ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 537
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 97/2005)
12 Νοεμβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΜΕΡΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Χρ. Χριστοφίδης, με Γ. Βαλιαντή, για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Στιβαρού (κα), για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Επιδιώκεται, με την παρούσα έφεση, η ανατροπή απόφασης αδελφού μας Δικαστή, με την οποία προσφυγή του εφεσείοντα (αιτητή) εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων (καθ' ων η αίτηση) να τον θέσουν σε διαθεσιμότητα απορρίφθηκε. Αμφισβητεί ο εφεσείων την ορθότητα της κατάληξης ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, λόγω εκλείψεως του εννόμου συμφέροντός του να την προωθήσει μετά την 15/5/2005, ημερομηνία που η διαθεσιμότητά του έπαυσε αυτοδικαίως.
Ο εφεσείων, με την έναρξη στις 31/3/2005 πειθαρχικής έρευνας εναντίον του, τέθηκε, με απόφαση των εφεσιβλήτων, σε διαθεσιμότητα με πλήρεις απολαβές, για περίοδο τριών μηνών ή για όση περίοδο θα διαρκούσε η έρευνα, οποιαδήποτε ήταν η συντομότερη. Η πειθαρχική έρευνα ολοκληρώθηκε και το πόρισμά της παραδόθηκε στις 15/5/2005 στο Γενικό Διευθυντή των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, στις 17/5/2005, αποφάσισαν την άρση της διαθεσιμότητας του εφεσείοντα. Στο μεταξύ, στις 5/4/2005, ο εφεσείων καταχώρισε εναντίον της απόφασης για τη διαθεσιμότητά του προσφυγή, η απόφαση στην οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Αδελφός Δικαστής, ο οποίος πραγματεύθηκε πρωτόδικα την υπόθεση, αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων, κατ' εφαρμογή των αρχών της Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 και της Μουτήρης ν. Υπουργού Υγείας, Υπόθεση Αρ. 1138/02, 15/6/04, ανέφερε τα εξής:-
«Η θέση των συνηγόρων του αιτητή είναι ορθή. Πράγματι η διαθεσιμότητα του αιτητή έπαυσε αυτοδίκαια να ισχύει από τις 15 Μαΐου 2005 και, επομένως, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για ανάκλησή της δύο ημέρες αργότερα, στις 17 Μαΐου 2005. Το ερώτημα επομένως το οποίο τίθεται δεν είναι κατά πόσο η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του αιτητή να την προωθήσει εξ αιτίας της άρσης ή ανάκλησης της επίδικης απόφασης, αλλά κατά πόσο η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του αιτητή να την προωθήσει μετά την, από 15 Μαΐου 2005, αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της. Τούτο εξαρτάται από το κατά πόσο, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης, θα προκύπτει θέμα για την Αρχή να πράξει ο,τιδήποτε προς συμμόρφωση ή να ικανοποιήσει οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση του αιτητή. ... Στην προκείμενη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης, δεν θα προκύπτει θέμα για την Αρχή να πράξει ο,τιδήποτε προς συμμόρφωση, ήτοι επαναφορά του αιτητή στα καθήκοντα του, εφόσον αυτός έχει ήδη επανέλθει αυτομάτως στα καθήκοντα του με την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της διαθεσιμότητας του στις 15 Μαΐου 2005. Ούτε θα έχει να ικανοποιήσει η Αρχή οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση του αιτητή, όπως π.χ. για αποζημίωση του, εφόσον αυτός, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, δεν θα έχει υποστεί υλική ζημία κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του δοθέντος ότι, ενόσω αυτή διαρκούσε, απολάμβανε πλήρεις απολαβές. Είναι επίσης πρόδηλο ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, ή η πιθανολόγηση ότι ο αιτητής έχει υποστεί ζημία από την επίδικη απόφαση, τέτοια η οποία θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία δυνάμει του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος. Και τούτο διότι η ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη εξ αιτίας της επίδικης απόφασης (διασυρμός, ανησυχία, θλίψη, αγωνία, αισθήματα αδικίας, μείωση, απομόνωση, πόνος και οδύνη) είναι ηθική και όχι υλική. Σύμφωνα δε με την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Ταλιαδώρου κ.α., Ποινικές Εφέσεις 11381 και 11403, ημερ. 25 Απριλίου 2005, η ηθική ζημία ή βλάβη δεν συνιστά κεφάλαιο ζημίας το οποίο να καλύπτεται από τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος.»
Ο εφεσείων, χωρίς να αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης ότι πρόκειται για αυτοδίκαιη παύση της διαθεσιμότητάς του και όχι ανάκλησή της από τους εφεσίβλητους, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα εφαρμόστηκαν οι αρχές της Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας και της Μουτήρης ν. Υπουργού Υγείας, (πιο πάνω), οι οποίες αφορούν σε περιπτώσεις ανάκλησης των διοικητικών πράξεων. Η απουσία, υπέβαλε, ανάκλησης της διαθεσιμότητάς του και αναγνώρισης με αυτήν της παρανομίας της διατηρεί τα επαχθή γι' αυτόν αποτελέσματα - (διασυρμό, αισθήματα αδικίας, αγωνία) - και τα άλλα που θα ακολουθήσουν σε σχέση με την επαγγελματική του σταδιοδρομία.
Η συνήγορος των εφεσιβλήτων, με αναφορά σε συγγράμματα και νομολογία, υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης και πρόσθεσε ότι τα περί δυσμενών συνεπειών στη σταδιοδρομία του εφεσείοντα καταρρίπτονται από το γεγονός και μόνο ότι αυτός, σε χρόνο πολύ κοντά στη διαθεσιμότητά του, θεωρήθηκε κατάλληλος υποψήφιος για θέσεις προαγωγής.
Πάγια θέση της νομολογίας στο θέμα της κατάργησης της δίκης είναι ότι εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής αποτελεί λόγο διαγραφής της.
Στην απόφαση της πλήρους Ολομέλειας Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 651)
«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχισή της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»
Στις ίδιες γραμμές κινήθηκε και η απόφαση στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), όπου γίνεται ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας και υιοθέτηση των αποφασισθέντων στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 973.
΄Εχει νομολογηθεί ότι η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή και ούτε έχει τιμωρητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για προληπτικό διοικητικό μέτρο, με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση ολοκλήρωσης μιας πειθαρχικής διαδικασίας.
΄Εχουμε εξετάσει όλα όσα οι συνήγοροι συζήτησαν ενώπιόν μας. Συμφωνούμε με την, από άποψης αποτελέσματος επί της δίκης, αντιμετώπιση από τον αδελφό Δικαστή της λήξης του χρόνου ισχύος της διαθεσιμότητας. Με τη λήξη της ισχύος της, η δίκη έχασε το αντικείμενό της. Δεν υπήρχε, μετά τις 15/5/2005, οποιαδήποτε απόφαση για να ανακληθεί από τους εφεσίβλητους, αλλά ούτε και οι, κατ' ισχυρισμό, συνέπειες αποτελούν βλάβη, που να καλύπτεται από το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για αποκατάσταση με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία.
Η έφεση απορρίπτεται, με £700,00 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αρτέμης, Δ.
Νικολαΐδης, Δ.
Ηλιάδης, Δ.
Παπαδοπούλου, Δ.
Νικολάτος, Δ.
/ΜΠ