ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 91
1 Mαρτίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «Ο ΛΟΓΟΣ»,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3889)
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι Έφεσης ― Δεν μπορούν να αναφέρονται σε σφάλμα του Δικαστηρίου γενικά και αόριστα ― Εναπόκειται στον εφεσείοντα να υποδείξει το σφάλμα για το οποίο παραπονείται.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου για παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών ― Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει να ακυρώσει το ύψος του προστίμου στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας.
Η εφεσείουσα προσέβαλε με την έφεσή της την ορθότητα της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης με την οποία η προσφυγή της κατά της απόφασης της εφεσίβλητης σύμφωνα με την οποία διαπιστώθηκαν παραβάσεις του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου και των σχετικών Κανονισμών και επέβαλε διοικητικά πρόστιμα, ύψους £12.000.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με το μοναδικό λόγο έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση «είναι εσφαλμένη». Στην αιτιολογία εξειδικεύεται ότι κακώς το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου και των Κανονισμών καθ' όσον «δεν αρκεί η αναφορά από την ΑΡΚ ότι εμελετήθησαν τα γεγονότα και υπήχθησαν» στις εν λόγω διατάξεις. Το Δικαστήριο, λέγεται περαιτέρω, είχε υποχρέωση να ερευνήσει κατά πόσο τα γεγονότα όντως συνιστούσαν παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών και να εξετάσει κατά πόσο η προσβληθείσα διοικητική απόφαση ήταν νόμιμη από κάθε άποψη.
Παρατηρείται ότι ο λόγος έφεσης και η αιτιολογία του ουδόλως παραπέμπουν σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, που να αντιστρατεύεται την ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Εναπόκειται στον Εφεσείοντα να υποδείξει με το λόγο έφεσης και την αιτιολογία του το σφάλμα για το οποίο παραπονείται και όχι να περιορισθεί γενικά σε απόδοση σφάλματος στο Δικαστήριο. Η κρίση ως προς την υπαγωγή των γεγονότων στο Νόμο και τους Κανονισμούς ήταν αρμοδιότητα της ΑΡΚ και όχι του Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα του οποίου περιορίζετο στον έλεγχο της νομιμότητας της κρίσης εκείνης. Ως προς την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα, περιέχεται συζήτηση των γεγονότων με την ερμηνεία τους που η Εφεσείουσα επιδιώκει ως προς το Νόμο και τους Κανονισμούς και που δεν συνάδει με την ερμηνεία που εδόθη από την Εφεσίβλητη. Και αν ακόμα η Ολομέλεια επεκτεινόταν στα εκεί αναφερόμενα, παρά την παρατηρηθείσα ανεπάρκεια του λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του, δεν διαπιστώνεται ότι η απόφαση της Εφεσίβλητης δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Το κρινόμενο, δεν είναι η δεδομένη ελευθερία του λόγου του τηλεοπτικού σταθμού αλλά η λειτουργία του σύμφωνα με τους θεσμοθετημένους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η νομιμότητα των οποίων ουδόλως προσβάλλετο ή είναι επίδικη.
2. Ως προς το επιβληθέν πρόστιμο, το παράπονο στην αιτιολογία του λόγου έφεσης είναι ότι το Δικαστήριο είχε, δυνάμει του Συντάγματος, εξουσία να υπεισέλθει στο θέμα του ύψους του προστίμου και ότι οι όποιοι περιορισμοί στη δυνατότητα του να πράξει τούτο εισήχθησαν δια νομολογίας βασιζομένης σε ξένα δίκαια και οδηγούν στο ανεξέλεγκτο και ασύδοτο της διοίκησης. Και έπειτα ότι το Δικαστήριο, ασκώντας τη συνταγματική εξουσία του, όφειλε να εξετάσει κατά πόσο το ύψος του προστίμου δικαιολογείτο από τα γεγονότα και τη σοβαρότητα της παράβασης. Ο περιορισμός όμως στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ακυρωτική του δικαιοδοσία, ως προς το ύψος του διοικητικού προστίμου, είναι καλά νομολογημένος. Δεν υπήρχαν στην προκειμένη περίπτωση στοιχεία που να καθιστούν το επιβληθέν πρόστιμο παράνομο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 122/2003), ημερ. 7/9/2004.
Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Καλλιγέρου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου έλαβε έγγραφη καταγγελία από το Διοικητή της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών κατά της Εφεσείουσας ιδιοκτήτριας του τηλεοπτικού σταθμού MEGA στην οποία αναφέροντο τα ακόλουθα:
«Συγκεκριμένα στα δελτία ειδήσεων της 6.2.2002 μετέδωσε ψευδώς ότι η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών (Υ.ΔΙ.Ν.) «κουκούλωσε» υπόθεση εισαγωγής, κατοχής και εμπορίας μεγάλης ποσότητας κάνναβης εναντίον δύο γνωστών δικηγόρων της Λευκωσίας και ότι έκλεισε η υπόθεση χωρίς να καταγγελθούν ποτέ οι δύο δικηγόροι.
Την επόμενη μέρα 7.2.02 ο πιο πάνω σταθμός επανέφερε το όλο θέμα στα δελτία ειδήσεων προβάλλοντας το με τίτλο «ένοχη διάψευση» και μεταδίδοντας μέρος της γραπτής διάψευσης της Υ.ΔΙ.Ν. κατά τέτοιο τρόπο, που να μη φαίνεται καθαρά ότι διαψευδόταν το πρώτο ρεπορτάζ στην ολότητα του.
Στις 12.2.02 ο Σταθμός «ΜΕΓΑ» επανήλθε προβάλλοντας ότι με δηλώσεις μου επιβεβαίωνα το σχετικό ρεπορτάζ του σταθμού και ότι επέρριπτα την ευθύνη για το «κουκούλωμα» στη Νομική Υπηρεσία. Παρά τη ρητή δέσμευση του ρεπόρτερ ότι θα μεταδίδετο αυτούσια η δήλωσή μου, μεταδόθηκε μέρος των δηλώσεων μου κατά τέτοιο μάλιστα τρόπο ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι επιβεβαίωνα το σχετικό ρεπορτάζ, ενώ στην πραγματικότητα το διέψευδα.
Βλέποντας μάλιστα τους σχετικούς υποτίτλους ειδήσεων που προαναγγέλλονταν, επικοινώνησα τηλεφωνικώς με το σταθμό για να μην μεταδοθούν τα όσα προανάγγελλε ο σταθμός ή να μεταδοθούν αυτούσιες οι δηλώσεις μου, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα.»
Πλήρη στοιχεία των εν λόγω ρεπορτάζ και της γραπτής διάψευσης της Υ.ΔΙ.Ν. επισυνάπτοντο. Η Εφεσίβλητη εξέτασε την καταγγελία και, στη βάση πορίσματος του αρμόδιου λειτουργού της, αποφάσισε να προωθήσει υπόθεση κατά της Εφεσείουσας για παραβάσεις του Αρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(I)/98) και των Κανονισμών 21(6), 24(1)(9), 24(2)(δ), 28(1), 28(2), 28(3) και 37(ε) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π.10/2000). Αφού η Εφεσείουσα εξέθεσε τις θέσεις της, η Εφεσίβλητη αποφάσισε ότι όντως υπήρξαν παραβάσεις των προαναφερθεισών διατάξεων, αφού δε έλαβε και τις απόψεις της Εφεσείουσας, της επέβαλε διοικητικά πρόστιμα συμποσούμενα σε £12.000.
Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της προσφυγής της Εφεσίβλητης κατά της εν λόγω απόφασης την απέρριψε. Δεν διαπίστωσε πλάνη καθ' όσον δεν προσδιορίστηκε ως προς τι, κατά την Εφεσείουσα, είχε πλανηθεί η Εφεσίβλητη, ούτε και λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου και των Κανονισμών και υπαγωγή των γεγονότων σε αυτούς, ενώ θεώρησε επαρκή και την αιτιολογία της απόφασης. Απέρριψε επίσης εισήγηση ότι το πρόστιμο ήταν υπερβολικό, θεωρώντας ότι το Δικαστήριο, ως ακυρωτικό, δεν υπεισέρχεται στην ουσία και στο ύψος του προστίμου.
Κατά της απόφασης αυτής είναι η ενώπιόν μας έφεση. Με το μοναδικό λόγο έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση «είναι εσφαλμένη». Στην αιτιολογία εξειδικεύεται ότι κακώς το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου και των Κανονισμών καθ' όσον «δεν αρκεί η αναφορά από την ΑΡΚ ότι εμελετήθησαν τα γεγονότα και υπήχθησαν» στις εν λόγω διατάξεις. Το Δικαστήριο, λέγεται περαιτέρω, είχε υποχρέωση να ερευνήσει κατά πόσο τα γεγονότα όντως συνιστούσαν παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών και να εξετάσει κατά όσο η προσβληθείσα διοικητική απόφαση ήταν νόμιμη από κάθε άποψη.
Παρατηρούμε ότι ο λόγος έφεσης και η αιτιολογία του ουδόλως παραπέμπουν σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο που να αντιστρατεύεται την ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Εναπόκειται στον Εφεσείοντα να υποδείξει με το λόγο έφεσης και την αιτιολογία του το σφάλμα για το οποίο παραπονείται και όχι να περιορισθεί γενικά σε απόδοση σφάλματος στο Δικαστήριο. Η κρίση ως προς την υπαγωγή των γεγονότων στο Νόμο και τους Κανονισμούς ήταν αρμοδιότητα της ΑΡΚ και όχι του Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα του οποίου περιορίζετο στον έλεγχο της νομιμότητας της κρίσης εκείνης. Ως προς την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα, αφού αντιπαρέλθουμε τις εισαγωγικές αλλά και αλλαχού γενικές απόψεις και χαρακτηρισμούς, περιέχεται συζήτηση των γεγονότων με την ερμηνεία τους που η Εφεσείουσα επιδιώκει ως προς το Νόμο και τους Κανονισμούς και που δεν συνάδει με την ερμηνεία που εδόθη από την Εφεσίβλητη. Και αν ακόμα επεκτεινόμεθα στα εκεί αναφερόμενα, παρά την παρατηρηθείσα ανεπάρκεια του λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του, δεν διαπιστώνουμε ότι η απόφαση της Εφεσίβλητης δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Το κρινόμενο, να θυμόμαστε, δεν είναι η δεδομένη ελευθερία του λόγου του τηλεοπτικού σταθμού αλλά η λειτουργία του σύμφωνα με τους θεσμοθετημένους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η νομιμότητα των οποίων ουδόλως προσβάλλετο ή είναι επίδικη.
Ως προς το επιβληθέν πρόστιμο, το παράπονο στην αιτιολογία του λόγου έφεσης είναι ότι το Δικαστήριο είχε, δυνάμει του Συντάγματος, εξουσία να υπεισέλθει στο θέμα του ύψους του προστίμου και ότι οι όποιοι περιορισμοί στη δυνατότητα του να πράξει τούτο εισήχθησαν διά νομολογίας βασιζομένης σε ξένα δίκαια και οδηγούν στο ανεξέλεγκτο και ασύδοτο της διοίκησης. Και έπειτα ότι το Δικαστήριο, ασκώντας τη συνταγματική εξουσία του, όφειλε να εξετάσει κατά πόσο το ύψος του προστίμου δικαιολογείτο από τα γεγονότα και τη σοβαρότητα της παράβασης. Ο περιορισμός όμως στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ακυρωτική του δικαιοδοσία ως προς το ύψος του διοικητικού προστίμου είναι καλά νομολογημένος. Να περιορισθούμε δε στην παρατήρηση ότι δεν υπήρχαν στην προκειμένη περίπτωση στοιχεία που να καθιστούν το επιβληθέν πρόστιμο παράνομο.
Η έφεση απορρίπτεται. Η Εφεσείουσα θα καταβάλει στην Εφεσίβλητη £700 έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.