ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 ΑΑΔ 882
Δημοκρατία ν. Sunoll Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26
Θουκυδίδης Θουκής και Άλλοι ν. Δήμου Λεμεσού και/ή Άλλου (2000) 3 ΑΑΔ 432
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2006) 3 ΑΑΔ 713
21 Νοεμβρίου, 2006
[AΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΛΩΝΑ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3423)
Διοικητική πράξη ― Εκτελεστή ― Χαρακτηριστικά ― Κατεδάφιση επιταχθέντος ακινήτου είναι πράξη εκτελέσεως ― Εκτελεστή πράξη είναι μόνο το διάταγμα επίταξης ― Το αν η κατεδάφιση ενέπιπτε ή όχι στα όρια που κάλυπτε η επίταξη δεν εξετάζεται στα πλαίσια της προσφυγής.
Ο εφεσείων προσέβαλε, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, την απόφαση κατεδάφισης της κατοικίας του, η οποία είχε επιταχθεί. Πρωτόδικα αποφασίστηκε πως η προσβληθείσα απόφαση ήταν πράξη εκτελέσεως και όχι εκτελεστή.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται η επίδικη πρωτόδικη απόφαση. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή η προδικαστική ένσταση της εφεσίβλητης, και τούτο διότι η προσβληθείσα απόφαση έφερε εκτελεστό χαρακτήρα. Με τους άλλους τρεις λόγους προβάλλεται ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν παραβιάσθηκαν τα Άρθρα 8 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Αρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Πρέπει να παρατηρηθεί από την αρχή, ότι οι τρεις λόγοι έφεσης προσβάλλουν σχόλια του πρωτόδικου Δικαστή, που έγιναν εκ του περισσού και δεν συνιστούν ούτε συναποτελούν το λόγο (ratio) της απόρριψης της προσφυγής. Μοναδικός λόγος απόρριψης της προσφυγής είναι η κατάληξη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, στοιχείο απόλυτα αναγκαίο για να περιβληθεί με δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Επομένως εάν αποτύχει ο πρώτος λόγος έφεσης θα είναι μάταιη η περαιτέρω ενασχόληση της Ολομέλειας, με τους άλλους τρεις λόγους έφεσης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος μόνες προσβλητές πράξεις ή αποφάσεις είναι εκείνες που έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου χαρακτηρίζει ως εκτελεστές εκείνες τις διοικητικές πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα και εξάγονται εξ αυτής δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Η κατεδάφιση της κατοικίας της εφεσείουσας δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Το κατά πόσο η κατεδάφιση ενέπιπτε στα όρια τα οποία κάλυπτε η επίταξη, όπως θεωρήθηκε πρωτόδικα, δεν χρειάζεται να εξεταστεί, αφού και σε περίπτωση αρνητικής απάντησης δεν θα είχαμε παρά μόνο πράξη παράνομης επέμβασης στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου, οπότε θεραπεία θα μπορούσε να αναζητηθεί μόνο με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί περαιτέρω της υπόθεσης στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, δεν νοείται η περαιτέρω ενασχόληση της Ολομέλειας με τους άλλους λόγους έφεσης, ως μη αναγκαία και ατελέσφορη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κολώνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 567/98, ημερ. 13.7.2000,
Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,
Θουκιδίδης κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 432.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1332/2000), ημερ. 26/3/2002.
Α. Δημητριάδης με Θ. Χριστοδουλίδου και Φ. Αποστολίδη, για τον Εφεσείοντα.
Ι. Νικολάου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, Κώστας Παπά, είναι ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας Ελένης Β. Κολώνα από το χωριό Πελένδρι και κατοίκου Λεμεσού.
Η αποβιώσασα ήταν ιδιοκτήτρια κατά το ήμισυ ιδανικό μερίδιο μιας κατοικίας και αυλής στο χωριό Πελένδρι της επαρχίας Λεμεσού, με τα ακόλουθα στοιχεία κτηματολογίου: αρ. εγγραφής 10209, Τεμάχιο 491, Φ/Σχ. XL V117. Στις 25.7.1997 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης της πιο πάνω ιδιοκτησίας. Αναφερόταν σ' αυτό πως το ακίνητο ήταν αναγκαίο για σκοπούς δημόσιας ωφελείας, συγκεκριμένα για την κατασκευή, βελτίωση, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του κεντρικού δρόμου του χωριού. Στην ίδια έκδοση δημοσιεύθηκε και διάταγμα επίταξης το οποίο ανανεώθηκε διαδοχικά μέχρι και τις 22.7.2000.
Το διάταγμα επίταξης και οι διαδοχικές ανανεώσεις δεν προσβλήθηκε από την αποβιώσασα Ελένη Κολώνα. Προσέβαλε όμως το διάταγμα απαλλοτρίωσης με την προσφυγή αρ. 567/98. Η προσφυγή απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 13.7.2000 (Βλέπε: Ελένη Β. Κολώνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 567/98, ημερ. 13.7.2000).
Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση 3102 η οποία και απερρίφθη από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί εξέλιπε το αντικείμενο της αφού στις 20.8.1999 δημοσιεύθηκε διάταγμα ανάκλησης τόσο της γνωστοποίησης όσο και του διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Το διάταγμα επίταξης, το οποίο, σημειώνουμε και πάλιν, δεν προσβλήθηκε εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ.
Στις 19.7.2000 κατεδαφίστηκε η επιταχθείσα οικία. Εναντίον αυτής της κατεδάφισης καταχωρήθηκε από την αποβιώσασα η προσφυγή αρ. 1332/2000 στις 29.9.2000. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του, απέρριψε την προσφυγή για ένα και μοναδικό λόγο, γιατί η προσβληθείσα πράξη της κατεδάφισης της οικίας δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση αλλά πράξη πραγμάτωσης του σκοπού της διοικητικής απόφασης με την οποία επιτάχθηκε.
Παρά την πιο πάνω απόφαση του ο αδελφός δικαστής σχολίασε και τις αναφορές των δικηγόρων της εφεσείουσας στα άρθρα 8 και 13 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Ν. 39/62. Ήταν ο ισχυρισμός των δικηγόρων της εφεσείουσας πως, με την κατεδάφιση, παραβιάσθηκε το δικαίωμα της στο σεβασμό της κατοικίας της.
Στις σελίδες 3 και 4 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Στις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων της αιτήτριας γίνεται αναφορά στα άρθρα 8 και 13 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Ν.39/62, για να υποστηριχθεί πως παραβιάστηκε το δικαίωμα της αιτήτριας στο σεβασμό της κατοικίας της. Δεν συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, κάτι τέτοιο. Το άρθρο 23 του Συντάγματος επιτρέπει τον διά νόμου περιορισμό (παράγραφος 3) του γενικού δικαιώματος, όπως τούτο διασφαλίζεται στην 1η παράγραφο του άρθρου, στην απόκτηση κυριότητας, κατοχή, απόλαυση και διάθεση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας. Ο περιορισμός αυτός επιτρέπεται μόνο, όπως ρητά προβλέπεται στην παράγρ. 3, όταν είναι απολύτως απαραίτητος για το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας των δημοσίων ηθών ή της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης της ιδιοκτησίας για την προαγωγή δημόσιας ωφελείας ή για την προστασία δικαιώματος τρίτων. Στις περιπτώσεις αυτές ρητά προνοείται στην ίδια παράγραφο πως καταβάλλεται δίκαιη αποζημίωση, η οποία καθορίζεται, σε περίπτωση διαφωνίας, από πολιτικά Δικαστήρια. Το δικαίωμα επομένως της αιτήτριας για αποζημίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας της που απαλλοτριώθηκε είναι απόλυτα διασφαλισμένο.
Επιπλέον, αν το Ανώτατο δικαστήριο αποδεχτεί την έφεση της και ακυρώσει το διάταγμα απαλλοτρίωσης, ενεργοποιείται και η παράγραφος 6 του άρθρου 146, στην οποία προβλέπεται πως κάθε πρόσωπο που έχει ζημιωθεί από διοικητική απόφαση που έχει κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστήριο μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς αποζημίωση, όπως έχει βέβαια ερμηνευθεί στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χαράλαμπος Νίκολας v. Δημοκρατίας (2001) 1(B) A.A.Δ. 983.»
Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται η επίδικη πρωτόδικη απόφαση. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή η προδικαστική ένσταση της εφεσίβλητης, και τούτο διότι η προσβληθείσα απόφαση έφερε εκτελεστό χαρακτήρα. Με τους άλλους τρεις λόγους προβάλλεται ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν παραβιάσθηκαν τα άρθρα 8 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Θέλουμε να παρατηρήσουμε από την αρχή ότι οι τρεις λόγοι έφεσης προσβάλλουν σχόλια του αδελφού Δικαστή που έγιναν εκ του περισσού και δεν συνιστούν ούτε συναποτελούν το λόγο (ratio) της απόρριψης της προσφυγής. Μοναδικός λόγος απόρριψης της προσφυγής είναι η κατάληξη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, στοιχείο απόλυτα αναγκαίο για να περιβληθεί με δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Επομένως εάν αποτύχει ο πρώτος λόγος έφεσης θα είναι μάταιη η περαιτέρω ενασχόληση μας με τους άλλους τρεις λόγους έφεσης.
Για τον πρώτο λόγο έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αναφέρεται στην εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης. Έχει ως εξής:-
«Ο εντεταλμένος από το Γενικό Εισαγγελέα δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας, πρόβαλε προδικαστική ένσταση. Εισηγείται πως με την προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή απόφαση, μέσα στην έννοια του άρθρου 146 του Συντάγματος. Η κατεδάφιση της κατοικίας της αιτήτριας, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου για τη Δημοκρατία, είναι πράξη εκτέλεσης. Η υλοποίηση δηλαδή της διοικητικής απόφασης να επιταχθεί η ακίνητη ιδιοκτησία. Όπως ανέφερα πιο πάνω τα διατάγματα επίταξης δεν προσβλήθηκαν.
Είναι βάσιμη η πρόταση του δικηγόρου για τη Δημοκρατία. Η πράξη της κατεδάφισης της οικίας της αιτήτριας δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση είναι η πραγμάτωση του σκοπού της διοικητικής απόφασης με την οποία επιτάχθηκε.»
Σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος μόνες προσβλητές πράξεις ή αποφάσεις είναι εκείνες που έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου χαρακτηρίζει ως εκτελεστές εκείνες τις διοικητικές πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα και εξάγονται εξ αυτής δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, αναφέρονται στη σελίδα 31 τα ακόλουθα:-
«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' εαυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης. (βλ. Πoρίσματα Nομολογίας του Συμβουλίου της Εικράτειας, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η Αίτησις Ακυρώσεως Eνώπιον του Συμβουλίου της Εικράτειας, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 125). Χρήσιμη αναφορά για τη φύση και χαρακτήρα των πράξεων της Αρχής Λιμένων μπορεί να γίνει στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, καθώς και στα χαρακτηριστικά πράξεων εξουσίας.»
Επίσης στην απόφαση της Ολομέλειας Θουκιδίδης κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 432, αναφέρθησαν τα εξής στη σελίδα 436 που συνάδουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης:-
«Ο Δήμος Λεμεσού, ως απαλλοτριούσα αρχή, εξέδωσε τη Γνωστοποίηση και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και δεν θα είχαμε δυσκολία να συμφωνήσουμε πως ενυπήρχε, ως σκοπός της απαλλοτρίωσης, προς υλοποίηση των λόγων που εξειδικεύθηκαν, η κατεδάφιση των αποθηκών. Η κατακύρωση προσφοράς για δημοτικό έργο είναι, βέβαια, εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά ως τέμνουσα το θέμα στο οποίο αφορά. Μας φαίνεται, λοιπόν, ορθό πως, ως προς την πραγμάτωση της κατεδάφισης, ήταν πράξη εκτέλεσης και από αυτή την άποψη ποιοτικά ομότιμη προς την ίδια την υλική ενέργεια της κατεδάφισης.»
Στην ίδια πιο πάνω απόφαση επιδοκιμάσθηκε και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που αναφέρεται και πάλιν στη σελίδα 436:-
«Και οι δύο θεραπείες στην προσφυγή αναφέρονται σε «απόφαση» για την κατεδάφιση των αποθηκών Θεοδοσίου. Η πράξη της κατεδάφισης όμως δεν ήταν εκτελεστή διοικητική απόφαση, αλλά πράξη εκτελέσεως προειλημμένης απόφασης για την κατεδάφιση των αποθηκών, που άρχισε με την απαλλοτρίωσή τους με σχετική γνωστοποίηση στις 19.9.72 και διάταγμα στις 27.12.72. Σκοπός της απαλλοτρίωσης, όπως καθορίζεται στο διάταγμα ήταν, μεταξύ άλλων η διαπλάτυνση της παραλιακής λεωφόρου, της δημιουργίας θέας προς τη θάλασσα, περιπάτους για το κοινό και γενικά ο εξωραϊσμός της παραλίας. Για την υλοποίηση της κατεδάφισης των αποθηκών εξεδόθη και διάταγμα επίταξης στις 15.11.94.»
Συμφωνούμε με την πρωτόδικη άποψη ότι, εν προκειμένω, η κατεδάφιση της κατοικίας της εφεσείουσας δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Το κατά πόσο η κατεδάφιση ενέπιπτε στα όρια τα οποία κάλυπτε η επίταξη, όπως θεωρήθηκε πρωτόδικα, δεν χρειάζεται να το εξετάσουμε αφού και σε περίπτωση αρνητικής απάντησης δεν θα είχαμε παρά μόνο πράξη παράνομης επέμβασης στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου, οπότε θεραπεία θα μπορούσε να αναζητηθεί μόνο με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί περαιτέρω της υπόθεσης στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, όπως έχουμε αναφέρει στην αρχή της απόφασης μας, δεν νοείται η περαιτέρω ενασχόληση μας με τους άλλους λόγους έφεσης ως μη αναγκαία και ατελέσφορη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.