ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 590
21 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
HASSAN ALHAMIYAN,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ANΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
4. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 509/2005)
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική προσφυγή ― Σύνταξη της απόφασης και επίδοσή της στην Ελληνική γλώσσα ― Ισχυρισμός πως παραβιάστηκε το Άρθρο 28 του Συντάγματος, λόγω άνισης μεταχείρισης εξ αυτού του λόγου, απορρίφθηκε ως αβάσιμος.
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική προσφυγή ― Εξέταση της από ένα μέλος της Αρχής, κατάλληλα εξουσιοδοτημένο από τον Πρόεδρο, δυνατή και νόμιμη.
Ο αιτητής αμφισβήτησε με την προσφυγή του, τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, να απορρίψει ιεραρχική προσφυγή του, κατά της απόρριψης του αιτήματός του για χορήγηση πολιτικού ασύλου.
Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής παραπονείται ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος του, γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση και η αιτιολογία της, του κοινοποιήθηκαν στην αγγλική και ελληνική γλώσσα αντίστοιχα, αντί της περσικής ή τουρκικής.
Οι πιο πάνω λόγοι δεν είναι αποδεκτοί. Το επιχείρημα για άνιση μεταχείριση έχει ως έρεισμα το γεγονός ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής συντάχθηκε στην ελληνική γλώσσα, η οποία δεν είναι γλώσσα κατανοητή στον αιτητή και εφόσον το Άρθρο 28Θ(2) του Νόμου καθιστά απαραίτητη την παρουσία διερμηνέα στις περιπτώσεις όπου καλείται ο αιτητής σε προσωπική συνέντευξη ή σε ακροαματική διαδικασία, σε συνδυασμό με το Άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, που προβλέπει το δικαίωμα συμπαράστασης διερμηνέα κατά τις δικαστικές διαδικασίες, η Αναθεωρητική Αρχή είχε την υποχρέωση να εκδώσει την απόφασή της σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν.
Το θέμα έχει ήδη επιλυθεί στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393, στην οποία μεταξύ άλλων κρίθηκε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος λόγω της σύνταξης των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής στην ελληνική. Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι έστω και αν εθεωρείτο πως οι διαδικασίες της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής ενέπιπταν στα πλαίσια της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης, είτε δηλαδή στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων, είτε στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων, το ίδιο το Άρθρο 30 δεν περιλαμβάνει οιανδήποτε υποχρέωση για την έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διάδικου. Επομένως, σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν στην Singh (πιο πάνω) οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν για την κοινοποίηση της απόφασης και του αιτιολογικού της δεν παραβίασαν οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή.
Η εισήγηση ότι η απόφαση δεν συντάχθηκε στην τουρκική ή περσική γλώσσα είναι ανεδαφική, γιατί το Άρθρο 3 του Συντάγματος προνοεί ότι οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η ελληνική και τουρκική και δεν υπάρχει ρητή συνταγματική ή νομοθετική πρόνοια ότι η απόφαση της Αρχής θα πρέπει να εκδίδεται στη γλώσσα του αιτητή.
2. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η κατά το Άρθρο 28Δ(β) εξουσία του Προέδρου της Αναθεωρητικής Αρχής να αναθέτει την εξέταση διοικητικών προσφυγών σε μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής, προϋποθέτει την παροχή αιτιολογίας και γι' αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναιτιολόγητη η εκ μέρους του Προέδρου ανάθεση στον ίδιο της εξέτασης της παρούσας διοικητικής προσφυγής. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Το Άρθρο 28Δ(β) δεν απαιτεί αιτιολογία για την ανάθεση της εξέτασης διοικητικών προσφυγών από τον Πρόεδρο σε ένα από τα μέλη της Αναθεωρητικής Αρχής και επιπρόσθετα, σύμφωνα με το Άρθρο 28Ε(3) κάθε μέλος της Αναθεωρητικής αρχής "δύναται να ασκεί τις δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιότητες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του", με την εξαίρεση κάποιων ρητά προσδιοριζόμενων στο Νόμο περιπτώσεων (Άρθρο 28Ε(4)), που δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393.
Προσφυγή.
Γ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,για τους Καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Ο αιτητής, ο οποίος είναι Ιρανός, Μουσουλμάνος, εισήλθε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας την 1/12/2003 από το κατεχόμενο λιμάνι της Κερύνειας. Σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στις αστυνομικές αρχές εγκατέλειψε τον τόπο καταγωγής του στις 24/11/2003, με προορισμό την Ιρανοτουρκική μεθόριο. Αφού διέβη τα σύνορα επιδεικνύοντας το διαβατήριο του, έφθασε μέσω Άγκυρας οδικώς στη Μερσίνα. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, με τη βοήθεια κάποιου πράκτορα ονόματι Nasar, ο οποίος κράτησε και το διαβατήριο του, ο αιτητής αφίχθηκε την 1/12/2003 παράνομα με πλοίο στην Κερύνεια, από όπου την ίδια μέρα μεταφέρθηκε με αυτοκίνητο στην ελεγχόμενη από τη Δημοκρατία ελεύθερη περιοχή της Κύπρου. Στις 8/12/2003 υπέβαλε αίτημα για άσυλο στην Υπηρεσία Ασύλου και υποβλήθηκε αυθημερόν σε συνέντευξη, με τη βοήθεια ομοεθνή του μεταφραστή. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι στην πατρίδα του ασκούσε το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου και ότι είχε ένα κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών, βοηθώντας παράλληλα τον πατέρα του σε ένα περίπτερο πώλησης εφημερίδων.
Προσπαθώντας να στοιχειοθετήσει βάσιμο λόγο δίωξης του ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η απασχόληση του με την πώληση του ημερήσιου τύπου στην χώρα του τον έφερε σε επαφή με άτομα που είχαν πολιτικές απόψεις, ένα από τα οποία τον προσκάλεσε σε μια συνεδρίαση πολιτικής φύσης σε κάποιο σπίτι. Η συμμετοχή του σε αυτή τη συνάντηση επέφερε τελικά τη σύλληψη του από τις Ιρανικές Αρχές, γεγονός που κατά τον ισχυρισμό του οδήγησε στο κλείσιμο του καταστήματος και στη μετακίνηση του περιπτέρου. Ο ίδιος, όπως δήλωσε, είχε τεθεί υπό κράτηση για τρεις μέρες και αφέθηκε ελεύθερος αφού υπέγραψε δήλωση ότι θα απέσχε στο μέλλον από οποιαδήποτε πολιτική ή κομματική εκδήλωση εναντίον της Ιρανικής κυβέρνησης. Ανέφερε επίσης ένα επεισόδιο διαπληκτισμού του με τον Βοηθό Εισαγγελέα του δημοσίου Δικαστηρίου στο οποίο κατέφυγε παραπονούμενος για την άδικη μεταχείριση που υφίστατο από τις αρχές της χώρας του και εξ' αιτίας του οποίου, όπως είπε, αντιμετώπιζε τον κίνδυνο σύλληψης και κατεζητείτο.
Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα στις 14/4/2004, σημειώνοντας ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι θα εδιώκετο στη χώρα του λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και ότι κατεζητείτο για το επεισόδιο του διαπληκτισμού ήταν αβάσιμοι, αφού αφενός δεν ήταν σε θέση να δώσει καμιά πληροφορία αναφορικά με την κομματική συνάντηση στην οποία παρευρέθηκε και αφετέρου, επειδή αν πραγματικά κατεζητείτο από τις Ιρανικές αρχές, θα είχε συλληφθεί κατά τον έλεγχο διαβατηρίων κατά την έξοδο του από τη χώρα, αφού ο ίδιος δήλωσε ότι επέδειξε το διαβατήριο του στα σύνορα Ιράν - Τουρκίας.
Ο αιτητής άσκησε στις 21/5/2004 διοικητική προσφυγή. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν θεώρησε σκόπιμη την κλήση του αιτητή σε συνέντευξη και έχοντας υπόψη τη σχετική έκθεση - εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, απέρριψε στις 15/2/2005 τη διοικητική προσφυγή επικυρώνοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στην απόφαση που δόθηκε από τον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής επισημάνθηκαν και πάλι οι αντιφάσεις που εντοπίστηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και έγινε νομική αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτητή. Η κατάληξη της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Επίσης ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως προβλέπεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000.
(β) Οι λόγοι ακύρωσης.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής προβάλλοντας ως λόγους ακύρωσης,
(i) Άνιση μεταχείριση κατά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος (άρθρο 28), της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Σ.Α.Δ. άρθρο 14) και του περί Προσφύγων Νόμου (άρθρα 21 και 28Θ(2) του Ν. 6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε),
(ii) Παράβαση του άρθρου 3 του Συντάγματος και των προνοιών του περί των Επίσημων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 67/88 (όπως τροποποιήθηκε),
(iii) Δυσμενή διάκριση γιατί δεν του δόθηκε η απόφαση στην τουρκική ή την περσική γλώσσα, και
(iv) Έλλειψη αιτιολογίας για την ανάθεση της εξέτασης της υπόθεσης στον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής.
(i), (ii) και (iii): Άνιση μεταχείριση γιατί η απόφαση δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή στην τουρκική ή περσική γλώσσα.
Με τους τρεις πιο πάνω λόγους ο αιτητής παραπονείται ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος του, γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση και η αιτιολογία της του κοινοποιήθηκαν στην αγγλική και ελληνική γλώσσα αντίστοιχα, αντί της περσικής ή τουρκικής.
Οι πιο πάνω λόγοι δεν είναι αποδεκτοί. Το επιχείρημα για άνιση μεταχείριση έχει ως έρεισμα το γεγονός ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής συντάχθηκε στην ελληνική γλώσσα, η οποία δεν είναι γλώσσα κατανοητή στον αιτητή και εφόσον το άρθρο 28Θ(2) του Νόμου καθιστά απαραίτητη την παρουσία διερμηνέα στις περιπτώσεις όπου καλείται ο αιτητής σε προσωπική συνέντευξη ή σε ακροαματική διαδικασία, σε συνδυασμό με το Άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, που προβλέπει το δικαίωμα συμπαράστασης διερμηνέα κατά τις δικαστικές διαδικασίες, η Αναθεωρητική Αρχή είχε την υποχρέωση να εκδώσει την απόφασή της σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν.
Το θέμα έχει ήδη επιλυθεί στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393), στην οποία μεταξύ άλλων κρίθηκε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος λόγω της σύνταξης των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής στην ελληνική. Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι έστω και αν εθεωρείτο πως οι διαδικασίες της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής ενέπιπταν στα πλαίσια της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης, είτε δηλαδή στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων, είτε στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων, το ίδιο το Άρθρο 30 δεν περιλαμβάνει οιανδήποτε υποχρέωση για την έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διάδικου. Επομένως, σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν στην Singh (πιο πάνω) οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν για την κοινοποίηση της απόφασης και του αιτιολογικού της δεν παραβίασαν οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή.
Η εισήγηση ότι η απόφαση δεν συντάχθηκε στην τουρκική ή περσική γλώσσα είναι ανεδαφική γιατί το άρθρο 3 του Συντάγματος προνοεί ότι οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η ελληνική και τουρκική και δεν υπάρχει ρητή συνταγματική ή νομοθετική πρόνοια ότι η απόφαση της Αρχής θα πρέπει να εκδίδεται στη γλώσσα του αιτητή.
(iv) Έλλειψη αιτιολογίας για την ανάθεση της εξέτασης της αίτησης στον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η κατά το άρθρο 28 Δ(β) εξουσία του Προέδρου της Αναθεωρητικής Αρχής να αναθέτει την εξέταση διοικητικών προσφυγών σε μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής, προϋποθέτει την παροχή αιτιολογίας και γι' αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναιτιολόγητη η εκ μέρους του Προέδρου ανάθεση στον ίδιο της εξέτασης της παρούσας διοικητικής προσφυγής. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Το άρθρο 28 Δ(β) δεν απαιτεί αιτιολογία για την ανάθεση της εξέτασης διοικητικών προσφυγών από τον Πρόεδρο σε ένα από τα μέλη της Αναθεωρητικής Αρχής και επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 28 Ε(3) κάθε μέλος της Αναθεωρητικής αρχής "δύναται να ασκεί τις δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιότητες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του", με την εξαίρεση κάποιων ρητά προσδιοριζόμενων στο Νόμο περιπτώσεων (άρθρο 28 Ε(4)), που δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.