ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 74
13 Φεβρουαρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3744)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Παρακαθήμενοι ― Επιτρεπτή η παρουσία γραμματέα για τήρηση πρακτικών, εφόσον το προβλέπει ο Νόμος ― Διάταξη σε νεώτερο Νόμο που επιτρέπει κάτι τέτοιο, διαδικαστικής φύσεως ― Ορθά έτυχε εφαρμογής σε διαδικασία επανεξέτασης.
Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Μη λήψη υπόψη βαθμολογιών ως παράνομα συνταχθεισών ― Το θέμα κατά πόσο θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη ή όχι, κρίθηκε πως στερείτο σημασίας, ως θεωρητικό.
Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Επανεξέταση ― Ισχυρισμός πως δεν θα έπρεπε να ζητηθούν νέες συστάσεις από τον Διευθυντή ― Απορρίφθηκε διότι και οι δύο συστάσεις ήταν υπέρ του αιτητή ― Τα σχόλια του Διευθυντή στην πρώτη σύσταση για τη σπουδαιότητα της βαθμολόγησης «εξαίρετος» στις εμπιστευτικές εκθέσεις, εκτός της αρμοδιότητάς του.
Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Επανεξέταση ― Ισχυρισμός για αντιφατική συμπεριφορά του Συμβουλίου, με το να λάβει υπόψη του τη σύσταση του Διευθυντή σε άλλη διαδικασία, απορρίφθηκε ως μη συγκρίσιμη περίπτωση.
Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση Διευθυντή ― Δεν ακολουθήθηκε λόγω της υπεροχής των ενδιαφερομένων προσώπων σε αρχαιότητα κατά οχτώ και τέσσερα χρόνια αντίστοιχα του εφεσείοντος ― Εντός των επιτρεπτών ορίων η απόφαση της Αρχής.
Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης των ενδιαφερομένων προσώπων αντί του ιδίου, στη θέση Λειτουργού Ανθρώπινου Δυναμικού 1ης Τάξης, η οποία λήφθηκε κατ' επανεξέταση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Κατά τη συνεδρία της 13.5.02 παρίστατο, ως γραμματέας, Ανώτερη Λειτουργός Διοίκησης και Προσωπικού. Οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν το Αρθρο 11(6) του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου του 1999 (Ν. 125(Ι)/99) που κατάργησε την προηγούμενη νομοθεσία. Προβλέπεται σ' αυτό ο ορισμός υπαλλήλου της Αρχής ως γραμματέα «ο οποίος παρίσταται στις συνεδρίες και έχει τη φροντίδα για τη σύνταξη και ετοιμασία των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού». Υποστηρίζεται από τον εφεσείοντα πως αφού η γραμματέας που ορίστηκε και παρίστατο ήταν ανώτερη υπάλληλος, δεν έπρεπε η παρουσία της να αντιμετωπιστεί «ως παρουσία απλού πρακτικογράφου π.χ. όπως μιας δακτυλογράφου». Δεν είχε εγερθεί τέτοιο θέμα πρωτοδίκως και, βεβαίως, δεν υπάρχει πρωτόδικη κρίση. Εν πάση περιπτώσει, αφού η ορισθείσα ως γραμματέας ήταν υπάλληλος της Αρχής, δεν έχει και επί της ουσίας έρεισμα η εισήγηση.
Το περαιτέρω επιχείρημα, αφορά στις επιπτώσεις από το γεγονός της θέσπισης του Ν. 125(Ι)/99. Κρίθηκε πρωτοδίκως πως «δεδομένου ότι η επανεξέταση έγινε μετά τη θέσπιση του Νόμου αυτού, οι πρόνοιες του, ως διαδικαστικές, ορθά εφαρμόστηκαν». Κατά τον εφεσείοντα, το θέμα δεν ήταν διαδικαστικό αλλά ουσιαστικό και αφού η επανεξέταση θα έπρεπε να είχε γίνει στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της αρχικής απόφασης, δεν ήταν επιτρεπτή η παρουσία γραμματέα για τήρηση των πρακτικών.
Αυτή η νέα ρύθμιση σαφώς δεν συναρτάτο προς οτιδήποτε θα μπορούσε να αναχθεί σε ουσία για την οποία θα ίσχυε το αρχικό νομοθετικό και πραγματικό καθεστώς. Αφορούσε στον τρόπο διεξαγωγής της συνεδρίας, ήταν διαδικαστικής φύσης και, σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση, η Ολομέλεια καταλήγει πως ορθά το Συμβούλιο συνεδρίασε εφαρμόζοντας τη νομοθετική πρόνοια που διείπε πλέον τις συνεδρίες του.
2. Το Συμβούλιο, ενεργώντας με νομική συμβουλή, αποφάσισε να αγνοήσει τις υπηρεσιακές εκθέσεις για τα έτη 1991, 1992 και 1993, επειδή είχαν συνταχθεί παράνομα. Οι εξελίξεις που οδήγησαν στη δημιουργία του ζητήματος εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση. Κρίθηκε, εν τέλει, πως το ζήτημα στερείτο σημασίας, ως ακολούθως:
«Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα, αναφορικά με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 91-93, είναι θεωρητικό γιατί η εικόνα δεν θα μεταβαλλόταν, έστω και αν λαμβάνονταν υπόψη. Η οριακή δηλαδή υπέρτερη αξία του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών εμφανιζόταν και σ' αυτές τις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι οποίες ανάγονται μάλιστα και σε χρόνο πριν από τις πρόσφατες εκθέσεις των τελευταίων ετών που λήφθηκαν υπόψη. Όπως είπα πιο πριν, η απόφαση του Συμβουλίου είχε ως βασικό έρεισμα, λαμβανομένων υπόψιν βέβαια και των άλλων κριτηρίων, τη σημαντική αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών».
Ο εφεσείων υποστηρίζει πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις στην πραγματικότητα ήταν νόμιμες και πως είναι λανθασμένη αυτή η προσέγγιση αφού δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιες θα ήταν οι εκτιμήσεις του Συμβουλίου.
Τα επιχειρήματα του αιτητή δεν συνοδεύτηκαν από οποιαδήποτε επισήμανση, με αναφορά στις επίμαχες υπηρεσιακές εκθέσεις, σε σύγκριση και προς εκείνες που λήφθηκαν υπόψη που θα ήταν δυνατό να αναιρούσαν την ουσιαστική ταυτοσημία τους, όπως τη διαπιστώνει η πρωτόδικη απόφαση. Η Ολομέλεια θεωρεί πως, πράγματι, το ζήτημα απολήγει θεωρητικό.
3. Αναφορικά με τον ισχυρισμό πως κακώς δόθηκε νέα σύσταση, ήταν και η αρχική σύσταση υπέρ του εφεσείοντα. Όπως και η επίμαχη. Θεωρεί όμως ο εφεσείων πως ενδεχομένως το Συμβούλιο θα αγόταν σε διαφορετική κατάληξη ενόψει του σχολίου που συνόδευσε την αρχική σύσταση και που δεν περιεχόταν στη νέα, πως «η βαθμολόγηση με εξαίρετος δίνεται με φειδώ στους καθ' ων η αίτηση και ότι όταν ένας υποψήφιος βαθμολογηθεί με έστω ένα εξαίρετος σημαίνει ότι υπερέχει άλλου που δεν βαθμολογείται έτσι».
Είναι γεγονός πως, όπως σημειώνει ο εφεσείων, δεν εξετάστηκε αυτός ο ισχυρισμός πρωτοδίκως. Δεν είναι όμως και βάσιμος στην ουσία του. Κατ' αρχάς δεν έχει στραφεί η προσοχή στο γεγονός ότι το Συμβούλιο, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, δεν ήταν σε νόμιμη σύνθεση οπότε θα απασχολούσε και το κατά πόσο υπήρχε τότε καν σύσταση ως νόμιμο στοιχείο. Ανεξάρτητα από αυτό, κανένα σχόλιο δεν θα ήταν επιτρεπτό να αλλοιώσει εκείνο που ίδιες οι υπηρεσιακές εκθέσεις αναδεικνύουν. Εν προκειμένω ότι η καλύτερη αξιολόγηση σε ένα σημείο, σημαίνει ανάλογα μεγαλύτερη αξία ως προς αυτό, χωρίς περιθώριο για γενίκευση ή άλλη προέκταση έξω από το θεσμικό πλαίσιο. Αυτή τη διαφορά στις βαθμολογίες και τη σημασία της την αξιολόγησε το Συμβούλιο και το θέμα, πλέον, απολήγει να αφορά στο ευλόγως επιτρεπτό αυτής της αξιολόγησης.
4. Ο αιτητής και οι ενδιαφερόμενοι είχαν διεκδικήσει προαγωγή στην ίδια θέση και σε προγενέστερη περίπτωση και είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως, τότε, το Συμβούλιο αποδέχτηκε τη σύσταση του Διευθυντή σύμφωνα με το πρώτο σκέλος της οποίας οι ενδιαφερόμενοι υστερούσαν. Οπότε, κατά τρόπο αντιφατικό, δεν ακολούθησε τώρα την υπέρ του εφεσείοντα σύσταση. Όμως, όπως ορθά επισήμανε η άλλη πλευρά, αφού εν τέλει ο Διευθυντής ούτε τον αιτητή σύστησε και η τελική επιλογή, αφού λήφθηκε υπόψη και η σύσταση, απέληξε υπέρ άλλων, οι δυο περιπτώσεις δεν είναι συγκρίσιμες. Εκείνο που αποδέχτηκε το Συμβούλιο ήταν η υπεροχή των τελικά επιλεγέντων έναντι όλων των άλλων, περιλαμβανομένου και του αιτητή και δεν είναι δυνατό να του αποδοθεί και κρίση σε σχέση με τις επιμέρους διαβαθμίσεις μεταξύ εκείνων που δεν είχαν επιλεγεί.
5. Το Συμβούλιο ήταν σαφές σε σχέση με το λόγο για τον οποίο δεν θα ακολουθούσε τη σύσταση. Υπήρχε κάποια υπεροχή μερικών υποψηφίων, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα, έναντι των ενδιαφερομένων, στη βαθμολογία τους στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτή, όμως, ήταν οριακή και αφού και ως προς τα προσόντα οριακή μόνο σημασία θα μπορούσε να έχει στην περίπτωση η κατοχή ακαδημαϊκών προσόντων που δεν απαιτούνταν, κρίθηκε πως είχε μεγαλύτερη βαρύτητα η αρχαιότητα των ενδιαφερομένων. Σημειώνεται πως το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε ως απαραίτητο προσόν μόνο ορισμένης διάρκειας προϋπηρεσία.
Το Συμβούλιο κινήθηκε μέσα σε ευλόγως επιτρεπτά όρια. Η Ολομέλεια δεν συμφωνεί, συνεπώς, πως ο εφεσείων, με αναφορά στις αξιολογήσεις και στο μεταπτυχιακό που έχει, υπερέχει εκδήλως ώστε να παρέχεται δυνατότητα παρέμβασης. Στις βαθμολογίες των ετών 1994, 1995 και 1996 υπερέχει έναντι και των δυο ενδιαφερομένων στο στοιχείο «συνεργασία/σχέσεις» στο οποίο αξιολογήθηκε «εξαίρετος», ενώ εκείνοι πολύ ικανοποιητικά. Το δε 1996 ο ενδιαφερόμενος Γρ. Δημητρίου υπερέχει έναντί του στο στοιχείο «συμπεριφορά προς τους συνεργάτες της Αρχής» στο οποίο εκείνος βαθμολογήθηκε ως «εξαίρετος» και ο εφεσείων «πολύ ικανοποιητικά». Τα προσόντα τα οποία καταγράφονται στα πρακτικά, αφού απαριθμήθηκαν και από το Γενικό Διευθυντή, εξετάστηκαν και εξηγήθηκε πως ενώ είχαν κάποια συνάφεια προς τα καθήκοντα της θέσης δεν κρίνονταν ως ιδιαίτερα βοηθητικά. Έναντι αυτών προσδόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα στην αρχαιότητα των ενδιαφερομένων, κριτήριο στο οποίο οι ενδιαφερόμενοι υπερείχαν ουσιαστικά, ο Κ. Κυριάκου κατά οκτώ και ο Γρ. Δημητρίου κατά τέσσερα περίπου χρόνια.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χρίστου ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2002) 3 Α.Α.Δ. 166,
Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293,
Αντωνίου κ.ά. ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, Υπoθ. Αρ. 1092/00 κ.ά., ημερ. 10.9.2003,
Γρηγορίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 4 A.A.Δ. 925,
Ευσταθιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 4 A.A.Δ. 1406,
Νεοφύτου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 490/98, ημερ. 25.2.2000.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 649/2002), ημερ. 4/12/2003.
N. Xατζηιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Σπανού, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αρχική απόφαση του Συμβουλίου των καθ' ων η αίτηση (το Συμβούλιο) για προαγωγή των Κ. Κυριάκου και Γρ. Δημητρίου (οι ενδιαφερόμενοι) στη θέση Λειτουργού Ανθρώπινου Δυναμικού 1ης Τάξης, ακυρώθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας στην Χρίστου ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2002) 3 Α.Α.Δ. 166. Αυτό επειδή, όπως διαπιστώθηκε, έπασχε η σύνθεση του Συμβουλίου εξ αιτίας της παρουσίας του Προϊσταμένου Διοίκησης και Προσωπικού.
Επανεξετάστηκε το θέμα, με την απόφαση ημερομηνίας 13.5.02 προάχθηκαν οι ίδιοι, η προσφυγή που ασκήθηκε απορρίφθηκε και, με την έφεση, επαναφέρονται τα ακόλουθα:
1. Έπασχε και πάλιν η σύνθεση εξ αιτίας της παρουσίας πρακτικογράφου.
2. Κακώς δεν λήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1991-1993.
3. Κακώς λήφθηκε νέα σύσταση από το Γενικό Διευθυντή.
4. Εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένα κρίθηκε πως ο εφεσείων δεν υπερέχει έκδηλα των ενδιαφερομένων ενόψει του συσχετισμού των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, συνυπολογιζόμενης και της υπέρ του εφεσείοντα σύστασης του Γενικού Διευθυντή, η οποία κακώς και αντιφατικά δεν ακολουθήθηκε, όπως σε άλλη περίπτωση.
Η Σύνθεση
Κατά τη συνεδρία της 13.5.02 παρίστατο, ως γραμματέας, Ανώτερη Λειτουργός Διοίκησης και Προσωπικού. Οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν το άρθρο 11(6) του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου του 1999 (Ν. 125(Ι)/99) που κατάργησε την προηγούμενη νομοθεσία. Προβλέπεται σ' αυτό ο ορισμός υπαλλήλου της Αρχής ως γραμματέα «ο οποίος παρίσταται στις συνεδρίες και έχει τη φροντίδα για τη σύνταξη και ετοιμασία των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού». Υποστηρίζεται από τον εφεσείοντα πως αφού η γραμματέας που ορίστηκε και παρίστατο ήταν ανώτερη υπάλληλος, δεν έπρεπε η παρουσία της να αντιμετωπιστεί «ως παρουσία απλού πρακτικογράφου π.χ. όπως μιας δακτυλογράφου». Δεν έχουμε δει να είχε εγερθεί τέτοιο θέμα πρωτοδίκως και, βεβαίως, δεν έχουμε και πρωτόδικη κρίση. Εν πάση περιπτώσει, αφού η ορισθείσα ως γραμματέας ήταν υπάλληλος της Αρχής δεν έχει και επί της ουσίας έρεισμα η εισήγηση.
Το περαιτέρω επιχείρημα, αφορά στις επιπτώσεις από το γεγονός της θέσπισης του Ν. 125(Ι)/99. Κρίθηκε πρωτοδίκως πως «δεδομένου ότι η επανεξέταση έγινε μετά τη θέσπιση του Νόμου αυτού, οι πρόνοιές του, ως διαδικαστικές, ορθά εφαρμόστηκαν». Κατά τον εφεσείοντα, το θέμα δεν ήταν διαδικαστικό αλλά ουσιαστικό και αφού η επανεξέταση θα έπρεπε να είχε γίνει στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της αρχικής απόφασης, δεν ήταν επιτρεπτή η παρουσία γραμματέα για τήρηση των πρακτικών.
Στην Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293, κρίθηκε από την Ολομέλεια, με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία, πως ακόμα και ο εκ των υστέρων καθορισμός του αρμόδιου για την υποβολή σύστασης, ήταν διαδικαστικής φύσης και ως τέτοιος, στην απουσία αντίθετης νομοθετικής πρόνοιας, είχε αναδρομική ισχύ ώστε να δικαιολογείτο, κατά την επανεξέταση, η λήψη σύστασης από τον καθορισθέντα. Εδώ η συνεδρία του Συμβουλίου θα γινόταν κατά χρόνο που, ενόψει της νέας νομοθετικής ρύθμισης, επιτρεπόταν η παρουσία γραμματέα. Αυτή η νέα ρύθμιση σαφώς δεν συναρτάτο προς οτιδήποτε θα μπορούσε να αναχθεί σε ουσία για την οποία θα ίσχυε το αρχικό νομοθετικό και πραγματικό καθεστώς. Αφορούσε στον τρόπο διεξαγωγής της συνεδρίας, ήταν διαδικαστικής φύσης και, σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση, καταλήγουμε πως ορθά το Συμβούλιο συνεδρίασε εφαρμόζοντας τη νομοθετική πρόνοια που διείπε πλέον τις συνεδρίες του.
Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις των ετών 1991 - 1993
Το Συμβούλιο, ενεργώντας με νομική συμβουλή, αποφάσισε να αγνοήσει τις υπηρεσιακές εκθέσεις για τα έτη 1991, 1992 και 1993 επειδή είχαν συνταχθεί παράνομα. Οι εξελίξεις που οδήγησαν στη δημιουργία του ζητήματος εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν θα χρειαστεί να τις επαναλάβουμε. Κρίθηκε, εν τέλει, πως το ζήτημα στερείτο σημασίας, ως ακολούθως:
«Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα, αναφορικά με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 91-93, είναι θεωρητικό γιατί η εικόνα δεν θα μεταβαλλόταν, έστω και αν λαμβάνονταν υπόψη. Η οριακή δηλαδή υπέρτερη αξία του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών εμφανιζόταν και σ' αυτές τις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι οποίες ανάγονται μάλιστα και σε χρόνο πριν από τις πρόσφατες εκθέσεις των τελευταίων ετών που λήφθηκαν υπόψη. Όπως είπα πιο πριν, η απόφαση του Συμβουλίου είχε ως βασικό έρεισμα, λαμβανομένων υπόψιν βέβαια και των άλλων κριτηρίων, τη σημαντική αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών».
Ο εφεσείων υποστηρίζει πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις στην πραγματικότητα ήταν νόμιμες και πως είναι λανθασμένη αυτή η προσέγγιση αφού δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιες θα ήταν οι εκτιμήσεις του Συμβουλίου. Η άλλη πλευρά, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη προσέγγιση, επικαλέστηκε και την απόφαση του Νικολάου, Δ., στην όμοια περίπτωση της υπόθεσης Ουρανία Αντωνίου κ.ά. ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, Προσφυγή Aρ. 1092/00 κ.ά., ημερομηνίας 10.9.03.
Έχουμε εξετάσει τα δεδομένα και σημειώνουμε πως τα επιχειρήματα του αιτητή δεν συνοδεύτηκαν από οποιαδήποτε επισήμανση, με αναφορά στις επίμαχες υπηρεσιακές εκθέσεις, σε σύγκριση και προς εκείνες που λήφθηκαν υπόψη που θα ήταν δυνατό να αναιρούσαν την ουσιαστική ταυτοσημία τους, όπως τη διαπιστώνει η πρωτόδικη απόφαση. Αγόμεθα στην ίδια κατάληξη και θεωρούμε πως, πράγματι, το ζήτημα απολήγει θεωρητικό.
Η νέα σύσταση
Ήταν και η αρχική σύσταση υπέρ του εφεσείοντα. Όπως και η επίμαχη. Θεωρεί όμως ο εφεσείων πως ενδεχομένως το Συμβούλιο θα αγόταν σε διαφορετική κατάληξη ενόψει του σχολίου που συνόδευσε την αρχική σύσταση και που δεν περιεχόταν στη νέα, πως «η βαθμολόγηση με εξαίρετος δίνεται με φειδώ στους καθ' ων η αίτηση και ότι όταν ένας υποψήφιος βαθμολογηθεί με έστω ένα εξαίρετος σημαίνει ότι υπερέχει άλλου που δεν βαθμολογείται έτσι».
Είναι γεγονός πως, όπως σημειώνει ο εφεσείων, δεν εξετάστηκε αυτός ο ισχυρισμός πρωτοδίκως. Δεν συμφωνούμε όμως πως είναι και βάσιμος στην ουσία του. Κατ' αρχάς δεν έχει στραφεί η προσοχή στο γεγονός ότι το Συμβούλιο, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, δεν ήταν σε νόμιμη σύνθεση οπότε θα απασχολούσε και το κατά πόσο υπήρχε τότε καν σύσταση ως νόμιμο στοιχείο. (Βλ. Αντώνης Γρηγορίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 4 A.A.Δ. 925, Ανδρέας Ευσταθιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 4 A.A.Δ. 1406 και Χριστάκης Νεοφύτου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Προσφυγή Aρ. 490/98, ημερομηνίας 25.2.00). Ανεξάρτητα από αυτό, κανένα σχόλιο δεν θα ήταν επιτρεπτό να αλλοιώσει εκείνο που ίδιες οι υπηρεσιακές εκθέσεις αναδεικνύουν. Εν προκειμένω ότι η καλύτερη αξιολόγηση σε ένα σημείο, σημαίνει ανάλογα μεγαλύτερη αξία ως προς αυτό, χωρίς περιθώριο για γενίκευση ή άλλη προέκταση έξω από το θεσμικό πλαίσιο. Αυτή τη διαφορά στις βαθμολογίες και τη σημασία της την αξιολόγησε το Συμβούλιο και το θέμα, πλέον, απολήγει να αφορά στο ευλόγως επιτρεπτό αυτής της αξιολόγησης· θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Ο χειρισμός σε άλλη διαδικασία και ο ισχυρισμός για αντιφατικότητα
Ο αιτητής και οι ενδιαφερόμενοι είχαν διεκδικήσει προαγωγή στην ίδια θέση και σε προγενέστερη περίπτωση και είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως, τότε, το Συμβούλιο αποδέχτηκε τη σύσταση του Διευθυντή σύμφωνα με το πρώτο σκέλος της οποίας οι ενδιαφερόμενοι υστερούσαν. Οπότε, κατά τρόπο αντιφατικό, δεν ακολούθησε τώρα την υπέρ του εφεσείοντα σύσταση. Όμως, όπως ορθά επισήμανε η άλλη πλευρά, αφού εν τέλει ο Διευθυντής ούτε τον αιτητή σύστησε και η τελική επιλογή, αφού λήφθηκε υπόψη και η σύσταση, απέληξε υπέρ άλλων, οι δυο περιπτώσεις δεν είναι συγκρίσιμες. Εκείνο που αποδέχτηκε το Συμβούλιο ήταν η υπεροχή των τελικά επιλεγέντων έναντι όλων των άλλων, περιλαμβανομένου και του αιτητή και δεν είναι δυνατό να του αποδοθεί και κρίση σε σχέση με τις επιμέρους διαβαθμίσεις μεταξύ εκείνων που δεν είχαν επιλεγεί.
Η απόφαση να μην ακολουθηθεί η σύσταση και ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή
Ο Γενικός Διευθυντής, όπως εξήγησε, είχε πολύ περιορισμένη προσωπική γνώση της εργασίας των υποψηφίων και ζήτησε και άλλες απόψεις. Θα δημιουργούνταν ζητήματα αναφορικά με το νόμιμο τέτοιας προσέγγισης αλλά δεν τίθεται θέμα από αυτή την άποψη. Κατέγραψε τα στοιχεία των υποψηφίων με παραπομπή στα δεδομένα των φακέλων και σύστησε τον εφεσείοντα και ακόμα ένα, όπως εξήγησε, «με βάση τα τρία νομοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), στο σύνολό τους».
Το Συμβούλιο ήταν σαφές σε σχέση με το λόγο για τον οποίο δεν θα ακολουθούσε τη σύσταση. Υπήρχε κάποια υπεροχή μερικών υποψηφίων, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα, έναντι των ενδιαφερομένων, στη βαθμολογία τους στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτή, όμως, ήταν οριακή και αφού και ως προς τα προσόντα οριακή μόνο σημασία θα μπορούσε να έχει στην περίπτωση η κατοχή ακαδημαϊκών προσόντων που δεν απαιτούνταν, κρίθηκε πως είχε μεγαλύτερη βαρύτητα η αρχαιότητα των ενδιαφερομένων. Σημειώνουμε πως το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε ως απαραίτητο προσόν μόνο ορισμένης διάρκειας προϋπηρεσία. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Ακολούθως το Συμβούλιο αφού μελέτησε τα δεδομένα και στοιχεία όλων των υποψηφίων κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα οποία αξιολόγησε και αφού έλαβε υπόψη του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ως επίσης και τις ευθύνες, καθήκοντα και απαιτήσεις της θέσης όπως προκύπτουν από το σχέδιο υπηρεσίας, έκρινε με πλειοψηφία επτά ψήφων (κύριοι Πετρίδης, Ιωάννου, Καρής, κυρία Κναή, κύριοι Ζιβανάρης, Μωυσέως και Φελλάς) έναντι τριών (κύριοι Λεπτός, Λοής και Κρανιδιώτης) ότι οι υποψήφιοι Κυριάκος Κυριάκου και Γρηγόρης Δημητρίου υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή στις δύο κενές θέσεις Λειτουργού Ανθρώπινου Δυναμικού 1ης Τάξης.
Τα μέλη του Συμβουλίου που ψήφισαν υπέρ του να προαχθούν οι Κυριάκος Κυριάκου και Γρηγόρης Δημητρίου, αιτιολόγησαν την απόφασή τους υπέρ των υποψηφίων αυτών παρά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ των υποψηφίων Ιωάννη Ζένιου και Ανδρέα Χρίστου, ως ακολούθως: Οι υποψήφιοι Κυριάκος Κυριάκου και Γρηγόρης Δημητρίου υστερούν οριακά από άποψη αξίας έναντι ολιγάριθμων υποψηφίων, ενώ είναι ίσοι σε αξία ή υπερτερούν των υπόλοιπων υποψηφίων. Συγκεκριμένα, χωρίς να αγνοούνται οι εκθέσεις μέχρι το 1990, το Συμβούλιο σημείωσε ότι για τα έτη 1994 μέχρι 1996 στα οποία δίδεται μεγαλύτερη έμφαση, ο υποψήφιος Κυριάκος Κυριάκου υστερεί οριακά έναντι των υποψηφίων Ιωάννη Ζένιου και Ανδρέα Χρίστου και στα τρία έτη και έναντι του Κυριάκου Παπαγιάννη μόνο για το 1996, ενώ είναι ίσος ως προς την αξιολόγηση και για τα τρία αυτά έτη με τους Λειτουργούς Ελευθερία Χριστοδούλου, Πανίκο Δρουσιώτη και Δάφνη Συμεωνίδου, και υπερτερεί της Ελισάβετ Βούλγαρη-Ιωάννου. Από όλους τους εν λόγω υποψήφιους ο Κυριάκος Κυριάκου προηγείται κατά πολύ σε αρχαιότητα. Ο υποψήφιος Γρηγόρης Δημητρίου έχει την ίδια αξιολόγηση κατά το 1996 με τους Ιωάννη Ζένιο και Aνδρέα Χρίστου, υπερτερεί κατά το 1996 των Ελευθερίας Χριστοδούλου, Πανίκου Δρουσιώτη και Δάφνης Συμεωνίδου, και έχει την ίδια αξιολόγηση κατά τα έτη 1995 και 1994 με αυτούς, έχει δε καλύτερη αξιολόγηση από την Ελισάβετ Βούλγαρη-Ιωάννου και για τα τρία υπό αναφορά έτη. Υστερεί μόνο οριακά των Ιωάννη Ζένιου και Ανδρέα Χρίστου για τα έτη 1995 και 1994. Από πλευράς προσόντων όλοι οι υποψήφιοι κρίνονται ως περίπου ίσοι, δεδομένου ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτεί ακαδημαϊκά προσόντα ούτε τα ορίζει ως πλεονέκτημα. Όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο και το μεταπτυχιακό προσόν που κατέχουν επτά από τους εννέα υποψήφιους, παρόλο ότι είναι σε τομέα με κάποια συνάφεια προς τα καθήκοντα της θέσης δεν κρίνεται ως ιδιαίτερα βοηθητικό, ούτε τους καθιστά καταλληλότερους για τη θέση. Συνεπώς μόνο οριακή σημασία μπορεί να έχει. Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί η ουσιαστικά μεγαλύτερη αρχαιότητα των δύο υποψηφίων Κυριάκου και Δημητρίου έναντι των συνυποψηφίων τους. Τα μέλη αυτά εξήγησαν ότι μετά από συνεκτίμηση όλων των δεδομένων των υποψηφίων που αφορούν την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης κρίνουν ότι η μεγαλύτερη αρχαιότητα των υποψηφίων που ψηφίζουν, δηλαδή των Κυριάκου Κυριάκου και Γρηγόρη Δημητρίου, έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την οριακή υπεροχή από πλευράς αξίας των υποψηφίων Ιωάννη Ζένιου και Ανδρέα Χρίστου».
Σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση καταλήγουμε πως το Συμβούλιο κινήθηκε μέσα σε ευλόγως επιτρεπτά όρια. Δεν συμφωνούμε, συνεπώς, πως ο εφεσείων, με αναφορά στις αξιολογήσεις και στο μεταπτυχιακό που έχει, υπερέχει εκδήλως ώστε να παρέχεται δυνατότητα παρέμβασης. Στις βαθμολογίες των ετών 1994, 1995 και 1996 υπερέχει έναντι και των δυο ενδιαφερομένων στο στοιχείο «συνεργασία/σχέσεις» στο οποίο αξιολογήθηκε «εξαίρετος» ενώ εκείνοι πολύ ικανοποιητικά. Το δε 1996 ο ενδιαφερόμενος Γρ. Δημητρίου υπερέχει έναντί του στο στοιχείο «συμπεριφορά προς τους συνεργάτες της Αρχής» στο οποίο εκείνος βαθμολογήθηκε ως «εξαίρετος» και ο εφεσείων «πολύ ικανοποιητικά». Τα προσόντα τα οποία καταγράφονται στα πρακτικά, αφού απαριθμήθηκαν και από το Γενικό Διευθυντή, εξετάστηκαν και εξηγήθηκε πως ενώ είχαν κάποια συνάφεια προς τα καθήκοντα της θέσης δεν κρίνονταν ως ιδιαίτερα βοηθητικά. Έναντι αυτών προσδόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα στην αρχαιότητα των ενδιαφερομένων, κριτήριο στο οποίο οι ενδιαφερόμενοι υπερείχαν ουσιαστικά, ο Κ. Κυριάκου κατά οκτώ και ο Γρ. Δημητρίου κατά τέσσερα περίπου χρόνια.
Η έφεση απορρίπτεται, με £700.- έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.