ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 465
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ.3844)
(Υπόθεση Αρ. 731/2003)
2 Νοεμβρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΗΣ ΠΑΡΤΖΙΛΗΣ
Εφεσείοντας/Ενδιαφ. Μέρος
ν.
ΒΑΡΝΑΒΑ ΚΥΡΙΑΖΗ
Εφεσίβλητου/Αιτητή
ν.
ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
Γ. Τριανταφυλλίδης για τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος.
Α. Μαρκίδης για τον εφεσίβλητο-αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης για τους καθ' ων η αίτηση.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: O Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (οι καθ' ων η αίτηση), στις 27.5.03, αποφάσισαν το διορισμό του εφεσείοντα στη θέση του Διευθυντή, από την 1.7.03. Ο συνυποψήφιός του άσκησε προσφυγή και αποφασίστηκε πρωτόδικα πως, πράγματι, συνέτρεχε λόγος ακυρότητας. Ο εφεσείων υπηρετούσε ήδη με σύμβαση διάρκειας πέντε ετών στη θέση του Διευθυντή και η διαδικασία απέβλεπε στην πλήρωση της θέσης ενόψει της επερχόμενης λήξης της σχετικής σύμβασης, στις 30.6.03. Κάτω από τις περιστάσεις που επεξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση, όπως κρίθηκε, η διαδικασία για την πλήρωση της θέσης, κατά το αποτέλεσμα της σύγκρισης των υποψηφίων από την άποψη της συγκριτικής καταλληλότητάς τους, συνιστούσε, στην πραγματικότητα, προσπάθεια νομικής κάλυψης της ήδη εκδηλωθείσας πρόθεσης να ανανεωθεί η θητεία του εφεσείοντα. Ό,τι ακολούθησε, «ήταν μολυσμένο από αυτή την ίδια την πρόθεση». Στην πρωτόδικη απόφαση διατυπώθηκε και ο προβληματισμός αναφορικά με «ποία πορεία μπορεί να πάρει η τελική απόφαση του Συμβουλίου ώστε, αφενός να εξαλείφονται τα τρωτά που δημιουργήθηκαν από την προειλημμένη, και εκδηλωθείσα πρόθεση του να διορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, και ταυτόχρονα, κατά την επανεξέταση, η διαδικασία που θα ακολουθηθεί από το Συμβούλιο, το οποίο έχει την εξουσία να διορίζει το διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 9(1) του Νόμου, να είναι νόμιμη και να απολήγει, με φανερά αντικειμενικά κριτήρια, στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου».
Οι καθ' ων η αίτηση δεν άσκησαν έφεση και προσάρμοσαν τις ενέργειές τους κάτω από το δεδομένο της ακυρωτικής απόφασης. Δεν προέβησαν, όμως, σε επανεξέταση που κατά τα καθιερωμένα θα παρέπεμπε στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου της ακυρωθείσας απόφασης. Προκήρυξαν εκ νέου τη θέση, με ανοικτή πλέον τη δυνατότητα διεκδίκησής της και από άλλους ώστε όλοι οι νέοι αιτητές να συγκριθούν μεταξύ τους προς εξεύρεση του καταλληλλότερου.
Έφεση κατά της ακυρωτικής απόφασης, εν τούτοις, άσκησε ο εφεσείων, με επιχειρήματα ως προς την ορθότητα των διαπιστώσεων αναφορικά με την πρόθεση των καθ' ων η αίτηση και την κριθείσα ως επίδρασή της στη ληφθείσα απόφαση. Με την προοπτική, βεβαίως, της επικύρωσης του τότε διορισμού, από 1.7.03, έστω αφού θα κρίνονταν στην πορεία ως αβάσιμοι και οι άλλοι ισχυρισμοί του συνυποψηφίου αναφορικά με λόγους ακυρότητας επί της ουσίας.
Προχώρησε, όμως, ο εφεσείων και σε άλλες ενέργειες. Κατ' αρχάς, όπως αναφέρει ο ίδιος, άσκησε προσφυγή κατά του κύρους της νέας προκήρυξης την οποία, στην πορεία, απέσυρε. Και, στη συνέχεια, ανταποκρίθηκε στη νέα προκήρυξη, με την υποβολή αίτησης για διορισμό, στο πλαίσιο, βεβαίως, της διαδικασίας που εκείνη τροχιοδρόμησε. Με τη σημείωση σ' αυτή πως την υπέβαλλε «άνευ βλάβης και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου αναφορικά με την προσφυγή 736/04 και με την Αναθεωρητική ΄Εφεση 3844». Οι καθ' ων η αίτηση εξέτασαν το θέμα της πλήρωσης της θέσης, αποφάσισαν το διορισμό του εφεσείοντα, του πρóσφεραν διορισμό και εκείνος τον δέχτηκε. Οπότε, υπηρετούσε έκτοτε ως Διευθυντής, στη βάση του διορισμού του στο πλαίσιο της νέας προκήρυξης.
Ο συνυποψήφιος του εφεσείοντα, μαζί με τα επιχειρήματά του ως προς την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης υποστήριξε πως ο στο μεταξύ νέος διορισμός, τον οποίο εκλάμβανε ως αναδρομικό, στέρησε την έφεση από το αντικείμενό της. Ο νέος διορισμός, όμως, δεν ήταν αναδρομικός. Δεν ανέτρεχε στην 1.7.03. Θα ίσχυε από τις 7.4.05. Αποσύρθηκε, λοιπόν, η εισήγηση πως η έφεση έχασε το αντικείμενό της αφού, όπως εξηγήθηκε, μεταξύ του τερματισμού της σύμβασης εργοδότησης του εφεσείοντα ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης μέχρι την ημερομηνία του νέου διορισμού, παρέμεινε ακάλυπτο χρονικό διάστημα σε σχέση με το οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει αποζημιώσεις.
Μας φάνηκε πως η αντίκρυση του ζητήματος από την πιο πάνω άποψη της διατήρησης αντικειμένου άφηνε ενδεχομένως ανοικτό θεμελιώδες ζήτημα δημόσιας τάξης. Επανανοίξαμε, επομένως, την υπόθεση για να δώσουμε τη δυνατότητα στα μέρη να ακουστούν σε σχέση με τη «νομιμοποίηση του εφεσείοντα να προωθεί την παρούσα έφεση όταν μετά την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ, που δεν άσκησε έφεση, προκήρυξε εκ νέου τη θέση και ο εφεσείων διεκδίκησε και πέτυχε διορισμό στο πλαίσιο αυτής της νέας προκήρυξης».
Κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις επί τους θέματος από τον εφεσείοντα και το συνυποψήφιό του, αιτητή στην προσφυγή. Οι καθ' ων η αίτηση, όπως και σε σχέση με όλα τα άλλα επί της ουσίας, δεν θέλησαν να συμμετάσχουν με τη διατύπωση δικής τους άποψης. Συνοψίζουμε πρώτα τα επιχειρήματα του συνυποψήφιου: Ήταν ξεκάθαρο πως, στο πλαίσιο της νέας προκήρυξης, ο διορισμός δεν θα ήταν αναδρομικός και αυτό το γεγονός το αποδέχτηκε ο εφεσείων αφού, αν και υπέβαλε την αίτηση για διορισμό με επιφύλαξη, στο τέλος αναπόφευκτα αποδέχτηκε το διορισμό. Επομένως, δεν νομιμοποιείται στην προώθηση της έφεσης κατά τις θεμελιωμένες αρχές ως προς την επιδοκιμασία και την αποδοκιμασία.
Ο εφεσείων δέχεται πως αφ' ης στιγμής οι καθ' ων η αίτηση επαναπροκήρυξαν τη θέση, η ημερομηνία της 'δεύτερης θέσης' Διευθυντή δεν μπορούσε να ήταν η ίδια με την προκήρυξη της 'πρώτης θέσης' Διευθυντή. Για να διατυπώσει όμως την άποψη στη συνέχεια πως «το γεγονός ότι οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση επέλεξαν από μόνοι τους να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου με την επαναπροκήρυξη της θέσης, δεν μπορεί να στερήσει τον εφεσείοντα από του να επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, καθότι, εν πάση περιπτώσει, ο δεύτερος διορισμός του δεν ήταν αναδρομικός». Αναφέρθηκε, συναφώς, στην απόφαση της Ολομέλειας στη Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου (1998) 3 ΑΑΔ 316. Εκεί, μετά την ακύρωση της προαγωγής πρωτοδίκως, ενώ οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν έφεση, η αρμόδια αρχή επανεξέτασε το θέμα. Επανεπέλεξε τους ίδιους ενδιαφερόμενους οι οποίοι και αποδέχτηκαν το διορισμό που τους προσφέρθηκε και που θα ήταν αναδρομικός, από τον ουσιώδη χρόνο της αρχικής διαδικασίας. Το θέμα ήταν αν η έφεση είχε πλέον χάσει το αντικείμενό της και αυτό τέθηκε στο πλαίσιο αίτησης για απόρριψή της ως προδήλως αβάσιμης. Εξηγήθηκε από την Ολομέλεια το εξαιρετικό τέτοιου μέτρου, που θα πρέπει «να ασκείται με φειδώ», και κρίθηκε πως, αντίθετα προς την εισήγηση των εφεσιβλήτων, δεν καταφαινόταν ως αδιαμφισβήτητο/ αναντίλεκτο γεγονός ότι η έφεση απώλεσε τη ζωτικότητά της ή κάθε σημασία για τα δικαιώματα των εφεσειόντων. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Στην αγόρευσή του ο κ. Αγγελίδης έκαμε αναφορά στην αυτοτέλεια της πρωτοβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας καθώς και στο σκοπό και στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. (Βλ. Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44.) Η επιχειρηματολογία αυτή προβλήθηκε για να καταδειχθεί αφενός, ότι η άσκηση έφεσης δεν μετριάζει το καθήκον της Διοίκησης να εφαρμόσει την ακυρωτική απόφαση και αφετέρου, ότι η επανεξέταση, κατ΄ έφεση, της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης, δεν θα επιφέρει οποιοδήποτε όφελος στους εφεσείοντες άλλο από εκείνο που έχουν προσπορισθεί με τον αναδρομικό επαναδιορισμό τους.
Η προσβολή της δεύτερης διοικητικής απόφασης φέρνει στο προσκήνιο τις αδυναμίες της επιχειρηματολογίας των εφεσιβλήτων, ενόψει του ελλοχεύοντα κινδύνου οι εφεσείοντες να αποστερηθούν του δικαιώματος έφεσης εναντίον της πρώτης ακυρωτικής απόφασης παρά τη, θεωρητικά πάντα, πιθανή ακύρωση της δεύτερης διοικητικής απόφασης.
Κατ΄ αρχή πρέπει να επισημάνουμε ότι η κατοχή του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερομένου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος. (Βλ Κλεάνθους και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971, Dias United Publishing Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και στην πρόσφατη απόφαση της μειοψηφίας στην Υπουργικό Συμβούλιο ν. Ραδιοτηλεοπτικές Υπηρεσίες Αντέννα Ρ.Τ. Λίμιτεδ (1998) 3 Α.Α.Δ. 255).
Η έφεση αποτελεί το δικαιϊκό μέσο για τη θεώρηση της ορθότητας πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Συνιστά ασφαλιστική δικλίδα για την ορθή διαπίστωση και εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση η οποία εκδικάζεται. Η αποδοχή, στην προκείμενη υπόθεση, της δεύτερης διοικητικής απόφασης δεν υποδηλώνει αποποίηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης, κατά της πρώτης δικαστικής απόφασης, ούτε επάγεται την απόσβεση της έφεσης. Η έφεση έχει ως λόγο τη θεώρηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική πράξη. Η αποδοχή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αναφέρεται αποκλειστικά στην πράξη εκείνη.
Είναι ορθό ότι σκοπός της δικαστικής λειτουργίας είναι η επίλυση διαφορών και η αποσαφήνιση δικαιωμάτων, όπου είναι αναγκαία, προς αποτροπή εκδηλωθείσας διαμάχης ως προς το περιεχόμενο ή την άσκησή τους. Το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται δικαστικών διαβημάτων τα οποία έχουν θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία για την απόρριψη δικαστικού μέτρου το οποίο δεν αποβλέπει στην επίλυση ζωτικής διαφοράς. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν καταφαίνεται ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η έφεση απώλεσε τη ζωτικότητά της ή κάθε σημασία για τα δικαιώματα των εφεσειόντων.
Δοθείσας της φύσης της δικαιοδοσίας, την οποία καλούμεθα να ασκήσουμε, είμαστε ηθελημένα φειδωλοί στη διατύπωση θέσεων ώστε να μή προκαταλάβουμε την απόφασή μας σε οποιοδήποτε από τα τεθέντα, με την έφεση, θέματα. Περιοριζόμεθα στη διαπίστωση ότι δεν καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενό της. Η προσβολή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αποδυναμώνει κάθε πιθανό επιχείρημα ότι η επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης έχει προσλάβει θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα.
Απορρίπτουμε το αίτημα, για τη διαγραφή της έφεσης, ως προδήλως αβάσιμης».
Τα δεδομένα, εν προκειμένω, είναι ουσιωδώς διαφορετικά. Κατ' αρχάς δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά της νέας προαγωγής του εφεσείοντα και δεν υπάρχει, βεβαίως, ο κίνδυνος στον οποίο, στην πιο πάνω υπόθεση προσδόθηκε τόση σημασία. Αυτό, όμως, μας φαίνεται δευτερεύον στην προκείμενη περίπτωση. Δεν έχουμε εδώ διαδικασία ενιαία η οποία και στις δυο περιπτώσεις διεξάγεται στην ίδια βάση και ανατρέχει στον ίδιο ουσιώδη χρόνο. Με δυνατότητα, επομένως, υποστήριξης της νομιμότητας και των δυο διαδικασιών και συνακολούθως του πρώτου και του δεύτερου διορισμού. Η νέα προκήρυξη σήμαινε, όπως ορθά αντιλήφθηκε και ο εφεσείων, την εγκατάλειψη και συνακολούθως την εξαφάνιση της πρώτης διαδικασίας. Μόνο κάτω από τέτοιο πρίσμα ήταν δυνατό να επαναπροκηρυχθεί η θέση. Δεν ήταν δηλαδή νοητό, ενόψει της νέας προκήρυξης, να τίθεται θέμα πλέον ζητήματος συνύπαρξης και της νέας και της προηγούμενης διαδικασίας. Αυτό, βέβαια, από την άποψη των συνεπειών της διοικητικής πράξης της επαναπροκήρυξης. Την οποία ασφαλώς δεν ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί ο εφεσείων. Η επαναπροκήρυξη παρέπεμπε πλέον σε διορισμό από μέλλοντα χρόνο, μάλιστα, κατά τα δεδομένα εκείνου του χρόνου και κατά επιλογή μεταξύ όσων τότε θα υπέβαλλαν αίτηση διορισμού. Είδαμε ότι ο εφεσείων άσκησε προσφυγή κατά της νέας προκήρυξης. Την απέσυρε όμως και υπέβαλε αίτηση για διορισμό. Με επιφύλαξη όπως είδαμε αλλά οι συνέπειες που ανακύπτουν από τη φύση των πραγμάτων δεν είναι δυνατό να αλλοιώνονται με μονομερείς δηλώσεις. Ούτως ή άλλως, ο εφεσείων αποδέχτηκε το νέο διορισμό και υπηρέτησε στη θέση, υπό τα δεδομένα του. Εννοείται ως νόμιμο διορισμό. Οπότε, αναγνώριση τώρα νομιμοποίησής του να προωθεί και την έφεση κατά της ακυρωτικής απόφασης, αναπόφευκτα θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του δεύτερου διορισμού, την οποία ήδη αποδέχθηκε. Η επαναπροκήρυξη σήμαινε αποδοχή του λόγου ακυρότητας που διαπιστώθηκε και δεν είναι δυνατό ο εφεσείων να επιδιώκει με την έφεση επάνοδο στα της πρώτης διαδικασίας. Ενδεχόμενη επιτυχία του ως προς αυτά, θα επάγεται υποχρεωτικά τη θεώρηση πως ο δικός του νέος διορισμός τον οποίο αποδέχθηκε και στη βάση του οποίου ήδη υπηρέτησε, στο πλαίσιο παράνομης νέας διαδικασίας ήταν και αυτός παράνομος.
Καταλήγουμε πως δεν νομιμοποιείται ο εφεσείων στην προώθηση της έφεσης και αυτή απορρίπτεται. Δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Γ. Νικολάου, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
ΜΣι.