχής κακώς συγκροτημένος ο Οργανισμός, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφασή του της 12.5.2003 να είναι, ως εκ της συμμετοχής του Π. Παύλου, ακυρωτέα λόγω κακής συγκρότησης και όχι κακής σύνθεσης.
Το Άρθρο 20 του Νόμου δεν θεραπεύει το "ελάττωμα" στο διορισμό ή τα προσόντα του Π. Παύλου, όπως το περιγράψαμε, καθότι το Άρθρο 20 αναφέρεται σε ελάττωμα στο διορισμό ή τα προσόντα μέλους που ανακαλύπτεται "μεταγενεστέρως", ήτοι μετά το διορισμό, και όχι σε ελάττωμα στο διορισμό ή τα προσόντα μέλους που ήταν, όπως στην περίπτωση του Π. Παύλου, γνωστό εκ των προτέρων, ήτοι πριν το διορισμό, και, παρά ταύτα, ο διορισμός προχώρησε με πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι παραβιαζόταν το Άρθρο 4(1)(β)(vi) του Νόμου.*
Όσον αφορά τον Α. Αλεξάνδρου, δεν θεωρούμε χρήσιμο να εξετάσουμε κατά πόσο η συμμετοχή του στη συνεδρία της 12.5.2003 είχε ως αποτέλεσμα την κακή σύνθεση του Οργανισμού, εφόσον ο Οργανισμός ήταν ήδη, σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, κακώς συγκροτημένος.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.