ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 32
7 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
Εφεσίβλητης-Aιτήτριας.
(Αναθεωρητική ?φεση Αρ. 11/2007)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για έκδοση διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης της επίδικης στην προσφυγή απόφασης ― Απαραίτητες προϋποθέσεις ― Έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη βλάβη ― Καμία από τις προϋποθέσεις δεν πληρείτο, κατά την έκδοση του διατάγματος πρωτόδικα ― Απόφαση ανατράπηκε κατ' έφεση.
Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία εξεδόθη διάταγμα αναστολής της απόφασής της, που ήταν επίδικη στην προσφυγή.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.
Υπάρχει στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή, αναφορά σε «δυσμενέστατες και ανεπανόρθωτες συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης για την Αιτήτρια», αλλά είναι ορθή η εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πως δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δικαιολογεί τέτοια εκτίμηση. Πολύ λιγότερο όταν, όπως διευκρινίστηκε με την ενδιάμεση απόφαση, αντικείμενο της προσφυγής ήταν μόνο η απόφαση για επιβολή προστίμου λόγω παράβασης κανονισμού.
Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζεται η απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234. Θα πρέπει, η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή προβλήθηκαν εισηγήσεις και ισχυρισμοί, με ειδική αναφορά σε άρθρα του Περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, Ν.64(I)/2001 και του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν.14(I)/93, καθώς και στους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου, Κ.Δ.Π. 100/97. Οι εισηγήσεις που έγιναν πρωτοδίκως επαναλήφθηκαν και ενώπιον της Ολομέλειας, αλλά σε μεγαλύτερη ανάλυση και βάθος. Οι αγορεύσεις των δικηγόρων διήρκεσαν 90 περίπου λεπτά για την κάθε πλευρά. Το περιεχόμενο των αγορεύσεων ήταν ενδιαφέρον και σοβαρό, με ευρύτατη αναφορά στους δύο σχετικούς Νόμους και Κανονισμούς, για να υποστηριχθούν οι εκατέρωθεν θέσεις. Ακόμη και η ίδια η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή καταδεικνύει, με τη συζήτηση του νομικού θέματος που γίνεται σ' αυτή, πως δεν βρισκόμαστε μπροστά από έκδηλη παρανομία.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 178/2007), ημερ. 25/1/2007.
Ν. Γεωργιάδης και Μ. Πελίδης, για την Εφεσείουσα.
Λ. ΠαπαφιλίπΙου και Π. Ιωαννίδης με Λ???. Παπαφιλίππου, Γ. Χριστοδούλου και Χρ. Ιωαννίδου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 22.1.2007 η αιτήτρια τράπεζα, δημόσια εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο, στα επόμενα η Τράπεζα, καταχώρισε προσφυγή εναντίον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, στην οποία προσβάλλει την απόφαση της τελευταίας με την οποία βρέθηκε ένοχη παράβασης του Καν.21(1) της Κ.Δ.Π.100/97 (οι περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμοί του 1997) όπως τροποποιήθηκαν, και κατ' ακολουθίαν της επέβαλε £10.000 πρόστιμο. Στο αιτητικό της προσφυγής, για την ακύρωση της πιο πάνω διοικητικής απόφασης, περιλαμβανόταν και το κάλεσμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς την Τράπεζα να σταματήσει, και να ανακαλέσει τις οποιεσδήποτε ενέργειες της προς υλοποίηση των δημοσίων προτάσεων που η Τράπεζα είχε απευθύνει.
Ο πιο πάνω Κανονισμός προβλέπει:
«Από της ανακοινώσεως της δημόσιας πρότασης κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 9(1) μέχρι και της ανακοινώσεως του αποτελέσματος της δημόσιας πρότασης, το διοικητικό συμβούλιο της σκοπευόμενης εταιρείας οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια που κατατείνει στη ματαίωση ή την παρακώλυση της πρότασης.»
Την ίδια ημέρα η Τράπεζα καταχώρισε μονομερή αίτηση, στην οποία ζητούσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η εφαρμογή της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής της ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η μονομερής αυτή αίτηση παρουσιάστηκε ενώπιον συναδέλφου μας, ο οποίος προχώρησε στην εξέτασ? της την ίδια ημέρα που καταχωρίστηκε. Με ενδιάμεση απόφασ? του, καθόρισε ως το μόνο επίδικο ζήτημα στη μονομερή αίτηση τη νομιμότητα της καταδίκης της Τράπεζας για παράβαση του Καν. 21(1). Στην ίδια απόφαση ο συνάδελφ?ς μας αναφέρει πως κάλεσε ενώπι?ν του και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για να εκφράσει τις απόψεις της πάντοτε στα πλαίσια της μονομερούς αίτησης και επί του θέματος όπως καθορίστηκε. Ο συνάδελφος μας είπε συγκεκριμένα τα εξής.
«Το μόνο το οποίο έχει εκτελεστότητα από την άποψη που ενδιαφέρει το Δικαστήριο σήμερα, είναι το διοικητικό πρόστιμο το οποίο έχει επιβληθεί για παράβαση του Καν. 21(1). Τα υπόλοιπα, όπως συνάγεται και από το πρακτικό το οποίο έχει παρουσιαστεί σήμερα, δεν αποτελούν παρά μόνο σύσταση, όχι στα πλαίσια διοικητικής κυρώσεως, αλλά με τη γενικότερη έννοια της λέξης με την οποία καλείται η Αιτήτρια να μην προβεί σε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες προς υλοποίηση των δημοσίων προτάσεων τις οποίες έχει ήδη υποβάλει και να τις ανακαλέσει.»
Ακολούθησε ενώπιον του συναδέλφου μας, τις επόμενες δύο ημέρες ακρόαση της αίτησης, και η έκδοση της απόφασ?ς του στις 25.1.2007. Το επίκεντρο της συζήτησης, επί του οποίου οι δικηγόροι των διαδίκων πρόβαλαν εκτεταμένες εισηγήσεις, που άπτονταν καθαρά νομικού ζητήματος, ήταν κατά πόσο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε κατά νόμο αρμοδιότητα να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. ?νας από τους ισχυρισμούς της Τράπεζας, για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν πως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου δεν είχε αρμοδιότητα να την κρίνει ένοχη παράβασης του Καν. 21(1) και να της επιβάλει πρόστιμο. Τέτοια αρμοδιότητα είχε μόνο το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Αντίθετη ήταν η θέση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.
Ο συνάδελφ?ς μας που, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως επελήφθη πρωτοδίκως της υπόθεσης, στην απόφασ? του συζητά επί μακρόν τις θέσεις που προβλήθηκαν, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί θέματος παράβασης του Καν.21(1) της Κ.Δ.Π. 100/97, και συνδέοντας την κατάληξη με τις διαγραφόμενες στην ένορκη δήλωση «δυσμενέστατες και ανεπανόρθωτες συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης» εξέδωσε το διάταγμα αναστολής της διοικητικής απόφασης, μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της προσφυγής.
Καταχωρίστηκε αμέσως έφεση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Της έφεσης επελήφθη η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού αποδέχτηκε σχετικό αίτημα των διαδίκων, κρίνοντας πως το ζήτημα ήταν επείγον και συνάμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Εμφανίστηκε ενώπι?ν μας ομάδα δικηγόρων που εκπροσωπούσε τους διάδικους. Αγόρευσαν δύο δικηγόροι εκ μέρους της εφεσείουσας, Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, και δύο εκ μέρους της εφεσίβλητης Τράπεζας, οι οποίοι επιμέρισαν μεταξύ τους τους συγκεκριμένους λόγους που προβάλλονται στην έφεση.
Το ερώτημα που προβάλλεται ενώπι?ν μας ένα είναι. Κατά πόσο ορθά λειτούργησε η σκέψη του συναδέλφου μας στο στάδιο της μονομερούς αίτησης, με την οποία και διαπίστωσε έκδηλη παρανομία, εκδίδοντας εν τέλει το επίμαχο διάταγμα. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως ο συνάδελφ?ς μας, όπως και ο ίδιος διευκρινίζει στην απόφασ? του, λειτούργησε πάντοτε μέσα στα πλαίσια της μονομερούς αίτησης. Το γεγονός ότι κλήθηκαν και οι δικηγόροι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για να εκφράσουν τις απόψεις τους, δεν μετέβαλε, δικονομικά και ουσιαστικά, το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση. Η απάντησ? μας στο ερώτημα που θέσαμε είναι αρνητική.
Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.
Υπάρχει στην απόφαση του συναδέλφου μας αναφορά σε «δυσμενέστατες και ανεπανόρθωτες συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης για την Αιτήτρια», αλλά είναι ορθή η εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πως δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δικαιολογεί τέτοια εκτίμηση. Πολύ λιγότερο όταν, όπως διευκρινίστηκε με την ενδιάμεση απόφαση του συναδέλφου μας, αντικείμενο της προσφυγής ήταν μόνο η απόφαση για επιβολή προστίμου λόγω παράβασης κανονισμού.
Μπορούμε να είμαστε σύντομοι και σε σχέση με το άλλο έρεισμα, εκείνο της έκδηλης παρανομίας. Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234. Θα πρέπει, η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.
?πως έχουμε ήδη επισημάνει, ενώπιον του συναδέλφου μας προβλήθηκαν εισηγήσεις και ισχυρισμοί, με ειδική αναφορά σε άρθρα του Περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, Ν.64(I)/2001 και του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν.14(1)/93, καθώς και στους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου, Κ.Δ.Π. 100/97. Οι εισηγήσεις που έγιναν πρωτοδίκως επαναλήφθηκαν και ενώπι?ν μας, αλλά σε μεγαλύτερη ανάλυση και βάθος. Οι αγορεύσεις των δικηγόρων διήρκεσαν 90 περίπου λεπτά για την κάθε πλευρά. Το περιεχόμενο των αγορεύσεων ήταν ενδιαφέρον και σοβαρό, με ευρύτατη αναφορά στους δύο σχετικούς Νόμους και Κανονισμούς, για να υποστηριχθούν οι εκατέρωθεν θέσεις. Ακόμη και η ίδια η απόφαση του συναδέλφου μας καταδεικνύει, με τη συζήτηση του νομικού θέματος που γίνεται σ' αυτή, πως δεν βρισκόμαστε μπροστά από έκδηλη παρανομία.
Με αυτά τελειώνει το θέμα που έχουμε ενώπι?ν μας, και βεβαίως, δεν θα επεκταθούμε σε συζήτηση αναφορικά με το ποιά θα πρέπει να είναι η ορθή αντίκριση της ουσίας της προσφυγής, αφού αυτή θα παραμείνει για στάθμιση και κρίση, ως θέμα της. Επίσης δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει και η παράλληλη εισήγηση αναφορικά με το δικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησε ο συνάδελφ?ς μας.
Επομένως, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και το εκδοθέν σ' αυτή διάταγμα, ακυρώνεται. Η εφεσίβλητη Τράπεζα θα πληρώσει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και εδώ.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.