ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
SAVVA ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 694
SAVVA AND ANOTHER ν. P.S.C. (1988) 3 CLR 102
Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 ΑΑΔ 370
Oικονομίδης Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47
Παπαδόπουλος Μάριος και Άλλος ν. OργανισμούΧρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 ΑΑΔ 276
Kυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Aνδρέα E. Λαούρη και Άλλης (2006) 3 ΑΑΔ 52
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 862/2007, 3 Απριλίου 2009
Κοντού Μαρία και άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 684
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164
(2007) 3 ΑΑΔ 293
12 Ιουνίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3842)
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3847)
ΑΝΘΟΥΛΑ (ΑΝΘΗ) ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3842, 3847)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση και συγκρότηση ― Κατά πόσο έπασχε καθ' οιονδήποτε τρόπο η συγκρότηση και σύνθεση της Αρχής Λιμένων Κύπρου στην κριθείσα περίπτωση εκ του λόγου της παραίτησης και αντικατάστασης μέλους της, ενώ εκκρεμούσε διαδικασία πλήρωσης θέσης στην υπηρεσία της Αρχής.
Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Διορισμοί ― Πλήρωση θέσης Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης ― Πτυχές της νομιμότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
Aναφερόμενες Yποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370,
Savva and Another v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 102,
Savva and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 694,
Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,
Παπαδόπουλος και Άλλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 A.A.Δ. 276,
Δημοκρατία και Άλλος v. Λαούρη και Άλλης (2006) 3 A.A.Δ. 52.
Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 321/2002), ημερ. 10/6/2004.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 3842.
Ι. Νικολάου, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 3847.
Κ. Κενεβέζος, για τους Εφεσίβλητους.
Ελ. Νικολαΐδου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη θέση Διευθύντριας Προσωπικού και Διοίκησης της Αρχής Λιμένων Κύπρου με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ημερ. 19.3.2002. Προσφυγές εναντίον του πιο πάνω διορισμού που καταχωρήθηκαν από άλλους υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και οι εφεσείοντες, απορρίφθηκαν στις 10.6.2004.
Με τις παρούσες εφέσεις προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ουσιαστικά τα θέματα που εγείρονται στις εφέσεις είχαν εγερθεί και κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Ενώ η διαδικασία διορισμού εκκρεμούσε, ένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των εφεσιβλήτων, ο κ. Μιλτιάδης Φιλώτας, με επιστολή του ημερ. 19.11.2001, υπέβαλε την παραίτησή του. Νέο μέλος ορίστηκε στις 17.1.2002 από το Υπουργικό Συμβούλιο ο κ. Νίκος Πλαστήρας, ο οποίος συμμετέσχε μόνο στη συνεδρία ημερ. 26.2.2002. Είναι η θέση του εφεσείοντα στην Α.Ε. 3842, πως η παραίτηση μέλους δεν επιτρέπει τη νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου και η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για κάθε θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Ο κ. Πλαστήρας ως νέο μέλος, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην εκκρεμούσα διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης χωρίς να επαναληφθεί εξ αρχής η διαδικασία. Θα έπρεπε, συνεχίζει, είτε το συμβούλιο να προχωρήσει τη διαδικασία χωρίς τη συμμετοχή του νέου μέλους ή να ακυρώσει τα διαμειφθέντα και να ξεκινήσει εξ υπαρχής την όλη διαδικασία υπό τη νέα του σύνθεση.
Το θέμα ηγέρθη και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε αυτά να πει:
«Διαπίστωσα ότι η σύνθεση του συμβουλίου ήταν νόμιμη σε όλες τις συνεδρίες. Εκείνο που εν τέλει παρέμεινε για συζήτηση ήταν το κατά πόσο ήταν επιτρεπτή η συμμετοχή, στη συνεδρία ημερ. 26 Φεβρουαρίου, 2002, νέου μέλους που διορίστηκε μετά τη συνεδρία ημερ. 5 Φεβρουαρίου, 2002. Σημειώνεται στα πρακτικά ότι το εν λόγω μέλος «ενημερώθηκε από τον Πρόεδρο για τους χειρισμούς του θέματος και τις σχετικές αποφάσεις που λήφθηκαν με αριθμούς 2 2002 και 39 2002 τις οποίες ανέγνωσε και με το περιεχόμενο των οποίων εσυμφώνησε». Η καταγραφείσα ενημέρωση και αποδοχή αναφορικά με ό,τι έγινε στις προηγούμενες συνεδρίες σήμαινε, καθώς είναι νομολογημένο, την πλήρη επανάληψη της διαδικασίας εξ υπαρχής: Βλ. Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το ότι με την απόφαση της πλειοψηφίας στην εν λόγω υπόθεση, η οποία ακολούθησε την Savva and Another v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 102 - βλ. και την πρωτόδικη Savva and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 694 - θεωρήθηκε πως εξυπονοείτο η υιοθέτηση των προηγηθέντων αφού τα πρακτικά των προηγούμενων συνεδριών βρίσκονταν ενώπιον των νέων μελών. Σημειώνω σχετικά και την ΣΕ 4078/1989 όπου, καθώς αναφέρει ο καθηγητής Αναστ. Ι. Τάχος στο σύγγραμμα «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. (1996), στο οποίο με παρέπεμψε η συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου, «από την συμμετοχή των μελών στη λήψη της απόφασης τεκμαίρεται ότι έχουν ενημερωθεί». Αλλά δεν χρειάζεται να σχολιάσω ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εδώ καταγράφηκαν τα όσα ενδιαφέρουν. Μπορεί εξ άλλου να προστεθεί πως το ίδιο θα ήταν το αποτέλεσμα και με βάση το Αρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) που αποβλέπει στην κωδικοποίηση των αρχών. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Με αυτή λοιπόν τη θεώρηση του πράγματος, το ότι μέλος που μετείχε σε μεταγενέστερη συνεδρία δεν είχε ακόμα διοριστεί όταν διεξήχθη η προγενέστερη, δεν μπορούσε να είχε σημασία. Προσθέτω ακόμη ότι κατά τη συζήτηση αυτού του ζητήματος ο συνήγορος του Λ. Παπακυριακού εξέφρασε την άποψη ότι ενώ δεν υπήρχε πρόβλημα σύνθεσης, υπήρχε εν τούτοις πρόβλημα συγκρότησης. Σημειώνω σχετικά ότι ένα από τα μέλη είχε από κάποιο διάστημα υποβάλει παραίτηση. Δεν διέκρινα οτιδήποτε που να δικαιολογούσε αυτεπάγγελτη εξέταση της συγκρότησης του συμβουλίου. Ως προς αυτό έχω υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 7(5) του περί Αρχής Λιμένων Νόμου του 1973, Ν.38/73 (όπως τροποποιήθηκε) στο οποίο με παρέπεμψε η συνήγορος της Αρχής. Προνοείται ότι:
«Το Συμβούλιο δεν κωλύεται να ενεργή ως εκ του γεγονότος ότι θέσις μέλους του Συμβουλίου παραμένει κενή αι δε λαβούσαι χώραν διαδικασίαι είναι έγκυροι και εάν έτι υφίστανται κεναί τοιαύται θέσεις, νοουμένου ότι δύναται να επιτευχθή η νόμιμος απαρτία, ή εάν υφίσταται ελάττωμά τι εις τον διορισμόν μέλους του Συμβουλίου.»
Δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτε ουσιαστικό στην πιο πάνω ανάλυση με την οποία συμφωνούμε. Προβλήθηκε ακόμα το επιχείρημα ότι οι δύο συνεδριάσεις στις οποίες το νέο μέλος δεν έλαβε μέρος ήταν αποφασιστικού και ουσιαστικού περιεχομένου, με αποτέλεσμα να μην είναι αρκετή η ενημέρωσή του, αλλά να υπάρχει ανάγκη για επανάληψη της διαδικασίας υπό τη νέα σύνθεση. Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα. Οι δύο προηγούμενες συνεδρίες ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα, ο ορισμός μέλους του διοικητικού συμβουλίου για προκαταρκτική εξέταση των αιτήσεων και η απόφαση όπως η Αρχή αποταθεί στο Υπουργείο Παιδείας για διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων σε σχέση με τη διακρίβωση της γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Περαιτέρω, αρκεί να λεχθεί, όπως σαφώς καταγράφεται στο πρακτικό ημερ. 26.2.2002, το νέο μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ο κ. Πλαστήρας, ενημερώθηκε από τον πρόεδρο του συμβουλίου για τους χειρισμούς που έγιναν για την πλήρωση της επίδικης θέσης με τους οποίους και συμφώνησε.
Ο εφεσείων υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στον ορισμό μέλους του συμβουλίου προς το σκοπό διερεύνησης των υποψηφιοτήτων σε αντικατάσταση της τότε συμβουλευτικής επιτροπής.
Το θέμα της σύστασης συμβουλευτικής επιτροπής είναι καθήκον του διοικητικού συμβουλίου και είναι θέμα που άπτεται της διακριτικής του ευχέρειας. Η αρμοδιότητα του συμβουλίου, αλλά και ο τρόπος ενέργειας, καθορίζεται από τον κανονισμό 9(4) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 114/97. Συμφωνούμε δε με την πρωτόδικη απόφαση και εις το ότι δεν στοιχειοθετείται πλημμέλεια από την ανάθεση σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου η οποία, εν πάση περιπτώσει, λανθασμένα εκλαμβάνεται ως υποκατάστατο της συμβουλευτικής επιτροπής.
Την ίδια κατάληξη έχει και το επιχείρημα για επανεξέταση και μεταβολή της ήδη γενομένης επιλογής για σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής. Όπως είπαμε και πιο πάνω η σύσταση της συμβουλευτικής επιτροπής εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου της Αρχής και συνεπώς οι καθ' ων αίτηση δεν είχαν υποχρέωση, κατά την πλήρωση κενών θέσεων να προβαίνουν απαραιτήτως σε σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής.
Ως προς δε την επιχειρηματολογία περί επανεξέτασης, παραβίασης των αρχών της επανεξέτασης, μεταβολής της στάσης των εφεσιβλήτων και της παραβίασης της αρχής καλής πίστης και χρηστής διοίκησης, αρκεί να λεχθεί ότι στην παρούσα υπόθεση δεν είχαμε επανεξέταση.
Τέλος, ο εφεσείων στην Α.Ε.3842 υποστηρίζει ότι λανθασμένα το δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν τη σταδιοδρομία των υποψηφίων και ειδικότερα την υπεροχή του, κρίνοντας τον ίδιο και το ενδιαφερόμενο μέρος ίσους σε αξία κατά τα τελευταία 5 χρόνια, ενώ, από την άλλη, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης. Το πρωτόδικο δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, παρέλειψε να αναφερθεί και να συγκρίνει το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης με τα λοιπά στοιχεία κρίσης.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι υπερέχει σε αξία και σε αρχαιότητα κατά τρία χρόνια, ενώ είναι ίσος σε προσόντα, γεγονός που αντικειμενικά τον καθιστούσε καταλληλότερο. Επιπροσθέτως διαθέτει και αυτός το πλεονέκτημα.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί του εφεσείοντα σε αξία ή σε προσόντα. Είναι αλήθεια ότι ο εφεσείων υπερτερεί σε αρχαιότητα, αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ της τόσο τη σύσταση του Διευθυντή, όσο και την πολύ καλύτερη εμφάνιση κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Από τη στιγμή που δεν απαιτείται η σύσταση του Διευθυντή ως αξιολογικό κριτήριο να είναι αιτιολογημένη, δεν συμφωνούμε ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως μηδενικής αξίας.
Ως προς τα προσόντα ο μεν εφεσείων στην Α.Ε.3842 ισχυρίστηκε ισοτιμία με το ενδιαφερόμενο μέρος. Η δε εφεσείουσα στην Α.Ε.3847 προέβαλε ότι επειδή διέθετε επιπρόσθετο προσόν σε τέσσερις τομείς έναντι τριών του ενδιαφερόμενου μέρους, η απόφαση χρειαζόταν ειδική αιτιολογία. Πρωτοδίκως υποδείχθηκε πως την απάντηση επί του θέματος δίδουν οι υποθέσεις Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47 και Παπαδόπουλος και Άλλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 A.A.Δ. 276. Τίποτε δεν έχει λεχθεί επ' αυτού. Δεν συμφωνούμε πως έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας.
Ως προς τη συνέντευξη, μπορούμε να πούμε ότι η συνέντευξη είναι μία μέθοδος εκτίμησης της προσωπικότητας και αξίας των υποψηφίων και ιδιαίτερης σημασίας σε υψηλόβαθμες θέσεις (Δημοκρατία και Άλλος v. Λαούρη και Άλλης (2006) 3 A.A.Δ. 52). Πιστεύουμε ότι η απόφαση της Αρχής ήταν δικαιολογημένη και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Ανάμεσα σε αξιόλογους υποψήφιους για τη θέση η Αρχή επέλεξε τον υποψήφιο τον οποίο έκρινε ως επικρατέστερο.
Εξ ίσου αβάσιμο είναι και το επιχείρημα των εφεσειόντων ότι η συνέντευξη απέβλεπε σε «αποκατάσταση της εικόνας» που είχε διαχρονικά διατυπωθεί και όχι σε έλεγχο των δυνατοτήτων των υποψηφίων στο παρόν. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής είχε κάθε δικαίωμα να καλέσει τους υποψήφιους σε συνέντευξη και βέβαια να αποκομίσει κάποια εντύπωση από αυτές. Δεν συμφωνούμε ότι το Συμβούλιο ανήγαγε την προφορική εξέταση σε βαρύνον στοιχείο κρίσης παραγνωρίζοντας και ανατρέποντας τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων. Οι συνεντεύξεις αποτέλεσαν ένα ακόμα στοιχείο στην προσπάθεια του Συμβουλίου να καταλήξει στην απόφασή του.
Δεν βρίσκουμε τίποτε το μεμπτό στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς οι εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.