ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2007) 3 ΑΑΔ 219
15 Μαΐου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΤΖΟΥΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
1. ΚΟΙΝΟΤΙΚOΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΑ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 7/2005)
Κοινότητες ― Διοικητική εποπτεία των κοινοτικών συμβουλίων από τον Έπαρχο και τον Υπουργό Εσωτερικών ― Άρθρα 42 και 45 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99) ― Ερμηνεία ― Η υποχρέωση του Υπουργού να ενεργεί μέσω του Επάρχου κατά την άσκηση της εποπτείας ― Παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρμοδιότητα ― Η απαίτηση νομοθετικής εξουσιοδότησης για να μετατεθεί αρμοδιότητα από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο σε άλλο, έστω και ιεραρχικά ανώτερο.
Η εφεσείουσα ζήτησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή της κατά της ανάκλησης του διορισμού της ως υπαλλήλου των εφεσιβλήτων αρ.1 από τον εφεσίβλητο αρ.2.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
Με την προσφυγή προσβαλλόταν η απόφαση του καθ'ου η αίτηση αρ.2, Υπουργού Εσωτερικών, ημερ. 9.6.2003, με την οποία ανακαλείτο ο διορισμός της εφεσείουσας στη θέση Πολιτιστικού Λειτουργού στο καθ' ου η αίτηση αρ.1, Συμβούλιο. Η εφεσείουσα είχε προβάλει ως μοναδικό λόγο ακύρωσης της απόφασης του Υπουργού την αναρμοδιότητά του να την εκδώσει. Πρωτοδίκως συζητήθηκε το θέμα με αναφορά στα σχετικά Άρθρα 42(1) και 45 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99), και κρίθηκε πως η απόφαση του Υπουργού ελήφθη μέσα στα πλαίσια του Νόμου.
Δεν είναι τυχαίο όμως που ο νομοθέτης εναποθέτει τη λήψη της απόφασης στον Έπαρχο, ο οποίος είναι μόνιμος Λειτουργός στη Δημόσια Υπηρεσία, και θέλει τον πολιτικό προϊστάμενο, δηλαδή τον Υπουργό, να εκδηλώνει και εφαρμόζει την απόφασή του μέσω του Επάρχου. Είναι γνωστή η αρχή πως όταν ο νόμος ορίζει το αρμόδιο όργανο προς έκδοση συγκεκριμένων πράξεων η εξουσία αυτή δεν μετατίθεται σε άλλο όργανο, έστω και ιεραρχικά ανώτερο, εκτός όταν υπάρχει προς τούτο νομοθετική εξουσιοδότηση.
Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 742/2003), ημερ. 21/12/2004.
Ι. Νικολάου, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Κατσούρης για Σ. Φασουλιώτη, για τον Εφεσίβλητο Αρ.1.
Ι. Λουκαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις αρχές του 1999 ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα, εφεσίβλητου 1, διόρισε την εφεσείουσα, θυγατέρα του, στη θέση Πολιτιστικού Λειτουργού. Σε συνεδρίαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ο Πρόεδρος του πληροφόρησε περί τούτου το Συμβούλιο, το οποίο και ενέκρινε το διορισμό της εφεσείουσας και καθόρισε τον εβδομαδιαίο μισθό της. Ο Έπαρχος Λεμεσού, που σύμφωνα με τον Περί Κοινοτήτων Νόμο Ν.86(Ι)/99, ασκεί εποπτεία και έλεγχο ώστε να Κοινοτικά Συμβούλια να λειτουργούν νομίμως και μέσα στα πλαίσια του δικαίου, έκρινε πως ο διορισμός της εφεσείουσας ήταν παράνομος. Αυτή δεν ήταν η μόνη περίπτωση στην οποία ο Έπαρχος Λεμεσού θεώρησε πως το Συμβούλιο λειτουργούσε εκτός νομιμότητας παραβιάζοντας κάθε αρχή δικαίου και χρηστής διοίκησης, υπήρχαν και άλλες. Ο Έπαρχος υπέβαλε προς τούτο σχετική αναφορά στον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε γνωμάτευση για το τι δέον γενέσθαι από το Νομικό Τμήμα. Αναμείχθηκε και η Γενικός Ελεγκτής στις υποθέσεις των παρατυπιών, μεταξύ αυτών και του διορισμού της εφεσείουσας, τις οποίες επιβεβαίωσε και η ίδια με επιστολή της, ημερ. 23.12.99, προς τον Υπουργό Εσωτερικών. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, γνωμάτευσε πως η πρόσληψη της εφεσείουσας ήταν παράνομη, γιατί δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία δημοσίευσης της θέσης ώστε να τη διεκδικήσουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι, τηρώντας έτσι τη βασική αρχή της ισότητας που διασφαλίζεται στο Αρθρο 28 του Συντάγματος. Και η Επίτροπος Διοικήσεως κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα μετά το παράπονο που υπέβαλε υπάλληλος του Συμβουλίου για άνιση μεταχείριση της. Παρεμπιπτόντως η υπάλληλος αυτή, όπως η ίδια τουλάχιστον ισχυρίζεται και αυτό δεν αφορά την παρούσα υπόθεση, εξαναγκάστηκε, μετά την υποβολή του παραπόνου της προς την Επίτροπο, σε παραίτηση.
Θα πρέπει να σημειώσουμε και την πιο κάτω σοβαρή εξέλιξη, που δείχνει την παντελή έλλειψη της όποιας καλής διάθεσης για χρηστή διοίκηση από το Συμβούλιο. Όταν υπεδείχθη από τη Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας η παράνομη πρόσληψη της εφεσείουσας στη θέση της Πολιτιστικής Λειτουργού από τον ίδιο τον Πρόεδρο του Συμβουλίου και πατέρα της, δεν υπήρχε τέτοια θέση με ανάλογα σχέδια υπηρεσίας. Στην απαντητική λοιπόν επιστολή του προς τη Γενικό Ελεγκτή, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου είπε πως η εφεσείουσα προσελήφθη από τον ίδιο την 1.6.1999 ως προσωρινή ειδικευμένη εργάτρια, βάσει των εξουσιών που του παρείχε το Αρθρο 20(4) του Περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση Νόμου), Κεφ.244 προτού τροποποιηθεί, και όχι ως Πολιτιστικός Λειτουργός. Σημείωσε δε πως εκ παραδρομής κατεγράφη στα πρακτικά του Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα ημερ. 12.8.1999 ότι η πρόσληψη αφορούσε τη θέση Πολιτιστικού Λειτουργού. Έγινε δε προς τούτο η σχετική διόρθωση των πρακτικών αργότερα, στις 27.12.1999. Τα πιο πάνω περίεργα έλαβαν προφανώς χώρα γιατί στις 27.5.1999 ενεκρίθη από το Συμβούλιο η δημιουργία προσωρινής θέσης Πολιτιστικού Λειτουργού, με σχετική αναθεώρηση του προϋπολογισμού του ώστε να προβλέπεται και η δαπάνη για το μισθό της θέσης. Έτσι, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου επικαλείται στην πιο πάνω επιστολή του τις εξουσίες που του δίδει το Αρθρο 20(4) του πιο πάνω Νόμου, όπως ο ίδιος τις ερμηνεύει, να προσλαμβάνει στην υπηρεσία του Συμβουλίου με ημερομίσθιο οποιοδήποτε υπηρέτη ή εργάτη έκρινε αναγκαίο για την εκτέλεση οιωνδήποτε εργασιών.
Ανεξάρτητα από το πιο πάνω ενδιαφέρον ιστορικό, κοινή είναι η θέση πως με την προσφυγή προσβαλλόταν η απόφαση του καθ' ου η αίτηση 2 Υπουργού Εσωτερικών, ημερ. 9.6.2003, με την οποία ανακαλείτο ο διορισμός της εφεσείουσας στη θέση Πολιτιστικού Λειτουργού στο καθ' ου η αίτηση 1, Συμβούλιο. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο συνάδελφός μας, ενώπιον του οποίου συζητήθηκε η υπόθεση, η εφεσείουσα πρόβαλε ως μοναδικό λόγο ακύρωσης της απόφασης του Υπουργού την αναρμοδιότητα του να την εκδώσει. Ο συνάδελφός μας συζήτησε το θέμα με αναφορά στα σχετικά Αρθρα 42(1) και 45 του περί Κοινοτήτων Νόμου Ν.86(Ι)/99, και κατέληξε πως η απόφαση του Υπουργού ελήφθη μέσα στα πλαίσια του Νόμου, και ως εκ τούτου απέρριψε την προσφυγή. Τα πιο πάνω άρθρα έχουν ως εξής:
«42.-(1) Αποτελεί καθήκον του κοινοτάρχη να τηρεί ή να φροντίζει να τηρούνται πρακτικά σε κάθε συνεδρία του Συμβουλίου. Τα πρακτικά καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτό και επικυρώνονται στην επόμενη συνεδρία του Συμβουλίου. Μετά την επικύρωση υπογράφονται από τον κοινοτάρχη ή το μέλος που προεδρεύει της συνεδρίας και αμέσως μετά την υπογραφή τους τα πρακτικά γίνονται αποδεκτά ως μαρτυρία χωρίς παραπέρα απόδειξη. Ο κοινοτάρχης υποχρεούται να κοινοποιεί τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου σε όλα τα μέλη του και στον Έπαρχο πριν από την επόμενη τακτική συνεδρία και εν πάση περιπτώσει μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη συνεδρία.
Νοείται ότι ο Έπαρχος έχει την εξουσία να ασκεί έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου.»
Υπογραμμίζουμε την επιφύλαξη στο πιο πάνω άρθρο για να εκφράσουμε την άποψη πως ο Έπαρχος, σύμφωνα με τις πρόνοιες της, έχει εξουσία να ασκεί ιεραρχικό έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου, δηλαδή και να τις ακυρώνει απευθείας όταν ο ίδιος κρίνει πως αυτό απαιτεί η νομιμότητα και χρηστή διοίκηση. Αυτή είναι η έννοια της φράσης «ασκεί έλεγχον νομιμότητας».
"45. Σε περίπτωση κατά την οποία ο κοινοτάρχης και το Συμβούλιο παραλείπουν να εκτελέσουν οποιοδήποτε επιβαλλόμενο από τον παρόντα Νόμο καθήκον ή να εφαρμόσουν οποιαδήποτε διάταξη του, ο Υπουργός δύναται να καλέσει τον κοινοτάρχη και το Συμβούλιο να εκτελέσουν μέσα σε εύλογη προθεσμία το καθήκον αυτό ή να προβούν στην εφαρμογή της διάταξης του παρόντος Νόμου. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο Υπουργός έχει την εξουσία να διορίσει τον Έπαρχο αρμόδιο για την εκτέλεση ή την εφαρμογή των πιο πάνω και το Συμβούλιο επιβαρύνεται με τα αναγκαία για το σκοπό αυτό έξοδα».
Στο πιο πάνω άρθρο κρίσιμη είναι η τελευταία πρόταση που δίδει την εξουσία στον Υπουργό «να διορίσει τον Έπαρχο αρμόδιο για την εκτέλεση ή την εφαρμογή των πιο πάνω και το Συμβούλιο ..........». Δεν είχε επομένως, αρμοδιότητα, ο Υπουργός να ακυρώσει ή να ανακαλέσει ο ίδιος απόφαση του Συμβουλίου.
Δεν διέλαθε της προσοχής του συναδέλφου μας η πιο πάνω πρόνοια. Εκφράζει όμως ως εξής τη σκέψη και κατάληξή του.
«Ο Υπουργός επέλεξε να κοινοποιήσει στον Έπαρχο την επιστολή την οποία απηύθυνε στο Συμβούλιο και η οποία εμπεριείχε την προσβαλλόμενη απόφαση αντί να τον «διορίσει ως αρμόδιο για την εκτέλεση ....» όπως προνοεί το πιο πάνω άρθρο. Το γεγονός αυτό δεν επενεργεί στη νομιμότητα της απόφασης του ούτε αποτελεί ουσιώδη παρατυπία αφενός γιατί ο Έπαρχος έλαβε γνώση και ήταν σύμφωνος με το περιεχόμενο της επίδικης πράξης και αφετέρου, ο Έπαρχος, στα πλαίσια αυτού του άρθρου, λειτουργεί τυπικά ως εκτελεστικό όργανο και μόνο.»
Με εκτίμηση προς το συνάδελφο έχουμε διαφορετική άποψη. Φρονούμε πως δεν είναι τυχαίο που ο νομοθέτης εναποθέτει τη λήψη της απόφασης στον Έπαρχο, ο οποίος είναι μόνιμος Λειτουργός στη Δημόσια Υπηρεσία, και θέλει τον πολιτικό προϊστάμενο, δηλαδή τον Υπουργό, να εκδηλώνει και εφαρμόζει την απόφαση του μέσω του Επάρχου. Είναι γνωστή η αρχή πως όταν ο νόμος ορίζει το αρμόδιο όργανο προς έκδοση συγκεκριμένων πράξεων η εξουσία αυτή δεν μετατίθεται σε άλλο όργανο, έστω και ιεραρχικά ανώτερο, εκτός όταν υπάρχει προς τούτο νομοθετική εξουσιοδότηση.
Η έφεση, επομένως, επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, καθώς επίσης και η διαταγή για έξοδα. Η επίδικη απόφαση του Υπουργού ακυρώνεται λόγω αναρμοδιότητας του να τη λάβει. Ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης, τα οποία έχουμε εκθέσει πιο πάνω, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα. Αναμένεται, κατά την επανεξέταση της υπόθεσης, να ληφθεί απόφαση όπως ο νόμος ορίζει, για να αποκατασταθεί η νομιμότητα τόσο διαδικαστικά αλλά και επί της ουσίας.
Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.